Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Πέρασαν δυο βδομάδες. Τη νύχτα της Τσικνοπέμπτης, όλη η Σμύρνη γλεντάει ξέφρενα. Στην οδό των Τράσσων, που φωτιζόταν απόψε με πυρσούς, ο κόσμος μαλιβράσι. Γλυκά σκορπούσαν, οι εστουδιαντίνες τραγουδούσαν, τα όργανα έπαιζαν. Εξωφωνή. Μασκαράτες, κομφετί. Όλα ένα γλέντι. Η νύχτα της Τσικνοπέμπτης ήταν φέτος μια γλυκιά φλεβαριάτικη νύχτα. Κανείς δεν ήξερε ποιος ήταν ο άλλος, αλλά κερνιόντουσαν κρασί, χορεύανε παρέα, με τις ορχήστρες. Πιερότοι, βασιλιάδες, ντόμινα, κουδουνάτοι, μπεχλιβάνηδες, μουτσούνες πολύχρωμες, ταραντέλες. Οι μασκαράτες στήνανε φωτιές για γέλια τρελά. Οι πλούσιοι βολτετζάρανε από εκεί για να χαζέψουν τους άλλους στους μανιακούς του παροξυσμούς.

«Θα φοράει ο αφέντης μπέρτα κόκκινη, μαύρη, κουκουλήθρα στα μάτια και καπέλο σατινέ» έφερε η Ρόζα.

Μετά από δυο κανάτια κρασί, κανείς δεν είναι στα συγκαλά του. Είναι όμως στα όπα του. Και κρασί μπρούσκο, δυνατό. Τόσο είχανε πιει ο Καραμάνος κι η παρέα του, καθένας για πάρτη του, μια καθήμενοι και μια βολτετζάροντας. Το γαϊτανάκι σε ζάλιζε με τις κορδέλες του, που καθεμιά από αυτές την τραβούσε χορεύοντας κι ένας μουτσουνάτος. Άντρες, γυναίκες πλουμιστές, γελαστές, πρόσχαρες, μεθυσμένες.

Το γλέντι αυτό δε χωράει τάξεις. Αρχόντοι και φτωχοί ανακατεύονται στο πλήθος, αφού κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ποιος. Οι πλούσιοι ντύνονται φτωχοί, οι φτωχοί βασιλιάδες, οι πουτάνες μεγαλοκυρίες, οι άντρες γυναίκες. Ευκαιρία ψάχνουν κι αυτοί ώρες ώρες για να βγάλουν το άχτι τους.

Στην ταβέρνα του Ιλάμ, που κατέληξε η παρέα του Καραμάνου, πατείς με, πατώ σε! Τα όργανα έπαιζαν κείνη την ώρα δοξασμένα αράπικα μανέδια. Γυναίκα δεν είχαν φέρει μαζί τους. Σκέτη αντροπαρέα. Παράγγειλαν ρούσικο χαβιάρι, αλλά δεν είχε. Πήραν σαφρίδια και τυρί. Παράγγειλαν κρασί χύμα, ταβερνιάρικο, από γλυκοστάφυλα.

Μειδίαμα έπεσε από τον κάπελα, στις παραγγελίες αυτές επάνω. Τούτοι δεν ήξεραν τι και πως να τρώνε.

«Αρχόντοι» μυρίστηκε, «καλοί παράδες».

Και τους πήγε, από μόνος του, τα καλύτερα μεζεκλίκια, που έφτιαχνε η μάνα του στην κουζίνα, πάνω σ’ ένα δίσκο απλωμένα και τους τα ’βαλε κάτω από τη μύτη.

«Διαλέχτε νοστιμιές» τους είπε. «Τούτο είναι καρνιγιαρίκ, τούτο γιουβέτσι, ταβασί γιαχνισί. Και ντομαλάνλι! Ε, μπρε, τι έφτιαξε η κυρα-Καλλιόπη σήμερα!»

Τα πήραν όλα. Τους έφερε και κρασί από το καλό βαρέλι, που κρατούσε για τον ίδιο και τους φίλους του, και το χρέωσε τριπλά.

Πλάτη με πλάτη είχαν κάτι παρέες με κοπέλες που γλεντούσαν και τραγουδούσαν. Εδώ ήταν λαϊκά τα πράγματα, δεν υπήρχαν πίστες κι ορχήστρες περιωπής, όπως στο Ίνγκλις Κλουμπ. Και γι’ αυτό δεν μπορούσες να χορέψεις. Αν καποιανού του την έδινε το ντέρτι ξαφνικά στο κεφάλι, πλημμύριζε από τη μουσική κι ήθελε να ρίξει τις γύρες του, σηκωνόταν ορθός και χόρευε, κουνάμενος κατά τα κέφια του.

Η Βιολέτα, με τις υπόλοιπες νταμ και μερικούς άντρες είχαν απόψε αξιοπρεπές αποκριάτικο τραπέζι στο Ίνγκλις Κλουμπ.

Είχαν ξεκινήσει την αρχοντλίδικη βραδιά όλοι μαζί, εκεί, στο Ίνγκλις. Και ορχήστρα και βαλς κι ακριβές στολές με πούλιες και σιρίτια, εποχής Ναπολεόν, μιλιτέρ, Λουδοβίκων, ρουά σολέιγ. Γάντια, βεντάλιες, μάσκες χρυσές και δε συμμαζεύεται. Έφαγαν, άνοιξαν και τις σαμπάνιες τους, έκαναν το κομιτάτο και χειροκρότησαν χλιαρά, όταν κάποιος πέταξε:

«Δεν πάμε κι από την Τράσσων; Χαμός θα γίνεται εκεί πέρα». Ακολούθησε ο Ραφαήλ, εξάδελφος της Βιολέτας, γνωστός στον κόσμο ως «ο λαδάς», από τα λάδια που εμπορευόταν, ο ακόλουθος κι ο κονσουλάτος, που πέταγε τη σκούφια του για κάτι τέτοια, οι Αβράμογλου –πατέρας και γιος– κι ο Κωνσταντίνος Καραμάνος, που το ’χε ούτως ή άλλως συνήθεια, κάθε χρόνο αυτή τη μέρα, να περνά κι από την Τράσσων.

Η αντροπαρέα αυτή του Καραμάνου, αξιοπρεπείς άνθρωποι χωρίς τις μουτσούνες το πρωί, χάζευε τριγύρω, ήταν πιωμένη μεν, μα συγκρατημένη. Αλλά οι άλλοι, αποπίσω τους, του ’διναν και καταλάβαινε. Τραγούδαγαν εξωφωνή χτυπώντας παλαμάκια. Και ξέραν όλα τα τραγούδια, όλους τους σκοπούς.

«Γεια σου, Μαναέ μου, να χαρώ το βιολί σου!» φώναζαν εκείνες στους βιολιτζήδες.

«Γεια σου, Βάιε, με το κανονάκι σου!»

Και μια από αυτές σηκώθηκε στο «Αχ, αμάν Σμυρνιοπούλα μου» και λικνίστηκε στο ουσούλι. Τι κούνημα ήταν ετούτο. Τι γιαβρί* ήταν αυτό! Όλο το μαγαζί γύρισε προς τα εκεί. Τα όργανα σηκώθηκαν ορθά κι έπαιζαν τώρα δυνατότερα. Η παρέα του Καραμάνου σχολίασε «το γιαβρί» μεταξύ της, σκύβοντας ο ένας στον άλλο, χαμογελώντας με υπονοούμενα.

Μάρα Μεϊμαρίδη, Οι Μάγισσες της Σμύρνης, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 224-227