Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η τελευταία αποκριά

Μια χρυσή ηλιαχτίδα πάνω σε γαλάζιο κύμα. Το πρωινό φως που γλιστρούσε μέσα από τη γρίλια παιχνίδιζε πάνω στο γυαλιστερό ύφασμα. Η Μιριάμ άνοιξε με κόπο τα νυσταγμένα ματάκια της. Το βλέμμα της έψαξε μέσα στο μισοσκόταδο. Λαχτάρισε. Μια φωνούλα χαράς, μια κραυγή θριάμβου. Πήδησε από το κρεβάτι της και ξυπόλυτη όπως ήταν έτρεξε να ανοίξει τα παραθυρόφυλλα. Έμεινε άφωνη.

Στη ράχη της μεγάλης πολυθρόνας ήταν προσεκτικά απλωμένο ένα ολοκαίνουριο φόρεμα. Ένα γαλάζιος ταφτάς με φραμπαλάδες γύρω γύρω, μεγάλο ντεκολτέ και μανίκια φουσκωτά, όπως ήταν μόδα. Το δώρο έκπληξη της μητέρας της για τον αποψινό χορό της αποκριάς στη Λέσχη των Κυνηγών.

Η χαρά ήταν τόση που της είχε κοπεί η λαλιά. Με γρήγορες κινήσεις έβγαλε το νυχτικό της, φόρεσε το καινούριο φόρεμα και στάθηκε μπροστά στον καθρέφτη.

Δυσκολεύτηκε να αναγνωρίσει το είδωλο που αντίκριζε. Ήταν, αλήθεια, αυτή; Το καινούριο φόρεμα τόνιζε το άγουρο στηθάκι της που είχε αρχίσει να έχει τις απαιτήσεις του. Έστρωσε με το χέρι της το κρουστό ύφασμα κι ένιωσε για πρώτη φορά την αίσθηση που προκαλούσε το χάδι. Παραξενεύτηκε.

Κοίταξε στον καθρέφτη πόσο μακρύ ήταν. Για πρώτη φορά ανακάλυψε τις γάμπες της. Άρχισε να τις εξετάζει ανήσυχη, συστρέφοντας τα πόδια της. Είχε ακούσει πως οι άντρες θαύμαζαν τα ωραία πόδια των γυναικών.

Θα τους άρεσαν άραγε και τα δικά της;

- Τι κάνεις εκεί; άκουσε να την ψευτομαλώνει η μητέρα της . Eίχε ανοίξει χωρίς να την καταλάβει την πόρτα του δωματίου της την ώρα του αυτοθαυμασμού. Έβλεπε το κοριτσάκι της να μπαίνει στην εφηβεία. Συνέχισε: Είναι για το βράδυ. Βγάλ’ το αμέσως κι έλα να φας. Και γλυκαίνοντας ακόμα περισσότερο την ψευτοθυμωμένη φωνή της πρόσθεσε: Έλα, αγάπη μου. σου έχω ετοιμάσει και τηγανίτες με κομπόστα φράουλα που σ’ αρέσει.

- Λίγο ακόμα, μανούλα, να το πιστέψω. Δικό μου αυτό το φόρεμα!…

- Σ’ αρέσει; Αν δε σ’ αρέσει, βάζεις κάτι άλλο.

- Αν μ’ αρέσει; Είναι το ωραιότερο φόρεμα του κόσμου!

Δεν έλεγε να ξεκολλήσει από τον καθρέφτη. Θαύμαζε όχι μόνο το φόρεμα αλλά και τη νεαρή κοπέλα, το είδωλό της, που έβλεπε για πρώτη φορά. Μέχρι τότε, μέσα στα παλιά παιδικά της φορέματα, έδειχνε μικρό κοριτσάκι.

- Μα ένα τέτοιο φόρεμα θα με πάρει ο Αλέξης στη σάλα να με χορέψουν οι φίλοι του;

- Αν είσαι σοβαρή σαν μεγάλη κοπέλα, γιατί όχι;

* * *

Ο Συμεών Συμεωνίδης, ο κύριος Συμεών, όπως τον αποκαλούσαν όλοι με σεβασμό, πολύ μεγαλύτερο από όσο επέβαλλε η ηλικία του, είχε πει στον κυρ Μήτσο, τον αμαξά, να έρθει πιο νωρίς. Θα πήγαιναν όπως κάθε χρόνο, στο μεγάλο χορό της Λέσχης των Κυνηγών που συγκέντρωνε την αφρόκρεμα της αριστοκρατίας της Σμύρνης. Είχε τη δική του λότζα που τον περίμενε.

Θα ξεκινούσαν από νωρίς. Αυτή τη φορά ήθελε να κάνουν μια μεγάλη βόλτα στην πόλη, να γνωρίσει η κορούλα μου, η Μιριάμ, το σμυρναίικο καρναβάλι. Είχε γίνει κοτζάμ κοπέλα πια. Κι επειδή ζούσαν στο οικογενειακό αρχοντικό, στον Μπουρνόβα, δεν είχε γνωρίσει τη ζωή της Σμύρνης.

Κοιτάχτηκε για μια ακόμα φορά στον καθρέφτη. Ένας άνθρωπος της δικής του κοινωνικής θέσης όφειλε να είναι πάντοτε άψογα ντυμένος. Ήταν ένας νέος άντρας, χωρίς μια άσπρη τρίχα στα μαλλιά, που θα φανέρωνε την είσοδό του στη μέση ηλικία. Μόνο το προσεκτικά ψαλιδισμένο γένι του φιλοξενούσε μερικές άσπρες τρίχες.

- Αν ξύριζες τα γένια σου, θα φαινόσουν δέκα χρόνια νεότερος, του έλεγε ο φίλος του, ο Καρίμ αγάς. Γιατί δεν ξυρίζεσαι;

- Θέλω να φαίνομαι αξιοσέβαστος, απαντούσε ειρωνικά.

Κανείς δεν ήξερε πως άφηνε τα γένια για το χατίρι της γυναίκας του. Δεν το είχε ομολογήσει σε κανέναν.

Είχαν γνωριστεί στις τελευταίες τάξεις του σχολείου και δεν είχαν χωρίσει ποτέ. Η αφέντρα Κατίνα ήταν ένα χρόνο μικρότερή του. Μόνον ένα χρόνο. Ήταν κάτι που την ενοχλούσε, αν και δεν το είχε παραδεχτεί ποτέ. Το μοναδικό συννεφάκι στο γάμο τους, σε μια κοινωνία που ήθελε τη γυναίκα πέντε με δέκα χρόνια πιο μικρή από τον άντρα.

Ήταν μια ωραία γυναίκα η Κατίνα, μια γαϊτανοφρύδα μελαχρινή με κάτασπρο δέρμα και λυγερή κοριτσίστικη κορμοστασιά. Τα μάγουλά της ανοιξιάτικα ροδάκινα. Τραβούσε την προσοχή των αντρών. Και τότε έριχνε κλεφτές ματιές να δει αν το είχε προσέξει ο Συμεών. Αν όμως έπιανε κάποια γυναίκα να τον καλοκοιτάζει, και δεν ήταν λίγες μελαγχολούσε.

Με τα γένια ο Συμεών έδειχνε πολύ μεγαλύτερος. Ήταν το δώρο στη γυναίκα του, που την λάτρευε.

Ο κύριος Συμεών έκανε χώρο να ανεβούν πρώτα οι γυναίκες. Η Μιριάμ, χωρίς δισταγμό, σκαρφάλωνε βιαστικά και χωρίς να πει λέξη κάθισε δίπλα στη δική του θέση, αφήνοντας τη μητέρα της να καθίσει απέναντι, όπου τόσα χρόνια καθόταν εκείνη. Ο κύριος Συμεών έριξε ένα βλέμμα στη γυναίκα του, αλλά η κυρία Κατίνα του έκανε νόημα να μη μιλήσει. Το καινούριο φόρεμα είχε μεταμορφώσει τη μικρούλα Μιριάμ σε μια απαιτητική νέα κοπέλα.

Κοιτάζοντας λοξά τη νεαρή δεσποινίδα που καθόταν πλάι του ο Συμεών θυμήθηκε εκείνο το ζαρωμένο πλασματάκι με την τριανταφυλλένια επιδερμίδα που είχε αφήσει η μαμή στην αγκαλιά του. Ντράπηκε αναπολώντας την απογοήτευση που είχε νιώσει όταν του ανήγγειλαν ότι η γυναίκα του είχε γεννήσει κορίτσι. Μια απογοήτευση που κράτησε μέχρι να του δώσουν το μωρό στην αγκαλιά του.

Ήθελε αγόρι ο Συμεών. Αγαπούσε τις κόρες του, τη Μιριάμ και τη μικρούλα την Αγγελική, που γεννήθηκε πολλά χρόνια αργότερα, όταν είχαν χάσει κάθε ελπίδα πως θα αποκτούσαν κι άλλο παιδί. Τις αγαπούσαν πολύ, αλλά ήθελε να έχει κι ένα γιο. Προκαταλήψεις; Ίσως. Ο ίδιος δικαιολογιόταν στον εαυτό του πως ήθελε ένα διάδοχο για την επιχείρησή του.

Ο Οίκος Συμεωνίδης-Καρίμ ήταν ένας από τους μεγαλύτερους της Ανατολής. Είχαν μοιράσει τη δουλειά με τον αδελφικό φίλο και συνέταιρό του, τον Καρίμ αγά, και είχαν σχεδόν μονοπωλήσει το εμπόριο χαλιών στη Σμύρνη. Ήταν φίλοι από μικρά παιδιά και δεν είχε ποτέ πικράνει ο ένας τον άλλο.

Είχαν μοιράσει και τη δουλειά. Ο Καρίμ συγκέντρωνε με τους ανθρώπους του τα καλύτερα χαλιά από τη Σπάρτα, την Καππαδοκία και την Προύσα. Η οικογένειά του, γενιές ολόκληρες, ασχολιόταν με το χαλί, κι ο ίδιος ήταν ο πιο έμπειρος στη δουλειά.

Ο Συμεών, από τη μεριά του, με τους δικούς του ανθρώπους, μοσχοπουλούσε τα χαλιά στο Κάστρο, στην Τεργέστη και τη Μασσαλία, και στο Παρίσι ακόμα. Δεν είχαν παράπονο.

«Ποιος θα συνεχίσει τη δουλειά όταν εγώ…»σκέφτηκε.

Μια ξαφνική οχλοβοή διέκοψε τις μελαγχολικές σκέψεις του. Φωνές, γέλια, τραγούδια, σφυρίγματα. Είχαν μπει στο Φαρδύ της Αγίας Αικατερίνης. Μεγάλα παϊτόνια, μικρά μόνιππα και αραμπάδες φορτωμένα με ζουμπούλια, μενεξέδες και κάθε λογής λούλουδα ανεβοκατέβαιναν το φαρδύ δρόμο. Οι νεαροί δανδήδες έραιναν με λουλούδια τις σκερτσόζες κοπέλες, και μαζί πετούσαν και τα γλυκόλογά τους. Αμ εκείς; Καπριτσιόζες και ξεθαρρεμένες, άρπαζαν τα λουλούδια και σε όποιον τους άρεσε έκλειναν και το μάτι. Αποκριά ήταν.

Μα την πιο μεγάλη φασαρία την έκαναν οι πιτσιρίκοι. Έκλεβαν τα λουλούδια που δεν πρόφταιναν να αρπάξουν οι κοπέλες, τις τσιμπολογούσαν καθώς έτρεχαν να ξεφύγουν, κογιονάριζαν τους λιμοκοντόρους, χαλούσαν τον κόσμο με τις φωνές τους. Ένα ξέφρενο γλέντι.

Τα μάγουλα της Μίριαμ είχαν κοκκινίσει από τον ενθουσιασμό και τη χαρά. Δεν είχε περάσει μόνιππο απ’ όπου να μην της ρίξουν ένα μπουκέτο με ζουμπούλια, και κάποιος νεαρός να μην της χαμογελάσει με θαυμασμό. Ήταν μια μεγάλη κοπέλα. Την πρόσεχαν τα αγόρια. Είχε μεθύσει από χαρά.

Ο Συμεών είχε στηρίξει τα χέρια του στη φιλντισένια λαβή του μικρού μπαστουνιού του, δώρο του αντιπροσώπου του στο Παρίσι. Ήταν ένα ακόμα εξάρτημα της κοινωνικής θέσης του εκείνη η φιλντισένια λαβή. Παρακολουθούσε ξαφνιασμένος το ξεφάντωμα της κόρης του. Σε λίγα χρόνια θα ήταν καιρός της να παντρευτεί και να κάνει δικής της οικογένεια. Αλλά η μικρούλα η Αγγελική μόλις είχε αρχίσει να περπατάει. Έπρεπε να κρατήσει αρκετά χρόνια ακόμα την επιχείρηση μέχρι να την αποκαταστήσει.

«Μα τι έχω πάθει απόψε;» αναρωτήθηκε. «Όλο μελαγχολικές σκέψεις κάνω».

Ήταν ακόμα νέος, με σιδερένια υγεία και άψογη εμφάνιση. Ψηλός, γεροδεμένος, με το ξανθό γένι του, τα γκριζογάλανα μάτια του, θα ήταν περιζήτητος γαμπρός αν δεν ήταν παντρεμένος.

Τόσο που τον πείραζε ο φίλος του ο Καρίμ, εκθειάζοντας τα καλά της πολυγαμίας.

-Αν ήσουν μουσουλμάνος, Συμεών, τον πείραζε, θα είχες ολόκληρο χαρέμι, και πάλι δε θα πρόφταινες.

- Κι εσύ που είσαι μουσουλμάνος γιατί δεν έχεις χαρέμι;

Καινούρια οχλοβοή, ένα κύμα από φωνές και τραγούδια. Είχαν μπει στο Παραλέλι. Μια μεγάλη άμαξα, φορτωμένη τραγουδιστάδες, ερχόταν από την αντίθετη κατεύθυνση. Ήταν μια παρέα νεαροί του Ωδείου που έκαναν επίδειξη του ταλέντου τους. Κιθάρες, μαντολίνα, ένα μικρό σαντούρι και τραγούδι:

Σμυρνιωτοπούλα μου τρελή
με τα μεγάλα μάτια
έκανες την καρδούλα μου
σαράντα δυο κομμάτια.

- Πατερούλη! Πατερούλη! Φώναξε η Μιριάμ. Ας σταματήσουμε λίγο να τους ακούσουμε.

Η άμαξα με τους τραγουδιστάδες είχε φτάσει απέναντι από τη δική τους. Ο αρχιτραγουδιστής έριξε μια ματιά στη Μίριαμ και με μια κίνηση των χεριών έκοψε στη μέση το τραγούδι της Σμυρνιωτοπούλας. Κι αμέσως άρχισε να τραγουδά.

Εις τον αφρόν της θάλασσας
η αγάπη μου κοιμάται…

Η Μίριαμ ένιωσε το πρόσωπό της να κοκκινίζει μέχρι τα αφτιά. Ήταν τα πρώτα ερωτόλογα που άκουγε. Της άρεσε. Ως καθωσπρέπει κορίτσι θα έπρεπε να κάνει τη θυμωμένη. Αλλά η τελευταία Κυριακή της αποκριάς στους δρόμους της Σμύρνης τα επέτρεπε όλα. Ήταν ένα ξέφρενο πανηγύρι. Στροβίλιζε τις ψυχές των ανθρώπων.

Καθισμένος στη λότζα του, στη Λέσχη των Κυνηγών, ο κύριος Συμεών παρακολουθούσε τη σάλα. Ο Αλέξης είχε πάρει την ξαδέρφη του να χορέψουν με την παρέα του. Ήταν η πρώτη φορά που έφευγε από το πλευρό του και την παρακολουθούσε άγρυπνα, αδιαφορώντας για το ερωτικό χαμόγελο της γυναίκας του. Γι’ αυτόν η νέα κοπέλα που χόρευε με τους νεαρούς ήταν το κοριτσάκι του.

Στη λέσχη το γλέντι ήταν πολύ πιο καθωσπρέπει απ’ ό,τι στους δρόμους της πόλης. Οι νεαρές κοπέλες, καθισμένες με ψευτοσυνεσταλμένο ύφος μαζί με τους γονείς τους, περίμεναν τους νεαρούς καβαλιέρους να τις ζητήσουν σε χορό. Και τότε ακόμα, δεν έσπευδαν. Έπρεπε απαραιτήτως να συμβουλευτούν τα μικρά κομψά καρνέ τους, όπως έκαναν και στην Ευρώπη. Τηρούσαν αυστηρή σειρά προτεραιότητας, για να μη δείξουν προτίμηση σε κανέναν, εκτός κι αν το ήθελαν. Και συμβουλεύονταν το καρνέ, ακόμα κι αν τα φύλλα του ήταν άγραφα.

Ήταν μεγάλη δυστυχία για μια νεαρή Σμυρνιωτοπούλα να έχει άγραφο το καρνέ της. Φρόντιζε να το καταχωνιάζει στο τσαντάκι ή στον κόρφο της, για να μην το πάρει μάτι. Αντίθετα, όσες είχαν σουξέ, όπως το έλεγαν, το φύλαγαν και το έδειχναν στις φιλενάδες τους, μέχρι την επόμενη αποκριά.

Ο κύριος Συμεών παρακολουθούσε συνεχώς την κόρη του. Ο Αλέξης την είχε εγκαταλείψει στους φίλους του και άρπαζε να χορέψει όποια κοπέλα του γυάλιζε, αδιαφορώντας για το ποιος είχε σειρά.

Ήταν το πιο ζωηρό αγόρι στην αίθουσα και οι κοπέλες λιγώνονταν μπροστά του. Λυγερόκορμος, με αστραφτερά μάτια και πυκνά σγουρά μαλλιά, σαν τα φτερά του κόρακα γυαλιστερά, είχε αποδειχτεί μεγάλος καρδιοκατακτητής.

Τον καμάρωνε ο Συμεών. Είχε πάρει τη θέση του γιου που δεν είχε αποκτήσει. Όταν ο πατέρας του, ο καπετάν Γιακουμής Κατερίνης, ομογάλακτος αδερφός της γυναίκας του, χάθηκε στη Μαύρη Θάλασσα μαζί με τη μητέρα του, την καπετάνισσα, ο Αλέξης ήταν μικρό παιδάκι. Τον πήρε αμέσως κοντά του και τον έκανε γιο του. Και τον αγάπησε σαν παιδί του.

Ήταν έξυπνος, ζωηρός, πολύ ζωηρός, και είχε έντονο ενδιαφέρον για το τι συνέβαινε στον κόσμο. Πάνω στο γραφείο του υπήρχαν πάντοτε κάνα δυο ξένες εφημερίδες, που τις ξεκοκάλιζε με πάθος.

Η μόνη του στενοχώρια του θετού πατέρα του ήταν ότι ο Αλέξης δεν έδειχνε να νοιάζεται για το εμπόριο. Διψούσε για δράση. Το γραφείο τον έπνιγε.

- Αν ήμασταν στην Ελλάδα, θα γινόμουν αξιωματικός του ιππικού, ξεφούρνισε ξαφνικά μια μέρα στο τραπέζι.

- Μόνο που δεν είμαστε στην Ελλάδα. Κι αν θέλεις να γίνεις αξιωματικός, θα πρέπει να…τουρκέψεις, τον πείραζε.

- Πατέρα, έτσι τον έλεγε, δάγκωσε τη γλώσσα σου. Προτιμώ να με σφάξουν!

Τον παρακολουθούσε να αλλάζει τις ντάμες τη μια μετά την άλλη και χαμογελούσε μέσα από τα γένια του. Καμιά δεν είχε αρνηθεί να χορέψει μαζί του. Θα έβαζε στοίχημα ότι όλες κρυφοκαρτερούσαν να τις προσέξει.

Είχε αφαιρεθεί και ο ίδιος. Τράβηξε τη χρυσή αλυσίδα που κρατούσε το ρολόι του. Έριξε μια ματιά. Είχε περάσει η ώρα χωρίς να το καταλάβει.

- Ελάτε…Αλέξη, πάρε τη Μιριάμ να φύγουμε, του φώναξε. Κοίταξε και πάλι το μεγάλο χρυσό ρολόι να βεβαιωθεί.

- Πατερούλη, ήρθε αναψοκοκκινισμένη κοντά του η Μιριάμ. Ας μείνουμε λίγο ακόμα.

- Αρκετά, αρκετά. Κι αύριο μέρα είναι.

Γιάννης Π. Καψής, Όταν οι άγγελοι πέθαιναν στη Σμύρνη, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2008, σ. 131-139.