Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΌταν οι άγγελοι πέθαιναν στη Σμύρνη
Οσμάν αγάς
- Ουτς κασί…Ουτς κασί. Ανοίξτε την πόρτα.
- Τεσλίμ…τεσλίμ βαρ. Παραδοθείτε.
- Τεσλίμ καχρ ολσούμ γιουνανλιλάρ. Παραδοθείτε, βρομορωμιοί.
Η μεγάλη δίφυλλη πόρτα του μεγάλου εξοχικού τρανταζόταν από δυνατά χτυπήματα, έτοιμη να σπάσει. Καρφοπέταλα αλόγων και άγρια χλιμιντρίσματα στο πλακόστρωτο, αγριοφωνάρες και βλαστήμιες. Το ήσυχο ανοιξιάτικο πρωινό είχε μεταβληθεί σε μια τρομερή οχλοβοή, λες και είχαν ανοίξει οι πύλες της κόλασης
- Κυρά, τρέξε, κυρά…
- Κυρά, τι να κάνουμε; Ν’ ανοίξουμε;
- Αφέντρα, πλάκωσαν οι εφέδες!* Χαθήκαμε!
Αλαφιασμένες οι ψυχοκόρες έτρεχαν πάνω κάτω τρομοκρατημένες, μεγαλώνοντας τη σύγχυση.
- Μη φωνάζετε. Ανοίξτε ήσυχα την πόρτα. Ποιος είναι;
- Όχι, κυρά. Θα μας σφάξουνε.
- Ανοίξτε την πόρτα είπα. Ρωτήστε ποιος είναι.
Η Κατίνα Συμεωνίδη είχε προβάλει στο χολ σοβαρή, ήρεμη, με την αυτοκυριαρχία πραγματικής αρχόντισσας.
Ήταν έτοιμοι να φύγουν. Θα πήγαιναν στο Νταλιάνι για κάνουν Καθαρή Δευτέρα. Γι’ αυτό και είχαν προτιμήσει να έρθουν κατευθείαν από τη λέσχη στον Μπουρνόβα, αντί να κοιμηθούν στο βερχμανέ* της Μπέλλα Βίστα. Ήταν η πιο αριστοκρατική συνοικία της Σμύρνης, ένα βήμα από τη λέσχη. Αλλά ο Συμεών ήθελε να είναι πιο κοντά στο Νταλιάνι. Το αρχοντικό του Μπουρνόβα ήταν πάντοτε έτοιμα να τους δεχτεί. Άλλωστε εκεί περνούσαν τα περισσότερα Σαββατοκύριακα, και εβδομάδες ακόμα, όταν ο καιρός ήταν καλός.
Το αρχοντικό του Μπουρνόβα ήταν το πατρικό των Συμεωνίδηδων. Το είχε χτίσει ο πρώτος Άγγλος πρόξενος στη Σμύρνη και το είχε αγοράσει ο προπάππος του Συμεών όταν ο σερ Χένρι, ο Άγγλος πρόξενος, μετατέθηκε στην Ινδία. Ήταν ένα γεροχτισμένο σπιτικό, σαν αγγλικός πύργος, με βαριά αγγλικά έπιπλα, πίνακες και πολυελαίους.
Ο σερ Χένρι, έλεγαν, το αγαπούσε τόσο πολύ που δεν ήθελε να το πουλήσει. Υποχώρησε μόνον όταν ο Συμεωνίδης του υποσχέθηκε πως θα το διατηρήσει όπως είχε χτιστεί. Και κράτησε το λόγο του.
Το είχε αγοράσει με όλη την επίπλωση, τους πίνακες και το ρουχισμό ακόμα, και η οικογένεια προσπαθούσε να μην αλλάξει τίποτα. Είχε δυο μόνο πατώματα και το υποστατικό, αλλά τα δωμάτια ήταν ευρύχωρα με μεγάλα παράθυρα.
Ουτς κασί! Ανοίξτε, γιατί θα σπάσουμε με την πόρτα! ακούστηκαν πάλι οι αγριοφωνάρες απέξω.
- Ανοίξτε! επανέλαβε η κυρία Κατίνα. Ποιος είναι;
Η αυτοκυριαρχία της κυράς τους ηρέμησε τις ψυχοκόρες. Έτσι όπως στεκόταν στο άνοιγμα του χολ θύμιζε την πρώτη αφέντρα του αρχοντικού που ποζάριζε στο μεγάλο πίνακα.
Ήταν ωραία γυναίκα η Κατίνα Συμεωνίδου. Το πλεχτό ανοιξιάτικο φόρεμα γλιστρούσε πάνω της, τονίζοντας τη λυγερή κορμοστασιά της, και το κόκκινο δαμασκηνό μαντήλι στο λαιμό έδινε διακριτικές ανταύγειες στα ροδακινιά μάγουλά της. Δε φορούσε κοσμήματα, όπως οι περισσότερες Σμυρνιές, που κυκλοφορούσαν βαρυφορτωμένες με μπιζού. Ένα μόνο μεγάλο κολιέ με χάντρες από ελεφαντόδοντο, που έδινε αρχοντιά στη φυσική της χάρη.
Ήταν κοκέτα, πρόσεχε την εμφάνισή της. «Έχει, βλέπεις, ….ντο άντρα», ψιθύριζαν τα κουσκούσια. Τα έπιανε το αφτί της. Αδιαφορούσε. Μόνον ο Συμεών την ένοιαζε.
- Ανοίξτε! επανέλαβε ανυπόμονα η κυρία Κατίνα.
Δεν είχε προφτάσει να γυρίσει το κλειδί η γρια-Φατιμά και η βαριά πόρτα άνοιξε διάπλατα, με πάταγο, κάτω από το βάρος των εξαγριωμένων τσέτηδων. Ένα τσούρμο όρμησε στο άνοιγμα. Συναγωνίζονταν ποιος θα μπει πρώτος, σπρώχνοντας και το σερασκέρη που ήταν επικεφαλής.
Οι στολές τους έδειχναν ότι δεν ανήκαν, εκτός από το σερασκέρη, στον τακτικό στρατό αλλά σε κάποιο από τα ανεξάρτητα ασκέρια που είχαν δημιουργηθεί εκείνα τα χρόνια.
- Πού είναι αυτός ο γκιαούρης; Ρώτησε ο σερασκέρης την κυρία Κατίνα. Προσπαθούσε να δώσει άγριο τόνο στη φωνή του, αλλά, αν τον πρόσεχε κανείς, θα έβλεπε πως δεν ήταν λιγότερο τρομοκρατημένος.
- Ποιος με ζητάει ακούστηκε η φωνή του Συμεωνίδη, πριν προφτάσει να απαντήσει η γυναίκα του.
- Εσύ είσαι ο Συμεωνίδης; Ο γκιαούρ Συμεών;
- Εγώ είμαι ο Συμεωνίδης. Και πρόσεχε τα λόγια σου.
Ο Συμεωνίδης είχε φανεί στο κεφαλόσκαλο της εσωτερικής σκάλας.
Φορούσε σπορ εγγλέζικο σακάκι και μπότες ιππασίας.
Ήταν έτοιμος να καβαλικέψει. Η θωριά του ήταν πιο επιβλητική παρά ποτέ, κι όπως χτυπούσε το μικρό μαστίγιό του νευρικά στις μπότες, έδειχνε θυμωμένος. Μόνον η γυναίκα του μπορούσε να διακρίνει μια ελαφρά χλομάδα κάτω από τα πυρρόξανθα γένια του.
- Λέγε, σερασκέρη, τι θέλεις και γιατί κοντέψατε να σπάσετε την πόρτα; Κάντε γρήγορα γιατί είμαστε έτοιμοι να φύγουμε και μας καθυστερείτε.
* * *
Είχαν σηκωθεί όλοι πολύ νωρίς κι ας είχαν ξενυχτήσει στο χορό της λέσχης. Θα έφευγαν, κατά το συνήθειο της οικογένειας, να κάνουν Καθαρή Δευτέρα στο τσιφλίκι του Υψηλάντη. Ένα μεγάλο τσιφλίκι που ξεκινούσε από τις παρυφές του Τμώλου κι έφτανε στη θάλασσα.
- Όλοι έρχονται στον Μπουρνόβα κι εμείς φεύγουμε, γκρίνιαζε η Μιριάμ. Και δεν είχε άδικο.
Γιόρταζαν με το ίδιο κέφι την Καθαρή Δευτέρα οι Σμυρνιοί, όπως και την Κυριακή της αποκριάς. Λίγες ώρες ύπνο, για να φύγει η ζαλάδα από το ξενύχτι, και πρωί πρωί φόρτωναν τις καρότσες με ολόφρεσκα θαλασσινά, λόπια, δροσερά μαρουλάκια, πίτες και κάθε λογής ζαρζαβατικά και ξεκινούσαν για τις φημισμένες εξοχές της Σμύρνης, τον Μπουτζά, το Κορδελιό, τον Μπουρνόβα, το Γκιοζ Τεπέ.
Μόνο η οικογένεια Συμεωνίδη έφευγε από τον Μπουρνόβα εκείνη τη μέρα.
- Μα δεν το καταλαβαίνεις; έλεγε ο Συμεών στη γυναίκα του, που καμιά φορά έπαιρνε το μέρος της Μιριάμ. Είμαι ο αρχηγός της οικογένειας. Πρέπει να συγκεντρώνω την οικογένεια, όλους τους συγγενείς, μια δυο φορές το χρόνο.
- Τους συγγενείς και…τους φίλους, τον πείραζε εκείνη.
Ήξερε πως ένας από τους λόγους που είχαν διαλέξει το Νταλιάνι ήταν πως εκεί, μακριά από τα ξένα μάτια, μπορούσε να έρθει και ο Καρίμ αγάς. Το είχαν κάνει συνήθειο. Και ο Συμεωνίδης έτρωγε στο σπίτι του την πρώτη νύχτα που άρχιζε το μπαϊράμι*
- Να ξέρεις, της απαντούσε, πως ένας καλός φίλος, όπως είναι ο Καρίμ, πολύ συχνά είναι καλύτερος και από συγγενή. Ο Καρίμ είναι αδερφός μου.
Εκείνο το πρωινό η Κατίνα Συμεωνίδου θα διαπίστωνε πόσο δίκιο είχε ο άντρας της.
* * *
Ήταν όλοι στο πόδι. Όλοι εκτός από τη Μιριάμ. Είχε ξυπνήσει, αλλά δεν μπορούσε να σηκωθεί. Ένιωθε ένα γλυκό μούδιασμα σε όλο της το κορμί. Έφερνε στη σκέψη της, τη μια μετά την άλλη όλες τις στιγμές της χθεσινής νύχτας. Μιας νύχτας γεμάτης μυρωδιές και μάγια. Ένιωθε τα γεμάτα μηνύματα αγγίγματα των αγοριών, και το μούδιασμα του κορμιού της φούντωνε. Γινόταν πυρετός. Ακόμα κρατούσε η γλυκιά ζαλάδα που τη γέμιζε η λαχανιασμένη ανάσα τους καθώς την χόρευαν.
Προσπάθησε να σηκωθεί. Έκανε μερικά βήματα. Άνοιξε διάπλατα το παράθυρο. Ήθελε να αναπνεύσει καθαρό αέρα, να συνέλθει. Μαζί με την πρωινή αύρα όρμησαν όλα τα αρώματα της Ανατολής από τους φρεσκολουλουδιασμένους κάμπους. Έτρεξε πίσω στο κρεβάτι της. Είχε αναριγήσει. Κρύωνε; Έπιασε το μπράτσο της. Έκαιγε. Συνέχισε να χαϊδεύει την ξαναμμένη επιδερμίδα. Κι ύστερα το νοτισμένο μήνυμα. Είχε γίνει πια γυναίκα.
- Ξύπνα, τεμπέλα! Αργήσαμε.
Η αγριοφωνάρα του Αλέξη. Δυνατά χτυπήματα στην πόρτα. Η μαγεία Διαλύθηκε σαν την πρωινή καταχνιά. Θύμωσε.
Αν τον έπιανε στα χέρια της θα του γρατσουνούσε τα μάγουλα. Τον άκουσε να κατεβαίνει δυο δυο τα σκαλιά της ξύλινης εσωτερικής σκάλας φωνάζοντας: «Πηγαίνω στα στάβλο να ζέψω τ’ άλογα».
Μια ακόμα προσπάθεια να επιστρέψει στη μαγεία.
- Ξύπνα, κοριτσάκι μου. Έχουμε αργήσει.
Η μητέρα της είχε βάλει το κεφάλι της στη μισάνοιχτη πόρτα. Το χαμόγελό της, γεμάτο κατανόηση, σαν να ήταν μέσα στα ζωντανά όνειρά της.
- Έλα, σήκω. Δεν είναι σωστό να μας περιμένει ο κύρης μας. Έλα. Σου έχω ετοιμάσει τηγανίτες με κομπόστα βύσσινο.
Θα έπρεπε να πει στη μητέρα της, σκέφτηκε βγάζοντας τα πόδια της από τις κουβέρτες, μην τη λέει πια «κοριτσάκι μου». Ήταν ολόκληρη γυναίκα.
Είχε μισοντυθεί σαν άκουσε να βροντούν την πόρτα.
* * *
Η πρώτη δουλειά του Αλέξη, μπαίνοντας στο στάβλο, ήταν να τρέξει στην καστανότριχη φοραδίτσα του. Ήταν το δώρο του πατέρα του στα γενέθλια του. Την φίλησε στο μέτωπο και της χάιδεψε τη χαίτη. Το έξυπνο ζώο χλιμίντρισε με ευγνωμοσύνη.
- Αλέξη, θα την καπιστρώσεις μόνος σου ή θες βοήθεια; του φώναξε χαμογελώντας πειραχτικά ο καροτσιέρης, που έσφιγγε τα λουριά της καρότσας.
- Μη νοιάζεσαι. Κι αν κάνω λάθος, εγώ θα γκρεμιστώ από τη σέλα.
- Ναι, μα θα πει ο αφέντης πως δε σου ’μαθα καλά.
Δεν του απάντησε ο Αλέξης. Συνέχισε να βουρτσίζει τη φοραδίτσα του. Και σε κάθε άγγιγμα, το πετσί της τρεμόπαιζε.
Έφερε στη σκέψη την προηγούμενη νύχτα. Κάπως έτσι ένιωθε να τρεμοπαίζει η επιδερμίδα των κοριτσιών καθώς τις ψιλοχάιδευε στο λαιμό την ώρα που χόρευαν. Μικρές σταγόνες ιδρώτα στα μάγουλα ήταν η ανταπόκρισή τους. Είχε κάνει πολλές τρέλες ψες βράδυ, σκέφτηκε και του έβγαινε το όνομα. Έπρεπε να προσέχει.
Είχε γλιστρήσει δυο ραβασάκια σε δυο κοπέλες, κρυφά στη μία από την άλλη, στην Ειρήνη του Σπαρταλή και στην Ουρανία τη Σαχτούραινα. Ψιλοκοκκινίζοντας, τα έκρυψαν στον κόρφο τους χωρίς να που λέξη, λες και το περίμεναν.
Έπαιζε μαζί τους, όπως και με όλες τις κοπέλες που γνώριζε. Όχι πως δεν ένιωθε τα μηνύματα της ηλικίας του. Ήταν βράδια ολόκληρα που δεν έκλεινε μάτι. Ξάγρυπνος, αναστατωμένος, μουσκεμένος στον ιδρώτα, στριφογύριζε στο κρεβάτι. Κάτι τέτοιες στιγμές προσπαθούσε να φέρει στη σκέψη του, στη φαντασίωσή του, τις κοπέλες που φλερτάριζε. Καμιά δε χωρούσε στο όνειρο.
Στριφογύριζε, βογκούσε, λαχάνιαζε και τότε, μόνο τότε, ερχόταν εκείνη. Μια φιγούρα αιθέρια, μια οπτασία. Έγερνε δίπλα του και κολλούσε το καυτό σώμα της στο δικό του. Βυθιζόταν στην απεραντοσύνη των μικρών αισθήσεων.
Η ίδια οπτασία, αμέτρητα βράδια. Ενώ δεν είχε δει ποτέ το πρόσωπό της. Τα χαρακτηριστικά της κάτι του θύμιζαν, αλλά δεν μπορούσε να τα ξεχωρίσει. Ένα θολό σύννεφο, σαν κομμάτι τούλι τυλιγμένο στο κεφάλι της, έκρυβε το μυστικό της.
«Ποια είσαι; Δείξε μου το πρόσωπό σου»
« Ψάξε με. Αν δε με βρεις θα με χάσεις».
Ξυπνούσε τρομαγμένος. Ξανάκλεινε αμέσως τα μάτια, να συνεχιστεί το όνειρο. Άδικα.
Στην αρχή του άρεσε. «Που θα μου πάει, θα την βρω», έλεγε στον εαυτό του. Αλλά το όνειρο ερχόταν και ξαναρχόταν, ολόιδιο κάθε φορά, και τον τρόμαζε. Είχε πολλές φορές σκεφτεί να ρωτήσει τη μητέρα του, που ήξερε τα όνειρα. Ντρεπόταν.
Εκείνο το πρωί πάντως ήταν στα κέφια του ο Αλέξης. Πιο πολύ κι απ’ τα καμώματα της χθεσινής νύχτας, ήταν γεμάτος χαρά με το λόγο του πατέρα του. Τον είχε καλέσει να καβαλικέψει δίπλα του, με τη φοραδίτσα του, κι όχι στην καρότσα με τις γυναίκες, τα καλάθια με τα καλούδια και τα πεσκέσια. Καμάρωνε. Το στήθος του φούσκωνε από υπερηφάνεια.
Ήταν άντρας πια.
Είχε πιάσει την καινούρια σέλα, δώρο κι αυτή μαζί με τη φοραδίτσα, κι ετοιμαζόταν να τη στρώσει στην πλάτη του ζώου, όταν άκουσε τις φωνές και τα καρφοπέταλα. Έσκυψε παραξενεμένος από το παράθυρο. Με μια ματιά κατάλαβε. Πήδησε στη φοραδίτσα, έτσι όπως ήταν, ασέλωτη, και ξεχύθηκε στο μεγάλο λιβάδι πίσω από το στάβλο. Το πιστό ζώο, λες κι είχε καταλάβει, έβαλε τον πιο γρήγορο καλπασμό του.
* * *
Ήταν κι ο Συμεών στις καλές του εκείνο το πρωινό. Δεν τον τυραννούσαν πια οι χθεσινές ανησυχίες. Το είχε πάρει απόφαση. Μόλις θα κόπαζαν οι νοτιάδες, και πριν πιάσουν τα μελτέμια, θα έφευγαν για τη Τεργέστη. Όλη η οικογένεια. Θα έλεγαν στους συγγενείς και φίλους, έτσι για να μαθευτεί, ότι πηγαίνουν για να βρουν σχολειό για τον Αλέξη, να συνεχίσει τις σπουδές του, και με την ευκαιρία θα ακολουθούσε όλη η οικογένεια. Να γνωρίσουν την Ευρώπη και να κάνουν τα ψώνια τους. Το συνήθιζαν οι πιο καλοστεκούμενοι Σμυρνιοί.
Δε θα ταξίδευαν με το καράβι του Πανταλέοντος, που προτιμούσαν οι Ρωμιοί. Είχε κλείσει εισιτήρια με τη «Χαμιδιέ», την τουρκική εταιρεία, και με επιστροφή μάλιστα. Ήταν σίγουρος πως ο Ραχμή, ο Τούρκος νομάρχης, που όσο μπόι του έλειπε τόσο μίσος είχε για τους Ρωμιούς, θα ρωτούσε, θα μάθαινε. Θα έβρισκε αφορμή να βάλει στο χέρι την περιουσία του Συμεωνίδη.
Στην πραγματικότητα δε θα γύριζαν ποτέ, τουλάχιστον μέχρι να φτιάξουν τα πράγματα. Ο Συμεών θα άνοιγε υποκατάστημα στην Τεργέστη και μέχρι να βρει κατάλληλο άνθρωπο να βάλει στο πόδι του θα το κουμαντάριζε ο ίδιος. Έτσι θα έλεγαν. Τα είχαν μιλήσει με τον Καρίμ.
Ένιωσε ένα τσίμπημα στην καρδιά στη σκέψη ότι θα αποχωριζόταν τη Σμύρνη. Την αγαπούσε. Αγαπούσε λοιπόν κάθε σπιθαμή της γης της, τα αρώματα, τις μυρωδιές της, τους θορύβους μιας πόλης ανατολίτικης και ευρωπαϊκής μαζί, που είχε τη δική της ξεχωριστή φυσιογνωμία. Ήταν η μοναδική πόλη όπου είχε γεννηθεί ο πατέρας του, ο παππούς και ποιος ξέρει πόσοι πριν από αυτούς. Ήταν η δική του πόλη.
Όπου κι αν είχε πάει, στην Αθήνα, την Κωνσταντινούπολη και στο Παρίσι ακόμα, του έλειπε η Σμύρνη. Δεν ήθελε να την αποχωριστεί. Μα ο πόλεμος είχε κάνει δύσκολη τη ζωή των Ρωμιών. Ιδιαίτερα όσοι είχαν περιουσία ήταν καρφί στο μάτι των κομιτατζήδων.
- Αν το δεις με το δικό τους μάτι, του είχε πει ο Καρίμ την τελευταία φορά που το συζήτησαν, δεν έχουν πολύ άδικο.
- Μα κάναμε τους παράδες με τη δουλειά μας, πληρώνοντας φόρους και χαράτσια.
- Έχεις δει στραβό να βλέπει τη στραβωμάρα του; Εκείνο που βλέπουν δεν είναι η τεμπελιά και η αγραμματοσύνη τους. Το μόνο που ξέρουν είναι πως έχουν στριμωχθεί στον τενεκεδομαχαλά του Πάγου. Κάθε πρωί κατεβαίνουν στην πόλη να πουλήσουν σαλέπι και λεμονάδες, να πουλήσουν τα λιγοστά ζαρζαβατικά τους και να κάνουν τους χαμάληδες στους γκιαούρηδες.
- …
- Πόσους Τούρκους έχει δει να μπαίνουν στη Λέσχη των Κυνηγών, στου Κραίμερ, στα μεγάλα ξενοδοχεία; Γκιαούρ Ιζμίρ, καλέ τη λένε. πόσοι είσαστε, μωρέ Συμεών; Λίγο ακόμα και θα φτάσετε τις διακόσιες χιλιάδες. Δεν έχω δίκιο;
- Έτσι λένε.
- Κι οι Τούρκοι δεν ξεπερνούν τις τριάντα με σαράντα χιλιάδες.
- Το ντοβλέτι…Το ντοβλέτι γιατί δεν κάνει κάτι;
- Τα ’χω μιλήσει αρκετές φορές με το σουλτάνο, ο Αλλάχ να τον προστατεύει. Όποτε πάω στην Πόλη, ο πολυχρονεμένος με δέχεται με χαρά. Είναι απελπισμένος. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα. Τον πνίγουν οι πασάδες και οι μεγαλοαγάδες. Έμεινε συλλογισμένος, σκοτεινός. Το μόνο που μπορεί να κάνει το ντοβλέτι, συνέχισε θλιμμένα, είναι να φτιάχνει καινούριους τεμπελχανάδες. Έχεις ακούσει, μωρέ Συμεών, να υπάρχουν τεμπελχανάδες σε άλλες χώρες; Με ρώτησε τις προάλλες ο Φίντσι, ο νεαρός Εγγλέζος του προξενείου, και ντράπηκα. Άλλαξα κουβέντα.
- Σχολειά, Καρίμ. Σχολειά χρειάζονται. Εδώ στα μέρη μας, και μέχρι την Προύσα και το Εσκί Σεχίρ, οι Ρωμιοί έχουν προοδέψει, γιατί ο σουλτάνος έδωσε στο μητροπολίτη την άδεια να χτίσουμε σχολειά. Μα πιο βαθιά, στην Ανατολία, στην Καππαδοκία και στη Σπάρτα ακόμα, όπου οι αγάδες αψηφούν τα φιρμάνια του σουλτάνου, κι ας είναι δοσμένο το δικαίωμα των ρωμιών από τον ίδιο τον πατισάχ, εκεί δεν ξέρουν γράμματα. Ούτε ρωμαίικα δεν ξέρουν να μιλούν. Το ίδιο με τους Τούρκους είναι.
- Και ποιος να τους μάθει γράμματα;
- Θα σου πω μια κουβέντα και ξέχασέ τη. Θυμάσαι τον Φαούζ τον έμπορό μας στην Καππαδοκία; Είναι από οικογένεια κρυπτοχριστιανών. Και τον έστειλαν, στο τελευταίο ταξίδι του, οι προεστοί με ένα γράμμα στο δεσπότη της Κύπρου. Τον ρωτούσαν αν λογίζονται χριστιανοί που λένε τις προσευχές τους στα τούρκικα, κι αν μπορούσε να τους στείλει παπάδες γραμματιζούμενους, που να μάθουν στα παιδιά τους γράμματα. Οι Ρωμιοί πάντοτε λογαριάζαμε πολύ τα γράμματα.
- Είστε ανοιχτομάτες. Μανταλωμένα τα δικά μας μάτια. Ποιος να κάτσει να μάθει τη γλώσσα καλά; Δύσκολη είναι, δε λέω. Αλλά και η ρωμαίικη γλώσσα δεν είναι εύκολη. Πόσα χρόνια προσπαθώ να τη μάθω; Όταν σου μιλάω ρωμαίικα χαμογελάς.
- Μια χαρά τα μιλάς! Μόνο η προφορά σου σε προδίνει. Μήπως εγώ δε φαίνομαι ότι δεν είμαι Τούρκος όταν μιλάω τη γλώσσα σας;
- Μωρέ, μακάρι να ήξεραν τα δικά σου τούρκικα οι δικοί μου. Στα χωριά μαζεύει μικρούς και μεγάλους ένας αμόρφωτος χότζας, τους μαθαίνει δυο τρεις σούριες και πιστεύουν ότι ξέρουν το Κοράνι.
- Αλήθεια, τώρα που μίλησες για το Κοράνι. Οι κομιτατζήδες ψιθυρίζουν ότι το Κοράνι προστάζει την τζιχάντ. Τι ακριβώς είναι;
- Οι αντίθρησκοι! Τζιχάντ είναι, όπως λέει το Κοράνι, η υποχρέωση κάθε πιστού ν’ αγωνιστεί για την εξάπλωση του λόγου του Αλλάχ και του Προφήτη. Με την κατήχηση. Το παράδειγμα. Τη συζήτηση. Την ελεημοσύνη. Όχι με πολέμους και σκοτωμούς. Γι αυτό σου λέω, φεύγα για την Τεργέστη, κι όταν μερέψουν τα πράγματα, γυρίζεις. Θα βρεις το σπιτικό σου όπως τ’ άφησες. Έχεις το λόγο μου.
Ήταν τα τελευταία λόγια του Καρίμ που τον έπεισαν να πάρει τη μεγάλη απόφαση. Είχε τώρα ηρεμήσει. Ήταν χαρούμενος που σε λίγες μέρες η οικογένειά του θα ζούσε μακριά από το φόβο. Όλα έμοιαζαν χαρούμενα εκείνο το πρωινό στο αρχοντικό του Συμεωνίδη.
* * *
- Εσύ, μπρε, είσαι ο Συμεωνίδης; Φώναξε ο σερασκέρης.
- Είπα, εγώ είμαι.
- Έχω φιρμάνι να κάνουμε έρευνα στο σπίτι σου.
Η χλομάδα στο πρόσωπο του Συμεών έγινε πιο έντονη. Κράτησε όμως την ψυχραιμία του.
- Να το δω… κι αν είναι γνήσιο, μπούγιουρουμ.
Δεν πρόλαβε να τελειώσει τα λόγια του και οι τσέτες όρμησαν μέσα στο αρχοντικό, χωρίς να ξέρουν δήθεν για το τι ψάχνουν, καταστρέφοντας και αρπάζοντας ό,τι τους γυάλιζε. Οι γυναίκες του σπιτιού, δυο Τουρκάλες και μια Ρωμιά, που είχαν κρυφτεί στην κουζίνα όταν όρμησαν οι τσέτες, έτρεχαν τώρα ξοπίσω τους, για να τους εμποδίσουν να μην κάνουν ζημιές και να μην κλέψουν. Είχαν ξεθαρρέψει και φώναζαν, στρίγκλιζαν, τους έβριζαν, αλλά ποιος τις άκουγε.
Ένας τσαούσης στάθηκε μπροστά σ’ ένα δίσκο ασημένιο με ασημένια ποτήρια του τσαγιού, δουλεμένο με περίσσια τέχνη στη Δαμασκό. Ήταν δώρο του Καρίμ αγά στην κυρία Κατίνα, τη μέρα της γιορτής της. Και η αφέντρα, που δεν χόρταινε να το θαυμάζει, το είχε πάνω στο κομό της μεγάλης σάλας. Ο τσαούσης υποπτεύτηκε την αξία του και λύνοντας το ζωνάρι του άρχισε να τυλίγει τα ποτήρια με προσοχή μη σπάσουν.
- Τι κάνεις εκεί, βρε άτιμε; Άφησε τα ποτήρια στη θέση τους αν θέλεις το καλό σου.
Η Φατιμά χανούμ, μια μεγάλη γυναίκα που είχε μεγαλώσει τον Συμεών, που τώρα, γριά πια, είχε το κουμάντο των γυναικών του σπιτιού, στάθηκε αγριεμένη μπροστά του. Ξαφνιάστηκε για μια στιγμή με το θράσος της ο τσαούσης, αλλά σαν είδε ποιος του αντιμιλούσε χασκογέλασε με περιφρόνηση.
- Φύγε, γριά αγελάδα, γιατί θα ξεχάσω τ’ άσπρα σου μαλλιά και θα σε μαστιγώσω.
- Η αγελάδα είναι δώρο του Αλλάχ. Γουρούνια σαν και σένα είναι η κατάρα του.
- Σικτίρ κιοπέκ! Σκύλιασε ο τσαούσης και με μια κλοτσιά έστειλε τη Φατιμά να κυλιστεί στο πάτωμα.
Βόγκηξε η άμοιρη.
- Θα το πληρώσεις, σκύλε! φώναξε.
Μια δυνατή καμτσικιά ήταν η απάντηση. Το αίμα κύλησε στο ρυτιδωμένο μάγουλό της.
- Δεν ντρέπεσαι να χτυπάς γριά γυναίκα; Χτύπα εμένα αν σας βαστά και σου ’βγαλα τα μάτια.
Η κυρία Κατίνα, βλέποντας από την πόρτα του γραφείου τη σκηνή, είχε τρέξει να βοηθήσει την πιστή της παραδουλεύτρα. Στο ένα της χέρι κρατούσε ακόμα την Αγγελικούλα και με το άλλο προσπαθούσε να ανασηκώσει τη Φατιμά. Το πρόσωπό της είχε σκληρύνει περίεργα. Δεν ήταν πια η ήρεμη αρχόντισσα. Αγρίμι που έβγαζε τα νύχια του.
Μέσα σε λίγη ώρα είχε καταλάβει ότι οι ευτυχισμένες μέρες στο αρχοντικό του Μπουρνόβα είχαν περάσει. Τώρα έπρεπε να αγωνιστούν για να περισώσουν ό,τι ήταν δυνατόν να περισωθεί. Τη ζωή τους τη ίδια.
Τα λόγια του άντρα της, λίγες στιγμές πριν, δεν της άφηναν πια αμφιβολίες, κι ας μην ήξερε τι ακριβώς συμβαίνει.
- Κατίνα… Μιριάμ… Αν με πάρουν μαζί τους, μην τρομάξετε είχε αρχίσει να τους λέει.
Είχαν τραβηχτεί στο δωμάτιο που ο Συμεών χρησιμοποιούσε σαν γραφείο. Κρατούσε στην αγκαλιά της το μωρό, την Αγγελικούλα, που έκλαιγε ακατάπαυστα. Ο Συμεών είχε καθίσει τη Μιριάμ στα γόνατά του και προσπαθούσε να την ηρεμήσει. Η μεγάλη δεν έκλαιγε. Ένα τρέμουλο σαν σπασμός συγκλόνιζε το κορμάκι της. Από τη μαγεία της χθεσινής νύχτας στον πρωινό εφιάλτη, ήταν δύσκολο να το δεχτεί.
Είχε και τις δικές της τύψεις. Είχε αργήσει να σηκωθεί από το κρεβάτι. Είχε αργήσει και να ντυθεί, κι ας της φώναζε η μητέρα της. Αν όμως δεν αργούσε; Αν είχαν φύγει νωρίτερα; Θα τους έβρισκαν οι τσέτες;
- Μα γιατί να σε πάρουν μαζί τους; απόρησε η κυρία Κατίνα. Έχεις κάνει τίποτα;
- Έλα, Κατίνα, ηρέμησε. Ξέρεις, πως γίνονται αυτές οι δουλειές… Σταμάτησε για λίγο και συνέχισε: Ζούσαμε καλά σαν άρχοντες και ξεχάσαμε πως είμαστε ραγιάδες.
Έσταζαν πίκρα τα λόγια του. Φαρμακωμένο το πρόσωπό του.
Τρόμαξε, ζάρωσε στη θέση της η Κατίνα. Γρήγορα συνήλθε.
- Ευτυχώς, είπε, είχα στείλει τον Αλέξη στο στάβλο και δεν τον είδαν. Σίγουρα έχει κρυφτεί και περιμένει την ευκαιρία.
- …
- Όταν φανεί να τον στείλεις αμέσως στον Καρίμ. Να του αφηγηθεί τα καθέκαστα, κι εκείνος ξέρει το να κάνει.
- Έρευνα είναι αυτή ή λεηλασία; είπε ο Συμεών με φωνή που προσπαθούσε να την κάνει αυστηρή στο σερασκέρη, που παρακολουθούσε αδιάφορα το όργιο των αντρών του.
- Έρευνα θέλεις, γκιαούρη; Θα σου κάνουμε. Άνοιξε τα συρτάρια του γραφείου σου.
Ο Συμεών άρχισε να ανοίγει ένα ένα τα συρτάρια. Το πρόσωπό του είχε μια πρωτόγνωρη σύσπαση. Η γυναίκα του κατάλαβε ότι κάτι θα συνέβαινε. Έδωσε την Αγγελικούλα στη Μιριάμ και στάθηκε δίπλα στον άντρα της, έτοιμη να τον υπερασπίσει.
Ένας καλαμαράς, που συνόδευε το σερασκέρη, μέχρι εκείνη τη στιγμή αμίλητος, ζαρωμένος σε μια γωνιά, πλησίασε ξεθαρρεμένος και μ’ ένα χαμόγελο βουτηγμένο στην κακία άρχισε να βγάζει ό,τι έβρισκε μέσα, χαρτιά, κιτάπια, αποδείξεις, μολύβια. Τα αράδιαζε πάνω στο γραφείο χωρίς να τους ρίχνει ούτε μια ματιά. Άλλα ζητούσε. Και ήξερε τι ζητούσε.
- Αυτό το συρτάρι είναι κλειδωμένο, είπε.
- Άνοιξέ το, γκιαούρη, μούγκρισε ο σερασκέρης.
Ο Συμεών καμώθηκε πως έψαχνε τα κλειδιά του. Κοίταξε ένα δυο, αλλά δεν έκαναν.
- Το έχω στο γραφείο, είπε ο Συμεών. Μπορώ να πεταχτώ να το φέρω ή να στείλω κάποιον.
Είχε αναθαρρήσει για λίγο. Αν μπορούσε να ειδοποιήσει τον Καρίμ…
- Τσαούση, πρόσταξε με την αγριοφωνάρα του ο σερασκέρης, άνοιξε το συρτάρι αυτό.
Η κλειδαριά δεν άντεξε ούτε στιγμή στο χατζάρι του τσαούση.
Ο καλαμαράς, που το πρόσωπό του είχε φωτιστεί τώρα από χαρά, έχωσε το χέρι μέσα με το βλέμμα καρφωμένο στον Συμεών, σαν να ήξερε τι θα έβρισκε. Και με μια κίνηση, σαν ταχυδακτυλουργός, άνοιξε μια δέσμη χαρτιά σαν βεντάλια πάνω στο γραφείο.
Τα πέρασε για χαρτονομίσματα η κυρία Κατίνα, ρούβλια ίσως σκέφτηκε και με περιέργεια έσκυψε να δει. Και η τελευταία σταγόνα αίματος έφυγε από τα μαγουλά της. Είχε διαβάσει: « Λαχείον Εθνικού Στόλου…Αθήναι, τη..»
- Ώστε έτσι, βρομογκιαούρη! ούρλιαξε ο σερασκέρης. Γρήγορα, δέστε τον και στο καρακόλι.
Δεν είχε τελειώσει το λόγο του και όρμησαν πάνω του. Βρισιές, κλοτσιές, μαστιγώματα. Χίμηξε η Κατίνα να υπερασπιστεί τον άντρα της, δεν κρατήθηκε. Έμπηγε τα νύχια της όπου έβρισκε, μούγκριζε, κλοτσούσε. Δεν καταλάβαινε τι έκανε. Τον άντρα της ήθελε να προστατέψει. Ήταν τόση η μανία της που για μια στιγμή οι τσέτες έκαναν πίσω. Αλλά μια γερή κλοτσιά του τσαούση την έριξε στο πάτωμα. Το κεφάλι της χτύπησε στο πόδι του γραφείου. Ένα μικρό κόκκινο αυλάκι κύλησε στο μέτωπό της.
- Σ’ το χρώσταγα, σκύλα! μούγκρισε ο τσαούσης.
Ήταν ο ίδιος που είχε χτυπήσει τη γριά-Φατιμά.
- Μανούλα! Αφήστε τη μανούλα μου!
Ήταν τώρα η Μιριάμ που πήρε σειρά να υπερασπιστεί την οικογένεια. Είχε ριχτεί πάνω στη μητέρα της σαν να ήθελε να την προστατέψει με το λιγνό κορμάκι της.
Από τη σκάλα της εξώπορτας ακούγονταν οι αγριοφωνάρες τους. Γιασασίν…Γιασασίν…Γκιαούρ πεζεβέγκ…
Κατέβαζαν τον Συμεών κουτρουβαλώντας τον. Τα ουρλιαχτά των τσέτηδων πήραν να κοπάζουν καθώς έφευγαν με τον αιχμάλωτό τους.
Καινούρια καρφοπέταλα και χλιμιντρίσματα ακούστηκαν στο πλακόστρωτο της αυλής. Και δυο τουφεκιές. Φωνές, σαματάς.
- Όχι άλλο, Θεέ μου! Όχι άλλο, για σήμερα τουλάχιστον, βόγκηξε η Κατίνα.
Είχε μείνει όπως την άφησαν. Ριγμένη στο πάτωμα του γραφείου, αγκαλιασμένη με τις κόρες της. Είχε σταματήσει ο νους της.
Στα άλλα δωμάτια οι τσέτες συνέχιζαν το πλιάτσικο. Λιγοστοί είχαν με το σερασκέρη και τον κρατούμενό τους. Οι πιο πολλοί είχαν κολλήσει στα λάφυρα τους, όπως οι μύγες στο μέλι.
Είχαν φέρει μάλιστα κι ένα κάρο και το φόρτωναν, όταν ένας καβαλάρης, με όψη άγρια, οργισμένη, φάνηκε στην αυλόπορτα. Δίπλα του ένα σγουρόμαλλο νεαρό αγόρι και ξοπίσω τέσσερις καβαλάρηδες με έτοιμους τους σισανέδες τους.
Ο Καρίμ αγάς στάθηκε για λίγο ξαφνιασμένος. Δεν πίστευε στα μάτια του.
- Τι κάνετε εδώ, σκυλιά; Ποιος σας έδωσε την άδεια να κάνετε γιάγμα στο ξένο σπιτικό; φώναξε.
Ήταν ένας λεβεντόκορμος νεαρός άντρας, αρκετά χρόνια νεότερος από τον Συμεών, χωρίς να ξέρει ακριβώς πόσα. Θα μπορούσε να περάσει για Ευρωπαίος, έτσι όπως ήταν ντυμένος έτοιμος για ιππασία, απαράλλαχτα ντυμένος όπως και ο συνεταίρος του. Οι δυο φίλοι διάλεγαν μαζί τα ρούχα που έφερναν από το Παρίσι και το Λονδίνο και πείραζε ο ένας τον άλλο ποιος αντέγραφε ποιον.
Οι τσέτες στάθηκαν ξαφνιασμένοι καθώς εμφανίστηκε ξαφνικά μπροστά τους. θα τον θεωρούσαν για ξένο με τα ρούχα που φορούσε, αν δεν τον πρόδιδε η μελαμψή επιδερμίδα του και το φέσι, το κόκκινο φέσι που δεν το αποχωριζόταν ποτέ ως πιστός μουσουλμάνος και αφοσιωμένος Τούρκος.
- Τι κάνετε εδώ; Σας ρώτησα! ξαναφώναξε ανυπόμονα. Ποιοι είστε;
- Είμαστε πολεμιστές της ορδής του Οσμάν αγά, του καινούριου Ταμερλάνου, αντιφώναξε προκλητικά ο τσαούσης και τους πλησίασε πιάνοντας τα γκέμια του αλόγου του.
- Θα σου πω εγώ, Καρίμ εφέντη, τι σόι πολεμιστής είναι αυτός ο σκύλος, ακούστηκε μια φωνή. Στην πόρτα έστεκε η Φατιμά χανούμ με αίματα στο πρόσωπό της.
- Την κυρά μου κι εμένα χτύπησε ο αντίθρησκος. Τέτοια παλικαριά.
- Ώστε τέτοιο παλικάρι είσαι;
- Μέριασε μη θυμώσω και…
Δεν πρόφτασε να τελειώσει το λόγο του. Θεριό ανήμερο, ο Καρίμ αγάς τού έδωσε μια δυνατή κλοτσιά. Τον βρήκε στο πρόσωπο. Τα καρφοπέταλα της μπότας του έσκισαν σάρκες. Σωριάστηκε μουγκρίζοντας από τον πόνο, και τα χέρια του, που είχαν σκεπάσει το πρόσωπό του, γέμισαν αίματα.
Ο Καρίμ αγάς σπιρούνισε το άλογό του, ρίχτηκε ανάμεσα στους τσέτες κι άρχισε να τους μαστιγώνει.
- Εμπρός γουρούνια! Γυρίστε πίσω αυτά που κλέψατε.
Οι τέσσερις άντρες του στήριζαν την κάννη των σισανέδων τους στο κεφάλι όσων δεν έδειχναν πρόθυμοι να αποχωριστούν τα λάφυρά τους. και για να μην έχουν αμφιβολίες, έριξαν και οι δυο τρεις τουφεκιές στον αέρα.
Μόνο το νεαρό αγόρι, που καβαλίκευε το ασέλωτο άλογο, βιάστηκε να μπει στο σπίτι.
Ο Αλέξης αγωνιούσε τι είχαν απογίνει η μητέρα του και οι αδερφές του.
Δεν είχαν προφτάσει να σώσουν τον πατέρα. Τουλάχιστον η μητέρα και οι αδερφές του δεν κινδύνευαν πια.
Οι τελευταίοι τσέτες έφευγαν λυσσασμένοι για το χουνέρι που είχαν πάθει. Δεν τους ένοιαζε τόσο η προσβολή όσο που είχαν χάσει από τα χέρια τους το διαγούμισμα.
- Και να πείτε στον αρχηγό σας, τον Οσμάν, ότι ο Καρίμ αγάς σας ντρόπιασε, κι αν θέλει ας έρθει, θα τον περιμένω! τους φώναξε από μακριά.
- Καρίμ, ήρθες, δόξα τω Θεώ! φώναξε με ανακούφιση η Κατίνα. Δαγκώθηκε. Ο Αλλάχ μαζί σου! πρόσθεσε.
Η επιβλητική φιγούρα του Καρίμ αγά είχε φανεί στην πόρτα του γραφείου. Αυθόρμητα η Κατίνα άρπαξε το χέρι του, το φίλησε και ξέσπασε σε λυγμούς. Η Αγγελικούλα έτρεξε και αγκάλιασε την καλογυαλισμένη μπότα του. Μόνον η Μιριάμ είχε μείνει ακίνητη, κοκαλωμένη στην καρέκλα της. Ο Αλέξης της χάιδευε τα μαλλιά προσπαθώντας να την ηρεμήσει. Δεν μπορούσε να αρθρώσει λέξη. Ο βουβός λυγμός, ένας σπασμός, εξακολουθούσε να τραντάζει το άγουρο κορμάκι της.
- Τι θα του κάνουν; Πού τον πήγαν, Καρίμ, πες μου, κλαψούρισε η Κατίνα, αναζητώντας μια λέξη παρηγοριάς, μια κάποια ελπίδα.
- Ηρέμησε κυρά μου. Με τα δάκρυα δεν τον βοηθάμε. Έλα ηρέμησε, όλα θα φτιάξουν.
- Φοβάμαι, Καρίμ,
- Εσύ φοβάσαι; Ντροπιάζεις το σόι σου.
- Αν έβλεπες πώς τον χτυπούσαν.
- Σκυλιά λυσσασμένα οι τσέτες του Οσμάν. Τους ξέρω καλά. Πριν ξεκινήσω έστειλα τον Μεμέτ, τον μπιστικό μου, στον κατή*. Να μάθει. Είναι δικός μου άνθρωπος. Μου μήνυσε πως ήταν προδοσία. Κάποιος τον πρόδωσε και ο Οσμάν βρήκε την ευκαιρία να του αρπάξει το βιος του.
- Βρήκαν λαχεία του στόλου εδώ στο συρτάρι του. Ελληνικά λαχεία. Τι κουτουράδα, Θεέ μου! Γιατί το έκανες; είπε και ξέσπασε σε αναφιλητά.
- Ντροπή, Κατίνα! Σε βλέπουν και τα παιδιά. Συγκρατήσου.
Έμεινε για λίγο αμίλητος, σαν να δίσταζε να πει τη σκέψη του. Μα δεν μπόρεσε να κρατηθεί.
- Και μην τον κατηγορείς. Έλληνας είναι, και καλός Έλληνας. Κι εγώ στη θέση του το ίδιο θα ’κανα. Άλλο το λάθος του. Ζέστανε φίδια στον κόρφο του.
- Τι θέλεις να πεις;
- Ας τ’ αφήσουμε αυτά. Αργότερα. Πρέπει τώρα να βιαστούμε να μην περάσει του Οσμάν, Αλέξη, πάρε χαρτί και μελάνι να φτιάξουμε μια φατίμα.
Ο Αλέξης στεκόταν όλη την ώρα με σφιγμένα τα δόντια. Η οργή έκαιγε τα σωθικά του. Ήθελε να βγει στο δρόμο και να χτυπηθεί με τους τσέτες. Το λογικό του όμως του έλεγε να ακούσει και συμβουλές του Καρίμ. Κάθισε στο γραφείο και βούτηξε την πένα στο μελάνι. Δεν ήξερε καλά τι ήταν η φατίμα. Ακουστά μόνον είχε πως ήταν ένα είδος εγγράφου με την επίκληση του Αλλάχ, που ήταν βαριά αμαρτία να το πατήσει κανείς. Το έγραφε η Σούνα, αλλά μόνον οι παλιοί το χρησιμοποιούσαν πια.
- Γράφε, και με τα ωραία εκείνα γράμματα που κάνεις στο γραφείο. Γράφε… είπε ανυπόμονα ο Καρίμ.
Εν ονόματι του οικτίρμονος και ελεήμονος Θεού, και του προφήτη
αυτού, που ο Αλλάχ να τον ευλογεί και να του χαρίζει ειρήνη…
Εγώ, ο Καρίμ Ασίφ Ουφ Σουλεϊμάν, του Οίκου των Ασίφ Σουλεϊμάν, πιστός και αφοσιωμένος υπήκοος του χαλίφη και σουλτάνου
Αβδούλ Χαμίτ…
Και εγώ ο Συμεών Συμεωνίδης, του γένους των Ρουμ, που ο πατισάχ μας έδωσε την ευλογία να δοξάζουμε το Θεό όλων των ανθρώπων, πιστός και αφοσιωμένος υπήκοος του σουλτάνου…
Έγραφε πολλή ώρα ο Αλέξης. Με τις πρώτες γραμμές κατάλαβε τι ήθελε να πετύχει ο Καρίμ. Ήταν ένα συμβολαιογραφικό έγγραφο με το οποίο ο Συμεών Συμεωνίδης μεταβίβαζε όλη την περιουσία που είχε στην Τουρκία στο συνέταιρό του, με αντάλλαγμα την περιουσία τους στο εξωτερικό. Ώστε να μην υπάρχει περιουσιακό στοιχείο να του κατασχέσουν.
Τον θαύμασε.
- Καρίμ, είσαι ο μόνος μας προστάτης, του είπε η Κατίνα σαν τελείωσαν. Τώρα καταλαβαίνω πόσο δίκιο είχε ο Συμεών να σε θεωρεί πιο δικό του κι απ’ αδερφό. Συγχώρα με που μιλάω έτσι.
- Δεν έχω τίποτα να σου συγχωρήσω, Κατίνα, κι εγώ σήμερα κατάλαβα πόσο μετράει για μένα ο Συμεών.
- Σ’ εξορκίζω όμως, κάνε το για μας, μην κινδυνέψεις για το χατίρι μας. Ξέρω δεν τα έχεις καλά με τους καινούριους και δε θα πρέπει να τους προκαλείς.
- Μη φοβάσαι, Κατίνα. Μου έχουν πολλά στο τεφτέρι τους. Αν μπορούσαν θα με είχαν χαλάσει. Με φοβούνται. Ακόμα. Πόσο καιρό θα κρατήσει αυτό δεν ξέρω.
- Ήταν καθισμένος σε μια βαθιά πολυθρόνα και ρουφούσε αφηρημένα το τσάι που του είχαν φέρει αθόρυβα οι γυναίκες του σπιτιού. Έμεινε για κάμποση ώρα βυθισμένος σε σκέψεις παίζοντας αφηρημένα με το μαστίγιό του.
- Να περάσει αυτή η φουρτούνα, είπε ξαφνικά, και θα δούμε τι θα κάνουμε. Έρχονται δύσκολα χρόνια. Φοβάμαι πως θα ματώσει άσχημα η Τουρκιά.
Είχαν παγώσει όλοι με τα λόγια του. Δεν ήταν εύκολος στις κουβέντες του ο Καρίμ αγάς. Ζύγιαζε κάθε λέξη. Οι καινούριοι του κομιτάτου τον μισούσαν. Ήταν πιστός στο σουλτάνο και όποτε πήγαινε στην Ισταμπούλ το σεράι άνοιγε τις πύλες του. Ο Αβδούλ Χαμίτ τον θεωρούσε πιστό φίλο και συμβουλάτορά του.
Ο Οσμάν αγάς είχε ορκιστεί να τον χαλάσει. Αλλά δεν τολμούσε. Κανείς δεν τολμούσε να τον πειράξει. Ήταν ο αρχηγός της πατριάς των Ουφ Σουλεϊμάν, που κρατούσαν κατευθείαν από τον Αλ Μπας, το θείο του Προφήτη. Αν τον πείραζαν, θα ξεσηκωνόταν ολόκληρη η γενιά που κατοικούσε στα βάθη της Ανατολής, πέρα από την Άγκυρα.
Πιο πολύ όμως ο Οσμάν αγάς φοβόταν το συνταγματάρχη Μπεκίρ πασά, θείο του Καρίμ και δεύτερο της γενιάς. Αν και πιστός του σουλτάνου, είχε πολεμήσει με τον Κεμάλ στην Κριμαία και στον Καύκασο. Ήταν στενοί φίλοι.
Τον ήξερε καλά ο Καρίμ αυτόν τον Οσμάν αγά, τον Τοπάλ Οσμάν, όπως τον φώναζαν. Σκυλί ανήμερο, είχε μάθει να μισεί τους Ρωμιούς από τότε που έκανε το βαρκάρη στην Τραπεζούντα κι ήταν αυτός, ο μουσλίμ, στη δούλεψη των γκιαούρηδων κι όχι το ανάποδο, όπως θα ήθελε ο Αλλάχ, έτσι πίστευε. Κι ήταν αυτό το άσβεστό μίσος που τον έκανε να πάει εθελοντής στον πόλεμο του ’12. Πολέμησε θαρραλέα, αλλά κάπου εκεί στο Σαραντάπορο μια οβίδα τού τσάκισε το πόδι και τον άφησε τοπάλ, δηλαδή κουτσό, για όλη του τη ζωή.
Θέλοντας να τον ανταμείψει ο σουλτάνος για το θάρρος του στον πόλεμο του έδωσε ένα αγαδιλίκι στα Σούρμενα, στον Πόντο. Αποδείχτηκε όμως τόσο σκληρός, που Τούρκοι και χριστιανοί, με τη βοήθεια του αγά της Τραπεζούντας, τον χτύπησαν άγρια. Έφυγε από τον Πόντο με μερικούς δικούς του και κατέβηκε στην Ιωνία, για να γίνει ο φόβος κι ο τρόμος όλων, χριστιανών και μουσουλμάνων.
«Ως πότε;» αναρωτήθηκε ο Καρίμ μαστιγώνοντας με θυμό τις μπότες του καθώς έβγαινε από το αρχοντικό του Συμεών. Ως πότε θα προστάτευε ο Μπεκίρ πασάς τη θέση του ως αρχηγού του Οίκου των Σουλεϊμάν;
Γιάννης Π. Καψής, Όταν οι άγγελοι πέθαιναν στη Σμύρνη, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2008, σ. 140-161.