Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΜατωμένα χώματα
Μόλις πάτησα το ποδάρι μου στη Σμύρνη, στάθηκα να πάρω ανάσα. Σταυροκοπήθηκα, μ’ έπιασε μια ξαφνική χαρά. Πάντα εδώ στη Σμύρνη έβρισκε σιγουριά κι αποκούμπι η ρωμιοσύνη. Οι Τούρκοι τη λέγανε «Γκιαούρ Ισμίρ» κι ήτανε πραγματικά η Άπιστη γι’ αυτούς· για μας όμως ήτανε η χαρούμενη και φιλόξενη πρωτεύουσα του ελληνισμού. Μοσχοβολούσε γιασεμί και λαχταρούσε για λευτεριά. Μόνο να σεργιανάς στο Και, στα μπουλβάρια, στους βερχανέδες, να νταραβερίζεσαι στα μπεζεστένια, να πίνεις ρακί στο Κόρσο, να βλέπεις παντού κέφι, χαρά, σου μαλάκωνε η καρδιά, γέμιζε φως, πόθους, θάρρητα. Να ζήσω, έλεγες, να ζήσω, να δουλέψω απεξαρχής, να φτιάσω τούτο και τ’ άλλο, να χαρώ, ν’ αγαπήσω, να χτίσω.
Τώρα τι ’τανε αυτό π’ αντίκριζα; Μια νεκρή πολιτεία. Τα μαγαζιά και τα κέντρα κλειδωμένα με διπλό λουκέτο. Τα σπίτια βουβά, σαν ακατοίκητα. Γέλιο δεν άκουγες, παιδί δεν έβλεπες να παίζει στο δρόμο. Καραβάνια θλιβερά σερνόντανε στα σοκάκια σαν μια σειρά κάμπιες. Κορμιά κυρτωμένα, πρόσωπα χολιασμένα, χαλκοπράσινα, χείλη ξερά, ασπρισμένα. Ήτανε οι πρόσφυγες που φτάνανε απ’ το εσωτερικό. Σέρνανε μαζί τους μπόγους, τσομπλέκια, μπαούλα, κονίσματα, φορεία μ’ άρρωστους, κατσίκες, κότες, σκύλους. Οι εκκλησιές, οι στρατώνες, τα σκολειά, οι αποθήκες, οι φάμπρικες, όλα γέμισαν πρόσφυγες· βελόνι να ’ριχνες δε θα ’πεφτε.
Γύριζα σαν χαμένος ανάμεσα σ’ αυτό τον κόσμο κι έψαχνα να βρω τους δικούς μου. Ο Γιάκαβος, ένας κουμπάρος μας, μου ’πε πως τους είχε ανταμώσει και μάλιστα η μάνα μου χόλιαζε, λέει, για μένα και για τον αδερφό μου το Σταμάτη. Καταλάβαινα πως έπρεπε να βιαστώ ν’ ανταμώσω τη φαμελιά, να δούμε πως θα τα ξεκεφαλιώσουμε, μα τα ποδάρια μου δε με σηκώνανε, ήμουνα πεθαμένος. Δεν είχα πια μέσα μου παρά μια πεθυμιά, να γείρω κάπου να κοιμηθώ για μήνες.
Στο Παραλλέλι κοντοστάθηκα στον καθρέπτη ενός μπαρμπέρη κι είδα τα χάλια μου. Το χιτώνιό μου ήτανε ξεσχισμένο, όλο αίματα. Το δίκοχό μου ξεχασμένο στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Τα γένια μου άγρια.
Το κουρείο ήταν ανοιχτό. Δεν πάω, σκέφτηκα, να λουστώ, να κουρευτώ, ν’ αλλάξω το σουλούπι μου; Έτσι που είμαι, κι η μάνα μου η ίδια θα τρομάξει σα μ’ αντικρίσει. Το μάτι μου έπεσε, με το πρώτο, στη γυριστή πολυθρόνα που θα δεχότανε το αποκαμωμένο κορμί μου.
Ο μπαρμπέρης, ένα λιγνό συμπαθητικό γεροντάκι, σάλταρε στην πόρτα, μόλις μ’ είδε να κοντοστέκουμαι, μ’ άρπαξε απ’ το μπράτσο και μ’ έσυρε σαν υπνωτισμένο στην πολυθρόνα.
—Έλα, μου ’πε, λες και γνωριζόμασταν από χρόνια. Κάτσε να σου συγυρίσω τη φάτσα. Πως κατάντησες σε τέτοιο χάλι; Εσένα όχι άνθρωπος, μα και Χάρος να σε δει θα σκιαχτεί.
Γέλασε μόνος με το χωρατό του κι ύστερα έπιασε να βρίζει τους Τούρκους.
—Σεϊτάνηδες, ντεληφισέκηδες! Σας ηπέρασε από την άδεια σας κούτρα, πως θα φάτε τον ελληνικό στρατό! Χαερσίζηδες, μπαμπέσηδες…
Δεν τον πολυάκουγα. Με το πρώτο άγγιγμα στην πολυθρόνα, ξεκουρντίστηκα ολόκληρος· χαλάρωσε το κορμί μου σαν να βυθιζόμουνα σε μαλακωσιά. Όμως ο μπαρμπέρης ήτανε αποφασισμένος να μη μ’ αφήκει να κοιμηθώ. Μου κουνούσε απότομα το κεφάλι πάνω, κάτω, ζερβά, δεξά, πέταγε όσο πιο τραγουδιστές μπορούσε τις ψαλιδιές του, μ’ έφερνε γύρα κι όλο με σκουντούσε:
—Μην αποκοιμηθείς, παλικαρόπουλο, γιατί με τη νύστα οπού ’χεις ελόγου σου, δε θα ξυπνήσεις μήτε στη δεύτερη παρουσία…
Όσο λαχταρούσα εγώ τον ύπνο, άλλο τόσο λαχταρούσε αυτός την κουβέντα. Όταν είδε ανέλπιστα ν’ αράζει πελάτης στο μαγαζάκι του τον έπιασε χαρά. Η μοναξιά κείνες τις ώρες του ’φερνε τρέλα.
—Φαίνεσαι αποκαμωμένος, φουκαρά μου, έκανε. Έρχεσαι απ’ τις πρώτες γραμμές.
Ήθελα να του πω πως δεν υπάρχουνε πια ούτε πρώτες γραμμές, ούτε δεύτερες μα η γλώσσα μου είχε μουδιάσει· το μόνο που κατάφερνα ν’ αρθρώσω ήτανε έναν «ν…ναι» που έμοιαζε με βέλασμα.
—Εψές, έλαψε κι ηκούρεψα δυο τρεις φαντάρους, οπού ’χαν τα δικά σου χάλια. Μ’ αυτοί ’τανε θεόλωλοι, δεν ηξέρανε τι τους ηγινούντανε. Φτάσανε να μου πούνε πως ο ελληνικός στρατός δε θα κρατηθεί ούτε μια βδομάδα πια στη Μικρασία. Ακούς;
Άκουγα άκρες μέσες και καταλάβαινα τι ’θελε να πει το γεροντάκι, μα δεν μπορούσα να στυλώσω μάτι να τον κοιτάξω. Τα ματοτσίνουρά μου γίνανε σιδερικά. Η κεφαλή μου βούιζε, ήμουνα και δεν ήμουνα ξύπνιος. Ο μπαρμπέρης, πονηρός, όταν είδε πως μαζί μου δεν μπορούσε να στρώσει κουβέντα, άρπαξε μια κανάτα νερό κρύο κι αρχίνησε να με λούζει, να με ταρακουνάει· μόνο μπάτσους που δε μου ’δωκε. Μισάνοιξα τα μάτια μου, έτοιμος να τόνε διαβολοστείλω, μ’ αντίκρισα το βλέμμα του, το γεμάτο ικεσία.
—Φαίνεσαι ξυπνητός και κουραγιόζος, μου ’πε. Δε μοιάζεις συ από κείνους που ησερσεμιάσανε και λένε πως η μικρασιατική εκστρατεία πάει κατά διαόλου. Αυτοί ούλοι είναι κατουρημένοι, πράχτορες του Κεμάλ. Άκουσε που σου λέω. Βρε, εδώ ο Τρικούπης επήρε την αρχιστρατηγία και ηπέρασε στην αντεπίθεση! Το ξέρεις αυτό;
Είχα τη διάθεση να του πω όλη την αλήθεια, να τόνε τρελάνω, μα το πάθος που έβαζε στα λόγια του μου θύμισε τον παλιό εαυτό μου και μέρεψα. Κείνος συνέχισε το χαβά του!
—Αν δεν το ξέρεις, μάθε το από μένανε. Στον Τσεσμέ, φίλε, δεν μαντζέβεται ο στρατός για να πιάσει τσι θάλασσες και να λακήσει. Όγεσκε! Την άμυνα των παραλίων μας οργανώνει. Όπου να ’ναι θ’ ακούσεις να βγαίνουνε τα παραρτήματα και τότες θα μαθευτούνε τα νέα. Η Αγγλία, σου λέει, είναι παρά το πλευρόν μας, δε θα μας απαρατήσει – στο πείσμα κεινής τση σκρόφας, τση Γαλλίας!
Σαν μύγες τα ’νιωθα τα λόγια του να στριφογυρνάνε και να πιλατεύουνε το μισοϋπνωτισμένο μου μυαλό. Στα υστερνά έχασα πια την υπομονή μου κι άνοιξα κι εγώ το στόμα μου.
—Για ποιόν Τρικούπη μιλάς, μπάρμπα; Τώρα κι άλλη μια! Ο Τρικούπης πιάστηκε αιχμάλωτος με το στρατό του. Οι τρανοί τσ’ Αθήνας μας παρατήσανε σύξυλους κι ένας Θεός ξέρει τι θ’ απογίνουμε. Όσο για τσ’ Εγγλέζους, μη γελιέσαι. Ούτ’ αυτοί ούτε οι Γάλλοι ούτε οι Αμερικάνοι ούτε διάολος στη φύτρα τους, κανείς, μωρέ, κανείς πια δε σκοτίζεται για τα μας. Αυτοί μας ανοίξανε τον τάφο, πάρ’ το χαμπάρι.
Του γέρου το σαγόνι αρχίνισε να τρέμει· χτυπολογούσαν οι ξένες μασέλες του, έγινε κίτρινος σαν θειάφι. Τα μάτια του μίκρυναν, σκλήρυναν, αλληθώρισαν. Τα χέρια του που κρατούσαν ξουράφι, είπα πως θα μου ’κοβαν το λαιμό.
—Τι λες, μωρέ θεοπάλαβε! βρουχήθηκε. Ποιος σε γέμισε με τέτοια άτιμα ψέματα; Ο Τρικούπης θα οργανώσει την άμυνα από το Νυμφαίο ίσαμε το Σίπυλο. Έτσι μονάχα θα προστατευτεί η Σμύρνη. Κι αν, όπως λες, αιχμαλωτίστηκε ο Τρικούπης, δε χάθηκε ο κόσμος. Ψωμιά στο μοναστήρι. Έχει αξιωματικούς κι αξιωματικούς μια βολά ο ελληνικός στρατός! Δε θα ’ναι ο Τρικούπης, θα ’ναι ο Γονατάς, ο Πλαστήρας. Τους ξέρω ούλους εγώ προσωπικά.
Τον έβλεπα να παλεύει απελπισμένα να περιφρουρήσει την αισιοδοξία του, την ίδια την καρδιά του. Κάτι ήξερα από τέτοιους αγώνες. Είπα μέσα μου: Ρε Μανώλη, γιατί το πιλατεύεις το γεροντάκι; Τι θα βγει αν αργήσει λίγο να μάθει την αλήθεια; Ασ’ τον το φουκαρά.
—Στο κάτω κάτω είναι κι η Μικρασιατική Άμυνα, είπα. Πού τήνε βάζεις τη Μικρασιατική Άμυνα!
—Ε, τώρα μιλάς σαν άντρας, άσκολσουν! Γεια στο στόμα σου. Η Άμυνα, ναίσκε, αυτή θα ξαναφέρει ενθουσιασμό, θα καλέσει πανστρατιά και θα πάμε ούλοι, γέροι, νιοι, παιδιά, γυναίκες. Τι θα πει! Για τα σπίτια μας και για τη λευτεριά μας, όλα θα τα δώκουμε. Ήρθε η μεγάλη στιγμή του χρέους…
Ήθελα να του πω: «Ήρθε, μωρέ γέρο, ήρθε η στιγμή του χρέους, μα οι άτιμοι την αφήκανε και χάθηκε. Μας βουλιάξανε χίλιω λογιώ προδοσίες, συμφέροντα των μεγάλων, στραβοτιμονιές των δικώνε μας, κακές αρχές και κακά αποτελειώματα…» Ήθελα πολλά να του πω. Θυμήθηκα το Δροσάκη· ολόκληρος είχε χωθεί μέσα στο πετσί μου. Μα συγκρατήθηκα. Το γεροντάκι είχε πια βυθιστεί στο δικόνε του κόσμο.
—Έχω πίστη μέσα μου, έκανε και χτυπούσε με πάθος το στήθος του. Πιστεύω Θεό εγώ! Δεν μπορεί να τούρκεψε ο Μεγαλοδύναμος. Δε γίνεται. Με καταλαβαίνεις; Εμένα σήμερις το πρωί, η κυρά, μ’ έκανε άγιονε να μην τ’ ανοίξω το μαγαζί. «Που θα πας, Τάσο μου, κλαψούριζε. Δε ματζέβεις τη φαμελιά να βρεις κι εσύ κανένα καΐκι να φύγουμε για τα νησιά, μόνε θα ’ρτούνε οι τσέτες να μας χαλάσουνε! Εγώ μια βολά τσι χαζίρεψα τσι μπόγοι· θα πάρω τα παιδιά να φύγουμε.» «Άντε, καψογυναίκα, άντε και τα γέμισες κι ατή σου. Άντε και να δούμε που στο διάτανο θα μας βγάλει τούτος ο τρόμος. Δεν ανάφτεις, λεώ, τη φουφού να στήσεις κάνα μπλουγούρι και μην ακούς τσι ζεβζεκές του ενού και τ’ αλλουνού. Όσο για το μαγαζάκι, θα τ’ ανοίξω, γυναίκα, πάρ’ το απόφαση, θα τ’ ανοίξω! Τι στο καλό, αξούριστος κι ακούρευτος θα μείνει ο κόσμος;» Τι λες και συ, φαντάρε, καλά δεν της μίλησα; Σε τέτοιες ώρες χρειάζεται το κουράγιο. Ο πανικός, άσ’ τονε τον πανικό, αυτός σκοτώνει πριν σε βρει το κακό. Εγώ θα τόνε σπάσω τον πανικό, θα τόνε ξεφτίσω στη γειτονιά μου. Θα συλλοϊστεί ο μπακάλης. «Για ν’ ανοίξει το μπαρμπέρικο ο κυρ Τάσος, πα να πει πως μπορώ ν’ ανοίξω κι εγώ το μαγαζί». Θ’ αναθαρρέψει κι ο έμπορας, κι ο καφετζής, κι ο σπετσιέρης. Έτσι δεν είναι;
Φαίνεται πως τόνε κοίταζα παράξενα, γιατί σταμάτησε ξαφνιασμένος. Μα ευτύς ξανάρχισε από φόβο μήπως του πω πάλι τις δικές μου πικρές κουβέντες.
—Τι με κοιτάς έτσι, έκανε. Εμένανε που με βλέπεις, ας μοιάζω κακομοιριασμένος, τη ζωή τήνε γόντιρα, την έφαγα με το κουτάλι κι είμαι στα υστερνά μου. Μα η λευτεριά που μας ήρχε στη Μικρασία είναι παιδούλα· μόλις πήρε να βαδίζει· ούτε τέσσερα κεράκια δεν αξιωθήκαμε να τση βάλουμε. Αυτή δεν μπορεί, δεν πρέπει ν’ αποθάνει· δε θ’ αντέξουμε να τήνε θάψουμε. Κάλλιο να μπούμε πριν όλοι στο μαύρο χώμα…
Του κυρ Τάσου τα μάτια βουρκώσανε. Μ’ είχε αφήσει με το μισό μάγουλο ξουρισμένο κι αποξεχάστηκε να λέει και να μην έχει τελειωμό. Το λιπόσαρκο κορμί του, με τα στραβοκάνικα ποδάρια, συγκλονιζότανε από νευρικά πηδήματα.
—Γι’ αυτήνανε τη λευτεριά τα ’δωκα ούλα, ό,τι είχα και δεν είχα. Ώχ! Πως το θυμούμαι, μωρέ μάτια μου, κείνο το ευλοημένο πρωινό του Μαγιού, όπου πλεύρισε το υπερωκεάνιο «Πατρίς» κι ηξεμπάρκαρε τσ’ ευζώνοι και πίσω, που λες, να στέκουνε τα πολεμικά μας με τη γαλανόλευκη! Ωχού, Χριστέ και Κύριε, ποιος με κράτειε μένανε τότες! Ήτρεξα στο σπίτι, άνοιξα βιαστικά το κλειδωτό σερτάρι που φύλαγα τη σερμαγιά, άρπαξα τα κοτσάνια του σπιτιού μου και τα μετρητά που κονόμησα γρόσι γρόσι από τα ρεγάλα· εξήντα χρόνων δούλεψη! (Είχα γυναίκα νοικοκυρά που ήξερε τη ρέγουλα, κι ας είχα δυο κόρες και τέσσερα αγόρια). Και τα παίρνω που λες ούλα, όπως βαστούσανε και βρισκότανε κι ηπήγα ίσια στον Έλληνα διοικητή. «Να, του ’πα, τούτα τα δίνω για το στρατό μας, το λευτερωτή! Τους τα στέλνει πες τους, ο μπαρμπέρης ο Τάσος ο Κασαμπαλής…» Ο μέραρχος, καλή του ώρα, με χτύπησε στην πλάτη, με φχαρίστησε, μα δεν τα δέχτηκε. Με πέρασε, ως φαίνεται, για βλαμμένον. Εγώ, όμως, επέμενα, ήφαγα τα λυσσιακά μου, ίσαμε που στο τέλος τα πήρε ένα στρατιωτικό νοσοκομείο κι ηπιάσανε τόπο.
»Η γυναίκα μου, μόλις πήρε χαμπάρι, πήγε ν’ αποθάνει. “Ησερσέμιασες, άντρα μου; Τι ’ταν αυτή η κουτουράδα που ’κανες; Καλά δεν ησκέφτηκες τα εδικά μας γερατειά, αμέ τα κορίτσια σου; Τίποτις δεν ησκέφτηκες;” “Όλα τα σκέφτηκα, γυναίκα, όλα τα ’βαλα στη ζυγαριά. Εσένανε, εμένανε, τα παιδιά μας, τ’ αγγονάκια μας, το χρυσάφι ούλης της γης. Μα η μπαλάντζα ηβάρυνε απ’ τη μεριά τσ’ ελευτερίας…”
Παλεύαμε κι οι δυο να καταπιούμε το δάκρυ μας. Πάνω στη ώρα, μπούκαρε λαχανιασμένος ο έγγονας του μπαρμπα-Τάσου.
—Παππούλη, φώναξε το παιδί κι η φωνή του έτρεμε. Ο στόλος φεύγει!
—Ποιος στόλος, μωρέ ζεβζέκη;
—Ο ελληνικός, παππού!
—Ο ελληνικός;
—Ο ελληνικός!
—Ε, να, τότες, κερατούκλη! Να! Να!
Του άστραψε στη μούρη τρεις σφαλιάρες. Ο μικρός κοκκίνισε, βούρκωσε, μα δεν έκλαψε. Δικαιώνοντας την οργή του παππούλη του, είπε με πάθος:
—Παππού, δε σε ψεματίζω, φεύγει, σου λέω, φεύγει, φεύγει!
Και ξέσπασε σε κλάμα.
Άρπαξε ο γέρος τ’ αγγόνι του από το χέρι και τραβολογώντας το απότομα βγήκε στο δρόμο. Έμεινα να τον κοιτάζω. Το λιανό κορμί του με τα στραβοκάνικα αρθριτικά ποδάρια σκαμπανέβαινε σαν φελούκα σε φουρτούνα. Ράγισε η καρδιά μου, λες και κείνη τη στιγμή μόνο αυτό το γεροντάκι ήτανε δυστυχισμένο και χαμένο.
Έπιασα το ξυράφι και προσπάθησα ν’ αποτελειώσω το ξύρισμα. Αν φεύγει στ’ αλήθεια ο στόλος, πάει να πει πως όπου να ’ναι… όπου να ’ναι θα μπουκάρουνε οι Τούρκοι. Αν… Τι γυρεύει το αν; Αφού το ξέρω πως όλα τελειώσανε, αφού ξέρω το πώς και τί, γιατί κάθουμαι λοιπόν; Τι περιμένω; Τι ελπίζω; Μ’ ακούς ή δε μ’ ακούς, φαντάρε Αξιώτη, εθελοντή του ελληνικού στρατού, μαχητή του Αφιόν Καραχισάρ. Τελειώσανε πια όλα, όλα!
Πήρα τρεχάλα το δρόμο, βγήκα στην προκυμαία. Κείνη τη στιγμή τα πολεμικά σήκωναν άγκυρα. Από τα φουγάρα τους έβγαινε πυκνός, μαύρος καπνός. Οι άνθρωποι στο Και μαρμαρώσανε. Δεν ανασαίνανε, δε μιλούσανε, δε ζούσανε. Μοιάζανε σαν τις πέτρινες πλάκες στα μεζαρλίκια, η μια πίσω απ’ την άλλη… Μα τι λέω; Μόνο όποιος έθαψε το σπλάχνο του κι άκουσε το τρίξιμο του φέρετρου την ώρα που το κατεβάζουνε στον τάφο, μόνε αυτός μπορεί να νιώσει τι ’ταν για μας κείνη η στιγμή.
Ύστερα έγινε κάτι τόσο άτιμο, που μας έφερε στα σύγκαλά μας. Ένα γαλλικό πολεμικό, το «Βαλντέκ Ρουσσώ», άρχισε ν’ ανακρούει τον εθνικό μας ύμνο! Οι «σύμμαχοι» «χαιρετούσαν» την ελληνικήν ναυαρχίδα που έφευγε, όπως το απαιτούσανε οι κανονισμοί και το πρωτόκολλο!
Τούτο το πόμπεμα μας αγρίεψε. Τα νεκρωμένα από τον πόνο απολιθώματα αναδεύτηκαν και σαν ένας ορμητικός χείμαρρος κίνησαν ομπρός.
—Όλοι στου Στεργιάδη!
—Να λογοδοτήσει!
—Να μας εξηγήσει, γιατί δε μας αφήκε να φύγουμε, μόνε μας ηγύρευε πασαπόρτια και σφραγίδες!
—Όπλα! Θέλουμε όπλα για άμυνα!
Μια φωνή ακούστηκε από το βάθος κι ύστερα κι άλλες πολλές.
—Έφυγε ο Στεργιάδης!
—Έφυγε, πάει στον αγύριστο!
—Τον γλιτώσανε οι Εγγλέζοι! Τον φυγαδέψανε!
Σταθήκαμε να καταλάβουμε τούτο το νέο μαντάτο. Κι ύστερα ξέσπασε άσκοπη, η ομαδική οργή. Τρέχαμε δεξά ζερβά, λες και κυνηγούσαμε το φευγάτο όνειρό μας, χειρονομούσαμε, τυφλώναμε.
—Π’ αναθεματισμένοι, που να μην ησώνατε να ’ρχετε!
—Γιατί; Γιατί δε μας ημπαρκάρανε κι εμάς;
—Τι θα γενούμε;
—Ηφοβηθήκανε μπα και πάμε στην Αθήνα και καθαρίσουμε την πατρίδα από την κοπριά τση προδοσιάς!
Σαν πλάκωσε η νύχτα, ερήμωσε η προκυμαία. Όλοι χώθηκαν κάτω από μια στέγη και περιμένανε τη συνέχεια. Έμεινε μόνο ο τρόμος να σουλατσάρει στα σκοτεινά σοκάκια, σαν παζβάντης που προμηνούσε το πιο άγριο ξημέρωμα, που γνώρισε ποτέ η ρωμιοσύνη…
Σωτηρίου Διδώ, Ματωμένα Χώματα, Κέδρος, Αθήνα 2008, σ. 293-303