Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΟι στάχτες της Σμύρνης
«Κονσέρτο για πολυβόλα»
Ο πατέρας του έμεινε ευχαριστημένος από την εμφάνιση αυτή. Πολύ συχνά ο Γιώργος κυκλοφορούσε με απεριποίητα τούρκικα ρούχα, πυτζάμες και ρόμπες μεταξωτές∙ καμιά φορά φαινόταν επίσης αφηρημένος σα να διάβαζε πολύ τα βράδια. Είχε κληρονομήσει τα μεγάλα, διάφανα μάτια της μητέρας του που δεν είχαν καθορισμένο χρώμα, ένα μείγμα από καστανό και γκριζοπράσινο, μα πάντοτε υγρά. Βαλμένα κάτω από το μεγάλο ψηλό μέτωπο, τα μάτια του δεν έδειχναν τόλμη, έμοιαζαν σαν τα μάτια μικρού παιδιού που κοιτάνε πίσω από ένα κράνος.
-Δεν έφαγες το πρωινό σου; Φαίνεσαι ωχρός, είπε ο Χρήστος.
-Θα φάω ένα πορτοκάλι ή κάτι άλλο, απάντησε ο Γιώργος. Πρέπει να βγω έξω.
Η Ελένη ζήτησε καφέ με γάλα, και η Σοφία τσάι κομπλέ, με βούτυρο και μαρμελάδα, έναν παριζιάνικο συνδυασμό. Ο ξάδερφός της ήταν πρεσβευτής στο Παρίσι. Ο Χρήστος όμως παράγγειλε για το Γιώργο ένα παλιό ελληνικό κολατσιό μαύρες ελιές και άσπρο τυρί, κάτι που το συνήθιζε ο Σωκράτης και είχε φτάσει μέχρι τα μέρη μας. Αυτό συνήθιζε να τρώει κάθε πρωί κι ο ίδιος, γιατί ήταν ελληνικό και θρεπτικό. Σήμερα όμως ήταν πολύ συγκινημένος και δεν μπορούσε να βάλει μπουκιά στο στόμα του.
Μια μικρή καταιγίδα ήρθε απ’ τη θάλασσα και μερικές σταγόνες βροχής μπήκαν απ’ το παράθυρο. Ξαφνικά, ακούστηκαν βήματα στο λιθόστρωτο. Ο Γιώργος έσκυψε από το παράθυρο και γύρισε απότομα.
-Είναι οι στρατιώτες μας, Έλληνες στρατιώτες.
Τα μάτια του Χρήστου γέμισαν δάκρυα. Στράφηκε στην Ελένη και της είπε να φέρει αμέσως τη σημαία.
Οι στρατιώτες βάδιζαν σε μονό ζυγό, σπρώχνοντας ελαφρά ο ένας τον άλλο. Το σοκάκι ήταν στενό και γλιστερό. Μόλις έφτασαν στον Μώλο, παρατάχτηκαν κι άπλωσαν το ένα χέρι στο ύψος του ώμου για να ζυγιστούν. Η Ελένη έσκυψε έξω από το παράθυρο κρατώντας τη σημαία. Ένας στρατιώτης σήκωσε το κεφάλι του, την είδε και χαμογέλασε. Του έλειπε ένα μπροστινό δόντι.
Ο Χρήστος έβγαλε το κεφάλι του και φώναξε:
-Είναι ο Υπολοχαγός Καλαποθάκης μαζί σας;
-Πατέρα, έκανε η Ελένη σε αμηχανία. Σταμάτα.
Προσπάθησε να φύγει, αλλά ο πατέρας της έβαλε το χέρι του γύρω στη μέση της και το άλλο στον ώμο του Γιώργου, που τον ένοιωσε να τρέμει ελαφρά κάτω από την παλάμη του, όπως ένα άλογο που είναι σφιχτά σελωμένο. Ο εκκωφαντικός κρότος μιας ομοβροντίας από ένα πολεμικό έκανε τα τζάμια να τρίξουν κι αχολόγησε πέρα στους λόφους σα να προανήγγελλε την Ημέρα της Κρίσης.
-Υποθέτω πως ήταν χαιρετισμός, είπε ο Γιώργος με φωνή μάλλον σφιγμένη, κι ο Χρήστος καθώς γύρισε να τον δει, παρατήρησε πως τα χείλια του ήταν ωχρά.
- Ασφαλώς είναι χαιρετισμός, βιάστηκε να βεβαιώσει ο Χρήστος.
Κοίταξε ακόμη μια φορά τα άχρωμα χείλια του γιου του, και μια φοβερή αμφιβολία πέρασε από το μυαλό του. Απομάκρυνε τη δυσάρεστη σκέψη, βυθίζοντας τα δάχτυλά του στον ώμο του Γιώργου. Εκείνος τραβήχτηκε με μια κραυγή.
- Κάντε το σταυρό σας. Περνάνε τις άγιες εικόνες.
Η ηχώ απ’ τα κανόνια των πολεμικών τράνταξε την πόλη σα να ήταν σεισμός. Στο θόρυβο των κανονιών και της βροχής ο Κενάν, σήκωσε τον υποκόπανο του τουφεκιού που κρατούσε κι έσπασε το παράθυρο της σοφίτας στο Σπίτι του Στρατιώτη. Ακούμπησε την κάνη του τουφεκιού στο πρεβάζι και έριξε μια ματιά έξω, στο δρόμο. Γύρισε ύστερα προς τα μέσα, κοίταξε τον τρελό – Ισμαήλ και είπε:
- Είσαι έτοιμος;
Εκείνος του απάντησε μ’ ένα γνέψιμο με τα μάτια. Διακόσια μέτρα μακριά, στο σημείο όπου η πλατεία ανοίγει προς την προκυμαία, το λάβαρο ενός άγιου εκεί που έστριβε τη γωνιά κουνιότανε ζωηρά όπως το πανί μιας βάρκας στη θύελλα. Ένα μουρμουρητό διαπέρασε τα πλήθη. Υπάλληλοι και γραφιάδες, με βλαστούς βασιλικό στην κορδέλα στα ψαθάκια τους, ναυτικοί με ανοιχτά πουκάμισα κι έφηβοι που κουνούσαν ζωγραφισμένα λάβαρα, σα να ήταν εξαπτέρυγα σε παρέλαση. Άρχισαν όλοι να σπρώχνονται με τους αγκώνες, προσπαθώντας ο καθένας να περάσει στην πρώτη γραμμή, ώστε να βλέπει καλύτερα, τεντώνοντας το λαιμό τους στην επιθυμία τους να δουν τους στρατιώτες.
Ο Κενάν καθόταν στο πάτωμα σταυροπόδι, όπως κάθονται οι ράφτες. Σφίγγοντας το τουφέκι κάτω από το κομμένο του μπράτσο, τράβηξε προς τα πίσω το κινητό ουραίο για να γεμίσει. Ήξερε ότι δεν θα μπορούσε να ξαναγεμίσει στη στάση που βρισκόταν. «Δεν έχει σημασία, σκέφτηκε. Ίσως δεν θα έχω πια καιρό να γεμίσω και δεύτερη φορά». Κοίταξε με φανερή λύπη τα όπλα πούχε κλέψει ο Ισμαήλ απ’ το οπλοστάσιο: τρία τουφέκια Μαρτίνι, ένα παλιό, βαρύ πιστόλι Λάγκαρντ, δυο σειρές από σφαίρες και μια χειροβομβίδα. Περισσότερο από αρκετά για έναν μισότρελο κι έναν σακάτη. Και η σοφίτα δεν προσφερόταν για πεδίο μάχης. Από κει που είχε καθίσει έβλεπε μόνο τη πρόσοψη της Αποθήκης Ζιρώ και τα δέντρα γύρω από τον πύργο του Ρολογιού. Η είσοδος στους τούρκικους στρατώνες και το κυβερνείο ήταν κρυμμένα πίσω από μιαν ατέλειωτη σειρά από καμινάδες.
Απ’ όλα τα καραούλια απ’ όπου είχε πολεμήσει, από τα σύνορα της Βουλγαρίας μέχρι την Παλαιστίνη, αυτό ήταν το πιο ακατάλληλο και άβολο για να υπερασπίσει την τιμή της αυτοκρατορίας. Αλλά ανήκε στον τρελο – Ισμαήλ, που ήταν πολύ περήφανος για το παλάτι του. Μπαίνοντας στο κτίριο έβγαλε τις λαστιχένιες μπότες του, σα να έμπαινε στο Τζαμί του Χισάρ, την πιο ιερή μέρα. Για ένα άτομο με τη νοοτροπία του Κενάν, το ότι ο ευλογημένος τρελός παραχώρησε το μέρος του για μια προσπάθεια καταδικασμένη εκ των προτέρων, ήταν ένας καλός οιωνός. Έσκυψε το κεφάλι του βαθιά κάτω στο πάτωμα σε μια ύστατη προσευχή, αφιερώνοντας τον εαυτό του στο έλεος του Θεού, του Μεγαλόψυχου. Γνώριζε πως ο θάνατος, στην περίπτωση αυτή θάταν η καλύτερη και πιο ευπρόσδεκτη λύση.
Τη στιγμή που ο Κενάν έφερνε το τουφέκι του σε θέση βολής, οι πρώτοι Έλληνες στρατιώτες φάνηκαν πίσω απ’ την Εθνική Σημαία. Κρατούσαν τα όπλα τους με τις ξιφολόγχες στον δεξιό τους ώμο και τραγουδούσαν ένα εύθυμο εμβατήριο. Μικρές σημαίες πέφτανε πάνω και γύρω τους, σαν τις πεταλούδες πριν κάτσουν σ’ ένα λουλούδι. Τα πρώτα τμήματα πέρασαν την πλατεία κι αμέσως μετά φάνηκαν άλλα να μπαίνουν και το στρίμωγμα κι ο πανικός άρχισαν να δείχνουν τα πρώτα σημάδια, καθώς εκείνοι που ακολουθούσαν το στρατό έπεφταν πάνω σ’ εκείνους που στεκόντουσαν όρθιοι και τους έσπρωχναν κατά τον τοίχο. Μερικοί έχασαν τα ψαθάκια τους κι άλλοι τα γυαλιά τους απ’ τα μάτια. Άλλο κύμα περιέργων έφτασε πίσω από την πλάτη εκείνων που βρισκόντουσαν ήδη στην πλατεία κι αυτό δημιούργησε μια κατάσταση ασφυκτική που άγγιζε τώρα την υστερία.
Ο Κενάν πήρε βαθιά αναπνοή και ξάπλωσε όπως ο σκύλος. Κάπου, προς τη δεξιά του μεριά, άκουσε το σπάσιμο από τζάμια. Σημάδεψε προσεκτικά το Χριστιανικό Λάβαρο, μέτρησε αργά ως το τρία και πυροβόλησε. Τη στιγμή που ο Ισμαήλ τούδινε ένα δεύτερο τουφέκι γεμισμένο, ακούστηκαν καμιά ντουζίνα πυροβολισμοί από την πλατεία.
Έξω, στο κέντρο του πλήθους άρχιζε να σχηματίζεται ένας κύκλος, όπως κάνει η δίνη στην άκρη μιας λίμνης. Στην αρχή φάνηκε να δημιουργείται μια μάζα που κινήθηκε αργά προς τα πλάγια, για να διαλυθεί ξαφνικά, όπως σκορπάνε βώλοι κτυπημένοι με δύναμη από μια μπίλια. Ναυτικοί πέσανε στη θάλασσα, στρατιώτες τρέξανε να καλυφτούν στα δέντρα και υπάλληλοι και άλλοι περίεργοι εξαφανίστηκαν μέσα στις αυλές και τις εξώπορτες. Σε μια στιγμή η πλατεία άδειασε.
Στη μέση της πλατείας, ένας άνδρας με κρητικές βράκες και ένα σακάκι ριγωτό, άσπρο και θαλασσί, ήταν πεσμένος με το πρόσωπο στο χώμα. Ένας άλλος στρατιώτης τον τραβούσε απ’ τα πόδια προς τα δέντρα. Ο Κενάν σημάδεψε προσεκτικά για δεύτερη φορά και πάτησε τη σκανδάλη. Το πρόσωπο του στρατιώτη εξαφανίστηκε κάτω από ένα κόκκινο υγρό που άρχισε να αναβλύζει από μια τρύπα.
-Κενάν Μπέη, ψιθύρισε ο Ισμαήλ, λες και το δωμάτιο ήταν γεμάτο από ωτακουστές. Γιατί ξοδεύεις τα βόλια σου άδικα σε κοινούς στρατιώτες; Γιατί δεν πυροβολείς το στρατηγό;
- Όταν δεις το στρατηγό, να μου τον δείξεις, είπε ο Κενάν, και φύτεψε μια δεύτερη σφαίρα στο σώμα του στρατιώτη που σπαρταρούσε.
Σε λίγο το τουφεκίδι γενικεύτηκε ακολουθούμενο από το χαρακτηριστικό γάζωμα του πολυβόλου. Ο τοίχος στην Αποθήκη Ζιρώ, απέναντι, γέμισε από τρύπες και κάθε σφαίρα άφηνε μια μικρή τούφα από σκόνη. Ήταν δύσκολο να δει κανείς τι κάνανε οι Έλληνες στους στρατώνες και το κυβερνείο.
- Πώς βγαίνουμε από δω; ρώτησε ο Κενάν;
- Έξω; Ρώτησε με τη σειρά του ο Ισμαήλ. Από κει που μπήκαμε. Κάτω στις σκάλες και από την πόρτα έξω στο δρόμο.
- Ηλίθιε. Δεν υπάρχει άλλη πόρτα;
Ο Ισμαήλ ζάρωσε τα φρύδια του, και κοίταξε αβέβαιος τρέμοντας τη δυσαρέσκεια του Κενάν. Έπειτα, σήκωσε τους ώμους του και πλατάγισε τη γλώσσα. Ο Κενάν έσφιξε τη γροθιά του και την κτύπησε στο πάτωμα.
- Πήγαινε ν’ αμπαρώσει την εξώπορτα, είπε.
Ο τρελός Ισμαήλ, σκούπισε τη μύτη του με το χέρι, μουρμούρισε μερικά λόγια που σήμαιναν ότι με χαρά του θα έκανε ότι μπορούσε για να υπηρετήσει την Πατρίδα κι έτρεξε προς τις σκάλες, κλείνοντας την πόρτα πίσω του. Ο κρότος απ’ το πολυβόλο σταμάτησε, αφήνοντας ένα κουδούνισμα στ’ αφτιά. Για λίγη ώρα επικράτησε απόλυτη σιωπή και ξαφνικά, οι Έλληνες ξέσπασαν σε ζητωκραυγές. Μερικοί στρατιώτες φάνηκαν σκυφτοί μέσα απ’ τα δέντρα κι άλλοι ξεπρόβαλλαν πίσω απ’ τα μαγαζιά. Η βροχή σταμάτησε. Τούφες από γκρίζα και πορτοκαλιά σύννεφα, κυνηγημένα απ’ τον αέρα, έτρεχαν τρομαγμένα να κρυφτούν πίσω από τους λόφους.
Ο Κενάν έβαλε κάτω το τουφέκι του. Η σοφίτα ήταν χειρότερη κι από την καλύβα ενός γύφτου. Δεν υπήρχαν ντουλάπια, ούτε έπιπλα και η πόρτα ήταν μια λεπτή σανίδα από κόντρα πλακέ. Στην πραγματικότητα, όλο το κτίριο έμοιαζε με μια μεγάλη, άδεια φλούδα, ένα κέλυφος με μικρά διαμερίσματα, περιστοιχισμένο από μια αυλή, όπως οι σταθμοί των καραβανιών στην Κεντρική Ανατολία.
Ποταμάκια από βρώμικο νερό έτρεχαν στους τοίχους και τους διαδρόμους και η σκάλα ήταν σκοτεινή σαν κόλαση. Το κάτω πάτωμα είχε ένα μπαλκόνι από μαραμένα φυτά και λουλούδια σε γλάστρες από ντενεκέ κι από ένα σχοινί κρεμόταν ένα σώβρακο που έσταζε νερό. Η μονή έξοδος ήταν από την πόρτα, που ήταν τόσο μεγάλη, ώστε μια ολόκληρη καρότσα μπορούσε να περάσει ανάμεσα στα πορτόφυλλά της.
Ο Κενάν έριξε διαδοχικά τα τουφέκια και τις σφαίρες, κάτω στην αυλή. Έχωσε το πιστόλι Λάγκαρντ στη ζώνη του κι έβαλε τη χειροβομβίδα στην τσέπη του χιτώνα του. Κοίταξε ακόμη μια φορά προς τα έξω, κι είδε μια περίεργη πομπή να κατεβαίνει προς την πλατεία από τους οθωμανικούς στρατώνες. Επί κεφαλής βρισκόταν ένας τούρκος συνταγματάρχης, μ’ ένα άσπρο μαντήλι δεμένο στα χέρια του. Τα χέρια του ήταν ενωμένα και σηκωμένα πάνω στο κεφάλι του. Το μαντήλι ανέμιζε στο πρόσωπό του που φαινόταν ανέκφραστο και ωχρό σα γύψος. Αξιωματικοί και στρατιώτες ακολουθούσαν σε φάλαγγα με τα χέρια υψωμένα πάνω απ’ το κεφάλι τους. δεν κοίταξαν ούτε μια φορά τους Έλληνες που στεκόντουσαν δεξιά κι αριστερά στους δρόμους και τις εξώπορτες.
Πρώτος έσπασε τις γραμμές των θεατών ένας μεγαλόσωμος κοκκινωπός Έλληνας από τα βόρεια μέρη, με αρκετές σταγόνες από Σλάβικο αίμα στις φλέβες του. Ήταν γεροδεμένος, με χοντρά, γυμνά μπράτσα. Στο ένα του χέρι κρατούσε μια καρέκλα καφενείου με τέτοια ευκολία πούλεγες πως ήταν φτιαγμένη από χαρτί. Ο Κενάν άκουσε την υστερική του φωνή καθώς παρακινούσε και τους άλλους. Ξαφνικά όλοι όρμησαν με μποτίλιες στο χέρι και καρεκλοπόδαρα.
Στην άκρη της πλατείας αναποδογύρισαν ένα κάρο κι άρπαξαν ξύλα και σιδερένιες μπάρες. Ο κοκκινομάλλης Έλληνας έτρεξε κατά πάνω στον Τούρκο συνταγματάρχη, που βάδιζε ίσια σαν υπνοβάτης, ενώ το μαντήλι ανέμιζε στο πρόσωπό του. Με μια κραυγή θριάμβου ο Έλληνας σήκωσε ψηλά την καρέκλα και την κατέβασε με δύναμη. Ο Τούρκος πετάχτηκε προς τα εμπρός και οι Έλληνες έπεσαν πάνω του. Οι υπόλοιποι αιχμάλωτοι άρχισαν να τρέχουν προς όλες τις κατευθύνσεις. Οι Έλληνες τους χτυπούσαν κατακέφαλα με μποτίλιες και πόδια από καρέκλες και σιδερένιες μπάρες. Δυο στρατιώτες, από το τέλος της φάλαγγας, που ανήκαν στην Τουρκική Φρουρά σήκωσαν το αναίσθητο σώμα του συνταγματάρχη. Στο μέτωπο είχε μια βαθιά πληγή απ’ όπου έτρεχε άφθονο αίμα.
Σιγά – σιγά, όλα τα δημόσια κτίρια άδειασαν. Οι υπάλληλοι, με κοστούμια από γκρίζο μαλλί Βιέννης, υψώνονταν στις μύτες των ποδιών για να παρακολουθήσουν το θέαμα, των Ελλήνων που ριχνόντουσαν πάνω στους Τούρκους. Γέροντες Χατζήδες και Χοτζάδες σκέπαζαν το πρόσωπό τους με τα χέρια τους να προφυλαχτούν από τα σάπια φρούτα που τους πετάγανε. Μαθητές απ’ το Κολλέγιο του Σουλτάνου, έτρεχαν με τα χέρια ψηλά, κρατώντας το κεφάλι τους, καθώς Έλληνες στρατιώτες τους κυνηγούσαν με τις ξιφολόγχες.
Ο Κενάν αναστέναξε κι έκλεισε τα μάτια του σφιχτά. Πήρε μέρος στην υποχώρηση από το Λουλεμπούργκας, μαχόμενος αδιάκοπα. Έμεινε στο Τζαμί του Σουλτάνου Αλμέτ, όπου οι περισσότεροι από τους άντρες πέθαναν από σηψαιμία και ασιτία. Βρέθηκε στο Σουέζ και την Αναφάρτα και Συρία με τον Γκυλντιρίμ. Κι είχε αποκοιμηθεί σε αμμοθύελλες όρθιος ή πλαγιαστός μισοχωμένος στη λάσπη. Οι Έλληνες δεν τούδωσαν περισσότερο από τρία λεπτά. Δυνατοί γδούποι συντάραξαν το ετοιμόρροπο κτίριο καθώς προσπαθούσαν να παραβιάσουν την πόρτα. Οι διάδρομοι αχολόγησαν σαν άδειος τάφος. Η πόρτα υποχώρησε με έναν κρότο, όπως κάνει ο ζεστός αέρας που ορμάει μέσα σε μια καμινάδα.
Ο Κενάν κοίταξε κάτω και είδε τους Έλληνες ν’ αρπάζουν τον Ισμαήλ. Δυο τον κρατούσαν κάτω από τις μασχάλες και τα πόδια του μόλις ακουμπούσαν το πάτωμα. Το σαρίκι είχε σκιστεί κι απ’ το κεφάλι του έτρεχαν αίματα. Καθώς τον τραβούσαν έξω του έπεσε το μπαμπακερό του παντελόνι που σουρνόταν γύρω στα πόδια του όπως μια σαύρα γλιστράει από το παλιό πετσί της. Ο Κενάν είδε τα μάτια του να γυρίζουν μέσα στις κόγχες, άσπρα σα βότσαλα.
-Πες το, του φώναζαν οι Έλληνες. Πες: «Ζήτω ο Βενιζέλος».
- Πεθαμένος; είπε κάποιος. Το διάβολο, πραγματικά πέθανε;
Το πλήθος, παρ’ όλ’ αυτά, όρμησε και άρπαξε τον τρελό Ισμαήλ από τα πόδια και τα σήκωσαν πιο ψηλά από το κεφάλι του κι άλλοι του τραβούσαν τα χέρια και τον τίναζαν πάνω και κάτω, όπως αδειάζει κανείς ένα σακί με πατάτες. Κι άλλοι φώναζαν:
- Ισμαήλ, ο τρελός Ισμαήλ.
Ο Ισμαήλ τιναζόταν δεξιά κι αριστερά, προσπαθώντας μάταια να ξεφύγει από τους βασανιστές του. Κάποιος πλησίασε και τον κτύπησε στο κεφάλι με μιαν αλυσίδα. Οι Έλληνες έδιναν διαταγές ο ένας στον άλλο:
- Κάντε τον να πει «Σκατά στο Κοράνι». Βάλτε τον να χέσει στο Κοράνι… Κράτα του τα χέρια…
Τον περιφέρανε σα να ήτανε τρόπαιο, ενώ από παντού γύρω τον κτυπούσαν.
Τότε έφτασε ένας ψηλός, δυνατός, γεροδεμένος στρατιώτης χωρίς πηλίκιο, τρέμοντας ολόκληρος από μανία κι έσπρωξε μακριά το πλήθος. Μετά, ρίχτηκε μ’ όλη του την ορμή πάνω στο θύμα του, με απλωμένο μπροστά το χέρι του. Ο Ισμαήλ τινάχτηκε προς τα πάνω με μια γοερή κραυγή αγωνίας, τραντάχτηκε σαν το σκιάχτρο του αγρού στη νυχτερινή θύελλα, έμεινε για λίγο στον αέρα σα να τον βάσταγε κάποια δύναμη αόρατη, και μετά, οι ώμοι του λύγισαν, το στόμα του άνοιξε διάπλατα σε μια έκφραση απορίας και τέλος έπεσε βαριά προς τα πίσω. Ο στρατιώτης τράβηξε το χέρι ματωμένο μέχρι τον αγκώνα, και το πλήθος διαλύθηκε με αηδία.
Ύστερα από λίγη ώρα, άνθρωποι άρχισαν να σπρώχνονται για να μπουν ξανά μέσα στο σπίτι. Ο Κενάν έτρεξε στο διάδρομο, έβγαλε την περόνη από την χειροβομβίδα και την κατρακύλησε στις σκάλες. Χωρίς να περιμένει το αποτέλεσμα, δρασκέλισε το πρεβάζι του παραθυριού κι άφησε τον εαυτό του να πέσει κάτω από ύψος δέκα μέτρων, στην αγκαλιά ενός Έλληνα αξιωματικού.
Ο αξιωματικός κύλησε προς τα πίσω κοιτάζοντάς τον με τρόμο. Βρέθηκαν και οι δυο αναποδογυρισμένοι σε κάτι βρεγμένα χόρτα, ενώ η βροχή έπεφτε στο πρόσωπό τους. Ήταν κι οι δυο αρκετά ζαλισμένοι για να κουνηθούν. Πρώτος ο Κενάν έκανε μια απότομη στροφή και βρέθηκε όρθιος. Πριν κάνει τρία βήματα, ο αξιωματικός άρχισε να πυροβολεί και να φωνάζει με βραχνή φωνή. Ο Κενάν σταμάτησε. Ο Έλληνας ήρθε από πίσω του, ανασαίνοντας γρήγορα.
- Σήκωσε τα χέρια σου…. τα χέρια σου.
Ο Κενάν παρ΄όλο που τον κατάλαβε, δεν υπάκουσε. Γύρισε αργά, αντιμετωπίζοντας το νεαρό υπολοχαγό που κουνούσε το πιστόλι του πάνω-κάτω, πότε σημαδεύοντας το κεφάλι και πότε τα πόδια του Κενάν.
- Τα χέρια σου, είπα. Α, έχεις ένα χέρι μόνο. Σήκωσε το χέρι σου, λοιπόν.
Ο Έλληνας αξιωματικός φαινόταν σα να χόρευε πότε στο ένα πόδι και πότε στο άλλο. Είχε μια έκφραση αγωνίας στο πρόσωπο. Το χέρι που κρατούσε το πιστόλι έτρεμε.
- Μείνε σε απόσταση. Θα σε στείλω στον Παράδεισο. Ρίξε τα όπλα σου… όχι μην κουνιέσαι. Κράτα το χέρι σου ψηλά.
Με νευρικές κινήσεις και κάνοντας γκριμάτσες ο υπολοχαγός έκανε δυο βήματα και άρπαξε το Λάγκαντ του Κενάν. Ο Κενάν στεκόταν σα ναρκωμένος. Σκεφτόταν αν η χειροβομβίδα είχε εκραγεί. Αν δεν την είχε πετάξει και την κρατούσε τώρα απάνω του, κοντά στην καρδιά του και τραβούσε την περόνη, τη στιγμή ακριβώς που ο Έλληνας τον αφόπλιζε. Άπλωσε το χέρι του, χαμογελώντας στη σκέψη ότι θα έκανε το ταξίδι στην αιωνιότητα συντροφιά με τον Έλληνα αξιωματικό. Ο υπολοχαγός όμως υποχώρησε σκούζοντας.
Μερικοί βγήκαν στα παράθυρα, τον κρατάω, μην ανησυχείτε, φώναξε με θριαμβευτική φωνή ο υπολοχαγός.
Τράβηξε τον Κενάν στην άλλη άκρη του κήπου, όπου ήταν ένα υπόστεγο για τη βροχή και τον γύρισε με τα μούτρα στον τοίχο. Ο Κενάν τον άκουσε να ψάχνει για την τσιγαροθήκη του, ν’ ανάβει ένα τσιγάρο και να φυσάει δυνατά τον καπνό.
- Παρά λίγο να με σκοτώσεις Μεμέτη, τραύλισε ο υπολοχαγός. Η καρδιά μου ανέβηκε στο στόμα.
Χτύπησε με δύναμη τον Κενάν στο κεφάλι.
- Θάπρεπε να σε ξεφλουδίσω σαν κρεμμύδι, μαλάκα, γουρούνι, Μεμέτη… Μη με κοιτάζεις καθόλου μυγόχεσμα, γιατί θα σου βγάλω και το άλλο μάτι.
Ο αξιωματικός πήγαινε κι ερχόταν πίσω του, σταματούσε πότε-πότε παίρνοντας βαθιές αναπνοές. Τον είχε πιάσει μανία με τη σκέψη ότι λίγο έλειψε να σκοτωθεί. Ο Κενάν περίμενε να τον ξαναχτυπήσει.
Ο θυμός όμως του υπολοχαγού έπεσε γρήγορα. Έπαψε να πηγαινοέρχεται και να μιλάει, άναψε ένα δεύτερο τσιγάρο και περίμενε σα να πρόκειται κάτι να συμβεί. Όταν γύρισε το κεφάλι του ο Κενάν τον είδε να κάθεται σ’ ένα σωρό από ξύλα, κρατώντας το πιστόλι ανάμεσα στα πόδια του.
Μείνανε αρκετή ώρα στην αυλή. Η βροχή σταμάτησε και οι θόρυβοι απ’ την αναταραχή και τη φασαρία έπαψαν ν’ ακούγονται. Ο Έλληνας αξιωματικός σηκώθηκε, έβαλε τον Κενάν να περπατάει μπροστά του και πήρε το δρόμο ανάμεσα από διάφορα κτίρια, προς την πλατεία. Ο κόλπος γυάλιζε σαν ασημένιο πιάτο. Πέρα, στο βάθος, οι κορφές ήταν ακόμα σκεπασμένες από αραιή ομίχλη κι ο αφρός της θάλασσας ράντιζε την έρημη προκυμαία. Καθώς διέσχιζαν το δρόμο, ένας άλλος αξιωματικός, με ψαρό μουστάκι, μέσα σ’ ένα αυτοκίνητο, είδε τον υπολοχαγό, σταμάτησε, και του είπε:
- Καλαποθάκης, τι διάολο κάνεις εδώ χάμω; Ο υπολοχαγός έδειξε με το πιστόλι του τον Κενάν.
- Έχω αυτόν τον αιχμάλωτο, συνταγματάρχα μου.
- Ιησού Χριστέ και Παρθένα Παναγία. Όλοι έχουν και από έναν αιχμάλωτο. Που είναι οι άντρες σου;
- Ο λόχος μου; Ερευνούν την περιοχή για ελεύθερους σκοπευτές.
- Είσαι βέβαιος; είπε ο συνταγματάρχης. Βρήκα αρκετούς απ’ τους άντρες σου στο ζαχαροπλαστείο του Φώτη, στο Μώλο. Αν δεν ήταν για τον πατέρα σου, θα έπρεπε να σε περάσω στρατοδικείο. Πήγαινε πίσω στην αποβάθρα και μάζεψε τους άντρες σου.
Ο υπολοχαγός πήρε μια βαθιά αναπνοή, ενώ τα μάτια του άστραψαν από οργή κι αγανάκτηση. Προχώρησε προς το αυτοκίνητο κι έσκυψε πάνω από την πόρτα.
- Συνταγματάρχα μου, σας ρωτώ, τι να τον κάνω τον αιχμάλωτο;
- Να τον αφήσεις ελεύθερο, δεν βλέπεις ότι είναι σακάτης;
- Κύριε, είναι επικίνδυνος, κοιτάχτε τον στο πρόσωπο. Αλλά ο συνταγματάρχης του ξανάπε:
- Άφησέ τον ελεύθερο.
Κι έδωσε διαταγή στον οδηγό του να προχωρήσει. Όταν το αυτοκίνητο δεν φαινόταν πια, ο υπολοχαγός γύρισε προς τον Κενάν.
- Εντάξει Μεμέτη, δίνε του, πήγαινε σπίτι σου.
Ο Κενάν δίστασε.
- Πήγαινε, φύγε, τρέχα, ξανάπε ο Έλληνας αξιωματικός.
Αλλά καθώς ο Κενάν άρχισε να τρέχει, ο αξιωματικός πυροβόλησε. Η πρώτη σφαίρα αστόχησε. Η δεύτερη όμως βρήκε το δεξί πόδι του Κενάν, λίγο πιο κάτω απ’ το γόνατο. Το πόδι του, που πλατάγιζε στο λασπωμένο λιθόστρωτο, τινάχτηκε, σα να του ξερίζωσαν, κι άρχισε να τρέχει αίμα από την πληγή. Ο Κενάν έπεσε. Σηκώθηκε με κόπο, σούρνωντας το πόδι και ξανάπεσε. Ξανασηκώθηκε γι’ άλλη μια φορά και με τα φτερά του Γαβριήλ στους ώμους και την πνοή του Θεού, άρχισε να τρέχει.
Richard Reinhardt, Οι στάχτες της Σμύρνης, Εκδοτικός Οίκος Α. Α. Λιβάνη, Αθήνα 1992, σ. 34-43