Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΜέσα στα γιασεμιά
Το σπίτι της κυρίας Στάναινας είχε ένα μικρό κηπάκο, καθώς τα περισσότερα σπίτια της Σμύρνης, και σ’ αυτόν το κηπάκο, αρκετά περιορισμένο, με βραγιές γεμάτες βανίλιες, τριανταφυλλιές και γεράνια, εβρισκότανε ένα μεγάλο γιασεμί, δέντρο σχεδόν, που έπιανε με τα κλαδιά του το περισσότερο μέρος του τοίχου κάτω από το δώμα της κυρίας Μαεύταινας.
Το γιασεμί αυτό κάθε απόγευμα, μόλις έδυεν ο ήλιος, άνοιγε τα νέα του μπουμπούκια, χιλιάδες άσπρα αστράκια, τα οποία στην αρχήν έμοιαζαν με κουκουνάρια, έπειτα εσχηματίζοντο εις χωνιά μικρούτσικα και με τη δροσιά της βραδιάς, ετέντωναν το ακτινωτό τους περιδέραιο, αφήνοντας να χυθεί μέσα από τα αμίαντα κροντήρια τους το βαρύ εκείνο και υπνωτιστικό των άρωμα. Κάθε βράδυ, όταν δεν εβρισκότανε έξω η Άννα, συνήθιζε να πάρει ένα μεγάλο βάζο από άσπρο φαρφούρι και σκαρφαλώνοντας επάνω σε μια σκάλα, στυλωμένη στον τοίχο, να αποσπά με την άκρη των δακτύλων της τα γιασεμιά από τα χνουδωτά πράσινα κοτσάνια των. Άλλα από αυτά έριχνε στην ποδιά της, άλλα εσκόρπιζε ανάμεσα από τα ασπρόρουχά της και το μπαούλο της εμοσχοβολούσε χειμώνα καλοκαίρι, άλλα έφτιανε μπουκετάκια για τα μαλλιά της και όσα επερίσσευαν τα έστελνε στις Καρπούζενες, που ιδιαίτερα της ευνοούσε, γιατί μόνον αυτές είχε στη γειτονιά, για να της κάνουν πλάτες στα κόρτε της. Εκείνο τ’ απόγευμα, μια εβδομάδα έπειτα από την τιμωρίαν της, είχε πάρει πάλι το φαρφουρένιο βάζο και ανέβηκε στη σκάλα να μαζώξει τα γιασεμιά. Όλες αυτές τις μέρες τής είχε απαγορευθεί να ντυθεί, να κτενισθεί, είτε να κοιτάξει έξω από το παράθυρο, και η Άννα που ήξευρε πόσον η μητέρα της θα αγρίευεν για να ξεθυμάνει, έπειτα από εκείνο που της έκαμε, επροφυλαγότανε να μη δώσει καμιά αφορμή, αφού άλλωστε σε λίγες μέρες θα ξανάφευγε πάλιν ο πατέρας της για την Κρήτη. Ο αγαθός άνθρωπος! Από την δευτέραν ημέραν δεν εβάσταξε. Της έφερε σοκολατάκια από το ζαχαροπλαστείο, την πήρε στην αγκαλιά του, μια στιγμή που η μητέρα της εβρισκότανε στην κουζίνα — γιατί της είχε μυρίσει πως της Πελαγίας της άρπαξαν οι χοιρινές μπριζόλες στη σκάρα — την φίλησε σαν τρελός από αγάπη και της είπε για συμβουλή: «Να καθίσεις φρόνιμα, παλιοκόρτισο κ’ εγώ σούχω στη Σούδα ένα γαμπρό, που θα γλείφεις τα δάκτυλά σου όταν τον δεις. Είναι αξιωματικός και έχει εκατομμύρια. Ο πατέρας του είναι λόρδος. Η μητέρα της όμως ήταν ακόμη θηρίο ανήμερο. Ούτε εγύριζε να την κοιτάξει, λέξη δεν της είπε και η Άννα εκαταλάβαινε πως το κακό θα ξεσπούσε μόλις ο πατέρας της έκλεινε την εξώπορτα και έφευγε με το αμάξι για να μπαρκαρισθεί. Εκείνο που έκανε την κυρά Στάναινα να σκάζει είναι ότι, μολονότι ενόμιζε πως αυτή είναι τύπος και υπογραμμός μητέρας, πως στη κόρη της έδωκε παραδειγματικήν ανατροφήν—εγγλέζικη—αυτή εβγήκε κακοκέφαλη, που δεν είχε περιορισμό και ότι από ώρα σε ώρα την απειλεί ο κίνδυνος να την βρει στεφανωμένη με κανένα από αυτούς τους λιμοκοντόρους που την τριγυρνούνε. Οι δύο σύζυγοι είχαν συμφωνήσει να την προτείνουν εις τον εγγλέζον αξιωματικόν της Σούδας, που της ερχότανε να τρελαθεί της κυρίας Στάναινας, όταν εσυλλογιζότανε και μόνον, ότι κουμπάρος, σύμφωνα με την συνήθεια, θα παραστεκότανε στο στεφάνωμα ο ίδιος ο Άγγλος πρόξενος της Σμύρνης. Αϊ, μα τότε θα έσκαζαν όλοι της οι εχθροί. Η κόρη της να γίνει Λαίδη με κανένα αρχαίον όνομα που να τελειώνει με άϊρ. Πως ακόμη δεν της έστριψε απορεί και η ίδια. Αυτού έτρεχεν ο νους της και εκείνο το βράδυ όταν έξω εσκοτείνιαζε ήτανε μοναχή. Τα παιδιά είχανε φύγει, η Ρέα με τη θεία Κλάρα στο χωριό και ο Μιχαλάκης στο Κολλέγιο. Η Πελαγία μιλούσε με το Νικολή στην εξώπορτα, γιατί είχε βγάλει γλώσσα πια, όπως την είχε ορμηνέψει η κυρία Αμαλία, και έτσι επήρε την άδεια από την κυρία της να του μιλά ελεύθερα. Μέσα στο σπίτι, ο κηπάκος εβρισκότανε βουτηγμένος σ’ ένα κυανόθαμπο φως, όπου ανέβαιναν αλλόκοτες οσμές, μύρα φυτικά και μύρα ορυκτά, από φύλλα, από λουλούδια και από βρεγμένη γη. Ανάμεσα από τα κλαδιά της γιασεμιάς, όμοια με φίδια λεπτά, απλωνόμενα σαν πλοκάμια αναρίθμητα προς όλας τας διευθύνσεις του τοίχου, εφτερούγιζαν ή μάλλον εχόρευαν κάτι περίεργα έντομα με πράσινο κορμί μακρουλό και φτερά μεγάλα, που έμοιαζαν σαν από γυαλί και τα εκινούσαν τόσο γρήγορα, ώστε εφαίνοντο σαν να εγύριζαν.
Η Άννα εφορούσε ένα λευκό φόρεμα του σπιτιού από μπατίστα, ίσαμε τα πόδια μακρύ, πιασμένο κάτω από το στήθος. Ανεβασμένη μέσα στο καταρράκτη αυτόν των λευκών λουλουδιών, που της έπλεκαν γύρω ένα γαλαξίαν από αστράκια, πολλά των οποίων— εκείνα που δεν είχαν την αντοχήν να ζήσουν ακόμη μιας νυκτός την χαράν— έπεφταν με ανακούφισιν στη γη, σαν μεγάλες σταλαγματιές βροχής, βουβής, από γάλα. Έστρεφεν εκείνη δεξιά και αριστερά με προσοχήν για να μη χάσει την ισορροπία, και σε κάθε τράβηγμα κλώνου για να του αφαιρέσει το ξάφρισμα του σφρίγους του, ολόκληρον το δίκτυον των κλαδιών και ο κορμός ο στριμμένος, εφρύαττον τιναζόμενα επάνω στον τοίχο, σαν να επονούσαν για κάτι τι που τους αφαιρούσαν χωρίς να προφθάσουν να το χαρούν. Η Άννα αυτήν την σκέψιν δεν ήτο εις θέσιν να την κάμει και κρατώντας το φαρφουρένιο βάζο στην λευκήν αγκαλιά της, γεμάτο από τα άσπιλα αστράκια των γιασεμιών, εσήκωνε λιγάκι την άκρη του φορέματός της, ζυγιζομένη να κατεβεί με προσοχήν, όταν το πρόσωπόν της συνεστάλη από ένα οδυνηρόν σπασμόν απογνώσεως, και έγινε και αυτό λευκόν καθώς ήτανε τα λουλουδάκια, όσα αμάζευτα είχαν απομείνει εδώ και εκεί, επάνω εις τα κλαδιά που ξέφευγαν προς το κενόν και σιγότρεμαν. Η φύσις της είχε μιλήσει εκείνην την ώραν μέσα στα σπλάγχνα της και η φωνή της η θεϊκή, της έκαμε να τρίζουν τα δόντια της από συγκίνηση —γεμάτη έχθρα για τον εαυτό της και αγάπη για κάτι ασχεδίαστον ακόμη στο κόσμον του συναισθήματός της. —Και τα γόνατά της εκυρτώθησαν και τα χέρια της τα κέρινα παρέλυσαν τόσον, ώστε για να μη σωριασθεί κατάχαμα αρπάχθηκεν από τη σκάλα και εκρεμάσθη από εκεί—ράκος υπάρξεως—όταν το φαρφουρένιο βάζο εσπούσε με κρότον αγκομαχητού επάνω στη γη, τινάζοντας εις όλας τας διευθύνσεις τα παρθενικά αστράκια, σύμβολα αγνά ενός ουρανού ευτυχίας, που ερραγίσθη και κατέπιπτε εις συντρίμματα…