Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΣτου Χατζηφράγκου
|
Τέλη Μαΐου, δρόσισε ο καιρός. Έβρεξε δυο μέρες, την πρώτη μέρα δυνατά, σιτζίμι, τη δεύτερη ανάρια, σαν από σύννεφα περαστικά, ήλιος και βροχή μαζί. Το δειλινό βγήκε η Άγια Ζώνη, μια θεόρατη πολύχρωμη καμάρα, που η μια της άκρη ακούμπαγε εκεί κοντά, κάπου στο Νταραγάτσι, κ’ η άλλη χανότανε πέρα, προς τον Αι-Βούκλα, ή και στο ντερέ της Άγιας Άννας.
—Βρε παιδιά, να, είν’ εδώ, στο Νταραγάτσι, πίσω απ’ το σταθμό. Πάμε να την πιάσομε, πρότεινε ο Σταυράκης.
—Μωρέ, δεν πιάνεται, είναι αχνός! Χρωματιστός αγέρας! Μα μπορεί, λένε, να σου κάψει τα δάχτυλα. Λένε, πως κει που αρχίζει, μπορείς να βρεις ένα κωσταντινάτο.
—Ίδια η ρεκλάμα που έχει όξω από το μαγαζί του ο κυρ Κώστας ο μπογιατζής.
—Βρε, ποιος βρήκε ποτές κωσταντινάτο, για να το βρεις κι εσύ;
—Είναι μονάχα φως, το μάθαμε στο σχολείο, είπε ο Περικλής.
—Φως, ξεφώς, όποιος δεν έρθει μαζί μου να τ’ αγγίξομε, είναι φοβιτσιάρης.
—Πάμε! φώναξε ο Αρίστος.
—Άλα βρε, που μας κάνεις το παλικάρι! τον αποπήρε ο Μηνάς.
Ο Αρίστος κόλλησε πλάι στο Σταυράκη.
—Γιατί του μιλάς έτσι; μπήκε στη μέση ο Σταυράκης. Γιατί σε ξεπέρασε στο μίλι τις προάλλες;
Ο καυγάς θα φούντωνε, αν δεν έβγαινε στην πόρτα της η κυρα-Ντουντού.
—Ε, παιδιά! τους λέει με μυστήρια φωνή. Μην κάνετε φασαρία. Ελάτε μέσα να σας πω.
—Τι μας θες;
—Ελάτε μέσα μια στιγμή. Για το καλό σας.
Τα παιδιά κοιταχτήκανε. Ο Γιάννης έβαλε τη φούχτα του κολλητά στη γωνιά των χειλιών:
—Πάμε, τους λέει σιγανά, μπορεί να μας δώσει πάλι ζαχαρωτά.
Είχε κάτι τέτοιες λόξες η κυρα-Ντουντού. Τα ζαχαρωτά, βέβαια, δεν κοστίζανε ακριβά: δεκαοχτώ στο μεταλλίκι. Μα η ζωή ακρίβαινε ολοένα, και μέσα σ’ ένα χρόνο θα γίνονταν πρώτα δεκάξι, και ύστερα δεκατέσσερα στο μεταλλίκι.
Μπήκανε στο σπίτι, ο ένας πίσω από τον άλλο.
—Κάτσετε, είπε η κυρα-Ντουντού, και ήκατσε κι αυτή σ’ ένα σκαμνί.
Τα παιδιά κάτσανε κατάχαμε στις πλάκες. Η κάμαρη δεν είχε άλλη καρέγλα, μονάχα ένα σοφρά κι ένα ντουλάπι.
—Το λοιπόν, παιδιά, δεν κάνει να τριγυρνάτε στα σοκάκια και να φωνοκοπάτε, σα βγαίνει η Δόξα τ’ ουρανού, η Άγια Ζώνη. Είναι το γιοφύρι που στήνει ο αφέντης Ήλιος για να κατέβει η αδερφή του, η κυρα-Άρτεμη, να κάνει το λουτρό της στη λίμνη του Χαλκαμπουνάρ. Δε θέλει να τη δει μάτι ανθρώπου να κατεβαίνει γδυμνή για να λουστεί, και για τούτο μην κάνετε μπούγιο σα βγαίνει η Άγια Ζώνη, γιατί μπορεί να σας πάρει είδηση ο αφέντης Ήλιος, να σας πετάξει τις σαΐτες του και να σας σκοτώσει. Πήγατε ποτέ στη λίμνη του Χαλκαμπουνάρ;
Όχι, δεν πήγανε, και ούτε ξέρανε που βρίσκεται. Να, εδώ κοντά, τους λέει, καμιά ώρα δρόμο, λίγο πιο πέρ’ από το Νταραγάτσι.
—Να πάτε, είναι όμορα, κρούσταλλο νερά, κι ολόγυρα ιτιές, ευκάλυπτοι και καραγάτσια. Να πάτε, μα όχι σα βγαίνει η Δόξα τ’ ουρανού. Και ούλο πουλάκια φτεροκοπάνε στον αέρα, κελαϊδάνε μέσα στις φυλλωσιές. Αυτά τα πουλάκια έχουν την ιστορία τους. Την ξέρετε;
Δεν την ξέρανε.
—Ακούστε, το λοιπό, να σας την πω:
«Μια φορά κι έναν καιρό, ζούσε στο Χαλκαμπουνάρ μια χήρα φουρνάρισσα, με το μοναχοπαίδι της τη Μαριάνθη. Ένα καλοκαιριάτικο πρωινό, η Μαριάνθη πεθύμησε να κολυμπήσει στη λίμνη για να δροσιστεί. Γδύθηκε στην ακρολιμνιά, πήδηξε χαρούμενη μες στο νερό, και ξεμάκρυνε κολυμπώντας».
—Ξέρετε, παιδιά, κολύμπι;
—Αμέ, αποκριθήκανε όλα μαζί.
—Εγώ ξέρω να κολυμπάω και σαΐτα και σπαθί, πετάχτηκε ο Αρίστος.
—Μπράβο σου.
«Το λοιπόν, όσο κολύμπαγε η Μαριάνθη καταμεσής της λίμνης, ξενέρισε στην ακρολιμνιά ένας μεγάλος νεροφίδας, σύρθηκε ώσαμ’ εκεί που είχε αφήσει τα ρούχα της η Μαριάνθη, και κουλουριάστηκε πάνω στο κλαδωτό φουστάνι της. Αφού δροσίστηκε η Μαριάνθη, βγήκε απ’ το νερό για να ντυθεί, και βλέπει το νεροφίδα πάνω στο φουστάνι της. Δε χάνει καιρό, αρπάζει ένα χοντρό κλαδί από κει κοντά, και το σηκώνει να τονε χτυπήσει. Μα ο νεροφίδας της γλυκομιλάει με λόγια ανθρωπινά:
—Μαριάνθη, γιατί θες να με σκοτώσεις; Τι κακό σου ’κανα;
—Δώσε μου το φουστάνι μου, μην τύχει και περάσει άντρας και με δει γδυμνή.
—Δώσε μου πρώτα εσύ το λόγο σου πως θα γίνεις γυναίκα μου.—Καλά, σ’ τον δίνω, μα να πάω πρώτα στο σπίτι μου να ετοιμάσω τα προικιά μου, και σ’ ένα μήνα θα ξαναγυρίσω.
—Έχω το λόγο σου πως θα ξαναγυρίσεις;
—Τον έχεις.
Τότες το φίδι βουτάει πάλι στο νερό, κ’ η Μαριάνθη ντύνεται, και σαν έφτασε στο σπίτι τρέχοντας, λέει της μάνας της το και το. Εκείνη σάστισε, και λέει της Μαριάνθης.
—Δε θα βγεις τρεις μήνες απ’ το σπίτι και θα σε ξεχάσει ο νεροφίδας.
Μα σαν πέρασε ο μήνας και δεν ξαναφάνηκε η Μαριάνθη, ο νεροφίδας ξεσηκώνει το στρατό του, γιατί ήτανε ο βασιλιάς των φιδιών, και ξεκινάει για το σπίτι της φουρνάρισσας. Σαν άκουσε η Μαριάνθη το σούρσιμό τους και το σφυριχτό, λέει της μάνας της:
—Μάνα, ήρθε ο νεροφίδας να με πάρει.
Η μάνα της αμπαρώνει τότες πόρτες και παράθυρα, όμως τα φίδια σκαρφαλώσανε στα κεραμίδια του σπιτιού, κι από την τσιμινέα κατεβήκανε στην κάμαρη, παίρνουνε τη Μαριάνθη και φεύγουνε. Η μάνα της τρέχει από πίσω τους, και σαν είδε τα φίδια να βουτάνε στη λίμνη μαζί με την κόρη της, πίστεψε πια πως πνίγηκε η Μαριάνθη, ντύθηκε στα μαύρα κ’ ήκλαιγε πέντε χρόνια.
Μια μέρα που ξεφούρνιζε ψωμιά, βλέπει ξαφνικά τη Μαριάνθη να ’ρχεται, κρατώντας απ’ το χέρι έν’ αγοράκι, και μ’ ένα κοριτσάκι σηκωτό στην αγκαλιά. Πέταξε απ’ τη χαρά της, φίλησε την κόρη της και τη ρωτάει:
—Κόρη μου, που ήσουνα τόσον καιρό; Ποιανού είναι τα παιδιά;
—Δικά μου είναι, μάνα. Παντρεύτηκα με το καλόφιδο και ζούμε στα βάθια του νερού.
—Ζεις καλά εκεί κάτω;
—Πολύ πιο καλά, παρά όξω στη στεριά.
Τότες η μάνα της την παρακάλεσε να μείνει πια μαζί της, μια και δεν είχε άλλονε στον κόσμο. Αυτό δε γίνεται, είπε η Μαριάνθη, γιατί έδωσε λόγο στον άντρα της πως θα ξαναγυρίσει. Κάτι σκαρφίστηκε τότες η μάνα της και τη ρωτάει:
—Και πως θα γυρίσεις σπίτι σου;
—Θα πάω στην ακρολιμνιά και θα φωνάξω: άντρα μου καλόφιδο, έβγα όξω να με πάρεις.
Κάτσανε να φάνε, και σαν αποφάγανε, η Μαριάνθη ξάπλωσε στο γιατάκι και την πήρε ο ύπνος. Τότε η μάνα της παίρνει το μπαλτά, μ’ αυτόν που ’σκιζε τα ξύλα για το φούρνο, τρέχει στην ακρολιμνιά, και φωνάζει με ψιλή φωνή, σαν της κόρης της:
—Άντρα μου καλόφιδο, έβγα όξω να με πάρεις.
Το φίδι ήβγαλε το κεφάλι του και το λαιμό του απ’ το νερό, νομίζοντας πως είναι η γυναίκα του, και τότε του καθίζει μια με το μπαλτά και το σκοτώνει. Σα γύρισε σπίτι, βρήκε τη Μαριάνθη ξύπνια κι έτοιμη να φύγει.
—Άργησα, μάνα μου, κι ο άντρας μου θ’ ανησυχεί.
Ήφυγε η Μαριάνθη με τα δυο παιδιά, κρατώντας τ’ αγοράκι από το χέρι και με το μωρό στην αγκαλιά. Σαν έφτασε στην ακρολιμνιά φώναξε όπως την είχε αρμηνέψει ο άντρας της:
—Άντρα μου καλόφιδο, έβγα όξω να με πάρεις.
Φώναξε, ξαναφώναξε, μα τίποτα δε βγήκε. Κοίταξε τότες, πιο καλά, είδε τα νερά της λίμνης ματωμένα, και κατάλαβε. Φίλησε τα παιδιά της και τους λέει κλαίοντας:
—Καημένα μου παιδιά, δεν έχετε πια ούτε πατέρα ούτε μανούλα. Εσύ κορούλα μου, γίνου αηδονάκι και τραγούδα το βραδινό μέσα στις φυλλωσιές. Κι εσύ, αγόρι μου, γίνου σπίνος να κελαϊδάς τη χαραυγή. Εγώ θα γίνω κουκουβάγια, να κλαίω το χαμό του αντρός μου».
—Για τούτο από κείνο τον καιρό, γέμισε σπίνοι και αηδόνια το Χαλκαμπουνάρ, και σαν ακούτε καμιά φορά, τη νύχτα, την κουκουβάγια να θρηνολογάει, είναι η άμοιρη η Μαριάνθη.
Η κυρα-Ντουντού σηκώθηκε απ’ το σκαμνί, πήγε στην πόρτα και τη μισάνοιξε. Ύστερα γύρισε και είπε στα παιδιά:
—Τώρα πηγαίνετε να παίξετε. Η κυρα-Άρτεμη έκανε το λουτρό της κι ο αφέντης Ήλιος τράβηξε πάνω το γιοφύρι… Σταθείτε μια στιγμή.
Άνοιξε το ντουλάπι, έβγαλε ένα πιατάκι γεμάτο ζαχαρωτά κανέλα, και τους μοίρασε από ένα.
—Και να ξέρετε πως αύριο θα κάνει καλό καιρό. Δόξα το βράδυ, καλοσύνη την αυγή.