Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΌταν οι άγγελοι πέθαιναν στη Σμύρνη
Μια συμφωνία
Οι δυο φίλοι είχαν καθίσει στην ταβέρνα του Γιαννούλη, την πιο ξακουστή στη Σμύρνη και σε όλη την Ανατολή. Αν και ποια από τις Μεγάλες Ταβέρνες δεν ήταν ξακουστή;
Ήταν μια μικρή πόλη μέσα στην πόλη οι Μεγάλες Ταβέρνες. Αραδιασμένες κατά μήκος ενός στενού δρόμου, που ξεκινούσε από το καμπαναριό της Αγίας Φωτεινής και έφτανε μέχρι τα αρμένικα, ήταν ένας μαχαλάς πολύβουος, γεμάτος ζωή πάντοτε.
Κάθε βράδυ κατέφθαναν εκεί τα παλικάρια της Σμύρνης –που το είχαν καύχημα να λένε πως πήγαν στις Μεγάλες Ταβέρνες- , τζελέπηδες από τα βάθη της Ανατολής, αλλά και πολλοί πλούσιοι καλοστεκούμενοι Σμυρνιοί καλοφαγάδες.
Ούτε στη Λέσχη των Κυνηγών ούτε στου Κραίμερ μπορούσε να φάει κανείς, να γλεντήσει, όπως στις Μεγάλες Ταβέρνες.
Όταν ο Αλέξης πάτησε στα δεκαοκτώ, ο Συμεών τον πήρε μαζί του, παρέα με φίλους του, στην ταβέρνα του Γιαννούλη.
-Πρόσεχε, του είπε, θα δοκιμάζεις λίγο λίγο τους μεζέδες, γιατί σερβίρουν πολλούς και είναι όλοι τους να γλείφεις τα δάχτυλά σου. Μη βαρυστομαχιάσεις, τον πείραξε.
- Πατέρα, είμαι άντρας πια, απάντησε πειραγμένος.
-…Και μην ξεθαρρέψεις που φέρνουν το ούζο με τις καράφες. Είναι για τους τζελέπηδες και τους κοντραμπατζήδες οι καράφες. Αυτοί είναι μαθημένοι. Κι εγώ προσέχω. Γλυκόπιοτο μα άτιμο ποτό το ούζο. Έτσι και μεθύσεις είσαι δυο μέρες άρρωστος.
Ήταν όλα όπως του τα είχε πει. Μεζέδες, άφθονοι μεζέδες, παστά και θαλασσινά, ψάρια από τα νησιά, καλκάνι από τη Μαύρη Θάλασσα. Ακολουθούσαν τα κυνήγια, τσίχλες, πέρδικες, λαγοί και αγριογούρουνο ακόμα.
Οι Τούρκοι σκότωναν τα αγριογούρουνα που τους κατέστρεφαν τα καλαμποχώραφα. Αλλά δεν τα έτρωγαν. Το απαγόρευε η θρησκεία τους. Και οι χριστιανοί τα αγόραζαν πάμφθηνα.
Αλλά όταν έφτασαν τα φρούτα, ο Αλέξης έμεινε με το στόμα ανοιχτό. Ήταν σκεπασμένα με άφθονο χιόνι, και δεν είχε ξαναδεί ποτέ του χιόνι. Οι μερακλήδες του Γιαννούλη δεν καταδέχονταν τον πάγο. Ήταν καλός μόνο για τα ψάρια.
-Να σκεφτείς, του εξήγησε, ότι τον φέρνουν με τις καμήλες από το Μποζ Νταγ μέσα σε τρίχινα τσουβάλια για να διατηρείται. Από τα δέκα τσουβάλια που φορτώνουν, δε φτάνει εδώ πάγος αρκετός για να γεμίσει δυο, άντε τρία τσουβάλια, αν έχει πιάσει το κρύο.
Ένιωθε λεύτερος στις Μεγάλες Ταβέρνες ο Αλέξης ακόμα κι εκείνες τις δύσκολες μέρες. Και δεν είχαν άδικο. Τούρκος δεν πατούσε το πόδι του, κι όσοι είχαν ντράβαλα με τους ζαπτιέδες, αν το είχαν σκάσει από το καρακόλι, έβρισκαν εκεί καταφύγιο. Τους έκρυβαν, τους τάιζαν, τους έδιναν χαρτζιλίκι και με το πρώτο καραβάνι τους φυγάδευαν στα Βουρλά. Εκεί ήταν πια ελεύθεροι.
Από τότε που είχαν πιάσει τον πατέρα του, πήγαινε σχεδόν κάθε βράδυ στου Γιαννούλη ο Αλέξης. Όχι για να γλεντήσει. Προσπαθούσε να πνίξει στο ούζο την οργή του.
Έτσι έκανε και μια αποκοτιά. Ένα μεσημέρι πήρε μαζί του και τον Χασάν. Ήταν αδερφοποιτοί. Χρόνια τώρα, και ας ήταν φλογερός Ρωμιός ο ένας, πιστός Τούρκος ο άλλος.
Ο μαγαζάτορας στραβοκοίταξε, είναι αλήθεια, τον ξένο. Δεν ήξερε πούθε κρατούσε η σκούφια του. Τα γκρίζα μάτια του δεν ήταν εγγύηση. Του έφτανε όμως ότι ήταν παρέα με τον Αλέξη και δεν είπε λέξη.
Στου Γιαννούλη ήταν καθισμένοι οι δυο φίλοι και τα κρυφομιλούσαν.
-Άφησε τώρα το Θανασάκη, είπε ο Χασάν. Εσύ τι σκέφτεσαι να κάνεις;
-Αυτές τις μέρες ο κατής θα πάρει την απόφασή του για τον πατέρα. Δεν ξέρω τι θα κάνω, αλλά δε θα τον αφήσω να σαπίσει στο καρακόλι.
- Μην ξεχνάς ότι έχεις μητέρα και αδερφές. Άσε που κινδυνεύεις κι ο ίδιος. Έτσι και σε στείλουν στα Αμελέ Ταμπουρού…
-Μα πλήρωσα το πατέλι. Έχω απαλλαγεί από τη στρατιωτική θητεία.
- Μωρέ, θα πήξει ποτέ το μυαλό σου; Έχει καταλάβει σε τι χρόνια ζούμε; Πλήρωσες και πήρες ένα χαρτί. Έτσι και το δείξεις σ’ έναν τσέτη θα το σκίσει και θα σε σύρει στο Μπεϊλέρ Σοκάκ να πάρει το μπαξίς. Πληρώνουν όποιον τους παραδώσει φυγόστρατο.
-…
- Τι σκέφτεσαι;
- Τα λόγια σου. Είσαι σίγουρος, μωρέ Χασάν, πως είσαι με τη μεριά που σου αξίζει;
- Αλέξη, κατάλαβέ το, Τούρκος είμαι και…
- Μίλα πιο σιγά. Θα μας ακούσουν και τότε…
- Βλέπεις; Στην Τουρκιά είμαι και φοβάμαι να φωνάξω πως είμαι Τούρκος. Και να ’ταν μόνο αυτό;
-…
- Το μιλέτι μας κινδυνεύει. Ο σουλτάνος σκύβει το κεφάλι και κάνει ό,τι τον προστάξουν οι ξένοι. Οι ιμάμηδες κι οι χοτζάδες καλούν τους πιστούς να υποταχτούν στο κισμέτ και να μην ξεσηκωθούν. Και οι Αρμένηδες θέλουν να αρπάξουν ένα κομμάτι της πατρίδας μας να φτιάξουν δικό τους μιλέτι.
- Σταμάτα, Χασάν. Δεν αντέχω άλλες σκοτούρες. Μου φτάνουν οι δικές μου. Αυτή τη στιγμή ο πατέρας μου σαπίζει στο καρακόλι. Μάτι δεν κλείνω τη νύχτα. Έμεινε για λίγο συλλογισμένος και πρόσθεσε. Βρε ας μην είχα τις αδερφές μου, τη μάνα μου, και ήξερα…
- Αν θέλεις, παίρνω τους δικούς σου στο τσιφλίκι. Κανείς δε θα τους πειράξει.
- Έτσι που πάνε τα πράγματα, φοβάμαι. Φοβάμαι πως κανείς δε θα είναι σίγουρος πουθενά.
- Κι εγώ το έχω σκεφτεί. Έχω σκεφτεί πολύ χειρότερα, και για μας τους δυο.
- Δηλαδή;
- Αν τα μιλέτια μας πάνε ξανά σε πόλεμο, τι θα κάνουμε;
- Θα πολεμήσουμε, ο καθένας για το δικό του μιλέτι.
Βαθιά συλλογή έπεσε. Ανάκατες οι σκέψεις, όλες βαριές, συννεφιασμένες.
Βρε Αλέξη, μίλησε πρώτος ο Χασάν, έχεις σκεφτεί αν ποτέ βρεθούμε σ’ αντικριστά μετερίζια; Ο ένας απέναντι στον άλλο;
- Θα τουφεκιστούμε, το ξέρεις και το ξέρω.
- Ναι, το ξέρω, αλλά… οι τουφεκιές πολλές φορές σκοτώνουν.
- Κισμέτ. Αν ο Θεός ή ο Αλλάχ το ’χουν γράψει έτσι, μπορεί και να με σκοτώσεις. Δε θα σου κρατήσω κακία.
- Ούτε εγώ…αν με σκοτώσεις εσύ.
- Ένα μόνο θα ’θελα.
- Σαν τι;
- Αν με σκοτώσεις…θέλω εσύ, μωρέ Χασάν, να μου κλείσεις τα μάτια. Θα το κάνεις;
- Κι εσύ. Εσύ να μου κλείσεις τα δικά μου μάτια, αν πάω από δικό σου βόλι.
Είχαν βουρκώσει. Έσφιγγαν δυνατά τα χέρια τους πάνω στο τραπέζι, τόσο δυνατά που το αίμα σταμάτησε να τρέχει στις φλέβες τους. Το ίδιο σφιχτά όπως τότε στο τσιφλίκι. Μόνο που τότε έπαιζαν. Θυμήθηκε…
* * *
Είχαν μείνει, εκεί στου Γιαννούλη, στις Μεγάλες Ταβέρνες, σφίγγοντας ο ένας το χέρι του άλλου, έτσι όπως και τότε στο τσιφλίκι.
Αμίλητοι. Έβλεπαν τη ζωή τους να αλλάζει χωρίς να μπορούν να τη συγκρατήσουν. Και χωρίς να θέλουν. Δεν τους τρόμαζαν οι μέρες που έρχονταν. Μόνον ο ένας για τον άλλο νοιαζόταν.
- Αλέξη, σε παρακαλώ, μίλησε πρώτος ο Χασάν, πήγαινε στο τσιφλίκι, κρύψου για λίγο.
- Απόψε μ’ έχει φωνάξει ο Καρίμ. Μου παράγγειλε πως είναι κάτι πολύ σημαντικό. Όταν πέσει το σκοτάδι, θα ξεκινήσω για το τσιφλίκι,
- Στη γέφυρα των καραβανιών θα περιμένω μ’ έναν αραμπά και δυο δικούς μου. Θα χωθείς μέσα στο χόρτο και δε θα σε πάρει μυρουδιά κανείς.
- Σύμφωνοι.
- Θα περιμένω, όσο κι αν χρειαστεί.