Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΌταν οι άγγελοι πέθαιναν στη Σμύρνη
Σαϊτάν ντοβλέτ
- Όλοι στο Σαϊτάν ντοβλέτ, ούρλιαξε ο Χασάν ρίχνοντας ένα σαρκαστικό βλέμμα στον Αλέξη, που είχε μείνει σύξυλος.
Τώρα που είχε φύγει ο Φερχάτ, το αίμα των δυο μικρών πολέμαρχων
είχε ανάψει και πάλι.
Το ντοβλέτι που είχε στήσει με τους σατανάδες του ο Χασάν ήταν ένα άνοιγμα μέσα σε μια συστάδα κυπαρισσιών στα ριζά του μικρού νεκροταφείου. Εκεί, μέσα στα μνήματα, κάτω από το χώμα, Τούρκοι και γκιαούρηδες αναπαύονταν ειρηνικά. Επάνω οι νεαροί σατανάδες ήταν έτοιμοι να ματώσουν.
Έβραζε από θυμό ο Αλέξης βλέποντας τα μικρά Ελληνάκια να παίζουν στο στρατό του Χασάν παριστάνοντας τους Τούρκους στρατιώτες. Φανταστικός εχθρός ο στρατός των γκιαούρηδων και ορμούσαν εναντίον του φωνάζοντας «Αλλάχ…μπιρ Αλλάχ».
«Να κάνουν τέτοιες αλλοκοτιές τα δικά μας…» Τους άκουγε και φούσκωνε ο θυμός του.
Προτιμούσε τις πρώτες μέρες να μένει μοναχός του κάτω από μια πλατύφυλλη συκιά κάνοντας διάφορα σχέδια στο χώμα, που τα έσβηνε βιαστικά, σαν να έκρυβαν πολύτιμα μυστικά, όταν ξεθάρρευε και πλησίαζε κανείς. Και ήταν η περιέργεια που τραβούσε όλο και περισσότερα γκιαουράκια κάτω από τη συκιά.
- Τι είναι αυτό που σχεδίαζες; Τόλμησε κάποια στιγμή να τον ρωτήσει ένας μικρός. Ίσως ο πιο μικρός και απονήρευτος.
- Το Γιουνανιστάν, η Ιωνία, η πατρίδα μας, απάντησε αδιάφορα ο Αλέξης.
- Μα εμείς είμαστε ραγιάδες, τόλμησε να αντιμιλήσει στον Αλέξη ένα άλλο μυξιάρικο εκείνο το πρωινό.
Του θύμωσε τον εαυτό του.
- Όχι, απάντησε χαμογελαστά. Είμαστε Έλληνες και είναι ντροπή στο παιχνίδι να πολεμάτε τους…Έλληνες. Θα σας τουρκέψει ο Χασάν.
Πολύ γρήγορα η συκιά δεν έδινε πολύ ίσκιο για όλο τα παιδόπουλα. Είχαν πληθύνει, και ο Αλέξης τα τράβηξε πιο μακριά, κάτω από ένα γέρικο πλατάνι που τα κλαδιά του μπλέκονταν με τα διπλανά δέντρα. Με λίγη φαντασία θα μπορούσε να γίνει η σπηλιά του Αλή Μπαμπά.
Εδώ θα είναι το Γιουνανιστάν, είπε ο Αλέξης καθώς σκαρφάλωναν στα γέρικα κλαδιά.
Θα παίξεις καμιά φορά; τον προκάλεσε και πάλι ο Χασάν. Έβλεπε τα περίεργα κρυφομιλήματά του με τα γκιαουράκια και είχε παραξενευτεί.
- Ναι, θα παίξω, απάντησε το ίδιο προκλητικά ο Αλέξης,
Ο Χασάν στάθηκε για λίγο σαστισμένος. Δεν το περίμενε. Αμέσως όμως ξαναβρήκε το τουπέ του.
- Οι σπαχήδες μου εδώ. Και οι…
- Οι Γιουνάνηδες μαζί μου, αντιφώναξε ο Αλέξης.
Οι πέτρες άρχισαν να σφυρίζουν στον αέρα. Οι μικροί πολεμιστές άφηναν κραυγές να τρομάξουν τον εχθρό και να πάρουν κι οι ίδιοι θάρρος. Έτρεμαν τα χέρια τους και οι πέτρες έφευγαν, ευτυχώς στο γάμο του Καραγκιόζη. Όρμησαν γαβγίζοντας και τα σκυλιά, που άφησαν τον τεμπέλικο ύπνο τους για να πάρουν μέρος στο παιχνίδι. Λαχτάρισαν οι μανάδες. Έβαλαν τις φωνές μην τολμώντας να μπλέξουν στο πετρομάνι.
- Πίσω στο Γιουνανιστάν! φώναξε ο Αλέξης.
Ήταν θυμωμένος. Τους είχαν πάρει στο κατόπι. Πιο πολλά, βλέπεις, τα Τουρκάκια, και δεν είχαν ξεθαρρέψει όλοι οι Γιουνάνηδες να έρθουν μαζί του. Δεν τολμούσαν να αψηφήσουν τον Χασάν. Ήταν και πιο πολλά τα τουρκοχώρια στο τσιφλίκι. Τρία τουρκοχώρια, ένα ελληνικό και το νταλιάνι. Άσε που οι Τούρκοι έκαναν παιδιά αβέρτα.
Στην εξορία
Ήταν θυμωμένος ο Αλέξης. Κι όχι μόνο για το πάθημά τους. Στο τσιφλίκι ένιωθε σαν να ήταν εξορία. Και σαν να μην του έφταναν αυτά, ανησυχούσε για τη μητέρα του. Ήταν βαριά άρρωστη σαν έφυγε, όταν τον υποχρέωσαν να φύγει, και δεν ήξερε αν ζούσε ή μήπως και…Ούτε να το σκεφτεί δεν τολμούσε.«Όλα πάνε περίφημα!» έλεγε ο γιατρός κάθε που ερχόταν να την εξετάσει. Πλησίαζαν οι μέρες της, και η κυρία Κατίνα θα έφερνε στον κόσμο το δεύτερο παιδί της
Ο Συμεών ήταν αναστατωμένος. Δεν ήταν εύκολη η γέννα στη Μύριαμ και ανησυχούσε, αλλά προσπαθούσε να μην το δείχνει. Δεν τα κατάφερνε.
Περίμενε να ακούσει και πάλι το «όλα πάνε περίφημα» ο Αλέξης. Αλλά αυτή τη φορά ο γιατρός, ένα ξερακιανό ανθρωπάκι με μαύρη ρεντιγκότα, που η γυαλάδα της έδειχνε την ηλικία της, βγήκε από το δωμάτιο της μητέρας του συνοφρυωμένος. Έβγαλε τα στρογγυλά γυαλάκια του με το συρμάτινο σκελετό, τα σκούπισε προσεκτικά και με ευλάβεια τα έβαλε στη μεταλλική θήκη τους.
«Θα συνιστούσα», τον άκουσαν να λέει, «να ζητήσουμε και τη γνώμη ενός Άγγλου συναδέλφου μου, του δόκτορα Ρέντιγκ. Είναι αυθεντία και…Ίσως να τον χρειαστούμε εις τον τοκετό, και θα ήτο καλόν να έχει σχηματίσει εγκαίρως γνώμην δια το πρόβλημα που ενδεχομένως θα αντιμετωπίσουμε.
Στάθηκαν αρκετά τα λίγα εκείνα λόγια του γιατρού για να αλλάξει η ζωή της οικογένειας. Άφησαν το αρχοντικό του Μπουρνόβα και γύρισαν στη Σμύρνη, στο βερχμανέ τους. Ήθελαν να είναι κοντά στο νοσοκομείο, αν χρειαστεί, και για να έρχεται πιο συχνά ο Άγγλος δόκτορας.
Η μητέρα δε σηκωνόταν πια από το κρεβάτι. Της είχαν πει να μένει ακίνητη. Ο Συμεών ήταν αμίλητος, συννεφιασμένος. Βημάτιζε πέρα δώθε όλη την ώρα και συχνά τον έβρισκε η αυγή στο πόδι. Είχε αφήσει όλη τη δουλειά στον Καρίμ. Ήταν το λιγότερο που τον ένοιαζε.
Οι γυναίκες μπαινόβγαιναν αμίλητες στο δωμάτιο της άρρωστης να την περιποιηθούν μην και θελήσει κάτι.
Ο Αλέξης είχε αναλάβει να νταντεύει τη μικρούλα Μιριάμ. Καταλάβαινε το μωρό ότι κάτι κακό συμβαίνει και έμενε ζαρωμένο σε μια γωνιά μισοκλαίγοντας. Έπαιζε μαζί της ο αδερφός της, προσπαθούσε να την κάνει να γελάσει, μα πάντοτε έβρισκε την ευκαιρία να τρυπώσει στο δωμάτιο. Καθόταν σ’ ένα σκαμνί δίπλα στη μητέρα του και την κοιτούσε μ’ ένα βλέμμα γεμάτο λατρεία. Κι εκείνη του χαμογελούσε γλυκά – μόνο εκείνη ήξερε να χαμογελά τόσο γλυκά.
Πόσο του είχε λείψει το χαμόγελο εκείνο.
- Αύριο το πρωί, του είχε πει απρόσμενα ένα βράδυ ο πατέρας του, θα φύγετε μαζί με τη Μιριάμ για το τσιφλίκι. Θα έρθει και η Φατιμά μαζί σας να σας φροντίζει.
- Μα, πατέρα, δε θέλω να φύγω. Πρέπει να είμαι εδώ. Θα χρειαστώ! Δεν μπορώ να φύγω. Δε θέλω.
- Πρέπει.
- Θέλω να είμαι εδώ, μπορεί να χρειαστεί κάποια βοήθεια η μητέρα.
- Η μεγαλύτερη βοήθεια που μπορεί να της δώσεις είναι να πάρεις την αδερφή σου και να φύγετε. Μόνη της η Μιριάμ θ’ αγριευτεί. Και δεν μπορεί να τριγυρίζει μέσα στα πόδια μας.
* * *
Η πίκρα κι ο θυμός κόχλαζαν στην ψυχή του. Οι δικοί του τον είχαν ξεχάσει στο τσιφλίκι. Έτσι το έβλεπε. Οι Γιουνάνηδές του τον είχαν ντροπιάσει και πάλι. Λαγοί έγιναν μπροστά στα μεμετάκια. Κοκκίνισε. Γύρισε. Ο Χασάν ερχόταν κατά πάνω του.
- Κάνε πίσω! του φώναξε σφίγγοντας ένα λιθάρι στη μικρή χούφτα του. Θα σε χτυπήσω.
- Κάνε εσύ πίσω, γιατί θα σε χτυπήσω κι εγώ.
- Δε χωρατεύω, κρατάω πέτρα.
- Κι εγώ κρατάω πέτρα, κι αν θες να μάθεις αν χωρατεύω κάνε ένα βήμα.
Τρομαγμένοι οι στρατιώτες τους είχαν μαζευτεί πίσω από τους αρχηγούς τους, αρκετά μέτρα μακριά. Φοβόντουσαν. Κάτι τους έλεγε πως αυτό που έβλεπαν τα μάτια τους δεν ήταν πια παιχνίδι.
Οι δύο αρχηγοί συνέχισαν να απειλούν και να προκαλούν ο ένας τον άλλο. Να τρομάξουν ήθελαν τον απέναντι και να πάρουν θάρρος κι οι ίδιοι. Και χωρίς να το ξέρουν, χωρίς να το έχουν διαβάσει πουθενά, υπακούοντας στο ορμέμφυτο της ανθρώπινης ράτσας, ξαναζωντάνευαν πανάρχαιες συνήθειες των προγόνων τους.
- Φύγε, φύγε από το δρόμο μου!
- Εδώ θα σταθώ. Δε φεύγω!
- Θα σου ’ρθει…
- Και σ’ εσένα…
Ποιο χέρι κατέβηκε πρώτο, ποιο λιθάρι ήταν εκείνο που ξέσκισε σάρκα δε θα μπορούσε κανείς να πει με βεβαιότητα. Σχεδόν ταυτόχρονα το αίμα ξεπήδησε βάφοντας το ίδιο τα δυο παιδικά κεφαλάκια. Δυο γδούποι, δυο κραυγές πόνου, ένα σφιχταγκάλιασμα να ρίξει ο ένας τον άλλο κάτω. Σωριάστηκαν ο ένας πάνω στον άλλο.
- Μάνα! Μάνα, τρέχα, σκοτώθηκαν.
- Ο Χασάν. Του άνοιξαν το κεφάλι!
- Φατιμά, ο Αλέξης πεθαίνει!
Τα παιδόπουλα είχαν σκορπίσει τρομαγμένα σαν σμάρι από σπουργίτια που τα κυνηγάει η αλεπού. Φώναζαν, έκλαιγαν, έτρεχαν πέρα δώθε, μην ξέροντας τι να κάνουν και που να κρυφτούν. Τα σκυλιά, που μέχρι τότε έπαιζαν με τα μικρά, σαν μύρισαν αίμα άρχισαν να γρυλίζουν αγριεμένα. Οι γυναίκες χύθηκαν στο πλάτωμα, και τα δικά τους ουρλιαχτά πιο δυνατά και από των σκυλιών.
Η γρια-Φατιμά ξέχασε τα χρόνια της, τους πόνους των ποδιών της. Έφτασε πρώτη πάνω από τα δυο ματωμένα κορμάκια και ρίχτηκε στον Αλέξη της. Δε φώναξε, δεν ούρλιαζε. Έκλεισε στην αγκαλιά της το μικρό αγόρι και το ανασήκωσε. Ένιωσε δίπλα της να ξεπεζεύει ο Φερχάτ. Άρπαξε εκείνος στα χέρια του τον Χασάν.
- Φέρε και τον Αλέξη στο δικό μου γιατάκι! πρόσταξε. Και γυρίζοντας στις γυναίκες φώναξε: Φέρτε μου νερό, να βράσει πρώτα, και ξίδι από το περσινό, όχι γλυκάδι. Κι ένα μεγάλο σεντόνι. Εσύ, Αλή, φέρε από την αποθήκη καπνό, καπνό ψιλοκομμένο. Κι αν δεν έχει, διάλεξε φύλλα περσινά, ξεραμένα.
Τα δυο σκανταλιάρικα ήταν ξαπλωμένα δίπλα δίπλα στο μεγάλο κρεβάτι. Τα ματάκια τους τρεμόπαιζαν. Πονούσαν. Ήθελαν να βογκήξουν, μα φοβόντουσαν τον Φερχάτ, αμίλητος εκείνος έπλυνε τις πληγές τους πρώτα με ζεστό νερό. Το δυνατό ξίδι τα έτσουξε. Προσπάθησαν να πνίξουν τις φωνούλες τους. Φοβόντουσαν μα και ντρέπονταν μαζί. Να τους ακούσουν οι άλλοι, οι στρατιώτες τους, τι αρχηγοί θα ήταν;
Ο Φερχάτ έτριψε ξερά φύλλα καπνού πάνω στις πληγές τους, έσκισε το σεντόνι σε λωρίδες κι έδεσε τα πληγωμένα κεφάλια τους προσεκτικά.
Δεν είχε πει λέξη μέχρι εκείνη τη στιγμή. Σαν τελείωσε σηκώθηκε, τους έριξε μια ματιά και κούνησε το κεφάλι του.
- Κοιμηθείτε τώρα ο ένας δίπλα στον άλλο κι αύριο τα λέμε.
- Τα χέρια σου είναι γεμάτα αίματα είπε ο Χασάν σαν ξεμάκρυναν τα βήματα του πατέρα του. Μάτωσες πολύ; ρώτησε σαν να ζητούσε συγγνώμη.
- Δικά σου αίματα είναι. Όταν σ’ έπιασα από τα μαλλιά. Αλλά και τα δικά σου χέρια μέσα στο αίμα είναι. Κοίτα.
- Τότε, θα πρέπει να είναι δικά σου αίματα.
- Σμίξανε τα αίματά μας; Αυτό θέλεις να πεις;
- Καταπώς βλέπω…Ξέρεις τι λένε;
- Και βέβαια ξέρω.
- Και θέλεις;
- Αν θέλεις κι εσύ. Θέλεις να γίνουμε καρντάσηδες, αδερφοποιτοί;
Το βράδυ σαν γύρισε ο Φερχάτ είδε τα δυο παιδιά να κοιμούνται δίπλα δίπλα. Είχαν αποκοιμηθεί κρατώντας σφιχτά ο ένας το χέρι του άλλου. Το πρωί έφυγε χωρίς να τους πει λέξη.
Οι δυο στρατοί συνέχιζαν να παίζουν πετροπόλεμο. Αλλά όχι ο ένας εναντίον του άλλου. Γιουνάνηδες και οσμανλήδες πολεμούσαν τους ληστές, που τρομοκρατούσαν τα χωριά.
- Προσέξτε, τους είπε ένα απομεσήμερο ο Φερχάτ χαμογελώντας πειραχτικά. Προσέξτε μην τα βάλετε με τους τσερκέζους. Εμείς δεν κάνουμε πίσω.
Γιάννης Π. Καψής, Όταν οι άγγελοι πέθαιναν στη Σμύρνη, Εκδόσεις Λιβάνη, Αθήνα, 2008, σ. 224-231.