Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η προκυμαία της Σμύρνης, ήτοι το Και. —Αι αίθουσαι των οίκων
εις την είσοδον. —Η Σμύρνη εντός λάκκου.

Είναι η προκυμαία ο καθρέπτης της Σμύρνης, μυστηριώδης πλαξ, όπισθεν της οποίας φαντάζεσαι τας πυκνάς συνοικίας της χωρίς να τας βλέπεις. Αποτελείται εκ μακράς δρεπανοειδούς πλακοστρώτου, ευρείας οδού, του λιμένος κρηπιδώματος, ην πλουσιώτατα στολίζει, εν δρεπανοειδεί γραμμή μακροτάτη, σειρά κομψών ομοιομόρφων μεγάρων, λευκών, κροκοβαφών, με γλυπτά γεισώματα αρχιτεκτονικά ομοιόμορφα, όλων συγκεκολλημένων αδελφικώς ως εν χορώ, ως εν τινι παιγνιδίω, ότε ο ιστάμενος έξω του κύκλου αποκωλύεται να εισδύσει εν αυτώ. Μόλις εδώ κ’ εκεί κατά μακρά διαστήματα αφίενται στεναί, ή εστεγασμέναι πάροδοι, εισάγουσαι εις την Paralléle, την παράλληλον της προκυμαίς οδόν, πνιγομένην εις τον ιδρώτα του καύματος, του ζεφύρου μη εισδύοντος εν αυτή. Και εκτείνεται το μέγα και επίμηκες δρέπανον πολύ κάτω, μέχρι των λουτρών, καμπτόμενον είτα μέχρι του σταθμού του σιδηροδρόμου Αϊδινίου, εις τον μυχόν του Ερμαίου, του τερματιζομένου εις καλαμοφύτευτα τέλματα. Και κτίζοντα ακόμη νέα μέγαρα, με τον αυτόν ρυθμόν, το αυτό ύψος, τα αυτά ποικίλματα, με ταις ίδιαις πόρτες, τα ίδια υελόφρακτα μπαλκόνια, ως να είναι όλα τείχος της Σμύρνης, ήτις εντός αυτού, αόρατος από του λιμένος, εκτείνεται μεγάλη, καθαρά, πλην με στενάς πλακοστρώτους οδούς, από πλάκας της Αίτνης μελαψάς, ασφυκτιώσα, καίουσα και βράζουσα. Δια τούτο λοιπόν αι ευτραφείς και ζωηραί Σμυρναίαι την είσοδον του οίκου των μετέβαλον εις αίθουσαν υποδοχής και εστιατορίου. Ούτως εξηγείται και το προσηνές των Σμυρναίων, αι οποίαι διημερεύουσιν εις τα δροσερά οπωσδήποτε πλακόστρωτα, των τόσον κομψώς εστολισμένων εισόδων των, απλούστατα και ελαφρότατα ενδεδυμέναι, όπου βυθισμέναι εις τας τρυφηλάς πολυθρόνας των, αναγινώσκουσιν ή κεντώσι, διαλεγόμεναι μέχρι της ώρας, ότε θα εξέλωσι μελισσηδόν εις το quais ν’ αναπνεύσωσι φαιδραί, ομιλητικαί, τύποι γνήσιοι γυναικείας πρωτοπλάστου ωραιότητος, τέκνα ιθαγενή της Ανατολής, της γης του παραδείσου και της τρυφής, και απόγονοι αληθείς της Εύας, ούτω πλασθείσης υπό του Δημιουργού αυτού. Το έθιμον αυτό του μετασκευάζειν την είσοδον του οίκου, το αντρέ λεγόμενον, εις κομψήν αιθουσίτσαν, εύρον πολύ εύμορφα συνηθισμένον εις το Φανάριον· και ακόμη πλουσιώτερον και επιδεικτικώτερον εις το Βουγιουδερέ.

Και τι άλλο να κάμουν; Να εξέλθουν εις το παράθυρον ως αι Αθηναίαι; Ν’ αναβώσιν εις την ταράτσαν; Δεν βλέπουν τίποτε. Μόνον τον απέναντι γείτονα, προς ον διαλέγονται, τας νύκτας, αι μη εξερχόμεναι, τας γειτονικάς καπνοδόχους και τον ουρανόν. Και αυτόν μικρόν, στενόν, μίαν πτυχήν μόνον, μίαν λωρίδα· κάθε ένας την λωρίδα του. Αυτή η κατάστασις η ως είδος ειρκτής, παρατηρείται εις όλας τας συνοικίας από την ελληνικήν μέχρι του φραγκομαχαλά, από την αρμενικήν μέχρι της ασφυκτιώσης εβραϊκής και της οθωμανικής με το απέραντον Διοικητήριον. Και μέχρι του Πάγου τέλος, καταφύτου βράχου, με φρούριον, οπόθεν δύνασαι μόνον να εννοήσεις εις τι είδους έδαφος είναι κτισμένη η πόλις. Περιπατείς εις τας στενάς οδούς της και δεν ημπορείς να εννοήσεις, αν κατέρχεσαι ή ανέρχεσαι· ή αν επί ομαλού βαδίζεις. Δεν βλέπεις την θάλασσαν. Άρα κατέρχεσαι τον κατήφορον. Αναβαίνεις επί λόφου. Πλην κορυφήν δεν διακρίνεις πουθενά. Τουναντίον αι άμαξαι κυλίονται ομαλώς ως επί της οδού Πατησίων. Κρυφή και δολία πόλις. Φασουλάς ύποπτος. Το επικρατέστερον συναίσθημα είναι ότι κατέρχεσαι από λόφου. Και όμως τα πέριξ σημεία σε διαψεύδουσι. Μόνον όταν φθάσεις επί του Πάγου, έκπληκτος θεωρείς ότι η Σμύρνη, η κυανή της Ιωνίας μητρόπολις, είναι εστιβαγμένη εντός λάκκου, ως τα ωραία σύκα της εντός του κουτίου.

Αλέξανδρος Μωραϊτίδης, Με του Βορηά τα κύματα, ταξείδια-περιγραφαί-εντυπώσεις, Εν Αθήναις, Βιβλιοπωλείον Ιωάννου Ν. Σιδέρη 1922, σ. 30-32.