Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Επί του Πάγου. —Η ακρόπολις. —Το αρχαίον Θέατρον και το Στάδιον.
—Μαρτύριον του αγίου Πολυκάρπου.

Μίαν εκτάκτως δροσεράν πρωίαν, μετά την απόλυσιν της θείας Λειτουργίας—απερίγραπτον ευχαρίστησιν ησθανόμην ν’ ακούω την ιεράν Λειτουργίαν εν τη Αγία Φωτεινή, καθ’ εκάστην τελουμένη, πότε εν τω δεξιώ παρεκκλησίω, και πότε εν των αριστερώ, τω τιμωμένω επ’ ονόματι του Αγίου Αλεξάνδρου, ου η εικών εζωγραφισμένη μεγάλη όπισθεν του στασιδίου του Λαμπαδαρίου, ήτοι του αριστερού ψάλτου, και να ακούω την περιπαθή μελωδίαν του τυφλού Ψαλτάκου—Μετά την θείαν λειτουργίαν λοιπόν, κατελθών από το Τρίστρατον εις την παραλίαν, εκεί οπού ητοιμαζόμην να καθίσω ολίγον εις το μαγαζάκι του καλού φίλου μου Τσιριγώτου, και συνεννοηθώ περί των οψωνίων του γεύματος, να και μου παρουσιάζεται το συμπαθητικώτατον Γεροντάκι μου, ο ανεψιός του Καρασούτσα, και μου λέγει, με την ξηράν άχρουν φωνήν του.

—Σήμερα θάχωμεν δροσιά, αγαπητέ ταξιδιώτα. Διακρίνω καλά σημεία κάτω βαθιά προς την είσοδον του Ερμαίου. Ο ζέφυρος θα πάρει ενωρίς. Δεν θέλεις να κάμωμεν ένα περίπατον έως εις τον Πάγον;

Και εσιώπησεν, αναμένων την γνώμην μου.

Εκοίταξα προς τα ύψη επάνω οπού εφαίνετο ολίγον το ωραίον της Σμύρνης βουνόν, ο Πάγος, εις το άκρον επάνω της πόλεως, εύμορφα στολισμένος με καταπράσινον φυτείαν. Εκοίταξα την είσοδον του Ερμαίου· εκοίταξα και τον καλώτατον γηραλέον οδηγόν μου.

—Πάμε, του είπα.

Επίομεν από ένα καφέν κατά πρώτον, συνοδευμένον με σμυρναϊκόν ευώδες τσίπουρο.

Απεχαιρετίσαμεν τον περιποιητικόν μαγειράκον, και εξεκινήσαμεν.

—Θέλω να ιδείς, μου λέγει, πριν φύγεις, την Αρχαίαν Ακρόπολιν. Να ιδείς που ήτο κτισμένη η αρχαία πόλις. Να ιδείς το Θέατρόν της, τα ερείπιά του δηλαδή, να ιδείς το Στάδιον. Να ιδείς το μέρος όπου εμαρτύρησεν ο άγιος Πολύκαρπος, ο πρώτος Επίσκοπος της Σμύρνης…

Εγώ ακούσας το ιερόν όνομα του Ιεράρχου αθλητού, εν από τα προσφιλέστερα του αρχαίου Μαρτυρολογίου, δεν ήθελα άλλην παρότρυνσιν, ίνα αναβώ εις το ύψος εκείνο της πόλεως, το οποίον σπανίως οι ξένοι πάροικοι αναβαίνουσι· διότι είναι πολύ επίπονος η ανάβασίς του, μάλιστα εν ημέρες θέρους, επειδή αι οδοί είναι παρά πολύ στεναί, και αι συνοικίαι πυκνώς στενοχωρημέναι και ασφυκτικαί. Διερχόμενοι τα κάτω μέρη της πόλεως, έως ν’ αναβώμεν, θαυμάζομεν ιστάμενοι εδώ κ’ εκεί το φιλανθές των Σμυρναίων, αι οποίαι τας οικίας των εις ωραίους δροσερούς κηπίσκους έχουν μεταβάλει.

Αναβαίνοντες είτα και αναβαίνοντες, δια μέσου εν συνωστισμώ συσσωρευμένων οικίσκων διερχόμενοι, εφθάσαμεν τέλος επί του Πάγου. Απερίγραπτον εντεύθεν το ευφρόσυνον πανόραμα οπού εξαπλούται πολύ πολύ, μέχρι της εισόδου του Ερμαίου.

—Να εδώ, τα λείψανα της αρχαίας Ακροπόλεως, μου λέγει ο προσηνέστατος συνοδός μου.

Και εβαδίζαμεν ωσάν περιηγηταί, παρατηρούντες το έδαφος.

—Αυτά εδώ τα λείψανα, είναι ερείπια του Θεάτρου και του Σταδίου. Είμεθα τώρα μέσα εις το αρχαίον Στάδιον, όπου εμαρτύρησεν ο Άγιος Πολύκαρπος.

Αποκαλυφθείς εγονάτισα επί του εδάφους.

Ως εν ριπή περιήστραψε τότε ενώπιόν μου μία σελίς της παναρχαίας Εκκλησιαστικής ιστορίας. Σελίς των πρώτων Χριστιανικών χρόνων, ότε μόλις απελθόντων των μακαρίων Αποστόλων, εισήλθον εις το Στάδιον του μαρτυρίου οι Απολογηταί και οι άλλοι Αποστολικοί Πατέρες. Σελίς ολοχρυσος της Εκκλησίας μας, με κατακόκκινα γράμματα γραμμένη, βαμμένα εις τα μαρτυρικά των Αίματα.

Κατά τας αποκρύφους Πράξεις του Πολυκάρπου ούτος εν Ασία γεννηθείς εμαθήτευσε παρά τω Επισκόπω Σμύρνης Βουκόλω, όστις κατέστησεν αυτόν Επίσκοπον Σμύρνης. Το βέβαιον όμως είναι ότι ούτος εχρημάτισε μαθητής Ιωάννου του Θεολόγου, όστις εν τη Αποκαλύψει του ονομάζει αυτόν Άγγελον του Θεού. Αφού δε κατελάμπρυνε την Εκκλησίαν της Σμύρνης επί πολύν χρόνον δια της αρετής του και της διδασκαλίας του, απέθανε τελευταίον μαρτυρικόν θάνατον δια πυρός.

Συλληφθείς επί Μάρκου Αυρηλίου υπό του ανθυπάτου της Ασίας, κηρυχθέντος διωγμού κατά των Χριστιανών, κεκρυμμένος εν τινι αγριδίω, απήχθει εις την πόλιν επί όνου. Καθ’ οδόν τω λέγει ο ειρήναρχος, παραλαβών αυτόν φιλικώς ένδον του οχήματός του.

—Ειπέ μόνον: Κύριε Καίσαρ, και θυσίασον εις τα είδωλα, αν θέλεις να σωθείς.

Ο Πολύκαρπος δεν απήντησον αυτώ κατά πρώτον. Επειδή δε ο ειρήναρχος επιμόνως εζήτει την απάντησίν του:

—Αδύνατον να το πράξω αυτό· είπε.

Τότε οι συμπορευόμενοι ειδωλολάτραι εκρήμνισαν τον σεπτόν γέροντα εκ της αμάξης, όστις πεσών συνέτριψε το αντικνήμιον αυτού. Αναστάς δε, ως να μη έπαθε τίποτε, επορεύετο ήσυχος προς το Στάδιον.

—Βλασφήμησον τον Ιησούν Χριστόν, τω λέγει ο ανθύπατος Στάτιος Κουαδράτος, καθήμενος επί θρόνου εν τω Σταδίω, προς ον παρέστησαν τον ιερόν Πολύκαρπον.

—Ογδοήκοντα εξ χρόνους, απήντησεν ο Άγιος, δουλεύω τον Ιησούν Χριστόν, και καμίαν αδικίαν δεν μου έκαμε. Και ημπορώ να βλασφημήσω τον βασιλέα μου, τον Σωτήρα μου;

—Δε ημπορώ αλλέως να σε σώσω. Τω λέγει ο ανθύπατος. Τι να σου κάμω. Δεν ακούεις τον όχλον πώς φωνάζει εναντίον σου; Προσπάθησε να πείσεις τον όχλον, αν θέλεις να σωθείς.

Τότε ο Πολύκαρπος απεκρίθει:

—Εις εσένα μεν απήντησα, διότι εδιδάχθημεν από τον Ιησούν Χριστόν να απονέμωμεν την προσήκουσαν τιμήν εις τας αρχάς και εξουσίας οπού ετάχθησαν από τον Θεόν. Τον όχλον δε οπού κατακραυγάζει, δεν τον θεωρούμεν άξιον απαντήσεως.

Κατόπιν ο ανθύπατος απείλησεν τον Άγιον δια των αγρίων θηρίων και της πυράς. Αφού δε είδεν ότι ο γηραιός Ιεράρχης εσιώπα, διέταξε τον κήρυκα και απήγγειλε την καταδικαστικήν κατ’ αυτού απόφασιν, αναφωνήσας τρις εν μέσω του Σταδίου:

—Ο Πολύκαρπος ομολόγησεν ότι είναι Χριστιανός.

Εις το κήρυγμα τούτο περιείχετο και η καταδίκη.

Τότε όλον το πλήθος των Ιουδαίων και Εθνικών, οπού είχαν γεμίσει το Στάδιον, σπεύσαντες εκόμισαν εκ των εγγύς εργαστηρίων και βαλανείων τα αναγκαία ξύλα, ίνα αναφθεί η πυρά, διότι ο ανθύπατος απεφάσισε τον δια πυρός θάνατον του Ιεράρχου. Κατά την συνήθειαν οι δήμιοι ηθέλησαν να καρφώσουν τον Ιεράρχην επί δοκού, ίνα μένει ακίνητος εν πυρά. Αλλ’ ο γηραιός και σεβάσμιος θύτης λέγει:

—Όχι. Αφήσατέ με έτσι. Εκείνος οπού μου έδωκε την δύναμιν να υπομείνω την φλόγα, αυτός θα με ενισχύσει, ώστε και χωρίς να προσηλωθώ, να υπομείνω αυτήν ασάλευτος.

Και ούτω δεδεμένος μόνον τας χείρας, ο σεβάσμιος της Σμύρνης Ιεράρχης, αφού πρώτον απέτεινε μίαν ωραιοτάτην προσευχήν προς τον Θεόν, ερρίφθει μετά σπάνιας γενναιότητος μέσα εις τας φλόγας της αναφθείσης πυράς, ήτις προς έκπληξιν πάντων των παρεστώτων σχηματίσασα καμάραν περιεκάλυψε το ιερόν του σώμα σώον και αβλαβές· έως ου οι άνομοι ιδόντες ότι δεν κατηναλώθει υπό του πυρός, διέταξαν ένα δήμιον όστις δια του ξίφους εκέντησεν αυτό, το δε εκρεύσαν αίμα κατέσβησε το πυρ.

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, Με του Βορηά τα κύματα, ταξείδια-περιγραφαί-εντυπώσεις, Εν Αθήναις, Βιβλιοπωλείον Ιωάννου Ν. Σιδέρη 1922, σ. 57-60.