Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΈνα όνειρον. —Αναχώρησις εκ Σμύρνης. —Ο Ιμπεράτωρ.
—Εν μέσω Ρώσων προσκυνητών.
Μ’ εφάνει πως εισέπλεον τον ζεφυρόλουστον Ερμαίον. Ελαφραί πνοαί του ζειδώρου ανέμου ερρυτίδονον την γαλανήν της θαλάσσης επιφάνειαν, εγώ δε-τάχα-καθήμενος εν τω πρυμναίω ερρόφων δροσιάν και ζωήν. Και έβλεπον το ενώπιόν μου θαυμασίως εκτυλισσόμενον θέαμα.
Πλούτος και αφθονία εν πάσι. Πλούτος εις χωρία και συνοικισμούς· και πλούτος εις καλλιέργειαν και εις Τσιφλίκια. Βουναλάκια εδώ κ’ εκεί καταπράσινα· αλλά κ’ αμπελοφυτείαι θαυμάσιαι, και σταφυδοφυτείαι ατελείωτοι. Τάπητες καταπράσινοι απλούνται πανταχόθεν μακαριότητι. Δεν χορταίνει το βλέμμα από ευφροσύνην και αγαλλίασιν. Ορμίσκοι εδώ κ’ εκεί με βαρκούλες που ήσαν αραγμέναι, με βαρκούλες που ψαρεύουν. Χωριουδάκια σαν βράχοι, σαν ριζωμέναι πέτραι οπού λάμπουν εις τον ήλιον του θερινού δειλινού. Εκεί εις την γυμνήν εκείνην άκραν, μύλοι οπού αργούν, μύλοι οπού αλέθουν με ανοικτά τα φλόκια των, κολπούμενα από τον ισχυρόν μπάτην.
Αγροί θερισμένοι με την ολόχρυσον καλαμιάν των, αναλάμπουσαν με χρυσάς ακτίνας. Αγροί κατάσκιοι από τα οπορωφόρα δένδρα. Και ο ζέφυρος εξηκολούθει ισχυρός, μου εφαίνετο τάχα, και μου έφερνε τις σπίθες της καπνοδόχου του ατμοπλοίου μέσα εις τα μάτια μου, σαν να τα εφθονούσεν οπού απελάμβαναν την Φώκαιαν. Είναι ψαροπούλαι; Διελογιζόμην. Και έως ου τας ίδω καλά τας πεταχτάς ψαροπούλας, μ’ εφάνη τάχα πως επάγησαν ως πήγνυται το άλας, πως μετεμορφώθησαν εις σκηνάς λευκάς στρατοπέδου λευκού, αναρίθμητοι κάτασπροι σκηναί! Τι να θέλει το στρατόπεδον αυτό εις αυτήν την ήρεμον χώραν της ειρήνης της καλής, της κριθοφόρου ειρήνης; Και έως ου διαλογισθώ καλώς, κάποιος μου φωνάζει:
—Ούτε ψαροπούλαι πεταχταί είναι, ούτε κάτασπροι αναρίθμητοι σκηναί στρατού, αλλ’ είναι σωροί άλατος, άλατος λευκού της αλατούχου Φωκαίας.
Είναι η Φώκαια λοιπόν εδώ, είπα κ’ εγώ. Και αυτός ο κόλπος ο εύμορφος με την φρεσκάδα αυτήν την ζωντανήν, είναι ο κόλπος της Σμύρνης! Και το ατμόπλοιον εχώρει, εχώρει εμπρός, πάντοτε εμπρός, και ο ζέφυρος έπνεε, ζείδωρος πάντοτε και ευώδης. Και το θέαμα το ευφρόσυνον της Ανατολής εξειλίσσετο φαιδρόν, εξειλίσσετο ζων, κινούμενον, έμψυχον. Πρασινάδα ατελείωτος. Λόφοι πάλιν και βουνά καταπράσινα. Πεδιάδες χλοεραί. Καλαμώνες, δένδρα, αμπελώνες. Ακταί γελώσαι, νησάκια, καϊκάκια, σκούναι, βρίκια, ατμόπλοια, ρυμουλκά, εστριφογύριζον όλα, ως κλεισμένα καβούρια εντός λεκάνης. Να το πρώτον καραβοφάναρο. Να το δεύτερον καραβοφάναρο. Το φρούριον παρέκει με τις ντάμπιαις του. Να τα Δύο αδέρφια, το δικόρυφον της Σμύρνης προπύργιον. Το Καρατάς, το Γκιόστεπε, ο Καρσιακάς, τα εύμορφα της Ιωνικής Μητροπόλεως προάστια. Αχ! αναστέναξα από ευχαρίστησιν βαθιά εις τον ύπνον μου.
Ιδού η λευκή γραμμή του quais, τείχος περικαλλές της Σμύρνης. Το Κουμερκάκι νάτο, εις το μέσον. Εκεί θα βγω. Πότε λοιπόν; Αι λέμβοι μας περιεκύκλωσαν. Οι επιβάται όλοι ετοιμάζονται, ετοιμάζουν, συνάζουν τα πράγματά των. Πότε λοιπόν θα περιπατήσω εις το quais; Να καθίσω εις την Αλάμβραν, να δειπνήσω ει την Republique, ν’ ανάψω ένα ναργιλέ εις την Κορίνναν, να δροσισθώ εις του Λουκά, να ακούσω ένα «Άξιον έστιν» εις την Αγίαν Φωτεινήν. Ν’ ακούσω του Πρωτοψάλτου Νικολάου τα παθητικότατα μαθήματα εις την Λειτουργίαν. Ν’ ακούσω τον τυφλόν ψαλτάκον οπού με τόσην περιπάθειαν τα εκτελούσεν εις τας καθημερινάς λειτουργίας. Να καμαρώσω ακόμη μια φορά τους σκαλιστούς εξώστας του περιφήμου Τεμπλέου· και να θαυμάσω μια φορά ακόμη το πελεκητόν της κωδωνοστάσιον! Ξέρω αν θα τα ξαναϊδώ;… Να κάμω ένα γύρον εις τον Φραγκομαχαλάν· να ψωνίσω γαρίδες από τις Μεγάλες Ταβέρνες. Να κάμω ένα περίπατον ακόμη επάνω εις το Και, να επισκεφθώ τας πηγάς του Μέλητος, έστω και αποξηραμένας, συντροφευμένος με το απλοϊκόν γεροντάκι, τον ανεψιόν του Καρασούτσα. Να χορτάσω την ωραίαν μου Σμύρνην. Ξέρω αν θα την ξαναϊδώ;… Ανεστέναξα βαθειά, εις τον ύπνο μου, ότε ένας κρότος ασυνήθης, σαν σιδερένιος, σαν βροντή, με εξύπνησεν. Ανεσηκώθην, από εκεί όπου εκαθήμην, κατατρομαγμένος. Εξύπνησα, και έβλεπα γύρω μου εις τα χαμένα. Ανεχώρησα λοιπόν, είπα, αληθινά από την ωραίαν μου πόλιν; Δεν ήτο όνειρον; Δεν ωνειρεύθην; Και έως ου το είπω αυτό, είδον, και ιδού εγώ επί του Ιμπεράτορος Αλεξάνδρου. Έτριψα, έτριψα ώραν πολλήν τα μάτια μου.
Πέλαγος ανοικτόν περί εμέ και Ρούσκι μιρ. Ωνειρευόμην λοιπόν έτι ήμην εις την Σμύρνην; Έτριψα άλλην μίαν φοράν τα μάτια μου που άρχισαν να βουρκώνουν. Ο ήλιος έκλινε προς δύσιν. Ως λευκή γραμμή, μόλις, εφαίνετο η εύμορφη Σμύρνη, ως λευκόν τσεσμελή μανδήλιον. Περί εμέ ρωσσικαί κάσκαι και ιδιότυποι προσκυνηταί του Αγίου Τάφου, με τα καμινέτα των και τσαγερά κρεμάμενα επ’ ώμων· με μακρά ρυπαρά κομβοσχοίνια εις την δεξιάν, με χείλη πρασινοκίτρινα, ψιθυρίζοντα ευχάς, με μάτια γαλανά ως να τα έβρεξεν η γαλανή θάλασσα, επιστρέφοντες από τους Αγίους Τόπους. Και η λευκή γραμμή του quais εχάνετο πλέον μέσα εις τα χρυσά κύματα του Ερμαίου, όστις κατάχρυσος ηπλούτο, και χρυσιζόμενος από τας χρυσάς ακτίνας του ηλίου, που σιγά-σιγά εβασίλευεν. Η Μυτιλήνη δεξιά, η Χίος αριστερά, και πέραν το Αιγαίον, ευρύ πέλαγος, το οποίον ο βορράς έθεσεν εις κίνησιν, εις χορόν, χορόν δροσερόν, χορόν κάτασπρον. Δεν ωνειρευόμην λοιπόν. Τωόντι ανεχώρησα από την γελαστήν πόλιν, που ως πτηνόν καλλίπτερον και καλλικέλαδον κάθηται μέσα εις την φωλεάν της, κάτω από τον υψηλόν Πάγον; Χαίρε… Δεν επρόφθασα να το ειπώ. Με μίαν κίνησιν καλμούκου πηδηκτήν, ο Ιμπεράτωρ έκοψε τα υψηλά κύματα εις δύο, τα οποία πάραυτα εν οργή πλαταγίσαντα φοβερώς εις τας δύο, μαύρας παρειάς του, κατέβρεξαν τους σπανούς μοναχούς με τα τσαγερά, ερρόφησαν την φωνήν μου και τον χαιρετισμόν μου.