Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΠολλές ζωές στη Σμύρνη
…Κατηφορίζει. Γύρω του, παντού ερημιά. Δεν υπήρχε ψυχή σ’ ολόκληρη τούτη την πλούσια συνοικία της Σμύρνης. Μόνο οι καυτερές ηλιαχτίδες στα κεραμίδια, στις μανόλιες, στα κλειστά παντζούρια. Ολόισια μπροστά του ο κόλπος της Σμύρνης. Απέραντος, γαλήνιος, κλειστός στις δυο άκρες του. Από που, στο διάβολο, μπαίνει κανένας σε τούτο τον κόλπο; Από ποια μεριά βγαίνεις στο ανοιχτό πέλαγος;
Σε τούτον εδώ τον κόλπο αγκυροβόλησε το 1919 ο ελληνικός στόλος. Από τούτες τις ακτές αποβιβάστηκε ο ελληνικός στρατός στη Μικρασία με εγγλέζικη εντολή, την εποχή ακριβώς που θερίζανε τα στάρια. Και αργότερα, το ζεστό καλοκαίρι του 1922, πάλι από τούτες τις ακτές εγκατέλειψε πίσω του την πόλη που είχε κάψει. Αν κοιτάξει κανείς την πόλη από ψηλά διακρίνει ακόμα εδώ κι εκεί τα ερείπια της πυρκαγιάς. Ανάμεσα από τις φλόγες ο Αχμέτ αντίκρισε το άγαλμα του πρώτου Τούρκου καβαλάρη που ορμάει μέσα από τις φλόγες.
Ναζίμ Χικμέτ, Οι ρομαντικοί
11
«Πύργος ελέγχου Προύσας, Τάγκο Τσάρλι Μπράβο Άλφα Τσάρλι (TC-BAC). Καλημέρα».
«Εντάξει, Τσάρλι. Πλησιάζοντας Μπαλούκεσιρ ειδοποίησε τον πύργο. Καλή πτήση…»
Ο Ισίκ και η Αλέβ πετούσαν προς τη Σμύρνη με το μικρό Τσέσνα 172. Μετά την τελευταία συνεδρία ύπνωσης του Ισίκ, είχαν περάσει μια μέρα στο κτήμα του Χουσεΐν. Είχαν πάει όλη μέρα για ιππασία και είχαν κάνει μακρινούς περιπάτους στην αμμουδιά. Τη νύχτα, στο φεγγαρόφωτο, έστρεψαν τα ηχεία των χιλίων βατ προς τη θάλασσα και άκουσαν σε υψηλή ένταση την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν μπροστά στη φωτιά που είχαν ανάψει. Όταν στο φινάλε άρχισαν το βιολοντσέλο και τα κοντραμπάσα να παίζουν την Ωδή στη χαρά, αυτό τον ύμνο στην αδελφοσύνη και στη χαρά της ζωής, μπήκαν και οι τρεις στη χορωδία αφήνοντας να κλέψει την ψυχή τους εκείνη η ύψιστη μελωδία που, όπως έλεγε ο Βάγκνερ, ήταν «ένα φύσημα του ανέμου σαν ανατριχίλα της ψυχής».
Εκείνη τη νύχτα η Αλέβ είχε πει στον Ισίκ πως, όταν παρουσιαζόταν μια ευκαιρία, θα ήθελε να δει τη Σμύρνη. Καθώς κουβέντιαζαν, κάπως τυχαία έγινε λόγος για τα παιδικά χρόνια της Αλέβ στο Σεν-Μαλό και για κείνη τη νύχτα της καταιγίδας.
«Όσο η μητέρα μου μιλούσε μόνη της, κοιτάζοντας την κιτρινισμένη φωτογραφία που είχε πάνω στο εικονοστάσι, επαναλάμβανε τη λέξη “Ισμίρνι” σ’ εκείνη τη γλώσσα που δεν καταλάβαινα. Τώρα που το ξανασυλλογίζομαι ίσως αναφερόταν πραγματικά στη Σμύρνη. Είναι δυο μέρες τώρα που σκέφτομαι την πόλη αυτή. Ζω τόσα χρόνια στην Τουρκία κι ακόμα δεν είχα την ευκαιρία να τη γνωρίσω. Ήρθε στο νου μου από τότε που σ’ άκουσα να μου μιλάς για τις διηγήσεις της γιαγιάς σου όταν ήσουν μικρός.»
Ο Ισίκ της είπε ότι θα ήταν θαυμάσιο να πάνε στη Σμύρνη και ότι θα μπορούσαν να πετάξουν αμέσως την επομένη. Θα μπορούσαν επίσης, εκτός από τη Σμύρνη, να πάνε στην Έφεσο και ακόμα παραπέρα, στις άλλες αρχαίες πόλεις, Πριήνη, Μίλητο, Δίδυμα.
«Η Σμύρνη είναι ένας τόπος που πάντα θ’ αγαπώ πάρα πολύ. Δεν ξεχνώ τα παιδικά μου χρόνια με τις χαρές τους, όπου με μιας δεκάρας δόλωμα έπιανα σπάρους και λιδάκια. Κι επίσης τα σαλταρίσματα πίσω από τα αμαξάκια και το ξύλο με το μαστίγιο που έτρωγα από τους αμαξάδες… Κι ακόμα, τα αρώματα από τα νυχτολούλουδα, τα γιασεμιά και τα φούλια. Κι ένα σωρό άλλες ομορφιές…
»Αν πεις για τους διαγωνισμούς που κάναμε στο πέταγμα του χαρταετού και τους ονομάζαμε με το σμυρναίικο ιδίωμα “μπαϊράκ”… Ήταν μεγάλη υπόθεση το κονταροχτύπημα των “μπαϊράκ” στον αέρα. Τοποθετούσαμε στο τεντωμένο νήμα του χαρταετού ένα ξυραφάκι και στη συνέχεια, την ώρα που ο χαρταετός πετούσε, τον κάναμε ν’ ανεβοκατεβαίνει τραβώντας το σπάγκο, έτσι ώστε να αγγίξει το σπάγκο του χαρταετού του αντιπάλου. Το ξυραφάκι έκοβε το σπάγκο του άλλου χαρταετού, που αμέσως αναποδογύριζε κι άρχιζε η ακατάστατη πτώση του σαν ξεφούσκωτο μπαλόνι. Γι’ αυτό ξεσπούσαν μεγάλοι καβγάδες ανάμεσα στους κατόχους των χαρταετών. Το παράξενο ήταν ότι σ’ αυτούς τους διαγωνισμούς των χαρταετών, τις γιορτινές ημέρες, έπαιρναν συνήθως μέρος ακόμα και οι ενήλικες. Δεν ξεχνώ τον πατέρα μου, που έλεγε ότι το καλύτερο “μπαϊράκ” το έφτιαχνε ο Μουσά εφέντης, ο παντοφλάς στο Μπεϊλέρ σοκάκ.
»Πάνε πολλά χρόνια μετοίκησα στην Ισταμπούλ. Αλλά πάντα βρίσκω μια αφορμή να επιστρέφω στην όμορφη πόλη μου των πέντε χιλιάδων χρόνων, παρ’ όλο το θυμό και τη στενοχώρια που νιώθω για όσα της έχουν κάνει: Για τον απαράμιλλο κόλπο της, που έχει μολυνθεί από την τυφλή ασυνειδησία και τα συμφέροντα κάποιων, για τα παραλιακά αρχοντικά της, που στέκονται στη σειρά σαν δουλεμένα από φίλντισι, και κατεδαφίστηκαν ένα ένα, για να στηθούν στη θέση τους κακάσχημοι όγκοι από μπετόν, και για ένα σωρό άλλες αγριότητες που έχει υποστεί.
»Ξέρεις, η Σμύρνη, όπως η Ισταμπούλ, η βασιλίδα των πόλεων, είναι κι αυτή γένους θηλυκού. Γι’ αυτό με ξετρελαίνουν πάντα οι στίχοι ενός μεγάλου μας ποιητή γι’ αυτήν.
Η θάλασσα της Σμύρνης είναι κοπελιά
—της Σμύρνης είναι η θυγατέρα—
σαν κόρη και σαν θάλασσα μυρίζουν τα στενά…
»Οι έρωτες στη ζωή των ανθρώπων δεν είναι απαραίτητα είτε γυναίκες είτε άντρες. Κάποιες πόλεις, κάποιοι τόποι ή ένα οποιοδήποτε κομμάτι της φύσης μπορεί να προξενήσουν μεγάλο πάθος. Για μένα η Σμύρνη είναι ακριβώς αυτό. Εξοργίζομαι με τις βαναυσότητες που της κάνουν και υμνώ τις ομορφιές της.
»Τέλος πάντων, σε λίγο θα δεις και με τα μάτια σου. Αλλά σε προειδοποιώ, όσο κι αν τώρα κάποιοι ιθύνοντες ιδεαλιστές καταβάλλουν προσπάθεια για να της ξαναδώσουν τη χαμένη ομορφιά της, δε θα βρεις τίποτε από το παλιό μεγαλείο της Σμύρνης, πέρα από λιγοστά δείγματα που επέζησαν, άγνωστο πως, στην Προκυμαία, στον Μπουρνόβα, στην παραλία Γκιουζέλ-γιαλί, και στο Καρσίγιακα. Και όμως είμαι βέβαιος ότι θα μείνεις έκθαμβη όταν νιώσεις στο δέρμα σου το βραδινό άγγιγμα του μπάτη, όταν θα δεις, με το που πέφτει το σκοτάδι, να σβήνουν όλες οι αμαρτίες της πόλης και να ανοίγεται σαν όραμα ο κόλπος της με όλη την ομορφιά του μπροστά σου.»