Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η ΕΠΙΣΚΕΨΙΣ

Μισή ώρα αργότερα κτύπησε η πόρτα και η Πελαγία που ήτανε στο δώμα και τα διηγότανε της κυρίας Αμαλίας, κατέβηκε τις σκάλες με βία και μισοάνοιξε. Εις το επάνω σκαλοπάτι στεκότανε μια κυρία με γάντια τουαλεταρισμένη και με καπέλο του οποίου το πράσινο πουλί έκαμε στην υπηρέτρια καταπληκτική εντύπωση.

Εδώ είν’ η κυρία σου;

Η Πελαγία τα έχασε. Έγινε κατακόκκινη και αρχίνησε να ξύνεται.

Από μέσα από το σαλόνι έφτασε σβησμένη η φωνή της κυρίας Στάναινας.

—Πες πως βγήκα… πες πως βγήκα…

—Α, α, έκαμε γελώντας η κυρία που ευρισκότανε στο τελευταίο σκαλοπάτι και είχε πια τοποθετήσει τη μύτη του λουστρινένιου σκαρπινιού της εις το έμβασμα της αυλής, — πες πως την άκουσα.

Και έπειτα φωνάζοντας επρόσθεσε με τόνο συρτό και παράξενο:

—Είμαι εγώ Φωφώ… Ήρθα να σε πάρω να πάμε στο Κε.

—Καλώς την, καλώς την, εφώναξε από μέσα η κυρία Στάναινα. Πέρασε Πολυξένη στη σάλα. Μια στιγμή γιατί μ’ έπιασε πάλι ο νευρικός πονοκέφαλος.

—Μα δε σου είπα ευλογημένη, απάντησε η επισκέπτρια,— ρίχνοντας ενώ έμπαινε στη σάλα ματιές εξεταστικές στην αυλή για να ιδεί αν ήτανε καλά τριμμένα τα μάρμαρα,— να κόβεις πατάτες στρογγυλά κομμάτια και με ένα τουλπανάκι να τις δένεις στο κούτελό σου; Είναι το μόνο γιατρικό…

—Για φαντάσου, είπε από μέσα η κυρία Στάναινα. Εσιάχτηκε λιγάκι στο καθρέφτη του σαλονιού, έδωκε στη φυσιογνωμία της μια έκφραση γαλήνια και μπήκε στη σάλα της οποίας το ταπέτο με τα αγκαλιασμένα περιστέρια, εξακολουθούσε να είναι αναποδογυρισμένο.

—Σιάξε το ταπέτο Πελαγία, είπε η κυρία της, μόλις φίλησε τη κυρία Πολυξένη και εκάθησε κοντά της στο καναπέ. Αχ αυτές οι βρωμόγατες θα μου καταστρέψουν τα έπιπλά μου.

—Υποφέρετε και σεις από τις γάτες σας; ρώτησε η κυρία Πολυξένη. Μια την έχω, μα είναι σαν μωρό παιδί. Ξέρετε τι μούτρα έχει; Και σου είναι μια κλέφτρα, αλλά έλα που είναι κυνηγιάρα.

—Δόξα τω Θεώ, ποντικούς δεν έχουμε σ’ αυτό το σπίτι. Μα οι ψύλλοι μ’ έχουν αφανίσει. Να δεις τα πουκάμισά μου………

—Το ίδιο υποφέρω κι εγώ. Καλέ καταντώ να κοιμούμαι θεόγυμνη. Έβαλα όμως κουνουπιέρα και έτσι είμαι τουλάχιστον ήσυχη από τα κουνούπια.

Η Πελαγία είχε βγει έξω τρέχοντας στο δώμα να αποτελειώσει την αφήγησή της στη κυρία Αμαλία, που επρόκειτο αύριο να κατεβεί πια στο Φραγκομαχαλά και να της ζητήσει το κτενάκι με τα διαμαντάκια που της το είχε ταμένο.

—Είπαμε για γάτες, αλλά κυρία μου Πολυξένη, αυτές οι αχαΐρευτες οι δούλες δεν είναι η καταστροφή των σπιτιών μας;

—Εμένα μου τα λες; «Ξένο τρέφεις, σκύλο τρέφεις». Σε βλέπω όμως συγχυσμένη, κάτι θάχεις.

—Πως να μην είμαι συγχυσμένη; Δε γυρίζεις να κοιτάξεις εκεί πέρα την εταζέρα μου σε τι χάλια βρίσκεται;

—Ηβοί! καλέ αυτή είναι ξεχαρβαλωμένη, και όλο το μπιμπελό κομμάτια!

—Η δούλα μου την έκανε σ’ αυτή την κατάσταση.

—Μα και καλά, στραβή ήτανε, Θε μου συχώρεσέ με.

—Έλα ντε.

—Να τα περάσεις στο λογαριασμό της.

—Ακούς εκεί.

—Και πως έγινε αυτή η ζημιά;

—Είναι γιαβουκλουδού. Έχει ένα σωρό αγαπητικούς και τρέχει κάθε ώρα και λιγάκι στο παράθυρο, έτσι σαν τρελή και ρίχνει ό,τι βρει μπροστά της. Μα ξέρεις τι κόπο που μου κάνει αυτό το πράμα; Και όπως την έχω υποδεμένη και είναι πάντα χτενισμένη, όποιος περνά το βράδυ στα σκοτεινά, μπορεί να υποθέσει πως είναι η Άννα μου και κάνει κόρτε. Και αυτό το πουλάκι μου, άντρας τι θα πει δε ξέρει.

—Καλέ δε τη στέλνεις στο διάβολο. «Ψωμιά στο μοναστήρι…»

Εκείνη την ώρα ακούστηκε από το πλαϊνό δωμάτιο ένας λυγμός της Άννας, που ριγμένη σ’ ένα καναπέ, είχε αγκαλιασμένη μια μαξιλάρα κ’ έκλαιγε απαρηγόρητα.

—Μα… κλαίει κανείς;

—Είναι η Άννα, το πουλάκι μου. Εσυγχίστηκε κι αυτό το κακόμοιρο… Μάλιστα, στο θυμό μου επάνω άρπαξα ένα βαζάκι, απ’ αυτά τα σπασμένα, να το σαβουρντίσω στο κεφάλι της Πελαγίας και βρήκα την Άννα μου στο σαγόνι. Είμαι νευρικιά κι εγώ.

Αλλάζοντας ευθύς τόνο στη φωνή της επρόσθεσε:

—Για φώναξέ την εσύ…

—Άννα!… Έλα ψυχή μου… Άφησε τα κλάματα γιατί ασχημίζουν όποιοι κλαίνε… Σήκω και ήρθα να πάμε στο Κε… Θα πάρωμε και παγωτό.

Εκείνη από μέσα έκλαιγε τώρα με περισσότερη επίδειξη, αφήνοντας να παίρνει δρόμο ο κλαυθμός που στριβότανε πριν στο λαρύγγι της.

—Άννα come hier… είπεν η μητέρα της και αποτεινομένη έπειτα στη κυρία Πολυξένη, επρόσθεσε: Εγώ πετιέμαι να σιάξω λιγάκι τα μαλλιά μου και να περάσω ένα φόρεμα. Δε θα κάνω δα και μεγάλες τουαλέτες. Έλα. Είναι κλεισμένη στο πλαϊνό δωμάτιο. Μέρωσέ την και βάλτηνε να ντυθεί.

Και ανεβαίνοντας δυο-δυο τα σκαλοπάτια η κυρία Στάναινα, είπε δυνατά στη κόρη της με χαϊδευτική φωνή, έτσι για να την ειδοποιήσει πως τα σκέπασε τα πράγματα.

—Δε σε μάλωσε κανείς, μυγιάγγιχτη! Η Πελαγία έκανε τη ζημιά.

Έπειτα από λίγη ώρα η Άννα διηγότανε γελαστή στη κυρία Πολυξένη τι σχέδιο θα είναι το καινούριο μπολερό που θα της κόψει η μαμά της, ενώ η μαμά της εις το επάνω πάτωμα περνούσε στ’ αυτιά της τα μονόπετρα σκουλαρίκια, που πριν κάμποσο καιρό είχε πουλήσει τα διαμάντια τους για ν’ αγοράσει κουρτίνες της σάλας, αντικαθιστώντας τα με ψεύτικα. Εκτενιζότανε στο καθρέφτη, και έτσι, χωρίς να το συλλογισθεί, αρχίνισε να τραγουδάει με διαπεραστική φωνή, το τραγούδι που είχε ανεβεί στα χείλη της:

«Και πότιζε βασιλικό

Μαύρα ’ν’ τα μάτια π’ αγαπώ».

Πλάτων Ροδοκανάκης, Μέσα στα γιασεμιά, (Σμυρναιϊκό διήγημα), Εν Αθήναις: (Έκδοσις περιοδικού "Χαραυγή"), 1923.