Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Οι Μεγάλες Ταβέρνες

Ας εισέλθωμεν εις την πόλιν της Σμύρνης. Πλην της Παραλλήλου, όπου πριν κατασκευασθεί η προκυμαία, ην η παραλία της πόλεως, ουδεμία άλλη οδός αξία λόγου. Όλαι στεναί και τεθλασμέναι (τσικμά σοκάκ) εν αις περίφημος κρυφτός παίζεται. Όλαι όμως λιθόστρωτοι, με μελαψάς πλάκας της Σικελίας· όλαι καθαραί.

—Η δημαρχία! η δημαρχία! επανελάμβανεν ο συνοδός μου, γηράσας εν Σμύρνη. Που άλλοτε αυτή η καθαριότης! Έφεραν καραβιές τις πλάκες από την Μεσσίνα.

Πανταχού λοιπόν η δημαρχία, ης μόνον το όνομα εν Ελλάδι γιγνώσκομεν. Και θορυβούμεν τόσον και δαπανώμεν και εκτιθέμεθα, ίνα εν ξηρόν όνομα αναστηλώσωμεν, και τιτλοφορήσωμεν ένα, που δεν είχε τι να κάμει, δήμαρχον.

—Που ημπορούσες πρωτύτερα να περπατήσεις από την λάσπη!

—Τ’ ακούτε, Έλληνες; –(Τ’ ακούμε, να λέτε).

Ουδεμία πλατεία. Ουδεμία αγορά. Φαίνεται ότι εις τα απολυταρχικά κράτη είναι περιτταί αι αγοραί. Και αυτή η των εδωδίμων αγορά έχει σήμα οδού, μακράς οδού και υγράς —Οι Μεγάλες Ταβέρνες— Εκεί υπάρχουν τα κρεοπωλεία με τα τρυφερά βόεια, και τα ιχθυοπωλεία με τα γερλίσια οψάρια, του Ερμαίου δηλαδή, και με τας ευώδεις θαλασσομυρισμένας γαρίδας, εκεί και τα παντοπωλεία με το μαύρο χαβιάρι. Εις τον σταθμόν του σιδηροδρόμου Κασαμπά–εις τον Μουμχανέ–υπάρχει είδος πλατείας και δένδρα ολίγα, και κρήνη διαυγούς και καλού ύδατος. —Πάσα η πόλις υδρεύεται δι’ αρτεσιανών–νερό νερόβραστο. —Άλλη πλατεία πάλιν υπάρχει εις άλλο άκρον της πόλεως, όπου ο σταθμός του σιδηροδρόμου Αϊδινίου· και δένδρα εκεί πολλά και πλάτανοι κατάσκιοι, και οικοδομαί αγγλικού ρυθμού, λιθόκτιστοι με εκλεκτούς λίθους, εκεί όπου τερματίζεται ο διa του quais διερχόμενος τροχιόδρομος. Υπάρχει ακόμη άλλη μία πλατεία εύμορφος, πλην αόρατος, η περίκλειστος αυλή του Μεγάλου Διοικητηρίου, με τας καθαράς και ευπρεπείς αιθούσας του, και με την σεμνοτάτην αίθουσαν των δικαστικών συνεδριάσεων.

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, Με του Βορηά τα κύματα, ταξείδια-περιγραφαί-εντυπώσεις, Εν Αθήναις, Βιβλιοπωλείον Ιωάννου Ν. Σιδέρη 1922, σ. 48.