Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΣτου Χατζηφράγκου
Ο παπα-Νικόλας κατέβηκε από τη Μητρόπολη κεφάτος που θα καθησύχαζε την παπαδιά του. Τον θέλανε μονάχα για να του δώσουν καινούργιες οδηγίες πως να κρατάει πιο συστηματικά τα ληξιαρχικά βιβλία της ενορίας του.
Πέρασε πάλι κάτω από την καμάρα του καμπαναριού. Το ρολόι έδειχνε δώδεκα και εικοσιπέντε. Αντί να τραβήξει ίσια στο Φραγκομαχαλά, έστριψε δεξιά στις Μεγάλες Ταβέρνες.
Δεν ήτανε συνοικιακές ταβέρνες, που ο κοσμάκης πήγαινε μονάχα για να πιει. Η κάθε μια είχε τα δικά της πατητήρια και καζάνια, κι έφτιανε κρασιά, κονιάκ, τσίπουρο και μαστίχα. Είχανε τεζιάκι και τραπεζάκια για τη λιανική κατανάλωση, μα η δουλειά τους ήτανε προπάντων χοντρική, και φέρνανε τις μπόμπες το σπίρτο από την Οντέσα κι από το Τριέστι. Σπουδαία επιχείρηση.
Εδώ ήτανε και η κεντρική αγορά με τα μεγάλα ξακουστά μπακάλικα, ψαράδικα και χασαπιά. Τα κριάσια, ολάκερα σφαχτάρια, βόδια και βιδέλα —τ’ αρνιά δεν είχανε μεγάλη πέραση— κρεμόντουσαν απ’ τα τσιγκέλια ξαντεριασμένα, μπούτια, στηθούρια, μελτζανιά τζιέρια, πράσινες χολές, βούρκος χάμω τα αίματα, κόκκινες ποδιές, μουστάκες, μαχαίρες και μπαλτάδες —γκαπ γκουπ, σπάζανε τα κόκαλα πάνω σε πλάκες από μάρμαρο ή μέσα σε κοφίνια, η σιναγρίδα τράντσα, τα μπαρμπούνια, οι τσιπούρες, τα μελανούρια, τα σαλάχια, οι σφυρίδες, οι κωβιοί, κοιτάζανε με μάτια που είχανε χάσει την κακία τους —αλήθεια, δεν υπάρχει πιο μοχθηρή ματιά απ’ του ψαριού.
—Σπαρταράνε! σπαρταράνε! Να, δες, αφεντικό, τα σβάραχνά τους!
—Εδώ οι αστακοί! Εδώ οι γαρίδες!
—Μύδια! Κυδώνια! Κρασομουρμούρες! Χτένια! Χάβαρα!
Και τα μπακάλικα μοσκοβολούσανε τουλουμοτύρι, κασκαβάλι, βουτούρατα, τουρσιά, παστές σαρδέλες, ρέγκες, ταραμά —η μπακαλική σηκώνει λίγδα, λέγανε οι καλοφαγάδες: γιατί από δω ψουνίζανε οι μερακλήδες του τσαρσιού, γυρίζοντας στα σπίτια τους. Στράτσο χαρτί, παστή σαρδέλα ή κολιός πάνω σε κληματόφυλλο. Άλλο πράμα, βέβαια, τα μπακάλικα του Φασουλά. Σ’ αυτά έβρισκες αυγοτάραχα, ζαμπόνια, ροκφόρ, γκραβιέρα, ρούσικο μαύρο χαβιάρι, όσο θες, με το βαρέλι. Και στα ομορφοτυλίγανε μέσα σε λαδόχαρτο.
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . .
Ο παπα-Νικόλας έμεινε αμίλητος κάμποση ώρα, κοιτάζοντας το αδειανό ποτήρι πάνω στο τραπέζι.
—Πάρε μεζέ κανένα βρεχτοκούκι, είπε ο ταβερνάρης.
—Βρεχτοκούκι; Πα πα πα! έκανε με ύφος κωμικό ο παπάς. Βρεχτοκούκι; Ο μέγας Πυθαγόρας απαγορεύει να τρώμε κουκιά, γιατί τα μαμουνάκια που έχουν μέσα είναι οι ψυχές των πεθαμένων.
—Α! έκανε ο κυρ Αργύρης. Ώστε να μην τρώω κουκιά;
—Θα ’πρεπε να σ’ αφήσω να το πιστέψεις, γιατί με πότισες και δεύτερο τσίπουρο και μ’ έφερες στο κέφι. Μα, να πεις, πρέπει μάλλον να σ’ ευγνωμονώ γι’ αυτό.
Σηκώθηκε, λίγο βαρύς. Ο ταβερνάρης τον πήγε ώσαμε την πόρτα.
—Μη νοιάζεσαι, είμ’ εντάξει, τον καθησύχασε ο παπα-Νικόλας, αναστηλώνοντας το ανάστημά του. Μονάχα κοίταξε να κάνεις για το τέμπλο, ό,τι περνάει από το χέρι σου.