Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

ΣΤΟ ΣΠΙΤΙ

—Φωτιά να σας κάψει γριές στρίγγλες, είπε η Άννα ανάμεσα στα δόντια της, μόλις είδε κάποια να τη κατασκοπεύει μέσα από τα παντζούρια των παραθύρων του αντικρινού σπιτιού, που έτριξαν όλα δια μιας και εκλείστηκαν με κρότο.

Και έπειτα, έτσι σαν για να κάνει να σκάσουν όλες αυτές που την εζήλευαν, αρχίνισε να τραγουδάει με δυνατή φωνή ακουμπώντας το κεφάλι της στο πρεβάζι του παραθύρου:

Μια Σμυρνιά

Μια Σμυρνιά στο παραθύρι

Πότιζε Βασιλικό

Μαύρα ν’ τα μάτια π’ αγαπώ.

—Άννα καλέ τι αγριοφωνάρες είν’ αυτές;

—Γρήγορα. Να μη το ξαναπείς.

—Καλέ και να τραγουδήσω δε μπορώ; απάντησε η Άννα με ένα τόνο παραπόνου. Δεν μπορεί πια κανείς και να ξεσκάσει;

Και αρχίνισε ξανά:

Μαύρα ν’ τα μάτια π’ αγαπώ

Και πότιζε βασιλικό.

—Άννα, θα με συγχύσεις σου λέω Comment? Καταλαβαίνεις εγγλέζικα ή δε καταλαβαίνεις;

Η Άννα είπε τώρα με σιγανή φωνή:

—Εμένα θα περάσει! Δε θα το κουνήσω από το παράθυρο. Να δα! Θαρρώ πως έρχεται. Μα ποιος είναι; Ο Νώλης ή ο Κώστας; Μωρέ σαν να μοιάζει του Δήμου. Έτσι μώρχεται να γυρίσω· Μπα; Άλλαξε ρούχα. Αυτός είναι… και παύοντας να κοιτάζει η Άννα μέσα στην αντιφεγγιά του αντικρινού τζαμιού, ένα κομμάτι δρόμου που εβρισκότανε από εκεί οπού είχε γυρισμένες τις πλάτες, εστράφη και αντικρίζοντας το νιό, είπε γεμάτη χαρά:

—Καλησπέρα Τζάκο. Σιγά· μη μιλάς τράβα μη σταθείς, γιατί η μητέρα κάθεται στην αυλή και παραφυλάγει…

Αυτές τις τελευταίες λέξεις, της είπε η Άννα σκύβοντας από το παραθύρι της που ήτανε λιγάκι αψηλό, και το αίμα που κατέβηκε στα μάγουλά της από το σκύψιμο και από την αισθηματική ταραχή, και το πουκαμισάκι το μπατιστένιο το λευκό, που εφορούσε και ανοίχτηκε λιγάκι στο λαιμό για να μισοφανούν τα μυστήρια του παρθενικού της στήθους, μαζί με το πάθος που είχε εμπνεύσει στο νέο που τον ονόμασε Τζάκο, έκαμαν να ξεχειλίσει εις τα νεύρα του τελευταίου αυτού ένα αιφνίδιο ερωτικό αίσθημα. Εδοκίμασε λοιπόν να πηδήσει για να της δώσει μια τσιμπιά στο λαιμό. Η Άννα τρόμαξε· έβγαλε μια λεπτή φωνούλα, αν και προσπάθησε να τη μισοπνίξει, χωρίς όμως να το κατορθώσει.

—Καλέ τι γίνεται αυτού; φώναξε η κυρία Στάναινα, ορμώντας με ένα πανεράκι στο χέρι που το είχε γεμάτο με αποκόμματα από χρωματιστές τσόχες, για να φτιάξει με αυτά ένα χαλάκι σκοπεύοντας να το στρώσει μπροστά στο κρεβάτι της.

Η Άννα δε πρόφταξε ν’ απαντήσει. Το κεφάλι της μητέρας της ερίχτηκε επάνω από τον ώμο της και πρόφθασε να ιδεί το Τζάκο, ένα λιμοκοντόρο που ανοιγότανε εις ολίγων βημάτων απόσταση από το σπίτι της.

—Βρωμόπαιδο! Έννοια σου, και θα σου δείξω εγώ! Πάρε τη μούρη σου να ξαναπεράσεις από τη πόρτα μου και σε σιγυρίζω…

—Σουτ! Σουτ! Μη φωνάζεις και ακούνε οι γειτόνισσες, της έλεγε από μέσα η κόρη της τραβώντας μια άκρη του φουστανιού της.

—Να τις βράσω! Να κοιτάξει η κάθε μια απ’ αυτές τις πομπές της και να μη τις ενδιαφέρει για την ανατροφή που θα δώσω εγώ στα παιδιά μου.

Αυτά τα φώναξε η κυρία Φωτεινή σκυμμένη ακόμη στο παράθυρο, από το ύψος του οποίου της είχαν χυθεί όλα τα χρωματιστά κουρελάκια του εργοχείρου της και σκέπασαν το πεζοδρόμιο. Έπειτα γυρίζοντας μέσα με αστραπιαία κίνηση, έδωκε ένα χαστούκι στην Άννα που τινάχθηκε προς τα πίσω για να αποφύγει και δεύτερο. Αλλά ήτο τόση η ορμή της φυγής, ώστε παρέσυρε με τον αγκώνα της μια μικρή εταζέρα γεμάτη μπιμπελό που εκσφενδονίστηκαν εδώ και εκεί σπάζοντας και βγάζοντας μικρές θρηνερές φωνούλες.

—Να σε πάρ’ η οργή! Μωρέ βάλθηκες να μου κόψεις το αίμα μου; είπε με πνιγμένη φωνή αυτή τη φορά, η κυρία Φωτεινή και όρμησε επάνω στη κόρη της, μαζί με την οποία αρπάχτηκε, εσωριάστηκαν κατάχαμα σ’ ένα ταπέτο που με ζωηρά χρώματα, παρίστανε δυο φιλούμενα περιστέρια, αντάλλαξαν δαγκανιές, τσιμπιές, κλωτσιές, γρονθοκοπήματα, τούφες από μαλλιά έμειναν εις τα δάκτυλα της κάθε μιανής, και όταν η Πελαγία έτρεξε κατακίτρινη από τη τρομάρα να τις χωρίσει όλη η γειτονιά που είχε πάρει κάβο το καυγά, επόζαρε στις πόρτες, στα παράθυρα και στα μπαλκόνια. Τότε και η κυρία Αμαλία, η οποία άκουσε το μαλλιογδαρμό που γινότανε στο σπίτι της Στάναινας, όρμησε στο δώμα της μήπως βρει τη Πελαγία για να τα μάθει, αλλά δεν τη έβλεπε.

Ανέβηκε τότε στο πεζούλι, αν και ήτανε σωματώδης, επήρε μια χουφτιά πετραδάκια από μια γλάστρα και αρχίνισε να τα ρίχνει ένα-ένα στο τζάμι του παραθύρου της κουζίνας της Πελαγίας, για να την ειδοποιήσει και να τρέξει εκείνη να της πει δυο λόγια, γιατί της ερχότανε να σκάσει της γυναίκας.

Πλάτων Ροδοκανάκης, Μέσα στα γιασεμιά, (Σμυρναιϊκό διήγημα), Εν Αθήναις: (Έκδοσις περιοδικού "Χαραυγή"), 1923.