Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΟι Μάγισσες της Σμύρνης
ΕΛΕΝΙΤΣΑ
Η μάνα της ψυχής
«Η Σμύρνη μου» είπε η Κατίνα, περπατώντας στα καλντερίμια. Που και που, βολτετζάριζε ποδαράτη να χορτάσει την πόλη της. Περνούσε αδιάφορα από τα στενά χωρίς σκοπό, χαζεύοντας τις βιτρίνες, τα μαγαζιά. Από τη γωνιά ακούστηκε ένα βιολί σε μια μελωδία άγνωστη. Έβαλε το χέρι στην τσέπη να πετάξει ένα νόμισμα, αλλά κανείς βιολιτζής δε ζητιάνευε εκεί.
«Κι όμως εγώ άκουσα βιολί, πολύ καθαρά. Περίεργο».
Περπάτησε αρκετά στενά πιο κάτω. Σε κάθε στενό ακουγόταν η ίδια μελωδία. «Κάποιος με ακολουθεί» γύρισε απότομα πίσω. Κανείς.
Κροσάρησε στο δρόμο τη Μέλια την Παριανού, με μιαν άλλη, που είχαν βγει για κατσούνια κι είχαν αγοράσει ένα σωρό κουβάρια από όλα τα νήματα. Η Μέλια είχε αποφασίσει να αρχίσει πλέξιμο γι’ αυτήν κι ήταν ενθουσιασμένη. Τη χαιρέτησε ένθερμα, της σύστησε τη γυναίκα δίπλα της, μια άσχημη αφροκαμήλα, κι άρχισε να της δείχνει ένα ένα τα χρώματα από τα κουβάρια.
«Μέλια!»
«Κοίτα τι νόστιμο που είναι αυτό το ροδί».
«Μέλια!»
«Τι;»
«Ακούς αυτή τη μουσική;»
«Ποια μουσική;»
«Αυτό το βιολί».
«Βιολί; Όχι».
«Με συγχωρείς…».
Τις άφησε σύξυλες στη μέση του δρόμου. Κι έφυγε βιαστικά στα δεξιά.
«Αυτή είναι η Καραμάνου;» ρώτησε την Παριανού η φιλενάδα της.
«Αυτή. Δεν έτυχε να τη γνωρίσεις ποτέ;|
«Λένε πως είναι μάγισσα».
«Ανοησίες! Ποιος τα λέει αυτά;»
«Ποιος τα λέει; Ε, όχι πως δεν έχεις ακούσει και τίποτα! Εδώ έχει βουίξει η Σμύρνη. Λένε πως έφαγε και τον πρώτο της άντρα και το δεύτερο».
Το βιολί ακουγόταν τώρα πολύ καθαρά. Ερχόταν από την άκρη του δρόμου.
Στην άκρη του δρόμου καθόταν ένα κοριτσάκι. Η κόνα Καραμάνου έβγαλε το γάντι –τώρα δεν μπορούσε χωρίς γάντια– κι έβγαλε από την τσέπη το κούρκουλο μαντίλι να του σκουπίσει το μουτράκι. Έκλαιγε.
«Πως σε λένε;» το ρώτησε.
Το παιδάκι δε μίλησε. Η Κατίνα κάθισε στα γόνατά της, μπροστά του.
«Γιατί κλαις;»
Καμία απάντηση.
«Από που είσαι;» το ξαναρώτησε. Το κοριτσάκι την κοίταζε μέσα στα μάτια. Ήτανε μικροκαμωμένο και βρόμικο. Πολύ απείχε από αγγελάκι. Το κοριτσάκι σήκωσε το χέρι του και με το δάχτυλό του έδειξε το μπούστο της Κατίνας, όπου μέσα από τα κουμπιά χρύσιζε η καδένα του σταυρού της.
«Α, αυτό!» έκανε η Κατίνα. «Ο σταυρός μου είναι. Θέλεις να τον δεις;»
Και τράβηξε το σταυρουδάκι. Το παιδί έβαλε το βρόμικο χέρι μέσα στον κόρφο του και τράβηξε ένα φυλαχτό, που το έβαλε αμέσως στο στόμα του. Η καδένα του φυλαχτού του είχε μια κόκκινη κλωστή. Αναστατωμένη η αφέντρα σηκώθηκε όρθια και το παιδί τη συγκράτησε από τη φούστα. Πολλά παιδιά είχαν μείνει μόνα τους στη Σμύρνη, τώρα με τις ταραχές.
«Που μένεις;» το ρώτησε τώρα στα τούρκικα.
Η μικρή σήκωσε το χέρι κι έδειξε προς τις εβραϊκές συνοικίες.
«Πάμε στο σπίτι σου».
Περπατούσανε δρόμο πολύ. Μόλις άρχισαν να μπαίνουν στις συνοικίες, έβλεπες να κυκλοφορούν οι γέροι οβραίοι, με τα ζωνάρια τους και τα μακριά ρομπιά τους. Βλέποντας την αφέντρα από μακριά, έφτυναν στον κόρφο τους, λέγοντας βλαστήμιες και βλαστήμιες.
Το σπίτι του παιδιού ήταν ένα γωνιακό, που η σκόνη του έμπαινε απ’ όλες τις μπάντες.
Μάνα δεν υπήρχε. Τρεις γέροι ήντουσαν στην αυλή και πολύ κόσμος έμενε στο ίδιο μέρος. Οικογένειες σε κάθε δωμάτιο.
«Ποιανού είναι αυτό το παιδί;» ρώτησε η Κατίνα.
«Των οβραίων» της είπαν αυτοί.
«Μάνα έχει;»
«Μάνα του είναι η γη. Το βρήκαμε».
Η Κατίνα μπήκε μέσα στο ξένο σπίτι. Πήρε μια κανάτα και γέμισε νερό ένα πιάτο. Κάθισε το παιδί και του ’δειξε το νερό με το δάχτυλό της. Το κοριτσάκι κοίταξε το νερό χωρίς να κλείνει τα μάτια του. Και μετά κοίταξε την Κατίνα.
«Ιδέα μου θα ’ναι» είπε η Κατίνα. «Μια κόκκινη κλωστή μπορεί να ’ναι και μια κόκκινη κλωστή».
Έβγαλε έναν αναστεναγμό και σηκώθηκε να φύγει.
«Τουλάχιστον, σ’ έφερα ως το σπίτι σου».
Έριξε μια ματιά γύρω της. Τι φτώχεια! Πήγε κατά την πόρτα, κι έκανε να βγει.
«Μάνα, ψωμάκι» είπε το παιδί.
Η Κατίνα γύρισε στους γέρους της αυλής.
«Το παιδί ζήτησε ψωμί. Πεινάει. Έχετε τίποτε;»
«Το παιδί δε ζήτησε τίποτα» είπαν αυτοί. «Το παιδί δε μιλάει. Είναι μουγγό».
Η Κατίνα τίναξε το κεφάλι της προς το παιδί. Χωρίς να μιλήσει, έβαλε στο μυαλό της να λέει:
«Θέλεις ψωμάκι;»
«Ψωμάκι».
«Θέλεις να ’ρθεις μαζί μου σπίτι, να σου δώσω και γλυκό;» έβαλε πάλι στη σκέψη της.
Το κοριτσάκι, έλαμψε η μούρη του κι έσκασε ένα χαμόγελο που έδειξε τα βρόμικα δόντια του.
Έτρεξε πρώτο προς την πόρτα και την τράβηξε έξω.
Η Κατίνα το πέρασε από τις αγορές και μπήκανε σε ένα ζαχαροπλαστείο. Κάθισαν σ’ ένα τραπέζι. Το κοριτσάκι κοίταξε τα γλυκά και γύρισε το μουτράκι του προς την Κατίνα.
«Κυδώνι, γλασσάδα, λουκούμι».
«Ένα κυδώνι, μια γλασσάδα κι ένα λουκούμι» φώναξε η Κατίνα στον πάγκο.
«Τι γλασσάδα επιθυμείτε;»
Η Κατίνα έστριψε απότομα το κεφάλι της προς τη μικρή και την κοίταξε στα μάτια.
«Μαστίχα».
«Μαστίχα» φώναξε η Κατίνα.
«Όχι μαστίχα, κανέλα» άκουσε τη φωνή του παιδιού.
«Όχι μαστίχα, κανέλα» ξαναφώναξε το γκαρσόνι.
Το παιδί έτρωγε λαίμαργα κι απ’ τα τρία πιάτα, με ένα κουτάλι. Από τη λαχτάρα του, του ’τρεχαν τα σιρόπια, πάνω στη βρόμα του δρόμου που είχαν τα ρούχα του. Τότε σήκωσε το κεφάλι και κάρφωσε τα μάτια του στο διπλανό τραπέζι, όπου καθόταν ένας κύριος με μια αξιοπρεπή λεβαντίνα. Μετά, έτοιμο να κλάψει, έστριψε πάλι προς την Κατίνα, με παράπονο. Έτρεμαν τα χειλάκια του.
«Τι είναι, μωρό μου;» του ’κανε η Κατίνα, που είχε αρχίσει να συνηθίζει αυτή τη βουβή συνομιλία.
«Αυτή! Αυτή, με είπε βρομερό καλικάτζαρο».
Η γυναίκα δεν είχε μιλήσει. Κοίταζε μόνο το παιδί. Η Κατίνα γύρισε προς την κυρία και της είπε νευριασμένα.
«Δεν είναι καλικάτζαρος, μαντάμ. Παιδάκι είναι».
Η γυναίκα χλόμιασε.
«Με συγχωρείτε πολύ» τραύλισε. «Δεν το ’θελα!»
Αλλά η Κατίνα σιγουρεύτηκε πως η γυναίκα είχε πράγματι σκεφτεί ακριβώς αυτό. Πλήρωσε τα ρετσέλια και πήρε το παιδί έξω. Μόλις βγήκανε στην πόρτα, το παιδί έβγαλε ένα ρέψιμο από την πρησμένη του κοιλιά.
«Θα μου πεις πως σε λένε;» το κοίταξε η Κατίνα στα μάτια.
«Εσένα;» της έκανε το παιδί.
Έμεινε σκεφτική για λίγα δευτερόλεπτα, και μετά του ’πε με τη σκέψη, αποφασιστικά.
«Μάνα, λέγε με μάνα».
«Δε με λένε τίποτα» έκανε η μικρή.
«Με ποιους άλλους μιλάς;» τη ρώτησε η Κατίνα.
Το παιδί δεν απάντησε τώρα. Κατέβασε το κεφάλι. Περπάτησαν προς τα καταστήματα. Τούτο το γελοίο θέαμα έκανε τον κόσμο να γυρίζει το κεφάλι. Η ρόμπα της αφέντρας με τα κουρέλια του παιδιού.
«Δυο παιδιά θα γεννήσεις και τρία θα ’χεις» είχε πει, τότε, η Τουρκομάνα, στο ισκαμπίλ, πριν από το γάμο με τον Καραμάνο. «Λες;» έκανε η Κατίνα και κοίταξε το κοριτσάκι, που ’χε καρφώσει τα μάτια του σε μια βιτρίνα. Δεν είχε καταλάβει τότε. Το δέχτηκε χωρίς να το ψάξει.
Μάρα Μεϊμαρίδη, Οι Μάγισσες της Σμύρνης, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 430-433