Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΣαν ξετελεύε καλή δουλειά ο Λουλουδιάς, έκανε γλέντι τρανό. Έφερνε παρέες παρδαλές στο χάνι, έφερνε και παιχνιδιατόρους: την κιορ Κατίνα που ξετρέλαινε τα Καφέ Αμάν της Σμύρνης με το τραγούδι της, το Μεμετάκι, ξακουστόν Τούρκο βιολιτζή, το μάγο του σαντουριού, το Γιοβανάκη. Το γλέντι τότες άναβε και κρατούσε μέρες. Και κάθε μέρα περνούσε και μια αγαπητικιά απ’ την αγκαλιά του Λουλουδιά. Σαν ξεμεθούσε, φεύγανε παιχνιδιατόροι και γυναίκες φορτωμένες λίρα. Τότες η κοκόνα Μαργίτσα με τις δούλες ξεπλένανε το χάνι να ξεμαγαριστεί ο τόπος, φέρνανε πίσω στο σπίτι τα κορίτσια από της θειάς τους της Αννετούλας – όπου τα φυγαδεύανε πριν αρχίσει το γλέντι – θυμιάζανε, ξορκίζανε.
Αι-Γιάννη
ίσαμε και τρίσαμε
έσετε χαλινώσετε
τα σερνούμενα της γης,
τον όφι και την όφεντρα,
το σκορπιό και τη σκουλούμεντρα
το μικρό τ’ αγροαλάκι
απ’ κάτ’ απ’ το καφτσί
να καεί να μυριστεί
και να κιτρινοφυλλιάσει,
τον κακό τον άνθρωπο
τον νυχτοϋριστή…
Ο Γιαννακός κλειδωνότανε εικοσιτέσσερις ώρες στο δωμάτιο της γυναίκας του, που το κρατούσε πάντα σφαλιστό. Κανείς δεν ήξερε τι έκανε κει μέσα. Άλλοι λέγανε πως έπεφτε σε βαρύν ύπνο κι άλλοι πως προσευχότανε και παρακαλούσε τη μακαρίτισσα να τόνε συχωρέσει για τις μπερμπαντιές του. Αυτή η γυναίκα του Λουλουδιά, η Παρή, αν και περάσανε δώδεκα ολόκληρα χρόνια απ’ τη θανή της, θάρρειες και σεργιανούσε ακόμα μέσα στο χάνι κι είχε το πρόσταγμα στο νοικοκυριό και στην καρδιά του Γιαννακού. Ακόμα και η κοκόνα Μαργίτσα όταν έλεγε «η Παρίτσα μας» κολλούσε τ’ αχείλι της. «Αν ζούσε η Παρή μας, μου είπε μια μέρα, ο Γιαννακός δε θα ’τανε κοντραμπατζής μα δεσπότης.»
Τον κόσμο που γνώρισα στο χάνι του Λουλουδιά δε θα τόνε ξεχάσω ποτέ. Μα πιο πολύ απ’ όλους αναστάτωσε τη φαντασία μου ο τραγουδιστής ο Ογδοντάκης με την ιστορία του. Ήταν ένα ψηλόλιγνο παλικάρι μ’ απαλή σαν κοριτσίστικη επιδερμίδα, ζεστά μαύρα μάτια και φωνή που μέρωνε θεριό. Όταν ξεπέζευε στο χάνι και τον κατάφερνε ο Λουλουδιάς να τραγουδήσει, κείνο που γινότανε δεν ήτανε γλέντι, μα λειτουργία. Όλοι κλείνανε τα μάτια τους σαν σε προσευχή, κι ο Γιαννακός χλωμός κι αμίλητος έσφιγγε το ποτήρι στην απαλάμη και το θρυμμάτιζε. Κάθε τόσο άνοιγε την παραδοσακούλα του, έβγαζε χρυσή λίρα και την κόλλαγε στο κούτελο του τραγουδιστή.
—Να ζήσεις, Ογδοντάκη! Να ζήσεις, αηδόνι τσ’ Ανατολής!
Μια μέρα μας ήρθε άσκημο μαντάτο. Τον Ογδοντάκη τον πιάσανε οι Τούρκοι και τον κλείσανε στη φυλακή. Τον αγάπησε, λέει, μια σεβνταλού χανούμη, μα κείνος τήνε περιφρόνησε. Για να τον εκδικηθεί, λοιπόν, έβαλε δυο μπέηδες και του σκαρώσανε φοβερή και τρομερή κατηγορία για κατασκοπεία.
Ο Λουλουδιάς σαν το ’μαθε ταράχτηκε. «Ή θα μπω κι εγώ μέσα, έκανε, ή αύριο, μεθαύριο το πολύ, ο Ογδοντάκης θα βρίσκεται με την τρεχαντήρα μου στο Εγγλεζονήσι…»
Όμως τα πράματα δεν ήτανε τόσο εύκολα, όσο τα νόμιζε. Οι μέρες περνούσανε κι η αγωνία μας κορυφώθηκε σα μάθαμε πως τον καταδικάσανε σε θάνατο, δίχως δίκη, και τον ετοιμάζανε για κρεμάλα!
Σκεφτείτε λοιπόν ποιά ήταν η έκπληξή μας, όταν τη μέρα που ήτανε να κρεμαστεί, κατά το βράδυ, άνοιξε η πόρτα και παρουσιάστηκε μπροστά μας ο Ογδοντάκης, χλωμός κι αλλοπαρμένος, σαν να γύριζε απ’ τον Άδη: Έπεσε στην αγκαλιά του Λουλουδιά. Οι γυναίκες πιάσανε το κλάμα και φωνάζανε: «Είχες άγιο: Άγιο!»
—Δεν πάει ούτε μια ώρα που λευτερώθηκα, είπε ο Ογδοντάκης και κάθισε σε μια καρέκλα μπαϊλντισμένος.
Ο Λουλουδιάς κατέβασε ένα δυο ποτηράκια ρακί, σφούγγισε με την ανάστροφη της παλάμης τα βουρκωμένα μάτια του, γέμισε το ποτήρι του Ογδοντάκη να πιει να συνέρθει και, με φωνή βαριά, τον ρώτηξε:
—Πώς έγινε;
—Χτες, το απογεματάκι, άρχισε το παλικάρι, μπήκε στο κελί μου ο Μεμέτης ο φύλακας. Έφερε φαΐ και ρακί. «Να, αρκαντάς, μου ’πε σαν να ντρεπότανε. Σου φέρνω άσκημα νέα, μα δε θέλω να θυμώσεις μ’ εμένα… Αύριο πουρνό το χάνεις το κεφάλι!» Σύγκρυο μ’ έπιασε, μα δεν τ’ απόδειξα. Μπα και με πιλατεύει, είπα, και το ’ριξα στ’ αστείο: «Η ζωή, Μεμέτη, δεν είναι για χόρταση. Όποιος χριστιανός πάει από Τούρκου χέρι, αγιάζει και τραβάει ίσια στον παράδεισο…» Μόλις έφυγε ο φύλακας, κι απόμεινα μονάχος, με πήρε το παράπονο. Παίρνω το ρακί το κοπανάω όλο να στυλωθώ, με πιάνει το μεράκι κι αρχινάω το τραγούδι. Κείνη τη στιγμή πέρναγε από την αυλή η αφεντιά του, ο Σουλεϊμάν πασάς που ορίζει τσι φυλακές. Στάθηκε κάτω απ’ το κελί μου, κούνησε το κεφάλι. «Βάι! Βάι! Τι ’ν’ τούτο, μπρε; Ποιος τραγουδεί έτσι;» Τόνε κάρφωσε το τραγούδι εκειδά και δεν μπόραγε να σαλέψει. Σε λίγο, να, και με πάνε στο γραφείο του. «Πού έμαθες, μπρε κερατά γκιαούρη, να τραγουδάς έτσι όμορφα;» μου κάνει. «Το τραγούδι, τ’ αποκρίνουμαι, είν’ η ψυχή μου. Και πριν τήνε παραδώσω, την άφηκα να λαλήσει, ν’ αποχαιρετίσει τον ντουνιά.» «Κάτσε, παλικάρι, μου λέει, κάτσε και τραγούδησε για χάρη μου. Τραγούδησε να σ’ ακούσω. Μη σταματάς.» Τραγούδησα κι είδα τα μάτια του θεριού να γλυκαίνουνε, να μερακλώνουνε. Είπα μέσα μου: Βίρα, Ογδοντάκη, βίρα και θα τον ξεγελάσουμε το Χάρο. Έτσι και γένηκε, να, μα το σταυρό, σας λέω! Αρνί ο πασάς. «Θα σου χαρίσω τη ζωή,» μου κάνει. «Τέτοια φωνή είναι κρίμα κι άδικο να πάει χαμένη. Αύριο έχω γλέντι μεγάλο. Θα σε πάρω να τραγουδήσεις. Τ’ αποδέλοιπα άφηκέ τα σ’ εμένανε.» Με κελεψέδες με πήγανε στο κονάκι. Στη μεγάλη κάμαρη πασάδες και μπέηδες τρώγανε και πίνανε. Και τραγούδησα. Έχ, πως τραγούδησα, αδέρφια! Έλιωσα ολόκληρος. Όταν ήρθε το νεφέρι και μ’ έλυσε και μου ’πε «Γκιτ! Γκιτ!», δεν πίστευα στ’ αφτιά μου. Να φύγω; Αλήθεια το λένε ή παίζουνε με τον πόνο μου και μόλις ξεκινήσω θα μου την ανάψουνε; Το νεφέρι με τράβηξε, με κατέβασε ίσαμε την πόρτα και μου ’πε: «Φύγε Ογδοντάκη, άμε στο καλό! Κι αν τήνε θέλεις τη ζωή σου, λείψε καμπόσο από τη Σμύρνη. Αυτό σου μηνάει ο πασάς…»
Το ίδιο κείνο βράδυ, ο Λουλουδιάς μπάρκαρε τον Ογδοντάκη και τον ξαπόστειλε για τη Σάμο. Όμως το τραγούδι που ξετρέλανε το Σουλεϊμάν πασά το πήρε στο στόμα της και το τραγουδούσε ολόκληρη η Σμύρνη:
Αμάν Μεμό Σέκεριμ Μεμό Τζιλβελί Μεμό…
Σωτηρίου Διδώ, Ματωμένα Χώματα, Κέδρος, Αθήνα 2008, σ. 57-61