Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Εις το περίφημον Quais πάλιν. —Γκιαούρ-Ισμύρνη. —Η Σμύρνη Αθήναι. —Συναυλία Ναργιλέδων. —Η Σμύρνη την νύκτα. —Ο Ζέφυρος.

Έχουν δίκαιον λοιπόν οι Σμυρναίοι και ιδίως αι Σμυρναίαι να διανυκτερεύωσιν εις το quais προς μεγάλη του Μητροπολίτου αγανάκτησιν, όστις τοσάκις ομίλησεν επ’ εκκλησίας, ότι τουλάχιστον τα Σαββατόβραδα να μη εξέρχονται, ίνα το πρωί δύνανται να εκκλησιάζονται εγκαίρως. Ο άνθρωπος φύσει περίεργος, και μάλιστα η γυνή, θέλει να βλέπει, θέλει να βλέπεται. Όλος ο βίος της γυναικός, οι μόχθοι της, τα τεχνάσματά της, τα σχέδιά της, τα νεύρα της, οι πόθοι της, συγκεντρούνται εις τούτο μόνον: να βλέπει και να βλέπεται. Να βλέπει, δια να έχει ύλην προς αργολογίαν και κατάκρισιν. Να βλέπεται, δια να μη πηγαίνουν χαμέναι αι δια την τουαλέταν της δαπάναι και επιτιμήσεις, ίσως, του συζύγου της. Και μεταβάλλεται λοιπόν το quais καθ’ εσπέραν εις παράταξιν εν επιθεωρήσει κάλλους, ασχημίας, ευφυίας και φλυαρίας εν ταυτώ. Παρέαι-παρέαι, από δύο τρεις, από τρεις τέσσαρες, από πεντέξ συνήθως, νεάνιδας, δεσποινίδας, μητέρας. Όλαι ωραίαι, όλαι ανθηραί, όλαι δροσεραί. Ουδεμία καλαμώδης κηφισιάς, ουδεμία αυχμώδης ιλισσιάς. Και συνοδευόμεναι παρ’ ενός ή το πολύ δύο κυρίων, —πάντοτε αυταί εν πλειονότητι— πληρούσι την προκυμαίαν ευωδίας, την δροσεράν, την γελώσαν προκυμαίαν, ότε αι τελευταίαι ακτίνες του κολυμβώντος ηλίου σχηματίζουσιν απείρων χρωματισμών ανταυγμάσματα επί των πτερών του, επί των μαλλιών των, των βλεμμάτων των, ενώ ο ζέφυρος επιχαρίτως αερίζει τας άκρας των ιματισμών των και τα πτερά των πίλων των.

—Και αυταί σμυρναίαι; ηρώτων.

—Όλαι σμυρναίαι! μου έλεγαν.

Κ’ εδάγκανα τα χείλη από εντροπήν, ο αθηναίος εγώ.

Το quais της Σμύρνης είναι αυτή η Σμύρνη. Μεγάλη, πλουσία ελληνική, όλως διόλου αθηναία. Το quais της Σμύρνης, δηλαδή αι Αθήναι ολόκληροι συγκεντρωμέναι επί το αυτό. Φαντασθείτε μαζί Σύνταγμα, Ομόνοιαν, Ολύμπια, Τσόχα, Φάληρον• και Πευκάκια ακόμη. Όλα αυτά επί το αυτό. Όλα κατά γραμμήν. Μεγάλην δρεπανοειδή γραμμήν. Καλλοναί, ριπίδια, χάρις, τρυφή, ζαχαροπλαστεία, καφενεία, λέσχαι, ζυθοπωλεία, γλυκά, παγωτά, ζύθος φίνος, καφές, τσίπουρο, ναργιλές, θέατρα ελληνικά, θέατρα ιταλικά, χοροί, μουσικαί, νευρόσπαστα, περίπατοι, πλατείαι, ξενοδοχεία. Όλα μαζί. Κοχλίας εκβάλλων την κεφαλήν του πάνοπλος. Εις του «Λουκά» τα ευμορφότερα πτερά, τα κομψότερα ριπίδια, τα χιωνωδώς λευκά-γόνα με γόνα-εν πυκνότητι. Εις την Λέσχην παρακάτω τα ευφυέστερα χείλη, τα γλαυκότερα μάτια, οι λεπτοφυέστεροι σχηματισμοί, οι άπταιστοι κομψοί ιματισμοί. Οι πλείονες λευκοί κατάλευκοι, ως εφέτος εν Αθήναις. Και εις τούτο ακόμη η Σμύρνη ακολουθεί τας Αθήνας. Η Κωνσταντινούπολις έχει ως πρότυπον τους Παρισίους. Η Σμύρνη τας Αθήνας. Καπέλα, χρώματα, τρόποι, ρυθμοί ιματισμού, όλα Αθηναϊκά.

Σας κάμνω, ω Αθηναίοι, μίαν παράκλησιν. Να αγαπάτε ιδιαιτέρως την Σμύρνην, διότι η Σμύρνη αγαπά, λατρεύει τας Αθήνας. Τρελαίνεται αυτόχρημα ο Σμυρναίος, όταν συναντήσει Αθηναίον. Τον εναγκαλίζεται πλέον ή τον αδελφόν, πλέον ή τον φίλον. Χάριν του Αθηναίου θυσιάζει ο Σμυρναίος όλα. Και, πεθαμένος δι’ ευφυΐας αθηναϊκάς, ξετρελαμένος δια καλαμπούρια. Υποθέτω ως προς αυτό ότι ο φίλος μου Μπάμπης, αν καμιά φορά κατορθώσει να ταξιδεύσει χάριν αναψυχής μέχρι Σμύρνης, θα τύχει σωστής — πλην δικαίας αποθεώσεως — αλλά να σπεύσει, διότι αργότερα: «δεινόν το γήρας, ου γαρ έρχεται μόνον» και τότε θα πάθει αντί αποθεώσεως ό,τι ο Κλαύδιος από τον Σενέκαν… Και πυκνά, μαζί-μαζί τα τραπεζάκια, ώστε η μία συντροφιά να παρακάθηται πλησίον της άλλης. Και φαιδρότης και χαρά απλή, οικογενειακή χαρά, και χαιρετισμοί δεξιά και χαιρετισμοί αριστερά, και αφηγήσεις στενού οικογενειακού κύκλου επεισοδίων εκεί εν χαριτωμένη ελευθεριότητι· και αποκρύφων περιγραφαί, μετά χάριτος ηθικώτατα απλής, ώστε να εξαπατάται ευκόλως ο επιπόλαιος ξένος, μη γνωρίζων ότι εν τη γη όπου άλλοτε υπήρξεν ο Παράδεισος, οι Σμυρναίοι διάγουν ως ο Αδάμ και η Εύα προ της παραβάσεως… Και πανταχού καπέλα κυριαρχούντα. Πού και πού ξεμυτίζει και κανένα φέσι, μόνον, μοναδικόν, ως να έχασε τα νερά του μέσα εις τον αχανή αυτόν ελληνισμόν, και κατεκοκκίνησεν από την εντροπήν του.

Τόσον πολύ ελησμονήθην εν τη Ιωνική πόλει ένα βράδυ, ώστε είπα εις τον φίλον κ. Μ. Αργυρόπουλον, αφού εγευματίσαμεν εις το ξενοδοχείον της Μ. Βρετανίας:

—Τώρα, πάμε να πάρωμε τον καφέ μας εις του Ζαχαράτου!

Εν όλη τη υπερηφανεία των λοιπόν ακούουν οι Έλληνες και εν όλη τη ειλικρινεία των ομολογούσιν οι κατακτηταί, Γκιαούρ Ισμύρνην αποκαλούντες την γλυκείαν της Ιωνίας μητρόπολιν, αναγκαζόμενοι να περιφέρονται εν τη συνοικία των, ως και οι εβραίοι εν τη ιδική των, αφήνοντες τον ελληνισμόν ελεύθερον να κυριαρχεί εν τη πόλει του. Να ομιλεί ελευθέρως, να τραγουδεί, να γελά, να γλεντά· και πέραν του μεσονυκτίου, χωρίς να φοβείται τους νυκτοφύλακας της Κωνσταντινουπόλεως.

Αρέσκεται δε ο Σμυρναίος εις το γλέντι, ιδίως κατά τας εορτάς. Είναι φυσικά φαιδρός· κ’ ευχαριστείται εις τα φαιδρά. Η ανία είναι άγνωστος παρ’ αυτώ. Δια τούτο εις τας παραστάσεις τας θεατρικάς επικρατεί το κωμικόν. Ωσαύτως παρετήρησα ότι εις το «Θέατρον της Προκυμαίας», όπου παριστάνει ο κάλλιστος ελληνικός θίασος Ταβουλάρη, ολίγος σχετικώς κόσμος. Ενώ εις του «Λουκά», όπου παριστάνει ελαφρός ιταλικός θίασος, ο κόσμος συνωθείται ασφυκτικώς. Διότι εις μεν του Ταβουλάρη απαιτείται σιωπή και κάθισμα, ενώ εις του Λουκά δεν υπάρχουν καθίσματα ηριθμημένα, αλλά τραπεζάκια. Επιτρέπεται η φλυαρία και ο… ναργιλές, δηλαδή η φυσική του ανθρώπου διασκέδασις, όστις μετά την επίπονον εργασίαν της ημέρας θέλει μεν ν’ ακούσει την μουσικήν του, θέλει και το θέατρόν του, αλλά κυρίως θέλει ν’ αναπνεύσει, να ομιλήσει, να πειράξει, να γελάσει, να καπνίσει τον ναργιλέ του και να πιει την μαστίχα του.

Γίνεται δε δις η συγκέντρωσις εν τη Προκυμαία. Προ του δείπνου και μετά το δείπνον, πολύ αργά, ότε η χώνευσις τελείται απολαυστικώτατα υπό τας δροσεράς πνοάς του ζεφύρου, όστις περί την 11 ώραν της νυκτός μεταβάλλεται εις άτακτον σάλον. Και τότε πλέον η φαιδρότης της ελληνικοτάτης πόλεως φθάνει εις το κατακόρυφον. Η μουσική της Λέσχης εκτελεί τα ωραιότερα τότε και τα πλέον βροντερά μελοδράματα. Αι φράσεις αι τραγικαί και κωμικαί του ελληνικού θιάσου διασπείρονται υπό του ζεφύρου ως φιστίκια. Εις του Λουκά ο ιταλικός θίασος δροσίζει και αυτός ως άλλος ζέφυρος, ενώ αι πλατείαι αι τρεις, η μία παρά την άλλην, όπου πεντακισχίλια περίπου πνευστά όργανα, οι ηδυπαθείς ναργιλέδες, εκτελούσιν αδιάκοπον μουσικήν συμφωνίαν, πλήρεις κόσμου ασφυκτιώσιν, εις μάτην των φυλάκων της τάξεως παραμεριζόντων το πλήθος, το ιστάμενον παρά την γραμμήν των τροχιοδρόμων, και θεωρούν χωρίς να πληρώσει θεωρικά.

—Φιστίκια και φωτιαίς!

Ακούεις μεταξύ άλλων τότε, εν τη ακμή αυτή της φαιδρότητος την φωνήν του φιστικοπώλου, όστις προς ευκολίαν των γκαρσονίων με τα φιστίκια χορηγεί και φωτιαίς εις τους ναργιλετζήδες —που να τους προφθάσουν τα γκαρσόνια— περιφέρων αυτάς μέσα εις το καλαθάκι του, εις ένα μικρόν μαγκαλάκι.

Μετά το μεσονύκτιον ο ζέφυρος παύει. Η κίνησις ελαττούται. Γαλήνη εις την θάλασσαν. Γαλήνη εις την γην. Η νωχελής και υπνηλή των πεντακισχιλίων ναργιλέδων μουσική έπαυσε πλέον. Απέμειναν δε τα κρυστάλλινα ωραία δοχεία με τα κεχριμπαρένια βελούδινα μαρκούτσια τυλιγμένα περί τον λαιμόν, και με τις φωτίτσες, σβησμένες εν μέσω του ως φλιζάνιον απλωτού μεγάλου λουλά. Και μόνον εις την Κορίνναν, το αγαπητόν μου καφενείον, υπό τας πλατάνους της, η φαιδρά συντροφιά, η αντιπροσωπεύουσα το γλυκύτατον της Σμύρνης κέφι, θα τερετίσει ακόμη το ηδονικώτατον και απολαυστικώτατον της Ανατολής τερέτισμα του ναργιλέ της, τερέτισμα γλυκύτερον και των τερετισμάτων του πλέον γλυκυφώνου ιμάμη, παραγγέλλουσα και άλλο τσίπουρο ακόμη, συνοδευόμενον με τα εκλεκτότερα ορεκτικά, τυρού, χαβιαρίου και χοιρομηρίου, κατά τα χορταστικά της Σμύρνης έθιμα, τα οποία ουδέποτε θα απομιμηθώσι των Αθηνών τα πλεονεκτικά και φιλάργυρα κέντρα, διατάσσουσα και άλλα ακόμη υπό τας φαιδροτέρας διαλέξεις, έως ου αποφασίσουν εν συμπνοία εις ποίον θαλασσινόν απόκεντρον κέντρον θα διανυκτερεύσωσι, παρά πλουσίαν τράπεζαν νωπών γερλίσιων, ήτοι ντόπιων, οψαρίων, ίνα την επαύριον άυπνοι, κεκοπιακότες, πλην πάντοτε κεφλήδες, χαλάσωσι το μαχμουρλούκι των υπό την αυτήν πλάτανον της αγαπητής «Κορίννας», ίνα επαναλάβωσι την εσπέραν:

—Φέρτε μας τα ίδια!

Την αφελή, την καλήν αυτήν συντροφιάν υπό την κυριαρχίαν παχυσάρκου ανδρός, διασπείροντος τον γέλωτα ως να είναι το έργον του αυτό, χωρίς δηλ. αυτός να γελά, παρηκολούθουν τακτικώς κάθε βράδυ από της σκοτίας, μόνος, ρεμβάζων, άγνωστος εις όλους, ως ζωγράφος βλέπων εις το πρότυπόν μου, ξεκουραζόμενος, δροσιζόμενος και έλεγον:

Ιδού η νεολαία της Σμύρνης, η αγνή, η καθαρώς ιωνική, η ιθαγενής, η απονέμουσα εις τας σπαρταριστάς ευφυολογίας της διπλώματα, ανώτερα από τας επιτηδευμένας ευφυίας των κωμωδιών των Αθηνών, και αποδίδουσα εις το ηδυπαθές εντόπιον σαμπάΐ των εκλεκτών ναργιλέδων της μείζονα και αυτών των δονιζετείων φθόγγων χάριν. Εάν ήμην κανένας κριτικός Σαρσαί ή Σερσέμης θα έγραφον: Αφού εις την Ιωνίαν η ευθυμία και ο γέλως είναι φυσικά, όπου και αι ακταί γελώσι, τις η ανάγκη πλαστών ευφυολογημάτων, αφού ταύτα δεν είναι δυνατόν να έχουν την δροσερότητα του ζεφύρου της; Τις η ανάγκη ψευδομουσουργημάτων, αφού ταύτα είναι αδύνατον ν’ αποκτήσουν την τέχνην την ηδυπαθή του γοργού άσματος του περιφήμου ναργιλέ της ιωνικής πόλεως, του εισάγοντος τους ευώδεις ατμούς του μέσα εις τα βάθη των εντέρων;

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, Με του Βορηά τα κύματα, ταξείδια-περιγραφαί-εντυπώσεις, Εν Αθήναις, Βιβλιοπωλείον Ιωάννου Ν. Σιδέρη 1922, σ. 39-44.