Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο παπα-Νικόλας συχωρούσε του Πυθαγόρα κάτι τέτοιες αρλούμπες —όπως τα μαμούνια μέσα στα κουκιά— μια και είχε ανακαλύψει τη μαθηματική σχέση που έχουν μεταξύ τους οι νότες της μουσικής. Είχε μανία με τη μουσική. Φοιτητής, ήτανε περιζήτητος για το μαντολίνο του και για τη γλυκιά φωνή του, τενόρος μπαριτονάλε. Ακόμα τώρα, σου άγγιζε την καρδιά σαν έσερνε στην εκκλησιά το χερουβικό και το «Άξιόν εστιν ως αληθώς». Σ’ αυτή την αγάπη του για τη μουσική χρωστούσε και την αμαρτωλή φιλία του με το σιορ Ζαχαρία Σιμωνά. Κι αυτό που είχε φανταστεί, σαν τον καλέσανε σήμερα στη Μητρόπολη, ήταν πως θα του κάνανε παρατηρήσεις για τις σχέσεις του μ’ έναν Οβραίο.

Κοντεύανε δυο χρόνια που ο σιορ Ζαχαρίας ήρθε κι εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του σ’ ένα σοκάκι που κατέβαινε από του Χατζηφράγκου τ’ Αλάνι, κι έβγαινε, σαν έστριβες τρία σοκάκια δεξιά, λίγο πιο πάνω από τη Μπελλαβίστα. Έγινε σούσουρο, ένας Οβραίος σε ρωμιομαχαλά! Οι μαχαλιώτες αργήσανε να το καταλάβουν, γιατί οι νεοφερμένοι μιλούσανε ρωμαίικα μεταξύ τους, με προφορά κάπως συρτή, σαν τους Εφτανησιώτες, κ’ η κόρη τους πήγαινε στο ελληνικό παρθεναγωγείο, στου Κατιρτζόγλου το σοκάκι. Περάσανε τρεις βδομάδες ώσπου ο παπα-Νικόλας, πρώτος ανακάλυψε πως ήτανε Οβραίοι.

Ένα μεσημέρι αντάμωσε στο δρόμο την κόρη τους, την Πέρλα, δεκαεξάχρονη κοπελίτσα, που γύριζε απ’ το σκολειό. Της χαμογέλασε:

—Κόρη μου, είσαι Οβραιοπούλα;

—Μάλιστα, παππούλη, του αποκρίθηκε.

—Το κατάλαβα από το άστρο του Σολομώντα —κι έδειξε το χρυσό εξάχτινο άστρο, που κρεμότανε απ’ το λαιμό της με μιαν αλυσιδίτσα. —Ξέρεις τι γράφει απάνω; Αυτά τα χαραγμένα οβραίικα γράμματα;

—Όχι, παππούλη.

—Πώς, Οβραιοπούλα και δεν ξέρεις; Γιατί δε ρωτάς τον πατέρα σου;

—Τον ρώτησα, μα κι εκείνος δεν ξέρει.

—Α, δεν είναι σωστό. Πρέπει να ξέρεις τα θρησκευτικά σου.

Γράφει «Αδωνάι». Είναι το πιο μυστικό όνομα του Θεού. Σε ποια τάξη είσαι;

—Στην τετάρτη. Του χρόνου βγάζω το γυμνάσιο.

—Α, ναι. Από τετρατάξιο, έγινε τώρα πεντατάξιο. Πληθύνανε αυτά που πρέπει να ξέρει ο άνθρωπος.

—Στους Κορφούς, ήταν ακόμα τετρατάξιο. Α, να κι ο πατέρας μου, είπε με την τραγουδιστή φωνή της. —Παπάκη!

Σίμωσε ο σιορ Ζαχαρίας με τη βαριά του βράκα. Κράταγε, σχεδόν αγκαλιαστά, κάτι μακρύ, που φούσκωνε στο κάτω μέρος, μέσα σε μια πάνινη σακούλα, πράσινη.

—Τα σέβη μου, γέροντα.

—Έχεις σπουδαίο κορίτσι.

—Η Πέρλα; Ναι, καλό παιδί. Πήγαινε, της λέει, στο σπίτι, και πες της μητέρας σου πως έρχομαι.

Σα μείνανε μονάχοι με τον παπα-Νικόλα, θεώρησε χρέος του να του εξηγήσει.

Δεν ήτανε, του λέει, ούτε Ισπανο-εβραίοι Σεφαρδείμ, ούτε Πολωνο-εβραίοι Ασκενάζι. Η οικογένειά του βαστάει από την Κόρινθο. Οι πρόγονοί του, όσο ξέρει, είχαν μεταναστέψει στην Ελλάδα πριν δυο χιλιάδες χρόνια, πριν από την καταστροφή της Ιερουσαλήμ και τη διασπορά. Μα τώρα και καμιά ογδονταριά χρόνια, ο προπάππος του έφυγε από την Κόρινθο κι εγκαταστάθηκε στην Κέρκυρα (χμ! στην Επανάσταση, σκέφτηκε ο παπα-Νικόλας, στα σίγουρα, μακριά απ’ τη φωτιά).

—Ούλη μας τη ζωή, με χριστιανούς και μ’ Έλληνες την περάσαμε. Θαμάστανε σαν ξένοι στην Οβραιακή. Δεν ξέρομε και τη γλώσσα τους.

Μα στους Κορφούς, μπορεί ν’ αγαπάνε οι άνθρωποι τη μουσική, είναι όμως φτωχό μέρος, κι έτσι, πήρε τώνε ματιών του κ’ ήρθε σ’ αυτόν εδώ τον πλούσιο τόπο. Ο παπα-Νικόλας έδειξε αυτό που κράταγε στην αγκαλιά του ο σιορ Ζαχαρίας:

—Όμορφο όργανο.

—Ναι, είναι η ζήση μου.

—Μπορώ να το δω;

—Είναι η ζήση μου, ξανάπε, και χάδεψε με το ελεύθερο χέρι του το ξυρισμένο του πηγούνι. —Τ’ όργανο; ρώτησε, σα να μην ήτανε και τόσο πρόθυμος.

Έλυσε, ωστόσο, τα κορδόνια της σακούλας, κι έβγαλε από μέσα του το όργανο, ένα πελώριο ούτι, είδος μπουζούκι, με κάσα μεγάλη ώσαμε τρία μαντολίνα, και με μακρύ μπράτσο. Όλο μαζί, θα ’φτανε τις δυο πήχες.

—Σπουδαίο! επιδοκίμασε ο παπα-Νικόλας, κι ένιωσε να τον τρώνε τ’ ακροδάχτυλά του.

Έτσι πρωτογνωριστήκανε ο παπα-Νικόλας, κι ο σιορ Ζαχαρίας. Όποτε ανταμώνανε στο δρόμο, λέγανε μια δυο κουβέντες.

—Ποιός σου δίνει το λα;

—Έχω διαπασών στο σπίτι.

—Εγώ, στα νιάτα μου, το ’βρισκα με τ’ αφτί μου.

Ή, άλλη φορά.

—Στην Πόλη, στην Άγια Ειρήνη, ήταν ένας δεξιός ψάλτης…

—Τον ξέρω, τον έκοψε ο σιορ Ζαχαρίας. Έκανα πάνω από ένα χρόνο στην Κωνσταντινούπολη για να σπουδάσω τα βυζαντινά και τα σαρκιά. Πήγαινα και κρυφά στην εκκλησία για να τον ακούσω.

Κάποτε πάλι, αναστέναξε με παράπονο:

—Είμαι ο τελευταίος της γενιάς μου. Ώσαμε τώρα η τέχνη πήγαινε από πατέρα σε παιδί.

—Καλά, κι ο γιος σου;

—Δεν αγαπάει τη μουσική ο Γιάκωβος. Εμείς οι Οβραίοι, λέει, ξέρομε την πήχη, το γραμμάτιο, τον τόκο… Πάει για έμπορας.

Βέβαια, όλ’ αυτά, δεν ήτανε τίποτα σοβαρό, για να φοβάται τη Μητρόπολη ο πρωτόπαπας. Μα οι σχέσεις του με Οβραίο θα γίνονταν, με τον καιρό, ακόμα πιο στενές.

Όσο κι αν έλεγε ο σιορ Ζαχαρίας πως ένιωθε ξένος στην Οβραιακή, η οβραίικια κοινότητα τον είχε βοηθήσει για ν’ ακουστεί. Τον φέρανε σ’ ένα τραπέζι που είχε κάνει του βαλή ο πρόεδρος της κοινότητας, κι από τότε δεν γινότανε γλέντι στο Κονάκι ή σε μπέικο σπίτι, που να μην τον καλέσουνε να παίξει. Ακόμα κ’ οι δικοί μας χοντρέμποροι του τσαρσιού, τον παίρνανε σε κανέναν καφενέ, ή κλείνανε μια ταβέρνα, για να μερακλωθούνε με τα βυζαντινά. Δεν ήτανε καθαυτό αμανέδες, μάλλον κάτι σαν ψάλσιμο, μακρόσυρτο και μελαγχολικό, που ξαφνικά ζωήρευε σ’ ένα χαρούμενο σκοπό. Κι ο σιορ Ζαχαρίας είχε φωνή μπαριτονάλε, ίσως μια ιδέα πιο βαθιά απ’ του πρωτόπαπα.

Ο μαχαλάς, κάπως επιφυλαχτικός στην αρχή, τους δέχτηκε σιγά σιγά, και μάλιστα, για να μη φανεί πως τους ξεχώριζε, τους φερνότανε με υπερβολική τσιριμόνια. Εξωτερικά, δε διαφέρανε σε τίποτις. Φωνάζανε το αντρόγυνο σιορ και σιόρα, γιατί όταν εκείνος μιλούσε για τη γυναίκα του, έλεγε η σιόρα Φιόρα, κι εκείνη, για τον άντρα της, ο σιορ Ζαχαρίας. Τους άλλους Οβραίους — τους παλιορουχατζήδες, ας πούμε, που περνούσανε ταχτικά από το μαχαλά, με το σακί στον ώμο, τους φωνάζανε σινιόρ. Η σιόρα Φιόρα δε φορούσε στο κεφάλι το χαμηλό μαύρο ταφταδένιο καλπάκι, με τη σακούλα πίσω για να μπαίνουν τα μαλλιά, σαν τις βιζινίκες ασπριτζήδενες, που τριγυρνούσανε στα σοκάκια με τις μακριές τους βούρτσες. Όπως οι Οβραίοι του λαού είχανε σαν προνόμιο το επάγγελμα του παλιορουχατζή, έτσι και οι Οβραίισσες το άσπρισμα.

—Ασπρίσει τοί-οιχους!

Μερικοί λέγανε, πως αυτές οι βιζινίκες, χαλίσικες Οβραίισσες είχανε το κεφάλι τους ξουρισμένο, και πως κάτω απ’ το καλπάκι φορούσανε περούκα.

Στη μεγάλη σκόλη της Σκηνοπηγίας, η σιόρα Φιόρα μοίραζε στη γειτονιά γλυκά και φρούτα, κ’ οι χριστιανές νοικοκυρές της στέλνανε το Πάσχα τσουρέκια και κόκκινα αυγά. Μια γειτόνισσα, που τα πίσω παράθυρα του σπιτιού της βλέπανε, πάνω απ’ το μαντρότοιχο, στο πρεβολάκι των Σιμωνά, βεβαίωνε πως απ’ ό,τι μπόρεσε να δει, της φάνηκε πως είχανε στήσει κάτι σα τσαντήρι, και όσες μέρες κράταγε η σκόλη, άκουγε σιγανά τραγούδια, ίσως και να χορεύανε, και ο σιορ Ζαχαρίας έπαιζε σουρντίνα τ’ όργανό του.

Η στάση των παιδιών του μαχαλά, είχε, βέβαια, σημασία. Σταματούσανε τις κουβέντες τους όποτε ανταμώνανε κάποιον από τους Σιμωνά, σα να μαζεύονταν στον εαυτό τους. Λες και πλανιότανε κάποιο μυστήριο, που όπως κάθε τι το άγνωστο, τα φόβιζε μαζί και τα τραβούσε. Το ίδιο συναίσθημα που είχανε και μπροστά σ’ εκείνη τη σκουριασμένη καγκελόπορτα, σ’ ένα σοκάκι εκεί κοντά. Βρισκότανε ανάμεσα σε δυο σπίτια, και πίσω της, ήταν ένα χορταριασμένο πρεβόλι, ούτε πέντε πήχες φάρδος, μακρύ ώσαμ’ εκεί που ’φτανε το μάτι, ατέλειωτο, που το ’κλεινε στο βάθος μια πυκνή κι αδιαπέραστη πρασινάδα. χορτάρι όσο το μπόι τους ψηλό, ανάκατο μ’ αγκαθωτά βατόμουρα κι αγκαθωτούς αθάνατους, που ένας τους είχε πετάξει ένα θεόρατο κοτσάνι με μια φούντα στην κορφή. Ήταν φριχτό να βλέπεις το κοτσάνι, που ξεπερνούσε τα πλαϊνά σπίτια, ν’ αργοσαλεύει, ή να γέρνει καταπάνω σου σα φύσαγε βοριάς. Από τη μια κι από την άλλη, σ’ αυτό το στενάδι, τα τυφλά ντουβάρια των δυο πλαϊνών σπιτιών, ήτανε σκεπασμένα με κισσό. Κανένα σπουργίτι δεν τσίβιζε μες στα πλοκάμια του κισσού, που αφού φτάσανε ως την κορφή των ντουβαριών, ρίξανε μάκρος προς τα κάτω και ξαναριζώσανε στη γης κι αλληλοπνίγονταν με τις τσουκνίδες και την αγριάδα. Τα παιδιά ξεθαρρεύανε καμιά φορά, στέκανε μια στιγμή, ύστερα ο Σταυράκης, έμπηγε τη σκληριά του, το ’βαζε στα πόδια, και τ’ άλλα τρέχανε ξωπίσω του. Το ίδιο έκανε κι όποτε τύχαινε να βρίσκεται με τα παιδιά, όταν περνούσε ο σιορ Ζαχαρίας.

Μα τα παλικαράκια του μαχαλά καλοβλέπανε την Πέρλα. Αυτή κι ο Γιάκωβος —δυο χρόνια μεγαλύτερός της, υπάλληλος στο υφασματάδικο Τσάβες και Κόενκα, όξω απ’ το Ισάρ Τζαμί— ήταν φτυστοί ο πατέρας τους, μονάχα πως τους έλειπε το ψαλιδισμένο μουστάκι. Κάπως παχουλοί, στρογγυλοπρόσωποι, μεγάλα μαύρα μάτια, μαύρα μαλλιά, σαρκωμένα χείλια, μύτη μικρή, μια ιδέα πλακουτσωτή. Όμορφη κοπέλα η Πέρλα, η μυτίτσα της είχε κάτι το συγκινητικό, και τα μαυράδια των ματιών της πλέκανε, θαρρείς, μέσα σε μια γαλάζια άρμη. Όμορφη κοπέλα, φρέσκια, μα γούστο ανατολίτικο με τα παχιά της χείλια και τα φουσκωτά μάγουλα. Η σιόρα Φιόρα ήτανε άλλο πράμα.

Ούλο ματάκια μου και τζόγια μου, σα σου μιλούσε. Δε χωράει καμιά λεπτόλογη περιγραφή. Σα σου ’λεγε «αγάπη μου», όπως το συνήθιζε κάποιες φορές, έλιωνε η καρδιά σου, καμάρωνες για τον εαυτό σου, κι ας ήξερες πως ήτανε μονάχα τυπικό. Είχε μαθευτεί, άγνωστο από που, και ποιος ξέρει αλήθεια ή ψέματα, πως η προμάμμη της ήτανε Γιαννιώτισσα, στο χαρέμι του Αλή πασά, και πως αυτός τη χάρισε σε κάποιον Γιαννιώτη Οβραίο τραπεζίτη του. Κι έτσι, τη βγάλανε σχεδόν Ρωμιά και χριστιανή.

—Ώστε, είπε ο κύριος Κουρμέντιος, ο δάσκαλος, συνάδερφος της κυρα-Φροσύνης και της κυρα-Βασιλικής. Το αθάνατον ελληνικόν πνεύμα!

Αν ήταν αλήθεια αυτή η ιστορία με τον Αλή πασά, η προμμάμη της σιόρα Φιόρας θα ’τανε μάλλον Τσερκέζα, γιατί η δισέγγονή της είχε μάτια τσακίρικα που μπιρμπιλίζανε σαν τις σταλαματιές της βροχής πάνω στις φυλλωσιές, σα βγαίνει ο ήλιος μέσ’ από τα σύννεφα. Σου άπλωνε τη ματιά της σαν ένα χέρι χαρωπό. Τα μαύρα μαλλιά της, μπλάβα σχεδόν, τα χτένιζε τσιτωμένα πίσω και στριμμένα κότσο χαμηλά, πάνω από το σβέρκο. Όπως ήτανε σαραντάρα και παιδωμένη, η κορμοστασιά της, λίγο γεμάτη, αν και λυγερή ακόμα, είχε κάτι το μητρικό. Δεν ήξερες αν την επιθυμούσες σα γυναίκα, ή αν δε θα προτιμούσες να ’τανε συγγένισσά σου, θεια σου ας πούμε, ή και μητέρα σου, μόνο και μόνο για να ζεις κοντά της, μες στη γλύκα της. Μια επιδερμίδα σαν το σταρένιο ζυμωτό ψωμί. Ξεπέρναγε κάθε λεπτόλογη περιγραφή.

Πολλοί, περνώντας μπρος από το σπίτι της, χαμηλώνανε τα μάτια τους όταν τη βλέπανε στο παράθυρο, ή αν έβγαινε στην πόρτα να ψωνίσει, πάντα με τα μαύρα πασουμάκια της γαρνιρισμένα με σιντεφένια κουμπιά. Όλα τα ψουνίζανε από το μαχαλά, εξόν από το κρέας, που το ’φερνε ο Γιάκωβος, ή ο σιορ Ζαχαρίας, από οβραίικο χασάπικο, στης Χάβρας το σοκάκι, για να ’ναι το ζο σφαγμένο κατά πως όριζε η θρησκεία τους.

Μια μέρα, που περνούσε ο Παντελής, του φώναξε απ’ το παράθυρο:

—Φαναρτζιδάκι! Καλέ φαναρτζιδάκι!

Ο Παντελής αναθώρησε.

—Ξέρεις να μου διορθώσεις, μάτια μου, τη βρύση της κουζίνας;

—Πως, βέβαια…

—Πότε θες να ’ρθεις, ψυχούλα μου;

—Να ’ρθω… τ’ απόγεμα.

—Δε μπορείς τώρα;

—Μα… καλύτερα τ’ απόγεμα.

Δεν ήξερε κι ό ίδιος για ποιο λόγο τ’ ανέβαλε, μια και δεν είχε άλλη δουλειά αυτή την ώρα. Λες κ’ ήθελε να το συλλογιστεί, να το χωνέψει, πως θα ’μπαινε στο σπίτι της σιόρα Φιόρας —ίσως ακόμα και σε οβραίικο σπίτι.

Τις νύχτες, στο μαχαλά του Χατζηφράγκου, τα παλικαράκια κάνανε πατινάδες, με μαντολίνο και κιθάρα, στις γιαβουκλούδες τους ή σε όσες καψορέγονταν, ή κι έτσι, για να ξεθυμάνουνε μονάχα το μεράκι τους, κάτι αόριστο που λαχταρούσε η ψυχή τους και που δεν το βρίσκανε στον Αι-Κωνσταντίνο. Και μερικοί, πιο παραλήδες, από τις κάτω γειτονιές, παίρνανε τα παιχνίδια, σαντούρι και βιολιά, και κάποιος από την παρέα τράβαγε και μια πιστολιά στον αέρα, έτσι, από κουβαρνταλίκι και παλικαριά. Κανένας ζαπτιές δεν κόταγε να κάνει παρατήρηση.

Και μια νύχτα του Γενάρη, αφέγγαρη, που τ’ άστρα ρίχνανε την παγωνιά τους και ραγίζανε οι πέτρες, ακούστηκε τ’ οργανάκι:

Τρα λα λα, τρα λα λα, τραλαλαρί λαρά.

Και μια φωνή τενορίνου να τραγουδάει:

Ένα Σαββάτο βράδυ, μια Κεριακή πρωί,
επήγα για σεργιάνι εις τη οβραιακή.
Τρα λα, λα λα, λα λα, τραλαλαρί λαρά.
Βλέπω μια ’βραιοπούλα και ηλουζούτανε,
με διαμαντένιο χτένι ηχτενιζούτανε.
Τρα λα λα, τρα λα λα, τραλαλαρί λαρά.
Της λέω ’βραιοπούλα γίνεσαι χριστιανή,
να λούζεσαι Σαββάτο, ν’ αλλάζεις Κεριακή;
Τράλαλα τράλαλα τραλαλαρά
τράλαλα τράλαλα τραλαλαρά
τρα λα, λα λα, λα λα, τραλαλαρί λαρά.

—Ντλίγκ! τέλειωσε το ρουλό κουδουνιστά μες στ’ οργανάκι.

Αυτή η πατινάδα με τ’ οργανάκι, όξω από το κατάκλειστο σπίτι του σιορ Ζαχαρία, επαναλήφτηκε ακόμα δυο φορές. Ύστερα οι κανταδόροι τα παρατήσανε, είτε από εαυτού τους, είτε οι γειτόνοι τους είπανε πως ήτανε ντροπής.

Κοσμάς Πολίτης, Στου Χατζηφράγκου: Τα σαραντάχρονα μιας χαμένης πολιτείας, Βιβλιοπωλείον της Εστίας, 1993, σ. 40-46