Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο ΠΑΤΕΡΑΣ

Έπειτα από κάμποσο καιρό απουσίας στη Κρήτη, όπου ο κ. Στανής αναγκάζεται να μένει χάριν των ξένων στόλων των οποίων μαζί με άλλους επιχειρηματίας έχει αναλάβει μέρος της τροφοδοσίας των πληρωμάτων, εγύρισε πίσω στη Σμύρνη, και η χαρά της γυναίκας του δεν περιγράφεται, όταν τον έσφιξε στην αγκαλιά της.

Τόση μάλιστα υπήρξε η χαρά της, ώστε λησμόνησε να υποκριθεί και τη λιποθυμία, της οποίας από πολλού μελετούσε μια κομψή πτώση επάνω στο καναπέ της αυλής, όπου ξεπίτηδες είχε τακτοποιήσει και τα μαξιλάρια. Ο κ. Στανής ήτο από τους αγραμμάτους εκείνους τύπους, οι οποίοι είναι αφιερωμένοι όλοι στην εξάσκηση του εμπορίου των. Εγνώριζεν όμως τα αγγλικά, τα γαλλικά, τα ιταλικά, τα τουρκικά και τη μητρική του γλώσσα, όχι βέβαια γραμματικώς, αλλά επιτέλους κουτσά στραβά ο άνθρωπος έφτιανε τη δουλίτσα του σαν σωστός λεβαντίνος, που διαρκώς εβρίσκεται σε συνάφεια με όλες τις ράτσες της Μεσογείου. Ψηλός, χονδρός, με πρόσωπο κοκκινωπό από το ουίσκι των αγγλικών πλοίων, από τα οποία κατόρθωνε να κουβαλεί λαθραίως σπίτι του ολόκληρα φορτία σαλαμιού και κονσερβών, ο κ. Στανής ήτο κατά βάθος μακάριος άνθρωπος, φροντίζων πως να στέλλει περισσότερα χρήματα στην οικογένειά του, από την οποία, χρόνια τώρα, έχει συνηθίσει να ζει μακριά.

Έτσι, γι’ αυτόν, η ανάπτυξις των παιδιών του έγινε αυτομάτως και κάθε τόσους μήνες που ερχότανε σπίτι του να περάσει μερικές ημέρες, πότε έβρισκε ότι η γυναίκα του ήτανε δέκα χρόνια πιο νέα, πότε ότι η Άννα αψήλωσε μια πιθαμή και πότε ότι ήτανε καλύτερο το χρώμα της άλλης των κόρης, της μικρότερης, της Ρέας, που έπασχε το κακόμοιρο από λεύκωμα, το είχαν αποφασισμένο οι γιατροί και εβρισκότανε στη θεία της τη Κλάρα, επειδή κατοικούσε στην εξοχή. Είχε και ένα γιο ο κ. Στανής, το μικρότερό τους παιδί, το Μιχαλάκη, Μισέλ, Μικαέλο, Μίσελ, αναλόγως των εθνικιστικών ιδεών των θείων του ή των ιταλών διδασκάλων του, οι οποίοι από δύο χρόνια τον έχουν στο Κολλέγιό τους οικότροφο δωρεάν και με υποσχέσεις όταν πάρει δίπλωμα, να τον στείλουν στη Ρώμη να σπουδάσει γιατρός και να γίνει μέγας και πολύς. Όταν ο Στανής ερχότανε σπίτι του να περάσει μερικές μέρες, κατέβαινε η Ρέα από το χωριό και ο γιος έβγαινε με άδεια λίγο καιρό από το Κολλέγιο, και η οικογένεια εβρισκότανε κατ’ αυτό το τρόπο συγκεντρωμένη σε εορτή που συνέπιπτε μόνο δυο ή τρεις φορές το χρόνο. Η Άννα, αυτές τις μέρες ήτανε στις χαρές της, γιατί ο πατέρας της την αγαπούσε περισσότερο από κάθε άλλο του παιδί. Επειδή στη Σμύρνη αγαπούν το πρώτο παιδί, οι μητέρες το τελευταίο και οι άλλοι συγγενείς, παπούδες και θείες, τα μεσάζοντα αν υπάρχουν. Την αγαπούσε όμως ο κ. Στανής την Άννα του και διότι του έλεγαν ότι του έκοψαν το κεφάλι και της το έβαλαν, τόση ήταν η ομοιότης που είχε με το μπαμπά της. Εκείνο το βράδυ, η Άννα επωφελούμενη της φασαρίας, που εδημιουργήθηκε στο σπίτι από τη παρουσία της Ρέας, του Μιχαλάκη και της θείας Κλάρας, ξεπόρτισε. Η λέξις είναι περιεκτικής σημασίας για τις μητέρες όσες έχουν κόρες στη Σμύρνη. Είπε δηλαδή η Άννα στην υπηρέτρια, που εκαθότανε στο χαμηλότερο κατώφλι, φορώντας στα μαλλιά μια τεράστια χτένα από κοκκινωνπή ταρταρούγα με γιρλάντα όλο ψεύτικα διαμαντάκια και παρατηρώντας με στενοχώρια ότι αρχίσανε να ανάβουν τα φανάρια και ο Νικόλας της δε φάνηκε:

—Πελαγία, αν με γυρέψει η μητέρα πες της πως πήγα στης Καρπούζενες να τες ρωτήσω για το καπέλο που θα παραγγείλω. Ακούς;

Πέρασε όμως αρκετή ώρα, και η κυρία Στάναινα βλέποντας ότι η Άννα πουθενά δε φαινότανε, φώναξε από το σαλόνι, όπου έριχνε τα χαρτιά, για να ιδεί αν κάποιος γαμπρός που είχε στο μάτι η Κλάρα για την μεγαλύτερη της ανεψιά, θα δεχότανε τη πρόταση:

—Άννα; Comme hier…

Η Άννα βγήκε· πήγε στις Καρπούζενες, απάντησε με θυμωμένη φωνή η Πελαγία από το δρόμο.

Η κυρία Στάναινα για να μη δείξει στην αδελφή της ότι υποπτεύεται τη κόρη της, είπε στο Μιχαλάκη με γλυκύτητα:

—Πετάξου παιδί μου να της πεις νάρθει.

Ο Μιχαλάκης όμως γύρισε σε λίγο και είπεν ότι η Άννα είχε περάσει από εκεί πριν μια ώρα, αλλά έφυγε παρευθύς.

—Έχει χάζι να πήγε στης καπελούς, συνεπέρανε η μητέρα της για να μη δώσει υποψία στην αδελφή της, ότι κάπου θα σουρτουκεύει. Η Κλάρα όμως, αφήνουσα τα χαρτιά που ανακάτευε, επειδή γνώριζε τι φρούτο ήτανε η ανεψιά της, είπε στην αδελφή της με αυστηρότητα, σαν μεγαλύτερη:

—Και καλά, νυχτιάτικο πως γίνεται να πήγε στης καπελούς. Και να κάνει μια ώρα ίσαμε να γυρίσει; Κύριε Ελέησον!

—Ωραία! Μπράβο σας! Εκαθήσατε στο τραπέζι και δεν εστέλνατε να μου πουν νάρθω…

—Μην κάνετε τώρα σύγχυση, είπεν η Κλάρα σηκωνομένη από το τραπέζι, στο γαμπρό και την αδελφή της. Αλλιώς βάζω το καπέλο μου και φεύγω νυχτιάτικα. Θα γίνει όπως είπαμε. Θα την στείλωμε νηστική στο δωμάτιό της και μεις όλοι θα πάμε στο θέατρο.

—Μην τη δείρεις μαμακίτσα· να με θάψεις! είπεν η Ρέα, γυρίζοντας τα κυανωμένα γύρω μάτια της προς την κυρία Στάναινα, που μόλις συνεκρατείτο να μην ορμήσει στην αυλή κρατώντας ήδη την κουτάλα της σούπας στο χέρι.

Πλάτων Ροδοκανάκης, Μέσα στα γιασεμιά, (Σμυρναιϊκό διήγημα), Εν Αθήναις: (Έκδοσις περιοδικού "Χαραυγή"), 1923.