Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Οι νεκροί περιμένουν

  • Η καταγραφή δεν είναι συνδεδεμένη σε κάποια τοποθεσία

Οδός Μοσκώφ

Το πρόσωπό του πήρε μιαν έκφραση αγωνίας όταν τη ρώτησε γιατί δεν είχε φροντίσει για μια μόνιμη διαμονή, λες κι από κείνη την απάντηση θα κρινόταν η τύχη του. Η μαμά, που το κατάλαβε, δε βιάστηκε ν’ απαντήσει. Κατέβασε τα μάτια της και σώπαινε επίμονα.

—Ούτε έπιπλα δεν παράγγειλες; ξαναρώτησε και τα χείλη του έτρεμαν.

—Ούτε…

—Κοίταξες για το γερμανικό πιάνο που θέλει η Ριρή;

—Δεν κοίταξα…

—Μα δεν σούγραψα να φροντίσεις;

—Μούγραψες…

Ήξερα πως η μητέρα είχε φροντίσει για όλα αυτά και ήξερα απ’ όλες τις συζητήσεις με τ’ αδέρφια της, πως μέσα της είχε ήδη νικήσει η μάνα κι είχε παραμερίσει κάθε προσωπικό αίσθημα. Τότε γιατί δε μιλούσε καθαρά στον πατέρα; Έπαιζε μαζί του όπως η γάτα με το ποντίκι; Ή αισθανόταν ένα είδος ικανοποίησης να τον κάνει να υποφέρει, όπως είχε υποφέρει και η ίδια;

Ο μπαμπάς έπαιζε νευρικά το τσιγάρο του στα δάχτυλά του και είπε σαν παραπονεμένο παιδί:

—Κι εγώ που πούλησα όλα τα έπιπλα μας για να σου δώσω τη χαρά ν’ αγοράσεις καινούργια…

Τα χαρακτηριστικά της μητέρας μαλάκωσαν ξαφνικά. Έβγαλε ένα μικρό αναστεναγμό, σα να παραμέριζε κείνη τη στιγμή και τον τελευταίο ενδοιασμό της, και είπε μ’ έναν τόνο υποταγής στη μοίρα της:

—Και σπίτι θα νοικιάσουμε, Βασιλάκη, και έπιπλα θα πάρουμε• όλα θα γίνου, φτάνει να υπάρχει υγεία…

Όσα χρόνια κι αν περάσουν δε θα ξεχάσω ποτέ την έκφραση που πήραν εκείνη τη στιγμή τα μάτια του πατέρα. Φωτίστηκαν, άνθισαν, πήδησαν, πέταξαν. Έπιασε τα χέρια της μαμάς και τα φιλούσε και τάβρεχε με τα δάκρυά του σα να της έλεγε «σ’ ευχαριστώ, σ’ ευχαριστώ». Ούτε μια στιγμή δεν πρόσεξε τη δική της απελπισία…

Βάλθηκε να της αραδιάζει τα πιο μεγαλεπήβολα σχέδια για τη δουλειά του, πως το πρατήριο της Σμύρνης θα γινότανε τώρα υποκατάστημα, και γρήγορα θ’ άνοιγε κι εδώ εργοστάσιο και… και…

Ο πατέρας δεν έλεγε αλήθεια. Γιατί αργότερα, μόλις βεβαιώθηκε πια πως ο Αλέξης Μπένας έφυγε απελπισμένος για την Αίγυπτο και κίνδυνος δεν υπήρχε ν’ αλλάξει γνώμη η μητέρα, τότε της αποκάλυψε, πως είχε πουλήσει ολόκληρη την κτηματική του περιουσία.

—Μαίρη μου, το μόνο που θα ήθελα να κρατήσουμε ήταν το σπίτι, είπε συγκινημένος. Το σπίτι που ζήσαμε τόσες χαρές. Μα έπρεπε, χρυσή μου, να το δώσω κι εκείνο για να μας μείνει η πηγή των αγαθών, το εργοστάσιο. Από κει έγιναν τα σπίτια, εκείνο τα έφαγε, κείνο πάλι θα τα ξαναφτιάξει. Η ζωή μας τώρα έμπαινε σε μια αληθινά νέα φάση. Νοικιάσαμε ένα σπίτι περίεργο στην οδό Μοσκώφ. Ήταν παλιά ατζέμικο προξενείο. Δίπατο, τεράστιο σε όγκο, με πελώρια δωμάτια και ζωηρές ταπετσαρίες, με μιαν αυλή γεμάτη γλάστρες, που οι τοίχοι της υψώνονταν θεόρατοι, σα να ήταν προαύλιο φυλακής και στη γωνιά αλυσοδεμένος ένας γίγαντας, το κοντάρι, που σ’ αυτό σήκωναν καθώς φαίνεται άλλοτε την περσική σημαία. Ανάμεσα στο κάτω και στο πάνω πάτωμα υπήρχαν δυο δωμάτια, τα «αντρεσόλια», που κανονικά έπρεπε να είναι δωμάτια υπηρεσίας. Η μητέρα μου όμως, επειδή είχε περίσσιο χώρο στο πάνω πάτωμα, κι επειδή ήθελε να «ελέγχει» τις υπηρέτριες, τις τοποθέτησε εκεί. Έτσι τα αντρεσόλια έμειναν για μας τα παιδιά. Εκεί περιμάζεψα όλα τα βιβλία του παππού μου, που απ’ τον καιρό που σταμάτησε η φιλομάθεια και τα «ζουρ-φιξ» της μητέρας κανείς δεν καταδεχόταν, όχι να τα διαβάσει, μα ούτε και να δει τους τίτλους. Χωρίς να καταλαβαίνω τίποτα απ’ το περιεχόμενό τους, τ’ αγαπούσα εκείνα τα παλιά, χοντρά βιβλία με τα βυσσινιά, τα μαύρα και τα χρυσά δεσίματα. Τα φυλλομετρούσα, κοίταζα τις ζωγραφιές, έπαιζα με τον όγκο τους, λες και περίμενα απ’ την επαφή μου εκείνη πως θ’ αφομοίωνα τη σοφία τους.

Είχε ακόμα κείνο το σπίτι κι ένα βαθύ σκοτεινό υπόγειο που προκαλούσε σε όλους ένα ακατανίκητο δέος. Μια μέρα έπεισα την κυρά-Ευανθία να κατεβούμε να το εξερευνήσουμε, λέγοντάς της πως εκεί θα βρούμε θαμμένο κανένα κιούπι με χρυσάφι. Πήραμε ένα φανάρι κι αρχίσαμε να ψάχνουμε. Το πρώτο μας εύρημα ήταν ένας πελώριος θυρεός με το περσικό λιοντάρι, που κρατούσε ένα γυμνό σπαθί. Βρήκαμε ακόμα και πολλά σπασμένα έπιπλα από έβενο και φίλντισι κι αγαλματάκια μπρούτζινα και ξύλινα, κάτι μεταξύ ανθρώπου και ζώου, και μια σπάθα της Δαμασκού σπασμένη.

Η κυρά-Ευανθία άρχισε να σταυροκοπιέται και να χλομιάζει. Κάποια στιγμή σκοντάψαμε σ’ ένα σιδερόφραχτο χώρο, σαν κρατητήριο.

—Ο θησαυρός! της είπα για να της δώσω θάρρος.

Τα μάτια της ανοίξανε διάπλατα. Μα καθώς κάναμε να παραβιάσουμε τη σκουριασμένη μπετούγια, τα σιδερικά τρίξαν κι η κυρά-Ευανθία με τράβηξε πίσω πανικόβλητη.

—Ο Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά… Στοιχειωμένος είν’ ο τόπος!

Ήταν η πρώτη φορά που ανακάλυπτα πως τα υπερφυσικά όντα δε με φόβιζαν πια. Με φόβιζαν οι άνθρωποι. Η εποχή των παραμυθιών είχε περάσει χωρίς κι εγώ η ίδια να το καταλάβω. Κάτι καινούργιο άρχιζε να με συγκινεί• ένα σύγχρονο ζωντανό παραμύθι, που το ζούσα κι εγώ μαζί με όλους τους άλλους.

Σ’ εκείνο το σκοτεινό υπόγειο, όπως και στα αντρεσόλια, μαζευόμαστε τώρα όλα τα παιδιά και με το μυστικισμό των πρώτων χριστιανών γράφαμε στους τοίχους με κιμωλία τα πατριωτικά «ζήτω» μας και ζωγραφίζαμε την ελληνική σημαία και τραγουδούσαμε τον Ύμνο της λευτεριάς. Κι ο πατέρας, που ήταν ο εμπνευστής των νέων αυτών παιχνιδιών μας, έλεγε στη μητέρα:

—Τα χελιδονάκια μας, προμηνούν την άνοιξη…

Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν, Κέδρος 1987, σ. 59-61.