Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Οι πρώτες μέρες μας στη Σμύρνη είχαν κέφι και συγκινήσεις. Γυρίζαμε εδώ κι εκεί σαν περιηγητές και γεμίζαμε τα μάτια και την ψυχή μας νέα θεάματα, και νέες εντυπώσεις, με την άπληστη διάθεση που έχει κανείς για το καινούργιο, το φευγαλέο και το προσωρινό. Η μεγάλη πολιτεία με τα άγνωστα σπίτια, τον άγνωστο κόσμο, την άγνωστη ρυμοτομία, τις άγνωστες εκπλήξεις, μας κρατούσε σε συνεχή έξαψη. Στο Αϊντίνι ήξερες τον καθένα με το όνομά του και τα προβλήματά του. Ήξερες πού πηγαίνει, όταν βγαίνει την τάδε ώρα, τί λέει όταν συναντιέται μ’ έναν άλλον, πού και πώς διασκεδάζει, γιατί τρέχει και ιδρωκοπάει, γιατί παντρεύεται και από τί πεθαίνει.

Εδώ, το καινούργιο βιβλίο με τις ζωηρές εικόνες δεν τελείωνε εύκολα και τα ερωτηματικά ήταν πολλά κι οι γρίφοι σου ζητούσανε μια κάποια λύση, έστω και φανταστική. Δε μας ξέρανε εδώ οι πολλοί άνθρωποι και δεν τους ξέραμε ούτε εμείς, κι έτσι νιώθαμε τόση ελευθερία. Το Και, το Παραλλέλι, η Μπελλαβίστα, οι Βερχανέδες, οι Μεγάλες Ταβέρνες, το Μπουλβάρ – Αλιότι, ο Κουλές, τα Τράσα, η Άγια-Φωτεινή, η Άγια Κατερίνα, τα βαποράκια του Κορδελιού, το τραμ της προκυμαίας που τόσερναν άλογα, τα κατάμεστα με εύθυμο κόσμο κέντρα, οι πουλητάδες των γιασεμιών, τα μονά-ζυγά φιστίκια, τα «Πολιτάκια» με τα σαντούρια, οι πεταχτές γυναίκες, όλα, έμοιαζαν σαν εύθυμες, χτυπητές κορδέλες, που έπλεκαν ένα χαρωπό γαϊτανάκι. Και μέσα σ’ αυτά η μητέρα να μπαινοβγαίνει μαζί μας στα καταστήματα και ν’ αγοράζει τη χαρά του περιττού μέσα σε μεγάλα και μικρά πακέτα.

Κάθε μεσημέρι μας περίμενε ο πατέρας στο «Καφέ ντε Παρί» κι όλο και φτάναμε καθυστερημένες, φορτωμένες σαν Αη-Βασίληδες.

—Σα λίγα ψωνίσατε, βρε παιδιά, μας έλεγε ειρωνικά. Δεν είχαν άλλα τα μαγαζιά;

Τότε η μαμά περνούσε χαδιάρικα το μπράτσο της στο δικό του και του μετάδινε ευθύς το κέφι και τις εντυπώσεις της.

—Τι να σου πω, Βασιλάκη. Δεν τη χορταίνω τη Σμύρνη! Τη βρίσκω ολοένα πιο νέα και πιο ελκυστική.

—Κι όμως —απαντούσε ο πατέρας— πέρασαν οι άνθρωποι εδώ πείνα στον αποκλεισμό, που εμείς, εκεί κάτω, ούτε στον ύπνο μας δεν την είδαμε.

—Ωστόσο να, που δεν τους άφησε ίχνη. Όπως στα παιδιά μας, που πριν στεγνώσουν τα δάκρυά τους, ξεσπάει το γέλιο τους. Εγώ, αν ήθελα να την περιγράψω, θα την έλεγα πολιτεία του παιχνιδιού και της χαράς, ανάλαφρη και χαδιάρα σαν τις γυναίκες της. Μια ζεστή αγκαλιά ανοιχτή, που σε σφίγγει λιγωτικά.

Ο πατέρας χαμογελούσε ευχαριστημένος, δεν έπαυε όμως και να πειράζει τη μητέρα.

—Κρύψε τις εντυπώσεις σου, για τους φιλολογούντες νεαρούς των «ζουρ-φιξ» σου…

Σωτηρίου Διδώ, Οι νεκροί περιμένουν, Κέδρος, Αθήνα 1987, σ. 45-46.