Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

ΤΟ ΜΑΓΑΖΑΚΙ ΤΟΥ ΣΚΙΝΤΖΗ

Όποιος έβλεπε την Άννα όταν εμπήκε στο δωμάτιό της, άναψε το φως και εκοιτάχθηκε στον καθρέφτη, θα έλεγεν ότι μέσα του αυτό το κορίτσι δεν είχε δράμι αίμα πια. Τόσο ήτανε ωχρή και χωρίς ζωή. Τα μάτια της, μεγαλύτερα παρά ποτέ, έβγαζαν μια αόριστη αντιφεγγιά τρόμου από το μαυράδι των. Κάτι υποψιαζότανε και κάτι σαν να εφοβότανε. Μήπως αλήθεια η καταστροφή ήτανε τόσον μεγάλη: Και αν ήταν, πώς έπρεπε να γλιτώσει από τα χέρια της μητέρας της, των θείων της, του κόσμου όλου; Γύρω της η Άννα άκουε από τώρα, τα όσα βρωμόλογα θα έλεγαν οι γειτόνισσες εναντίον της, και με τι ματιές και φαρμακερά χαμόγελα θα την αντίκριζαν όταν έβγαινε δειλά στο παράθυρο, προσέχοντας να μη φανεί κατώτερα από τη μέση, για να ποτίσει τις αγαπημένες της βιγόνιες με τα πλατιά φύλλα και τα κοραλλένια λουλούδια, που μοιάζουν σαν φουντίτσες από καρδιές. Δεν ήτανε η πρώτη φορά που το είχε σκάσει από το σπίτι της εκείνο το βράδυ. Οι δρόμοι της Σμύρνης, και προ πάντων οι απόκεντροι τις μεσημεριανές ώρες και τις βραδινές όταν υπάρχει, ησυχία, γεμίζουν από ζευγαράκια, και η καθεμιά με τον γιαβουκλού της, κορίτσια καλών οικογενειών, μεσαίας τάξεως και του λαού, όλες φύρδην μύγδην εκεί καταλήγουν, πίσω από μάνδρες, όπου ούτε αστυνομία, ούτε καμιά άλλη επίβλεψις υπάρχει, για να επέρχεται ως κατευναστικόν του ακατασχέτου ενθουσιασμού της μικράς ηλικίας. Η αλήθεια είναι ότι αυτά δεν συμβαίνουν μόνον εις τας αποκέντρους συνοικίας, αλλά και εις εκείνας που είναι «περαστικές» καθώς λέγουν στη Σμύρνη, από τα παράθυρα και από τις πόρτες των οποίων, ημπορεί να συμπεράνει κανείς ότι τα νιάτα σ’ αυτή τη πόλη κατέχονται από καλπάζουσα ερωτοπάθεια, που εξηγείται από μια αντίθεση, την οποίαν κανείς δεν θα επερίμενεν. Όχι δηλαδή, από εμπόδια, αλλά από την ευκολία με την οποίαν συνάπτονται τα συνοικέσια. Η Άννα είχεν εκείνο το βράδυ «ραντεβού» με το Τζάκο και όπως πάντα, αφού έκαμαν ένα γύρο στο μεγάλο ταρλά του Αϊ Τρύφωνα, όπου από τους πλησίον λαχανοκήπους ήρχετο αρωματισμένο αεράκι δυόσμου κατέληξαν όπως πάντα συνήθιζαν εις του Σάρλη του τσαγκάρη, ενός φράγκου παπουτσή ιταλικής καταγωγής, μακρινού συγγενούς του Τζάκου. Αυτός είχε ένα μαγαζάκι, εις το οποίον μόλις εχωρούσαν δυο άνθρωποι. Το μαγαζάκι ήτανε χωρίς παράθυρο και μπορούσε να χωρισθεί και εις δύο μέρη, χάρις σε ένα ρυπαρό ύφασμα, που εχρησίμευε άλλοτε γι’ αποκριάτικο ντόμινο, κιτρίνου χρωματισμού, το οποίον κρεμασμένο από ένα σπάγκο, ημπορούσε να συρθεί από τη μια ίσαμε την άλλη πλευρά. Επειδή ο Σάρλης ήτανε κουφός και είχε ναπολιτάνικες ιδέες περί έρωτος, τους εκαλησπέριζε όταν έμπαιναν μέσα, σφουγγίζοντας από τα δάκτυλά του τα τσιρίζια που εμαύριζαν τα νύχια του, για να τους σφίξει το χέρι.

Ετραβούσε μόνος του το παραπέτασμα για να περάσουν από πίσω —επειδή δεν έπρεπε να τους βλέπουν οι διαβάτες που θα ημπορούσαν να υποθέσουν ένα σωρό πράγματα σ’ εκείνο το απόκεντρο μέρος,— και εξακολουθούσε πάλι να ανοίγει τρύπες εις τους πάτους των υποδημάτων πτωχών χωρικών, δια να εφαρμόσει τη μεντζεσόλα με τον κηρωμένο σπάγκο και με τα ξύλινα εκείνα μικρά καρφάκια, τις ξυλόπροκες που τις έπαιρνε από το φλοιό ενός ινδικού καρυδιού κομμένου στη μέση. Πίσω από το παραπέτασμα, στους τοίχους εβρίσκοντο κολλημένες χονδροειδείς ζωγραφιές που παρίσταιναν άλλη τη δολοφονία του Βασιλέως Ουμβέρτου άλλη μία μάχη Ιταλών και Αβυσσινών και μέσα εις όλας αυτάς εξεδιπλώνετο και μια καρικατούρα από σατυρικό φύλλο.

Δύο σκαμνιά ήσαν πάντοτε εκεί, κατά υπόδειξιν ως φαίνεται του Τζάκου, δια τον οποίον ο Σάρλης έτρεφεν υπερήφανον αγάπην, αφού ήτο συγγενής ενός τέτοιου «τζόβενου» που εκαθότανε σε μεγάλο σπίτι, εκεί κοντά στις Κοπριές, την οδόν Ρόδων, όπως την μετεβάπτισαν αι ελληνικαί εφημερίδες της Σμύρνης, σύμφωνα με τας απαιτήσεις του ευπρεπισμού. Εφορούσε πάντοτε παντελόνι με τσάκισες της ώρας, μυρωδιά στο μαντήλι του και ήτανε «μουσιούς» με τα ούλα του. Ο Σάρλης με το να είναι κουφός δεν ημπορούσε να ακούσει τίποτε αλλά το μάτι του, έστω και λίγο θολό από το σκύψε-σκύψε, μολονότι επρόσεχε να περνά τον σπάγκο κανονικά από κάθε τρύπα που άνοιγε με κάποιο εργαλείο απολήγοντος σε χονδρή βελόνα. Εκοίταζεν όμως λοξά προς το παραπέτασμα αν εξαφνικά εκουνούσεν ή αν έμενε διαρκώς ακίνητον. Εκείνο το βράδυ ο Σάρλης ορκίζετο εις τον Άγιον Ιωσήφ, που ιδιαιτέρως εσέβετο ότι τίποτε δεν ημπορούσε να καταλάβει.

Πρώτον διότι η ώρα επερνούσε και οι φιλοξενούμενοι δεν έβγαιναν πια και δεύτερον διότι ο μπερντές ούτε μια πτυχή δεν έκαμε πουθενά προδίδοντας ότι υπάρχουν άνθρωποι ζωντανοί εκειδά πίσω. Όταν σε μία στιγμή που ο Σάρλης, καταφυτεύοντας ένα γυναικείο τακούνι είδε να ανοίγει ο Τζάκος απότομα το παραπέτασμα—ενώ είχε συνήθεια να βγαίνει μαζί με την «μπέλλα του» από τα πλαϊνά ανοίγματα— να φεύγει ταραγμένος χωρίς να τον χαιρετίσει και έπειτα την Άννα, κλαμένη αυτή και σαστισμένη να τινάζεται έξω στο σκοτάδι του έρημου δρόμου για να τον προφθάσει. Αισθάνθηκε τότε κάτι τι σαν ζάλη από την ταραχή που τον έπιασε. Εσήκωσε τότε τα μάτια του και αντικρίζοντας ένα σανίδι το οποίον είχε στηρίξει εις τον απέναντι τοίχον και το είχε φορτωμένο παλαιά καλαπόδια, του εφάνη ότι όλα αυτά είχαν μεταβληθεί έξαφνα εις απειλητικά ρύγχη θηρίων αγνώστων, που εζητούσαν να μπηχθούν εις το στόμα του και να τον βασανίσουν, διότι είχε συντελέσει και αυτός να γίνει ένα μεγάλο κακό.

Και αν ήτανε αλήθεια; Αν είχε πέσει μέσα εις το βάραθρον, επάνω από το οποίον οι σκληρόκαρδοι διαβάται πετούν από μίαν πέτραν αναθέματος; Οι Καρπούζενες της είχαν γράψει μέσον της Πελαγίας, της οποίας την εύνοιαν εκέρδισεν η Άννα, χαρίζοντάς της μια ψεύτικη αλυσιδίτσα του λαιμού, πως τον Τζάκο τον εταξίδευσαν οι γονείς του στο Αλγέρι και της εζητούσαν να τους εξηγήσει για ποιο λόγο έγινεν αυτή η εξαφνική απομάκρυνσις που δεν ημπορούσαν να καταλάβουν. Ώστε νά που όλα συντρέχουν για να κάμουν τους φόβους της περισσότερον πραγματικούς. Και αυτός, που ως πριν λίγες μέρες ακόμη τη βεβαιούσεν ότι με το παραμικρό που θα την εστενοχωρούσαν από το σπίτι της δεν θα είχε παρά να πάγει να κτυπήσει την πόρτα τους και να ριχθεί στην αγκαλιά της μητέρας του που την επερίμενε σαν κόρη της; Ίσως όμως και να μη είχε συνεπείας καταστροφής η τρέλα της, όταν έκλεισε τα μάτια υπνωτιζομένη από την μουσικήν φωνήν του ωραίου νέου, που κάθε λέξις του εχάϊδευε την ψυχήν της, όπως σε επιφάνεια νερού μαρμάρινης στέρνας περνούν τα σύννεφα του ουρανού και κυλιούνται ανάερα. Έπρεπε να περιμένει! Και κάμνοντας αυτήν την τρομεράν σκέψιν η Άννα εθυμότανε μία ζωγραφιά της Μαρίας Στοουάρτας, που εικονίζεται μέσα εις ένα από τα χρυσόδετα βιβλία, τα οποία της είχαν δώσει οι καλόγριες. Την έβλεπε πάλιν αυτήν την ζωγραφιά, όταν η βασίλισσα γονατιστή, με δεμένα τα μάτια, ακουμβά το κεφάλι επάνω εις ένα χονδρό ξύλο και επάνωθέν της είναι σηκωμένος ο πέλεκυς του δημίου. Της εφαινότανε ότι και αυτή εβρισκότανε εις τη στάση της θανατικής εκείνης αγωνίας και ότι ο πέλεκυς δεν εκινείτο για να πέσει, πολύ δε ολιγότερον για ν’ απομακρυνθεί· και ότι με τα μάτια της δεμένα με το κεφάλι σηκωμένο σ’ αυτήν την στάσιν του επικειμένου τσακίσματος των κοκκάλων και των σαρκών του λαιμού της, μέσα εις τας ανατινάξεις του αίματός της που το ησθάνετο τώρα γεμάτον από θάλπος ζωής να τρέχει εις τας φλέβας της, έπρεπε να περιμένει με τα αυτιά προσηλωμένα και εις τον μικρότερον ήχον που ημπορούσε να την προειδοποιήσει… Κάποτε, την νύκτα, ετινάζετο από το στρώμα της σε μόνη την υποψία ότι κάτι είχε να αισθανθεί. Επλησίαζε τότε στο παράθυρο και κοιτάζοντας κάτω το λιθόστρωτον του δρόμου, επάγωνε από μία παράξενη ανατριχίλα, που της έτρεχε σε όλο το κορμί, σαν το νερό που χύνεται ξαφνικά μέσα από τη ράχη. Τότε κάποια φωνή άγνωστη ίσαμε τώρα, της έλεγε: «Το πέσιμο. Το πέσιμο πάνω στις πέτρες. Σωριάζεται κανείς μονομιάς κατάχαμα, μισοπνιγμένος από το μεθύσι της ορμής και σπάζει σαν ένα βάζο πήλινο». Έπειτα η ίδια φωνή με ειρωνική κακεντρέχεια επρόσθετε: «Και μολονότι το βάζο είναι τόσο μεγάλο, δεν κάνει και κανένα κρότο.» Άλλες φορές πίνοντας ένα ποτήρι δροσερό νερό για να κατευνάσει τον πυρετό που της έκαιγε τα πορφυρά χείλια ήκουε και πάλι απαίσιες φωνές να κουδουνίζουν στ’ αυτιά της. [….]

Πολύ συχνά όμως το όνειρον έφευγε μακράν και η ζωή δεν αργούσε να πάρει την θέσιν της την κυρίαρχον, κάμνοντας να σιωπήσουν όλες οι συμβουλές της καταστροφής, αι οποίαι της εδίδοντο αρνητικώς, από κάθε εικόνα των καθημερινών εντυπώσεων. Ώστε να φύγει: Να πάγει μακριά. Μα πολύ μακριά. Το σπίτι της δεν θα επερνούσε πολύς καιρός να το ξεχάσει. Από τα μυθιστορήματα που είχε διαβάσει, χιλιάδες ηρωίδες ανέβαιναν αλληλοσπρωχνώμενες από το άγνωστον, ντυμένες επιδεικτικά, φτιασιδωμένες, μοσκομύριστες, που την επερικύκλωναν με γέλια πρόστυχα και χειρονομίες ξετσίπωτες, για να της ψιθυρίσουν η καθεμία στο αυτί από μία λέξη, που έκανε την Άννα να κάθεται ώρες κουβαριασμένη και σκεπτική. Έλα λοιπόν! Τι περιμένεις;

Πλάτων Ροδοκανάκης, Μέσα στα γιασεμιά, (Σμυρναιϊκό διήγημα), Εν Αθήναις: (Έκδοσις περιοδικού "Χαραυγή"), 1923.