Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΦραγκομαχαλάς
Είχα φτάσει στο Φραγκομαχαλά, όταν ξαφνικά ακούστηκε άγριο τουφεκίδι. Μερικοί πληγωμένοι σέρνονταν από τοίχο σε τοίχο.
—Τρέξτε τους στα Σπιτάλια του Άη-Χαράλαμπου, φώναζαν οι γυναίκες.
—Τι τρέχει, βρε παλικάρια; ρωτούσε ο κόσμος που κατέβαινε.
—Τίποτα σοβαρό. Στο Και γίνονται συγκρούσεις. Οι Τούρκοι δε θέλουνε να παραδώσουν τα καράβια τους…
—Αμ’ θα τα παραδώσουνε, στο χέρι τους είναι; είπαν οι άλλοι και τάχυναν το βήμα τους κατά την παραλία.
Όσο προχωρούσα, η ανθρωποθάλασσα παράσερνε ό,τι έβρισκε μπροστά της. Μια γριά πλάι μου έπεσε ξερή. Συγκοπή, φώναξαν κι άνοιξαν δρόμο να την περάσουν. Επωφελήθηκα και γλύστρησα μέσα από κείνο το άνοιγμα, κι έφτασα ως το ξενοδοχείο που βρίσκονταν οι δικοί μου. Η καρδιά μου χτυπούσε δυνατά και τα γόνατά μου τρέμανε. Η πόρτα του ξενοδοχείου ήταν αμπαρωμένη. Άρχισα να χτυπάω με τα χέρια και με τα πόδια, απελπισμένα.
—Ανοίχτε, ανοίχτε!
—Δεν ανοίγουμε σε κανένα, γεμίσαμε κόσμο, ακούστηκε η σερέτικη φωνή του κυρ-Ανέστη, του θυρωρού.
—Κόνα-Μαριόγκα, φώναξα με κλάματα στη γυναίκα του, άνοιξέ μου εσύ. Είμαι η Αλίκη Μάγη, θέλω τη μητέρα μου.
Η φιγούρα της κόνα-Μαριόγκας, με την περούκα και το πολύ φτιασίδι, ξεπρόβαλε στο παράθυρο.
—Ήχου, καλέ θα λωλαθώ! τση Μαίρης η μικρή βρέθηκε στσι δρόμοι! Άνοιξέ τση, Ανέστη μου, να δεις καλή μέρα!
Ο κυρ-Ανέστης έβρισε, έφτυσε, κι ύστερα άπλωσε τη χερούκλα του, μ’ άρπαξε απ’ το γιακά και με τράβηξε μέσα.
—Σου χρειάζεται ένα μπερντάχι ξύλο, μου είπε, για να μάθεις να ξεπορτίζεις τέτοιες ώρες…
Χωρίς να προσέξω το θυμό του κυρ-Ανέστη, ανέβηκα τρία-τρία τα σκαλοπάτια και βρέθηκα ίσια στο μεγάλο μπαλκόνι του σαλονιού.
Απέναντι, στο λιμάνι ήταν αραγμένα τα πρώτα ελληνικά πολεμικά. Εκείνη τη στιγμή έμπαινε και το υπερωκεάνιο «Πατρίς» φορτωμένο άντρες με χακί. Πάνω στο κατάστρωμα τραγουδούσαν και χόρευαν φουστανελλάδες.
—Να, αυτοί ’ναι οι Παλιοελλαδίτες, είπε ένας κύριος.
Γύρισα και τον κύτταξα φουρκισμένη γιατί νόμισα πως το «παλιοελλαδίτες» ήταν βρισιά, σαν το παλιάνθρωπος και το παλιόπαιδο. Τότε μονάχα πρόσεξα πως στο ίδιο εκείνο μπαλκόνι, βρισκόταν κι ο πατέρας. Φοβήθηκα νέα σκηνή, μα εκείνος ήταν τόσο συνεπαρμένος, που θεώρησε φυσικότατη την παρουσία μου εκεί.
Κάθε φορά που οι Έλληνες αιχμαλώτιζαν καμιά ομάδα Τούρκων και την κλείδωναν μέσα στις αποθήκες του Τελωνείου, ο κόσμος δυνάμωνε τα ουρλιαχτά του:
—Σειρά σας και σειρά μας, εντεψήζηδες!…
Οι ταραχές πέρασαν γρήγορα. Όταν έγινε γνωστό πως 163 στρατιώτες και πολίτες πλήρωσαν με τη ζωή τους την ειρηνική κατάληψη της Σμύρνης, ο κόσμος τους χαλάλισε:
—Μικρός ο φόρος, για μια τόσο μεγάλη μέρα!
Οι Σμυρνιοί πρόθυμα πετούσαν στους δρόμους τα καλύτερα χαλιά τους για να πατήσει ο στρατός, κι έκοβαν λουλούδια απ’ τους κήπους και τις γλάστρες τους, κι έχυναν τη σοδειά τους το ρύζι, για να ράνουν τους απελευθερωτές.
—Να ριζώστε, παλικάρια της Ελλάδας! Και στην Πόλη με το καλό! Μερόνυχτα κράτησε το πανδαιμόνιο των υποδοχών στο σπίτι μας. Γλέντια, τραπέζια, φιλοξενίες αξιωματικών. Είχαμε χάσει και τη λίγη οικογενειακή ισορροπία που μας απόμεινε.
Διδώ Σωτηρίου, Οι νεκροί περιμένουν, Κέδρος 1987, σ. 117-125.