Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Θυμήθηκε το προηγούμενο βράδυ τις σκέψεις, την απογοήτευσή της. Πόσο άδικο είχε! Αλλά δεν ήταν δικό της μόνο το φταίξιμο.

Είχε φτιάξει στη φαντασία της μια ειδυλλιακή εικόνα για τη Σμύρνη, την Γκιαούρ Ιζμίρ, τη νύμφη του Ερμαίου, την πατρίδα του Ομήρου, το Παρίσι της Ανατολής. Κάθε φορά που η γιαγιά της, η Αγγελική Συμεωνίδη, της μιλούσε για τη Σμύρνη χρησιμοποιούσε και ένα καινούργιο εγκωμιαστικό επίθετο για την πόλη όπου είχε αφήσει φεύγοντας την ψυχή του. Και είχε περάσει ώρες ολόκληρες στα γόνατα της γιαγιάς της τα κρύα βράδια στα προσφυγικά της Καισαριανής. Θα μπορούσε να ζωγραφίσει, αν ήξερε να χρησιμοποιεί τα πινέλα, το Και, την πολυτραγουδισμένη παραλία της, την Αγία Φωτεινή, την Καραντίνα, τα Μορτάκια, τον τουρκομαχαλά, τις Μεγάλες Ταβέρνες.

Την έπαιρνε μαζί της στα ταξίδια της φαντασίας και στις εκδρομές που έκανε σαν νεαρό κορίτσι. Στον Μπουτζά, στο Κορδελιό, στην Κάτω Παναγιά, στο λουλουδιασμένο Μπουρνόβα, όπου είχαν τα εξοχικά τους οι Άγγλοι της Σμύρνης.

- Οι Μπουρνοβαλιές, της έλεγε, ήταν οι πιο ωραίες κοπέλες της Ιωνίας. Με τ’ όνομα. Φημισμένος σε όλη την Ανατολή. Η μητέρα μου, η προγιαγιά σου, ήταν Μπουρνοβαλιά. Η Κατερίνα του Κοντοβασίλη με τ’ όνομα. Και ύστερα από λίγο, σαν να το έφερνε δήθεν η κουβέντα, συνέχιζε. Κρίμα που η αδερφή μου, η Κατίνα, δεν της έμοιασε. Εγώ ήμουν φτυστή εκείνη. Κι εσύ. Κι εσύ από μένα πήρες.

Ήταν περήφανη για την παλιά ομορφιά της η γιαγιά, μια ομορφιά που αγωνιζόταν να κρατηθεί ενάντια στα σημάδια του αδυσώπητου χρόνου. Κάθε πρωί, πριν ακόμη ανοίξει το μάτι της όπως έλεγε, μακιγιαριζόταν. Και δεν είχε φορέσει ποτέ μαύρο.

-Δε μου πάνε, έλεγε. Άσε που είναι και γρουσουζιά.

Δε δίσταζε να καταφύγει και στη μυθολογία ακόμα για να στηρίξει το μύθο της δικής της ομορφιάς.

- Έλεγαν, για να καταλάβεις τι ομορφιά είχαν –της είπε ένα βράδυ δίπλα στο μισοσβησμένο μαγκάλι του προσφυγικού τους πως οι πρώτες γυναίκες του Μπουρνόβα είχαν λουστεί στην πηγή της Αφροδίτης κι από κει πήραν την ομορφάδα τους.

- Μα μου το’χεις πει για τις Σμυρνιές αυτό, γιαγιά.

- Τις Μπουρνοβαλιές νοούσα…Έλεγαν ακόμα πως οι Τσεσμελήδες, που ήταν γερά παλικάρια αλλά πολύ άσχημοι, κορίτσια από τον Μπουρνόβα έκλεψαν ένα βράδυ για να φτιάξουν τη ράτσα τους.

- …

- Ο μύθος των Σαβίνων.

- Ποιών Σαβίνων;

- Αχ, κοριτσάκι μου, όταν αρχίσεις λατινικά θα μάθεις. Και για να την πάρει με το μέρος της πρόσθετε: Μόνον εσύ μου έμοιασες, κοριτσάκι μου.

Δεν είχε πρόβλημα με την εμφάνισή της η Άντζελ. Ψηλή, με ωραίο γεμάτο καμπύλες σώμα, κι ένα πρόσωπο τουλάχιστον ελκυστικό, θα μπορούσε να μοιάζει με τη γιαγιά της. Μόνο που ήταν ξανθιά, σε αντίθεση με τα καστανόμαυρα χρώματα της γιαγιάς. Δεν έλεγε όμως τίποτα για να μην την φέρει σε δύσκολη θέση.

Δεν της αντιμιλούσε ποτέ. Τι κι αν είχαν περάσει χρόνια τόσα, τι κι αν είχε χυθεί αίμα και δάκρυ πολύ. Η γιαγιά ζούσε με τη φαντασία της στην αγαπημένη της Σμύρνη και ανακάτευε στα λόγια τις λέξεις και εκφράσεις που χρησιμοποιούσε στα νιάτα της.

- Καραντίνα… Καρατάσι… Γκιοζ Τεπέ… την μάλωνε με αγάπη όταν γύριζε ξαναμμένη και καθυστερημένη από τις φίλες της. Όμως το καραβάκι που έκανε συνεχώς πέρα δώθε το δρομολόγιο Καραντίνα-Γκιοζ Τεπέ, έτσι κι αυτή, ήθελε να πει, τριγυρνούσε συνεχώς στις φίλες της.

Την είχε φτιάξει τόσο ωραία τη ζωγραφιά της Σμύρνης η γιαγιά της που η σημερινή πόλη της είχε απογοητεύσει.

* * *

Είστε κι εσείς από τα μέρη μας, αν δεν κάνω λάθος; Διέκοψε τις σκέψεις της η Μιριάμ χανούμ με ένα χαμόγελο.

- Μα φυσικά! Δηλαδή η οικογένειά μου. Και όχι μόνον. Αν οι πληροφορίες μου είναι σωστές, οι οικογένειές μας είχαν στενή φιλική και επαγγελματική σχέση, αν όχι και κάποια μακρινή συγγένεια. Έτσι τουλάχιστον μου έλεγε ο θείος Αλέξης,

- Ο Αλέξης…o θείος Αλέξης…εκείνο το ξανθό αγόρι…

- Τον θυμάστε;

- Σαν να ήταν χθες. Ο αγαπημένος μου αδερφός. Δεν ήταν πραγματικός αδερφός μου, αλλά τον αγαπούσα περισσότερο κι από αδερφό.

- Μα. Τότε, τι είπα, είμαστε στενοί συγγενείς, ξαδέρφες ή κάτι τέτοιο. Συγνώμη, όλο τα μπερδεύω όταν προσπαθώ να ξετυλίξω το κουβάρι των συγγενών μου.

Γιάννης Π. Καψής, <ι>Όταν οι άγγελοι πέθαιναν στη Σμύρνη, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2008, σ. 122-123.