Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο Φασουλάς

Φθάνομεν τώρα εις τον φοβερόν Φασουλάν. Τον μαχαιροβγάλτην, τον λωποδύτην, τον δολοφόνον Φασουλάν, όστις τώρα κατάκειται εκεί εις το πρώην τρομερόν κέντρον, —γέρων παλιόγερος, πράος και νηφάλιος βρακάς, το πρώην γυμνόκνημον ταγκαλάκι με το φόρεμα του το ιδιότροπον—όλο ζωνάρι—με την μάχαιραν σπασμένην τώρα εις δύο, με τας χείρας εκνευρισμένας, με τα μεγάλα πυκνά μαύρα φρύδια του, τα μόνα ζωντανά ακόμη, όπου κείνται νεκραί πλέον, λέγεις, αι δολεραί πονηρίαι του, ως υπό την ατάραχον σκιάν κυπαρίσσων. Ειρηνικά είναι τώρα και τα μικρά κλέφτικα καφενεδάκια του, ήσυχες οι πονηρές ταβέρνες του, σιωπηλά τα παιγνιδιάρικα κουρεία του· τα δε γειτονικά παράθυρα ανοίγουν φαιδρά ως εν μέσω κέντρου χαράς. Και οι φιλήσυχοι Σμυρναίοι, φρόνιμοι σαν ζαγοριανοί, διέρχονται πλέον με ατάραχον το βήμα και ήσυχον το… βαλάντιον. Μόνον ελεεινά τινα ζωγραφήματα επί των χρωματισμένων τοίχων, αι αιώνιοι γοργόναι, με το αρχοντικόν των στήθος, το σεληνοειδές πρόσωπον και την ιχθυώδη πλατείαν ουράν· μόνον αυτά ως επιτάφιος επιγραφή μαρτυρούσι περί του τόπου, όπου έζει άλλοτε ο φοβερός Φασουλάς, εκ των επεισοδίωντου οποίου, των περιέργων και δολερών, αντηχούσιν ακόμη όλαι αι πρώραι των ελληνικών ιστιοφόρων.

Περιδεής εκοίταζον ένθεν και ένθεν, έχων την μνήμην μου γεμάτην από των τρομακτικών διηγήσεων. Και προλαβών εκάλυψα το ωρολόγιόν μου. Αλλ’ ο συνοδός μου, δεικνύων μοι τον εκεί μικρόν στρατώνα και τον εν αυτώ αενάως στρατωνιζόμενον λόχον, μοι επανελάμβανεν:

—Η εξουσία! Μη φοβήσαι! Η εξουσία!

Πόσον περίεργα πράγματα και βλέπει και ακούει κανείς, όταν ταξιδεύει! Όλως διόλου το εναντίον γίνεται εις το ελεύθερον βασίλειόν μας, Εις τοιαύτας περιστάσεις ακούεις;

—Η εξουσία! Τρέμε! η εξουσία!

Και έτσι συμβαίνει ώστε το αυτό μυστηριώδες πρόσωπον, αλλού μεν να εξημερώνει αποδιώκον τον φόβον, αλλού δε να εξαγριώνει, προξενούν τον τρόμον.

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, Με του Βορηά τα κύματα, ταξείδια-περιγραφαί-εντυπώσεις, Εν Αθήναις, Βιβλιοπωλείον Ιωάννου Ν. Σιδέρη 1922, σ. 49-50.