Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Τη μέρα που η μαμά πήρε την ασφάλεια ζωής του πατέρα, κάλεσε τους Σοφιανιόπουλους, που μας είχαν περιποιηθεί στο καινούριο τους σπιτικό, να φάμε στου «Κραίμερ». Ήταν από τα πιο αριστοκρατικά εστιατόρια στην προκυμαία. Η νύχτα ήταν ανοιξιάτικη. Πολλοί κάνανε το σεργιάνι τους. τα πολεμικά ρίχνανε τους προβολείς τους κάθε τόσο στη θάλασσα. Ατμάκατοι ξέχυναν το ρυθμικό τους κροτάλισμα. Καλοντυμένος κόσμος στη μεγάλη αίθουσα έτρωγε γύρω από τραπέζια με κάτασπρα τραπεζομάντηλα, όπου επάνω τους στράφτανε ποτήρια και μαχαιροπήρουνα από αναμμένα σπαρματσέτα μέσα σε κρυστάλλινα βαζάκια. Μια μικρή ορχήστρα έπαιζε ευρωπαϊκούς σκοπούς. Πρόσεχα κάθε μου κίνηση μήπως κάνω καμιά χωριατιά, όπως κάποιος το τραυματισμένο χέρι ή πόδι του. Η Τασώ, που φερνόταν με πολύ αέρα, με καθοδηγούσε με το βλέμμα της. Άκουα να μιλούν ξένες γλώσσες. Σερβίριζαν γκαρσόνια με μαύρα και άσπρα πουκάμισα με μαύρους φιόγκους. Ήταν ένα θέαμα, που δεν το είχε δει η Ρόη. Αισθανόμουν πως είχα προβιβαστεί σε μικρό αριστοκράτη. Πώς θα μπορούσαν να καταλάβουν οι φίλοι μου τη μαγεία αυτής της βραδιάς, όταν θα τους έκανα την περιγραφή της; Στις σιωπές μου, δοκίμαζα κιόλας να βρω τις κατάλληλες φράσεις. Πάντα η λαχτάρα μου να εκφράσω αυτό που ζούσα, μου αφαιρούσε κιόλας κάποιο ποσοστό αυθορμητισμού όσο το ζούσα, σα να εισχωρούσε ανάμεσά μου το φανταστικό για να παραχαράξει το πραγματικό… Έριχνα ματιές στη μαμά. Καθώς μιλούσε ζωηρά, αν δε φορούσε τα μαύρα, θα ’λεγα πως δεν πενθούσε. Ωστόσο, στις απότομες αφηρημάδες της, μάντευα στο βλέμμα της το είδωλο του πατέρα… Η φωνή ρωτούσε και ξαναρωτούσε μέσα μου: «Άραγε είχε γίνει λιγότερο θλιμμένη;». Το βράδι, είδα στ’ όνειρό μου πως τρώγαμε όλοι μαζί στο σπίτι μας στο Σαλιχλί σα να ’ταν γιορτή. Ο πατέρας φορούσε τ’ άσπρα λινά του∙ πλάι του η μαμά, με μια σαξ μεταξωτή, του έκανε κάθε τόσο μια χαϊδευτική χειρονομία. Όταν μεγάλωσα –διαβάζοντας τις επιστημονικές ερμηνείες που δίνανε στα όνειρα- έδωσα και τη δική μου σε κείνο το όνειρό μου: Την παρουσία της μαμάς σε μια χαρούμενη βραδιά στου «Κραίμερ» -που τη θεωρούσα ανάρμοστη στο πένθος μας- από μιαν υποσυνείδητη διαμαρτυρία, την είχα μετατρέψει σε μιαν ευτυχή στο σπίτι μας, αποκαθιστώντας, έτσι, την παραβιασμένη απ’ τη μητέρα δεοντολογία…

Ξυπνώντας, την παραμονή που θα φεύγαμε, αντίκρισα απ’ το δωμάτιο του ξενοδοχείου μας, ανάμεσα στα αγκυροβολημένα πολεμικά, ένα κάτασπρο καράβι. Στο κατάρτι του κυμάτιζε η σημαία του ερυθρού σταυρού. Γύρω του φτερούγιζαν γλάροι. Ήταν το ελληνικό νοσοκομειακό «Αμφιτρίτη». Καθώς πηγαίναμε να αποχαιρετίσουμε τους Σοφιανόπουλους, ο κόσμος στους δρόμους επευφημούσε μια ομάδα αδελφές νοσοκόμες. Φορούσαν κατάλευκες στολές και κατευθύνονταν στο «Γραικικό νοσοκομείο». Απ’ τα παράθυρα και τα μπαλκόνια τούς πετούσαν λουλούδια. Ο επικεφαλής αρχίατρος με ωραία στολή χαιρετούσε στρατιωτικά. Εκείνες κουνούσαν χαμογελαστά τα κεφάλια τους με τις άσπρες καλύπτρες. Τι όμορφες που ήταν! Πρώτη φορά έβλεπα γυναίκες απ’ την Ελλάδα. Ήταν ελληνίδες! Είχα απομείνει να τις κοιτώ. Οι δυο τελευταίες στη σειρά είχαν την ηλικία της Τασώς. Ένιωσα μιαν ακατανίκητη επιθυμία να τις αγγίξω. Ξέφυγα απ’ τη μητέρα μου, έτρεξα και τους έπιασα το χέρι. Με χάιδεψαν. Είχα αποκτήσει ακόμη έναν τίτλο αξιοζήλευτο, για να τον παινευτώ στους φίλους μου…

Τάσος Αθανασιάδης, Τα παιδιά της Νιόβης, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, Αθήνα 1999, τ. A΄, σ. 295-297