Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Τώρα, στο προτελευταίο θρανίο, ήρθε να θρονιαστεί κι ο ίσκιος του Σταυράκη.

Οι βροχές του Σαραντάμερου —αλήθεια ο καημένος ο Σταυράκης, που του βαραίνανε την ψυχή— βάλανε μια κουρτίνα, που έκλεινε όξω από την καρδιά των παιδιών κάθε χαρά της ζωής. Το καλοκαίρι, θαρρείς πως ξεχνάει κανείς πιο εύκολα. Όλα, λες κ’ είναι πιο εύκολα το καλοκαίρι. Τις φθινοπωρινές καλοσυνάτες μέρες, ξεκλέβεις μια δυο ώρες, μετά το σκόλασμα, για να παίξεις αμάδες ή γκελέμ γκελέμ, με την ελπίδα να ξελογιαστείς. Μα πάλι, δίχως να το θες και δίχως να τ’ ομολογάς, θυμάσαι τις σερετιές του Σταυράκη, τους βλέπεις πλάι σου και ισκιάζεσαι. Ναι, ίσως να ’ναι προτιμότερες οι κακορίζικες μέρες του χειμώνα. Κλείνεσαι σπίτι σου το βραδινό, στην κάμαρά σου, ο «ωκύπους Αχιλλεύς», «ο Μέλης ποταμός διασχίζει…», και ύστερα: «Κωστάκη, το φαγητό είν’ έτοιμο». Μα όπως κι αν το πάρεις, ό,τι και να κάνεις, τέλεψε, σου εντυπώθηκε πια στο νου πως και τα παιδιά πεθαίνουν. Τί άνοιξη, τί καλοκαίρι, τί φθινόπωρο, τί χειμώνας! Τα παιδιά πεθαίνουν…

Και, να πάρ’ η οργή, φέτος που η βροχή σταμάτησε ένα διάστημα, κ’ ήταν ηλιόλουστα τα φράγκικα Χριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά, παραμονή τα δικά μας Χριστούγεννα ανοίξανε οι καταρράχτες τ’ ουρανού. Κογιονάρανε οι Φράγκοι. Και τα Φραγκάκια, με τα κασκέτα Σαιν Ζοζέφ και με τις πελερίνες τους, είχανε βγει στο Κιαί σεργιάνι, για επίδειξη, δυο δυο αράδα, με συνοδεία τους φρέρηδες.

Μια βδομάδα πριν από τα Χριστούγεννα, τα παιδιά του Χατζηφράγκου είχαν παρακαλέσει —ποιον άλλο;— τον Παντελή, και τους έφτιαξε από χοντρό χαρτόνι ένα βασιλικό καράβι, κοντά ένα μέτρο μάκρος, με όλα τα σουσούμια του. Δυο φουγάρα, δυο κατάρτια, κανόνια, ξάρτια, του ανέβασε και το μεγάλο σημαιοστολισμό, μ’ ελληνικές παντιέρες στην κορφή των καταρτιών, στην πλώρη και στην πρύμη. Το μπογιάντισε άσπρο με λαδομπογιά, και ζουγράφισε στις δυο του μπάντες, με κεφαλαία γαλάζια γράμματα, τ’ όνομά του: ΥΔΡΑ. Μ’ αυτό βγήκανε, παραμονή Χριστούγεννα, το βραδινό, να «τα πούνε». Οχτώ παιδιά μαζί, με φαναράκι, τρίγωνο και τουμπελέκι. Μα η νεροποντή τους έκανε χαλάστρες. Και η σύναξη ήταν μικρή, γιατί δε μπορέσανε να πάνε στα μαγαζιά του Φραγκομαχαλά. Έπαθε και το καράβι αρκετές αβαρίες, σα νά ’χε βγει από ναυμαχία.

Το ξαναβγάλανε ωστόσο και παραμονή Πρωτοχρονιά. Καινούργια νεροποντή —δε γίνεται, θα ’χανε κάνει μάγια οι φραγκοπαπάδες— και σαν ξαναγυρίσανε στο στέκι τους, στο μαγαζί του Παντελή, το βασιλικό καράβι είχε πια διαλυθεί. Ανήμερα Πρωτοχρονιά, ο καιρός γύρισε χιονιάς, έριξε κάμποσο ψιλό χιονόνερο, που τσίμπαγε τα χέρια και τα μάγουλα. Και σε δυο μέρες, σαν ξαστέρωσε ο καιρός, τα βουνά φανήκανε κάτασπρα ώσαμε τη μέση, κι ένα ξερό βοριαδάκι ξούριζε το πρόσωπο. Μα το καράβι, όπως είπαμε, είχε διαλυθεί, κι έτσι, σαν ήρθανε τα Φώτα —κάτω στον Ιορδάνη τον ποταμό, κάθεται η κυρά μας η Παναγιά— τα ’πανε πόρτα πόρτα, κρατώντας δυο γιαπωνέζικα φαναράκια. Σίγουρα θα τα ’χανε σουφρώσει από τ’ αχτάρικο του κυρ Κώστα, όσο τον απασχολούσανε να μετράει μιας δεκάρας λεμοντρόφ.

Με το ξεροβόρι, σφίξανε τα κρέατα, ανάψανε τα αίματα, κοκκινίσανε τα μάγουλα, και το μυαλό ξαράχνιασε. Μαζί με τους καλικάντζαρους και με τα κουτσοδαιμονάκια, η αγιαστούρα του παπά έδιωξε κι εκείνους τους δυο ίσκιους που θρονιάζανε στην τάξη.

Αγοράσανε μια μεταχειρισμένη μπάλα του φουτμπώλ με τη σύναξη από τα κάλαντα. Δυο ραφές της ήτανε ξηλωμένες, μα, ύστερ’ από συμβούλιο, τη δώσανε σ’ εκείνο το μασόνο το σκιτζή και τις ξανάραψε. Δεν τους πήρε λεφτά. Όσο κι αν ήτανε παλιά η μπάλα, την κλώτσαγες μια χαρά, φώναζες άουτ, φάουλ, γκολ, φρίκετ —δηλαδή, φρη κικ— έσπαζες και κανένα τζάμι, έπεφτε και πάνω στην τάβλα του κουλουρτζή, και τότε γινότανε μεγάλο ταβατούρι.

Τ’ αγόρια θυμηθήκανε παλιούς λογαριασμούς. Σάββατο απόγεμα, μπροστά ο αρχηγός και πίσω του οι νταήδες (όχι ο Περικλής, ούτε ο Γιακουμής, ούτε ο Μηνάς κι ένας δυο άλλοι), ξεκινάνε για της Τσικουδιάς το Χάνι, με τις τσέπες γεμάτες πέτρες και στο χέρι τους μια σόπα.

—Βρε συ! φωνάζει ο αρχηγός, από μακριά, του Τσικουδιώτη αρχηγού. Τον περασμένο μήνα, που ανταμώσαμε στο Τσάι, γιατί με στραβοκοίταξες;

—Και τώρα σε στραβοκοιτάω! αντιφωνάζει ο άλλος.

—Βρε συ, ξέρεις ποιος είμ’ εγώ; Είμαι ανίψι του Κουταλιανού!

—Και δεν πα να ’σαι! Εγώ βαστάω από πρωτοπαλίκαρο του καπετάν Νταβέλη!

—Βρε συ, θα σου πιω το αίμα!

Βζιτ! σφύριξε η πρώτη πέτρα από το αντίθετο στρατόπεδο και άναψε το γλέντι.

Έρχεται μήνυμα στου Χατζηφράγκου:

—Προφτάξτε! Σκοτώνουνται στης Τσικουδιάς το Χάνι!

Φωνές:

—Κώνα Παρασκευή!

—Κώνα Μαρία!

—Κώνα Παγώνα!

—Που είν’ ο Νίκος; Νίκο! Νίκο! Πήγε μαζί κι ο Νίκος;

—Κώνα Φωτεινή!

—Κώστα! Μήν το κουνήσεις από δω! Θα σε σκοτώσω!

—Κώνα Ζωή!

—Κώνα Μαρία!

Γιουρούσι καμιά δεκαπενταριά μανάδες. Και σε μια δυο ώρες, γυρίζανε ξεμαλλιασμένες, σέρνοντας μαζί τους το παιδομάνι, άλλος μ’ ανοιγμένη μύτη, κρατώντας ένα ματωμένο μαντίλι κάτω απ’ τα ρουθούνια του, άλλος με μάτι μελανιασμένο, άλλος με δεμένο κεφάλι. Τους κλείνανε στο σπίτι και δούλευε παντόφλα.

Μα όπως και να ’ναι, δόξα σοι ο Θεός, ο μαχαλάς καβατζάρησε την κρίση και ξαναβρήκε τον παλιό εαυτό του.

Και μεσοφλέβαρα, άνοιξε το Τριώδι.

Η κυρα-Μαρία, από τη θέση της στη γαρδαρόμπα, τα βλέπει όλα και δίνει λογαριασμό στο γυναικομαχαλά για το τι φορούσανε οι ντάμες στον ένα και στον άλλο χορό της Λέσχης. Ο κυρ Μήτσος, το γκαρσόνι, τις ενημερώνει για τα σκανδαλάκια, δίχως ν’ αναφέρνει ονόματα, πάντα με διάκριση και χιούμορ —το χιούμορ το γλεντάει μονάχος του, γιατί εκείνες δεν παίρνουνε χαμπάρι από τέτοια.

—Εκείνη που πέρναγε από δω με τ’ άλογο, την ξανάδες;

Τους είχε μείνει αξέχαστη. Και όχι λίγοι άντρες, από τους τοτινούς νταήδες νιώθανε στην καρδιά ένα τσίμπημα, χρόνια και χρόνια υστερότερα, όποτε βάζανε στο νου την Έλσα και τη χαραμισμένη ζωή της. Και όλοι αυτοί, που, σα να λέμε, παίζανε μετρημένο τζόγο, ήτανε βέβαιοι πως θα την είχαν κάνει ευτυχισμένη αν… Τι αν;… Κι αυτοί δεν ξέρανε. Και αναδεύανε μες στο μυαλό τους, όπως και τότε, άτολμες αοριστίες που, ξεθυμασμένες πια, φαίνονταν ακόμα πιο γελοίες και ανόητες.

Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου: Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1993, σ. 249-252