Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΤα παιδιά της Νιόβης
Απ’ το ημερολόγιο του κυρίου Τρύφωνα Ιωαννίδη, αντιπροσώπου της εταιρίας των ραπτομηχανών «Σίγγερ».
30 Ιουνίου 1921 (Σμύρνη, ξενοδοχείο «Πατρίς»).
Ουδέν κακόν αμιγές καλού… Ένα παραπάτημα της γυναίκας μου στο Φραγκομαχαλά, την κρεβάτωσε στο «Γραικικό νοσοκομείο» ένα μήνα. Έτσι, δε βρεθήκαμε στο Σαλιχλί, όταν πέρασαν από κει ο βασιλιάς με τους πρίγκιπες και τον πρωθυπουργό. Ευτύχημα. Με πληροφόρησαν πως ο ενθουσιασμός του κόσμου δεν ήταν όσος θα τον περίμενε κανείς. Δεν τους κέρδισαν ως φυσιογνωμίες. Όλοι οι Χοετζόλερν: Μακρύ φαλακρό κεφάλι, αυτιά μεγάλα, μάτια κρύα ψαρίσια· ο πρωθυπουργός μια ενάρετη μετριότητα. Αλλά το δραματικό απροσδόκητο εκείνης της μέρας στο σταθμό ήταν ο ερχομός του γιου του συμπολίτη μας Παναγή Καντάρογλου. Απίστευτο: Ο Τζανής γύρισε έφεδρος αξιωματικός με κομμένο το αριστερό πόδι! Στην εμφάνιση του ωραίου νέου, η συγκίνηση του κόσμου ήταν συγκλονιστική. Ω, ανθρώπινη μοίρα με τις μεταστροφές σου! Πού να το φανταστώ , πως ο ανεπρόκοπος Τζανής θα γινόταν ήρωας! Αισθάνομαι τύψεις για τους πικρόχολους χαρακτηρισμούς, που του έχω κάνει μέσα σ’ αυτές τις σελίδες. Ανυπομονώ να του φιλήσω το χέρι…
10 Ιουλίου 1921
Τούρκοι εσκιάδες κλέψανε τον Τζανή! Ζητούν διακόσιες χρυσές για να τον λευτερώσουν. Ο δύστυχος πατέρας τρέχει να τις δανειστεί. Οι απαγωγείς απειλούν, αν δεν δοθούν τα χρήματα, θα στείλουν μέσα σε ταγάρι το κεφάλι του γιου του. Η απαγωγή έγινε απ’ τον κουλά τους, όπου εμόναζε και διάβαζε! Ο πόνος απ’ την αναπηρία του τον είχε κάνει άλλο άνθρωπο. Θυμήθηκα τη ρήση του μεγάλου Ντοστογιέφσκι: «Μέσα στον πόνο υπάρχει μια υψηλή αρχή του βίου…». Ω, ναι…
25 Ιουλίου 1921
Οι απαγωγείς του Τζανή, λίγο προτού τον αφήσουν ελεύθερο, αφού πήρανε λύτρα, παίξανε φάρσα: Αντί για το κεφάλι του μέσα στο ντορβά, όπως είχαν απειλήσει να κάνουν αν δεν τους τα ’στελναν, άφησαν έξω απ’ την πόρτα του έναν ντορβά και μέσα του μια μεγάλη πέτρα! Το κους-κους παίρνει και δίνει στο Σαλιχλί. Δεν μπορούν να βρουν εξήγηση. Μα είναι τόσο απλό: Οι ληστές θεώρησαν το κεφάλι του –με το πώς είχε μέσα- πως άξιζε όσο και μια πέτρα! Υποψιάζομαι, πως η απαγωγή με τη φάρσα υποκινήθηκε του Σαλιχλί, για να εκδικηθούν τον ήρωα της πόλης μας και μαζί να τον εξευτελίσουν. Και όλα αυτά κάτω απ’ τα μάτια του ελληνικού στρατού…
21 Ιανουαρίου 1922
Υποχρεωμένος απ’ τις δουλειές μου να μένω στο Σαλιχλί, αισθάνομαι πως κάθομαι σε αναμμένα κάρβουνα, απ’ τις λογής φήμες που φτάνουν στ’ αυτιά μας γύρω απ’ το μικρασιατικό ζήτημα. Αναχωρώ αύριο για τη Σμύρνη, να μάθω από υπεύθυνα πρόσωπα τα καθέκαστα…
23 Ιανουαρίου 1922 (Σμύρνη, «Ξενοδοχείον της Αλεξανδρείας»).
Ήταν καλή σύμπτωση να μπει στο βαγόνι μου απ’ τη Μαγνησία η αγαπητή Θάλεια Σοφιανοπούλου, η γυναίκα του χαλέμπορου Κωστή. Η παλιά δυναμική σαλιχλιώτισσα είχε πάει στην αδερφή της για να της μεταδώσει τα νέα απ’ τους κύκλους της Σμύρνης. «Το εικόνισμα της Αγίας Αναστασίας της φαρμακολύτριας στο μοναστήρι στο Χορόσκιοϊ δακρύζει. Χάνομε τον τόπο μας…», μου ψιθύρισε. Έτσι, έμαθα, μέσες-άκρες, όσα θα μου επιβεβαίωναν το ίδιο κιόλας βράδυ στα γραφεία της «Αμάλθειας»: Η υπόθεση της Μικράς Ασίας περνά την κρισιμότερη φάση της. Ο σατραπίσκος Στεργιάδης προσπαθεί να διασπάσει τη συνεργασία ανάμεσα των μικρασιατών, ώστε τελικά να αποτύχει η δημιουργία μιας αυτόνομης Μικράς Ασίας. Η πρώτη υποψία γι’ αυτή τη διάσπαση, -μου είπε ο νεαρός γιος του εκδότη της «Αμάλθειας» Χρίστος Σολωμονίδης- του είχε περάσει στη σκέψη από ένα περιστατικό, που λίγοι τότε του είχαν δώσει σημασία: Σε μιαν επιθεώρηση μονάδων στο στάδιο του «Πανιώνιου» είχε κληθεί και ο αρμοστής. Ο επικεφαλής στρατηγός Δημαράς τον περίμενε με τους επιτελείς που κάποτε μιαν ώρα. τελικά, ο Στεργιάδης δεν παρουσιάστηκε, χωρίς να ειδοποιήσει ότι είχε κάποιο εμπόδιο. Ο στρατηγός, έξω φρενών, έδωσε εντολή να ματαιωθεί η παρέλαση. Καθώς αποχωρούσε, κούνησε το κεφάλι περίλυπος: «Αλλοίμονον!…αλλοίμονον!…», ακούστηκε να λέει.
25 Ιανουαρίου 1922 (Σμύρνη, «Ξενοδοχείον της Αλεξανδρείας»).
Αυτό το «Αλλοίμονον…, αλλοίμονον…», απ’ τα χείλη του στρατηγού Δημαρά – όπως έγραφα χτες- το ψιθυρίζω κι εγώ μέσα στην απελπισία μου… Ο φίλος Κωστής Σοφιανόπουλος, όπως το περίμενα, με κάλεσε σήμερα το βράδυ σε δείπνο. Έχει πολύ απλώσει τις δουλειές του – με παραγγελίες για λογαριασμό του σε ταπητουργία του Ντεμερτζί και του Ουσάκ, που τον έχουν αναδείξει σε σημαντική προσωπικότητα της σμυρναϊκής κοινωνίας. Έτσι, οι πληροφορίες του είναι από θετική πηγή: Η «Ελληνική Επιτροπή Μικρασιατικής Αμύνης», που την αποτελούν- όπως μας είχε βεβαιώσει ο μητροπολίτης Φιλαδελφείας – απότακτοι αξιωματικοί, πρόκριτοι απ’ την Πόλη και απ’ τη Σμύρνη, με επικεφαλής το Πατριαρχείο (σύμβουλος τους, λέγεται ο Βενιζέλος), έστειλε έκκληση στον έλληνα πρωθυπουργό και τον αρχιστράτηγο Παπούλα, όπου διακηρύττει την απόφαση του μικρασιατικού ελληνισμού να υπερασπιστεί τις εστίες και τους βωμούς του και να μην εγκαταλείψει τη χώρα του στο έλεος της αγριότητας των τούρκων. Ο αρχιστράτηγος ανταποκρίθηκε αμέσως στην έκκληση, στέλνοντας στην Κωνσταντινούπολη τους αξιωματικούς Σαρηγιάννη και Σκυλακάκη να συζητήσουν το θέμα της αυτονόμησης με τους εκεί παράγοντες και τον πατριάρχη Μελέτιο, πάντα με την προϋπόθεση πως όλες οι σχετικές αποφάσεις θα ληφθούν με την έγκριση της κυβερνήσεως. Επίσης με άλλη έκκληση στους πρωθυπουργούς και υπουργούς των εξωτερικών της Αγγλίας, Γαλλίας, Ιταλίας και Αμερικής – η οργάνωση υπενθυμίζει την άρνηση ως το 1920 της Τουρκίας να εφαρμόσει όσα προνόμια είχε υποσχεθεί στις μειονότητες με τα φιρμάνια του 1839 και 1856 (επικυρωμένα απ’ τις συνθήκες των Παρισίων και του Βερολίνου), καθώς και τις εγκληματικές ενέργειες εναντίον των χριστιανών. Διευκρινίζει ότι, στα όρια της συνθήκης των Σεβρών, οι τούρκοι είναι μειονότητες σε σύγκριση με τους έλληνες. Ότι αυτή τη στιγμή πολεμούν με τον ελληνικό στρατό τριανταπέντε χιλιάδες μικρασιάτες, αποφασισμένοι να διασώσουν τη Μικρά Ασία απ’ τη θηριωδία των τούρκων ή να εκπατριστούν! Τέλος επικαλείται τα χριστιανικά αισθήματα των «συμμάχων» ζητώντας την παρέμβασή τους για τη δημιουργία μιας αυτόνομης μικρασιατικής πολιτείας… Κουνήσαμε τα κεφάλια μας με σκεπτικισμό. Η αιώνια «Διπλωματία», που προλαμβάνει τάχα τους πολέμους, ενώ συχνότατα τους προετοιμάζει. Ο αγαπητός Κωστής μου υποσχέθηκε να με πάρει μαζί του σε μια απ’ τις συγκεντρώσεις στο σπίτι του γιατρού Ψαλτώφ, όπου οι σμυρναίοι πρόκριτοι συζητούν τα καθέκαστα γύρω απ’ το μικρασιατικό πρόβλημα…
27 Ιανουαρίου 1922 (Σμύρνη, «Ξενοδοχείον της Αλεξανδρείας»)
Μόλις γύρισα απ’ τα γραφεία της «Αμάλθειας». Ο διευθυντής της Σωκράτης Σολωμονίδης κάλεσε στο γραφείο του το προσωπικό και των δύο εφημερίδων του («το Θάρρος» είναι απογευματινή έκδοση της «Αμάλθειας»), για να τους εκθέσει τις εξελίξεις γύρω απ’ το μικρασιατικό ζήτημα: Ο αρχιστράτηγος έφυγε ξαφνικά για την Αθήνα με σκοπό να πληροφορηθεί από υπεύθυνα χείλη τη στάση της κυβερνήσεως στο αίτημα του μικρασιατικού λαού να κηρύξει την αυτονόμηση της Μικράς Ασίας. Ξαφνικά, μπήκε στο γραφείο του ο μεγαλύτερος γιος του ο Σπύρος, συνδιευθυντής –με τον αδελφό του Χρίστο- του «Θάρρους». Ήταν κατάχλωμος. Γύριζε απ’ το διοικητήριο. Τον είχε καλέσει ο ύπατος αρμοστής. Όταν παρουσιάστηκε στο γραφείο του, τον υποδέχτηκε κρατώντας ένα βούρδουλα. Το «Θάρρος» αναδημοσιεύει αυτές τις μέρες μιαν εξιστόρηση της αγγλικής προπαγάνδας στην Αθήνα τον καιρό του διχασμού, που είχε κάνει σε αθηναϊκή εφημερίδα κάποιος με το ψευδώνυμο «Ποσειδών». Τη διακοπή της την είχε ζητήσει ο άγγλος πρόξενος. Ο αρμοστής τίναζε το βούρδουλα: «Ή θα σταματήσεις τον «Ποσειδώνα» ή θα σου μετρήσω τα πλευρά με τούτο εδώ…», του είπε. Ο νέος τον κοίταξε μια στιγμή άναυδος. Έφυγε χωρίς να του απαντήσει. Ο Σωκράτης Σολωμονίδης ξέσπασε σε κατάρες: «Θα σε κρεμάσουμε, θεοκατάρατε…», ξεφώνιζε. Ζήτησε ένα ποτήρι νερό. Φοβηθήκαμε καμιάν αποπληξία, καθώς είναι αιματώζος…
2 Φεβρουαρίου 1922 (Σμύρνη «Ξενοδοχείον της Αλεξανδρείας»).
Ο αρχιστράτηγος γύρισε απ’ την Αθήνα. Προηγήθηκε μια μέρα πριν ο ύπατος αρμοστής, που είχε πάει και αυτός εκεί στο μεταξύ. Παρά την υπόδειξη του τελευταίου, οι σμυρναίοι κλείσανε τα καταστήματά τους και κάνανε θερμή υποδοχή στο στρατηγό. Στην επιτροπή, που τον επισκέφθηκε για να πληροφορηθεί τα αποτελέσματα του ταξιδιού του, απάντησε με τα ίδια λόγια του πρωθυπουργού Γούναρη στον ίδιο: «Να πεις εις τους σμυρναίους, ότι θα προστατεύσωμεν και δεν θα εγκαταλείψωμεν την Σμύρνην…». Ο υπουργός των στρατιωτικών Ν. Στρατός τού πρόσθεσε: «Όταν ψηφισθεί το νομοσχέδιο δια την διχοτόμησιν του νομίσματος, θα σας στείλω και βοήθεια…». Ατμόσφαιρα αισιοδοξίας στη «Μικρασιατική λέσχη»…
9 Φεβρουαρίου 1922 (Σμύρνη «Ξενοδοχείον της Αλεξανδρείας»).
Με την ιδιότητα του εκπροσώπου της κοινότητας Σαλιχλί, που βρίσκεται σε δραματική μεθόριο, λίγα μόλις χιλιόμετρα έξω απ’ την ζώνη της συνθήκης των Σεβρών, με καλωσόρισαν οι σμυρναίοι πρόκριτοι στο αρχοντικό του γιατρού Ψαλτώφ σήμερα το βράδυ. Με συνόδευε ο φίλος Κωστής Σοφιανόπουλος. Ο φημισμένος χειρούργος της Σμύρνης με τους δημογέροντες Τενεκίδη και Δήμα αποτελούν τη δραστήρια τριανδρία, που έχει αναλάβει να συντονίζει τις ενέργειες της «Ελληνικής Μικρασιατικής Αμύνης». Περίμεναν το μητροπολίτη Σμύρνης, για ν’ ακούσουν απ’ τα σεπτά χείλη του τις τελευταίες εξελίξεις γύρω απ’ το Μικρασιατικό. Η συγκίνηση πλημμύρισε την ψυχή μου, μόλις αντίκρισα τον ιεράρχη να μπαίνει στο σαλόνι. Μας ευλόγησε. Ασπαστήκαμε το χέρι του. Έδειχνε να έχει πολύ καταβληθεί απ’ την τελευταία φορά όπου είχα παρακολουθήσει την ιερολογία του στην Αγία Φωτεινή. Έβηχε. Ο Ψαλτώφ του παραπονέθηκε πως είχε παραμελήσει τον εαυτό του. Μα πώς να προφυλαχτεί, απάντησε χαμογελώντας, αφού κοιμόταν δυο-τρεις ώρες τη νύχτα και κάποτε με τα ράσα! Το λεπτό κορμί του έμοιαζε με λαμπάδα, που είχε λυγίσει απ’ την υπερθέρμανση –την αγωνία του. Μονάχα τα πυρετικά γαλανά μάτια του, κρυμμένα ανάμεσα στο θύσανο του γενιού με τις πυκνές άσπρες τρίχες, καθώς δάκρυζαν απ’ το συνάχι –είχαν θαρρείς, ανάγκη να δακρύζουν απ’ το τρικύμισμα της ψυχής του- πρόδιναν την εσωτερική έντασή του. Μας ζήτησε συγγνώμη. Η αργοπορία του οφειλόταν σε αιφνιδιαστική επίσκεψη του διευθυντή της Αστυνομίας Νικηφοράκη. Τον είχε στείλει στο μητροπολιτικό μέγαρο ο ύπατος αρμοστής για να του δηλώσει, πως θα ματαίωνε με κάθε μέσο το συλλαλητήριο που μελετούν να κάνουν οι σμυρναίοι. Και εκείνος του παράγγειλε να πει στον αρμοστή, πως: «ο σμυρναϊκός λαός γνωρίζει πολλούς τρόπους δια να διατρανώσει την απόφασή του να επιτύχει την αυτονόμησιν της Μικράς Ασίας…». Χειροκροτήσαμε. Τα νέα του ήταν δυσάρεστα: απεσταλμένα απ’ το στρατηγό Ιωάννου, που βρίσκεται στην Πόλη, επισκέφθηκαν τον αρχιστράτηγο για να του δηλώσουν πως είναι έτοιμος –μαζί με τους στρατηγούς Καλομενόπουλο, Ζυμβρακάκη, Μαζαράκη και άλλους- να σπεύσει στο μέτωπο για να ενισχύσει τον αγώνα της μικρασιατικής άμυνας. Ο αρχιστράτηγος τον ευχαρίστησε, αλλά επιμένει ότι μόνο με την έγκριση της κυβερνήσεως μπορεί να τεθεί επικεφαλής τους. Η κυβέρνηση όμως δεν εκδηλώνεται… Στη συζήτηση που ακολούθησε, ο Ψαλτώφ με τον συνάδελφό του Δουλγερίδη, πρότειναν την «εκτρωτική μέθοδο» -όπως τη χαρακτήρισαν σαν γιατροί-, για να εξαναγκάσουν την κυβέρνηση να ξεκαθαρίσει τη στάση της: Να σταλεί αντιπροσωπεία στην Αθήνα, για να της εκθέσει την κατάσταση και να πληροφορηθεί τις απόψεις της. Ορίστηκαν ο Ψαλτώφ και ο δικηγόρος-ποιητής Μιχάλης Αργυρόπουλος. Επίσης, αποφασίστηκε μια αντιπροσωπεία να επισκεφτεί τις ευρωπαϊκές πρωτεύουσες, για να διαφωτίσει τους «συμμάχους» πάνω στο πρόβλημα του μικρασιατικού ελληνισμού και να ζητήσει την υποστήριξή τους για την αυτονόμηση της Μικράς Ασίας. Μέλη της ορίστηκαν απ’ τους παρόντες: Ο Ψαλτώφ, ο Παπαμιχάλης, ο Ευσταθόπουλος και ο δικαστής Λάμπρου που απουσίαζε. Τέλος, μια Τρίτη αντιπροσωπεία θα αναχωρήσει στην Αμερική, για να δραστηριοποιήσει τους εκεί ομογενείς που επηρεάζουν την κυβέρνηση της, ώστε να υποστηρίξει τον αγώνα. Ορίστηκαν ο δικηγόρος Αντώνιος Αθηνογένης και ο Στέφανος Βεϊνόγλου. Όλοι θεώρησαν τη νέα εξέγερση των Κούρδων στη Σεβαστεία μεγάλο αντιπερισπασμό για τον κεμαλικό στρατό…
Σωπάσαμε. Στο πλαϊνό σαλόνι η κόρη του οικοδεσπότη τραγουδούσε μελωδικότατα, με συνοδό στο πιάνο τη μητέρα της, το κοσμαγάπητο: «Σμύρνη, πατρίδα μας γλυκιά, αγαπημένη χώρα…». Συγκρατούσαμε τους λυγμούς μας. Τα δάκρυα κυλούσαν στα μάγουλά μας. Ξαφνικά, ο δεσπότης πετάχτηκε απ’ την πολυθρόνα του. Καθώς άπλωσε βίαια τα χέρια του μέσα στα ράσα, μου φάνηκε σαν οργισμένος προφήτης της Παλαιάς Διαθήκης με μαύρα φτερά! Γύρω απ΄ το πρόσωπό του τρεμόλαμπε σαν φωτοστέφανος μια αργυρή αχλύ. Τα σκουρογάλανα μάτια του σπίθιζαν από εσωτερικό φως: «Αδελφοί!…, φώναξε, όλα υπέρ του αγώνα μας διά να διασώσωμεν την αγαπημένην Μικράν Ασίαν. Η εκκλησία θα διαθέσει τα χρυσά και αργυρά σκεύη της, την κτηματικήν της περιουσίαν. Υπολογίζονται σε πολλά εκατομμύρια. Αν δεν τα διαθέσει τώρα, θα μας τα εκποιήσει ο Μουσταφά Κεμάλ. Θα έχωμεν την ενίσχυσιν και των ζαπλούτων μας –του Ζαχάρωφ, του Μποδοσάκη, του Ευγενίδη, του Ζαρίφη, του Πεσμαζόγλου, του Καρβουνίδη… Θα επιτύχωμεν με τη βοήθειαν του Θεού, αδελφοί…». Ο ποιητής Μιχάλης Αργυρόπουλος σηκώθηκε απ’ τη θέση του αμίλητος. Στάθηκε κυπαρισσόκορμος στη μέση του σαλονιού. Τα μακριά ψαρά μαλλιά του είχαν σκορπίσει γύρω απ’ το λιπόσαρκο χλωμό του πρόσωπο. Σήκωσε το χέρι του με μιαν ανάταση στο βλέμμα σα να ’δινε όρκο: «Και εμείς θα πουλήσουμε τα κοσμήματά μας, τα χρυσαφικά μας, τις γούνες μας, τα χρυσά δόντια μας, τα μπακίρια μας, τα κτήματά μας- για σένα, πολυαγαπημένη μας Ιωνία, που εφώτισες τον κόσμο…», φώναξε. «Όλα, όλα τα υπάρχοντά μας για τον αγώνα!…», απαντήσαμε μ’ ένα στόμα. Όσα χρόνια που μέλλεται να ζήσω, θα φέρνω πάντα στη μνήμη μου αυτή την κατανυχτική στιγμή μέσα στο αρχοντικό του γιατρού Ψαλτώφ. Είχα την εντύπωση πως βρισκόμουν στους τελευταίους μήνες της αγωνίας πριν απ’ την άλωση της Πόλης, όταν οι βυζαντινοί έστελναν πρεσβείες στη Δύση εκλιπαρώντας βοήθεια. Υποδεχτήκαμε με χειροκροτήματα την οικοδέσποινα και την κόρη της. Ένα υπηρέτης πλησίασε τον Ψαλτώφ και κάτι του ψιθύρισε στ’ αυτί. Εκείνος χάιδεψε το σγουρόξανθο γένι του και μας χαμογέλασε ειρωνικά: «Έξω μας παρακολουθούν κατάσκοποι του Στεργιάδη…», είπε. Σταθήκαμε στα παράθυρα. Οι φανοί της προκυμαίας ρίχνανε τις ανταύγειές τους στα μικρά κύματα, που ξεσήκωνε το βοριαδάκι. Τραμβάυ πηγαινοέρχονταν. Άμαξες. Στρατιωτικά αυτοκίνητα. Κόσμος λιγοστός απ’ το κρύο. Μερικά καράβια πρόβαλαν τη σιλουέτα τους με χαμηλωμένα τα φώτα. Έφερα μπρος μου μια προκυμαία σημαιοστολισμένη και το σμυρναϊκό λαό να υποδέχεται το βασιλιά σε μια φρενίτιδα ενθουσιασμού. Δεν έχει περάσει από τότε ούτε χρόνος! Ποιος δαίμονας έχει αντιστρέψει έτσι απροσδόκητα την τύχη μας; «Σμύρνη! Σμύρνη! Είσαι ακόμη δική μας…», ψιθύρισα αυθόρμητα σα να μιλούσα σε αγαπημένη γυναίκα, που κινδύνευα να χάσω. Τα μάτια μου βουρκώσανε…
Ο Ψαλτώφ παρακάλεσε το δεσπότη να μείνει τη νύχτα σπίτι του, για να τον περιποιηθούν με το κρυολόγημά του. Ο ιεράρχης κούνησε το κεφάλι χαμογελώντας: «Το μητροπολιτικόν μέγαρον είναι το φρούριόν μου. Εκεί συνομιλώ με τον Θεόν…», απάντησε.
Γύρισα στο ξενοδοχείο σα να επέστρεφα από μυσταγωγία. Εκθέτω το περιστατικό με λεπτομέρειες, γιατί μπορεί κάποτε να μου χρησιμεύσουν σε μια συνθετικότερη εξιστόρησή τους…
11 Φεβρουαρίου 1922 (Σμύρνη, «Ξενοδοχείον της Αλεξάνδρειας»).
Η γυναίκα μου μού γράφει πως έχει νοσταλγήσει το… ροχαλητό μου! Αναχωρώ αύριο για το Σαλιχλί. Τι νέα θα φέρω στους σαλιχλίωτες: Ω, τίποτε άλλο από μια δραματικά αβεβαιότητα…