Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΟι Μάγισσες της Σμύρνης
Η Σμύρνη στα 1888. Στους φτωχομαχαλάδες
«Ζέστες!» έκανε η Ευταλία ανοίγοντας το παράθυρο του σπιτιού της. Της ήρθε ένας λίβας. «Θα καούμε σήμερα. Φύλλο δεν κουνάει!»
«Ζέστη πολλή σήμερα» φώναξε από απέναντι η Βασιλεία, που άνοιγε κι εκείνη τα παντζούρια της την ίδια ώρα. «Να δεις που θα φέρουν σεισμούς αυτές οι ζέστες. Αλίμονό μας. Τα ’μαθες για τη Ζαχαρούλα;»
Πως κατάφερνε η ρουφιάνα κα συντονιζόταν τόσο καλά, ν’ ανοίγει τα βολέ της την ώρα που τ’ άνοιγες κι εσύ;
Η Βασιλεία έστριψε το κεφάλι προς τη μεριά του σπιτιού της Ζαχαρούλας και μύρισε τον αέρα. Τι να μαγείρευαν αυτές σήμερα;
«Κιοφτέδες!»
Κάθε μέρα που ξημέρωνε στη Σμύρνη, ξεκίναγε ίδια κι απαράλλαχτα με την προηγούμενη. Άνοιγαν οι μαχαλιώτισσες τα παράθυρα, να μπει το πρωινό αεράκι, να ξεμυρίσει η κάμαρη απ’ τα χνώτα του ύπνου. Έβγαζαν στα παράθυρα τα σεντόνια για να αεριστούν και να λιαστούν. Τίναζαν το πατσαβουράκι κι έπιαναν την πάστρα.
Άρχιζαν το συγύρισμα, μουρμουρίζοντας για τα πεταμένα πράγματα των παιδιών τους. Πουκάμισα, παιχνίδια, βρακιά, ζωνάρια, μολύβια, όλα κουβάρια σκορπισμένα εδώ κι εκεί. Σκυφτές έφερναν το σπίτι δυο-τρεις γύρες γκρινιάζοντας για τη μοίρα τους.
«Μαζεύω, μαζεύω και τελειωμό δεν έχω. Μια ζωή μαζεύω!» Οβραίες, καθολικές, Τούρκες, Αρμένισσες, Ρωμιές, οι Σμυρνιές όλες, σε όλους τους μαχαλάδες, κάναν κάθε μέρα τις ίδιες επικύψεις.
Άνοιγαν μετά την πόρτα κι ορμούσαν για το μανάβη της γειτονιάς, να ψωνίσουν τα της ημέρας. Σαν ερχόταν η ώρα να ακουστεί ο μουεζίνης από το μιναρέ, ο τέντζερης έπρεπε να έχει μπει στη φωτιά και το φαΐ να βράζει. Αν είχες καμιά φορά κρέας της προκοπής στο φτωχομαχαλά, άνοιγες τα παραθύρια σου φαρδιά πλατιά, για να μυρίσει η γειτονιά τις σπατάλες σου και να ζηλέψει την αρχοντιά σου. Αν φώναζε ο μουεζίνης κι εσύ ήσουν ακόμη στο νεροχύτη να καθαρίζεις τις πατάτες, είχε τη φαγούρα πως σε πήρε η νύχτα και τίποτε άλλο δε θα προλάβαινες να κάνεις. Μήτε τα βασιλικά, μήτε τα γλυκά, μήτε τα κεντινά, μήτε την «ενημέρωση». Με τα χρόνια, πολλές πίστευαν πως αυτό είναι η ζωή και τίποτε άλλο.
Το σοκάκι μας ήταν στην άκρη του Ρωμιομαχαλά, αλλά και πρώτο στον Τουρκομαχαλά. Δυο σπίτια πιο κάτω από μας έμενε η Ζαχαρούλα με τις δυο της κόρες και το γιο. Τη Λευκοθέα, την πιο μεγάλη απ’ τους τρεις, την είχε σπουδάσει η κυρα-Ζαχαρούλα γλώσσα. Γαλλικά. Καλό κορίτσι ήταν αυτό. Και την είχε μάθει δαντέλες και κοπανέλι μπουρνοβιότικο, για να βγάζει το ψωμί της στα πλουσιόσπιτα, που έστρωναν δαντέλες παντού. Η Φωτεινή η μικρότερη, το καμάρι του μαχαλά, ήταν όμορφη, αλλά βλίτο από τα λίγα. Ό,τι της έλεγες το ’χαβε.
«Ξέρεις, Φωτεινή, γιατί οι αϊδινιώτισσες παραμάνες είναι οι καλύτερες;» την πείραζε ο μικρός της αδελφός.
«Γιατί;» ρωτούσε η Φωτεινή.
«Γιατί έχουν τρία βυζιά!»
«Αα!» έκανε η Φωτεινή κι απέκλειε παντελώς για τον εαυτό της αυτό το επάγγελμα, αφού εκείνη, δυστυχώς, είχε μόνο δύο.
Ο Μηνάς ήταν ένας από τους γιους της γειτόνισσάς μας, της Βασιλείας της Ντέμε. Από τους γιους της Βασιλείας είχαν ζήσει τέσσερις κι όλες –εφτά τον αριθμό– αρσενικές γέννες.
Δίπλα από τη Βασιλεία, κατάκαρσι σ’ εμάς, ζούσε η Πηνέλα με τον άντρα της τον ψαρά και τους δυο της γιους. Ο ψαράς κι η Πηνέλα είχαν μεγαλύτερο σπίτι, με δύο δωμάτια. Στο ένα κοιμόντουσαν στρωματσάδα και στο άλλο είχαν το τραπέζι, μπροστά από το κουζινάκι, όπου περνούσαν τη μέρα τους. Αυτοί κοιμόντουσαν με βάρδιες, γιατί ο ψαράς έφευγε νύχτα για τις ψαριές στον κόλπο. Και ο κόλπος της Σμύρνης ήταν πλούσιος σε αλιεύματα. Φαγκριά, τσιπούρες, μπαρμπούνια, μουρμούρες, αστακοί, κολλιοί τον Αύγουστο, ψάρια περαστικά μεγαλύτερα, που έρχονταν το βράδυ να φάνε τα μικρά και μπλέκανε στα δίχτυα του κυρ Αργύρη. Ο ένας γιος ακολουθούσε τον πατέρα. Ψαράς κι αυτός. Ο άλλος δούλευε φαναρτζιδάκι. Ζωνόταν το σακί κάθε μέρα με τα εργαλεία και γυρνούσε τις γειτονιές να φτιάξει τα άφτιαχτα. Αν καμιά φορά τον παίρναν στα γιαπιά, να δουλέψει με την κατασκευή, ήταν καλή δουλειά και γλίτωνε κι απ’ τον ποδαρόδρομο. Έφερνε τότε στο σπίτι μοσχαράκι, να το κάνει η μάνα του ατζέμ.
Η κυρα-Πηνέλα το ψάρι το παίνευε, για να τ’ αγοράζουν οι άλλες από το καλάθι του Αργύρη, που το ’φερνε γύρα στο μαχαλά κάθε πρωί.
«Τι νοστιμιά αυτή του ψαριού!» έλεγε η κυρα-Πηνέλα πηγαίνοντας στο μανάβη για να αγοράσει τα τριγύρω του ψαριού: παντζάρια, σέσκουλα, καρότα. «Κανένα άλλο φαγώσιμο δεν την έχει!»
Αλλά εμετός της ερχόταν, και σ’ αυτήν που τα ξεκοίλιαζε απ’ τ’ άντερά τους και στα παιδιά της, σα γύριζαν σπίτι κι έβρισκαν πάλι ψάρια στο τραπέζι.
«Πάλι ψάρια, βρε μάνα;»
«Πάλι, και να λέτε και δόξα το Θεό που ’χουμε και τρώμε!»
Το δικό μας σπίτι έτρωγε απ’ όλα. Ό,τι είχαμε από μπεζαχτά, τα δίναμε στο φαγητό. Η Ευταλία ποτέ δεν στέρησε το τραπέζι από τίποτα. Εξόν από τ’ απαραίτητα, που ήταν το πετρέλαιο για τη λάμπα, το κάρβουνο για το μαγκάλι του χειμώνα, δυο αλλαξιές ρούχα για την Κατίνα –εμένα δηλαδή– και την Αννεσώ, όλα τ’ άλλα τα ρίχναμε στην κοιλιά μας. «Ζητάει το ψωμοσάκουλο, ζωή να ’χει» έλεγε η Ευταλία και μαγείρευε. Μαγείρευε νόστιμα. Λιχούδικα. Ούτε μπουκιά δεν αφήναμε στα πιάτα μας, και με το ψωμάκι, που το ’ψηνε κι αυτό στο φούρνο, φέρναμε γύρα τη σάλτσα, για να γλείψουμε και το τελευταίο της χνάρι.
Η Αννεσώ σήκωνε τότε το πιάτο και το ’δειχνε στη θεία Ευταλία με χαμόγελο!
«Είδες» της έλεγε εκείνη, «ούτε πλύσιμο δε θέλει τώρα».
Καμάρωνε η Ευταλία για τη μαγειρική της, όπως καμαρώνανε κι όλες οι νοικοκυράδες στη Σμύρνη για τα φαγητά που έκαναν στους αντράδες τους. Και τα γλυκά. Τι γλυκά, Θεέ μου! Καμία δεν είχε τον τέντζερη σαν αγγαρεία. Εξόν, ίσως, από την ξαδέλφη μου τη Δέσποινα. Αλλά εκείνη είχε αποπίσω τη μάνα της, τη θεία τη Φούλα, να τη μαζεύει, να τη συγυρίζει, να τη μαντάρει, να την ταΐζει…
Αυτό που ζηλεύαμε όμως περισσότερο στα γειτονικά σπίτια ήταν η αντρική παρουσία. Το σπίτι θέλει έναν άντρα. Άντρα δυνατό. Η Πηνέλα είχε τον ψαρά. Παραδίπλα μια Τούρκα είχε τον Οσμάν. Ούτε μια μπουκιά φαΐ δεν μπορούσε ο Οσμάν να φέρει στα Τουρκάκια του και στη χανούμα του, την Ισμάρ, αλλά υπήρχε ο ίσκιος του μέσα στο σπίτι και μαζί μ’ αυτόν υπήρχε και μια αδιόρατη σιγουριά. Η Ζαχαρούλα είχε τον άντρα της, τον κυρ Λευτέρη. Σαν ερχόταν η ώρα να τα βρούνε σκούρα, πέταγαν όλες την κουβέντα του θανάτου: «Τώρα που θα γυρίσει ο πατέρας σου, θα του τα πω όλα και θα σε κανονίσει, κακοσούρα μου. Τώρα… Περίμενε και θα δεις».
Εμείς πατέρα στο σπίτι μας δε είχαμε. Αφήκαμε τα λείψανά του εκεί πίσω, στο χωριό, στην Καππαδοκία, και πήραμε τους δρόμους για καλύτερες μέρες. Αφήκαμε πίσω μας και τη γιαγιά μου, την Ελένη, που αποφάσισε να ζήσει μόνη της στο χωριό. Αυτό με πόνεσε πολύ περισσότερο. Μας μάζεψε η Ελένη έναν μπόγο, έφτιαξε ντομαλδί για το δρόμο, μας σταύρωσε, μας έδωσε ό,τι οδηγίες ήξερε και δεν ήξερε για τη ζωή. Μας έβαλε στην τσέπη ό,τι παράδες είχε μαζέψει από τα τελευταία ζώα που είχαν πουληθεί. Φορτωθήκαμε στο κάρο του Μπουρ μπέη, που θα πήγαινε για Τουζ γκιολού, φορτωμένο με γίδινα τομάρια κι αλογίσια πέταλα. Και φύγαμε. Θα πηγαίναμε για τα παράλια, να αφήκουμε την Αννεσώ στον πατέρα της στο Τσεσμέ, κι εμείς θα τραβάγαμε για το Ισμίρ γιουνάν, όπου ζούσε η ξαδέλφη της μάνας μου, η Φούλα. Η Φούλα ήταν κόρη της κυρα-Ζαπφώς, αδελφής της γιαγιάς Ελένης. Φύγαμε από το χωριό για να βρούμε την πόλη, που είχε πιο ανοιχτά μυαλά, να δεχτεί εμένα και τη μάνα μου. Ξεκινήσαμε στις τέσσερις το πρωί, στις 2 Σεπτεμβρίου του 1887. Είχα κλείσει τα εννιά και περπάταγα για τα δέκα.
Γιατί άραγε; Γιατί η Ευταλία πήρε αυτή την απόφαση; Γιατί έπρεπε να φύγουμε από το χωριό μας; Γιατί έπρεπε να φύγουμε από τη νενέ Ελένη; Είχα κι άλλη μια γιαγιά, που την είδα μόνο μία φορά όταν θάψανε τον πατέρα. Εκείνη καθόταν μπροστά στον τάφο τυλιγμένη στο καφτάνι και το φερετζέ. Δεν ήξερα αν έκλαιγε ή αν απλώς στεκόταν.
Μας κοίταξε επίμονα χωρίς να μιλήσει, από μακριά, για μερικά λεπτά, κι έφυγε με άλλες τρεις μαυροφέντανες γυναίκες.
Τρεις βδομάδες κράτησε το ταξίδι. Πότε με το κάρο, πότε ποδαράτες. Φορτωνόμουνα εγώ τον μπόγο κι η μάνα γαϊδουρόπλατα την Αννεσώ, που ήταν δεκαοχτώ μηνών.
Η Αννεσώ ποτέ δε μίλησε τούρκικα. Έφυγε, βλέπεις, πολύ μικρή από το χωριό. Που και που, σου πετούσε κάνα «μπενί ραχάτ μπρακ», αλλά αυτό ήταν όλο. Εγώ δυσκολεύτηκα με τα ελληνικά, αλλά σιγά σιγά η γλώσσα μου έλυσε. Ό,τι ελληνικά μιλούσα στο χωριό, τα μιλούσα με τη γιαγιά. Με τη μάνα και τον πατέρα, μόνο τούρκικα.
Αλλά στη Σμύρνη, για να επιζήσεις, έπρεπε να μιλάς ελληνικά. Εσύ κι όλοι οι άλλοι. Τούρκοι, οβραίοι, κατολίκ, όλοι ελληνικά. Τούρκοι στο χωριό υπήρχαν πολλοί.. Τούρκοι στη Σμύρνη πολλοί, αλλά υποτακτικοί. Στο χωριό φοβόμαστε εμείς. Στη Σμύρνη οι εγκρατείς ήταν αυτοί. Τα σχολεία ήταν ελληνικά κι η Ευταλία μ’ έστειλε τρία χρόνια σε σμυρνέικο Παρθεναγωγείο για γραφή, αριθμητική κι ανάγνωση. Τον πρώτο χρόνο, σπούδασα στο φιλόπτωχο Παρθεναγωγείο «Άγιον Πνεύμα». Αλλά μόλις έμαθε η μάνα μου πως το σχολείο αυτό το συντηρεί η Ελληνική Τεκτονική Στοά, τρόμαξε. Φαντάστηκε πως θα με παρασύρουν στις βουλές του Διαβόλου. «Τέκτονες» έλεγε, «μασόνοι… δε μ’ αρέσει αυτή η λέξη». Τη συνέδεσε στενά με σκοτάδια, μυστικισμούς κι οβραίους και βάλθηκε να με βάλει αλλού. Εκλιπάρησε, έτρεξε, ρώτησε και κατάφερε να με πάρουν στο «Κεντρικόν Παρθεναγωγείον» στην οδό Μεϊμάρογλου. Ήταν πολύ καλύτερο σχολείο κι είχε και συσσίτιο για τις άπορες.
Το σοκάκι μας ήταν στην άκρη του Τουρκομαχαλά. Πιο πέρα, άρχιζαν οι ρωμαίικοι φτωχομαχαλάδες, τα αλάνια. Αν έστριβες αριστερά, έπεφτες στους οβραίους, κι αν έπαιρνες το δρόμο στα δεξιά, ήταν οι Αρμεναίοι. Οι πιπεριές. Εκεί ζούσαν οι Αρμένισσες, σαβανωμένες ως τα μπούνια. Φορούσαν φερετζέ τρεις φορές πιο χοντρό από τις Τουρκάλες, που τον στερέωναν στην κορφή της κεφαλής τους, πάνω από ένα καλυμμαύχι τετράγωνο σαν του δικού μας του παπά στην εκκλησία. Οι μικρές Αρμενίτσες δεν έβγαιναν από τα σπίτια τους για να παίξουν στους δρόμους. Μόνο μεγάλες γυναίκες κυκλοφορούσαν, αλλά κι αυτές αραιά και πού. Αν τυχόν και ξεμονάχιαζαν καμιά απ’ αυτές οι Ρωμιοί –θαύμα θα ήταν βέβαια το πώς– ξετρελαίνονταν από τη γλύκα που είχε αυτό το βλέμμα τους. Πολλές είχαν μάτια γαλάζια κι ήταν άσπρες και ξανθές. Κι όσο πιο ξανθές ήταν, τόσο περισσότερο τις έκρυβαν οι μανάδες τους κάτω από τόπια και τόπια χοντρό ύφασμα.
«Αν είχα εγώ ένα αρμενέικο φουστάνι να το λιανίσω» έλεγε η Ευταλία, «ως και ριντό στα παράθυρα θα ’βαζα. Μα, τέτοια σπατάλη!»
Για να μη φαίνονται τα χέρια τους, έραβαν ειδικές τρύπες στα ράσα τους, να τα περάσουν μέσα. Άλλο τρόπο δεν είχες για να δεις την ηλικία τους, από το πόσο ζωντανό ήταν το βλέμμα τους
Αρμονικά ζούσαν όλοι στη Σμύρνη, αλλά η Ευταλία την κουβέντα της την πέταγε για όλες.
«Ποιος ξέρει τι κάνουν αυτές εκεί μέσα που χώνουν τα χέρια τους. Και που τα βάζουν! Αν τύχει και γκαστρωθεί καμία κατολίκ κατά λάθος, Αρμεναία πρέπει να την ντύσουν για να την κυκλοφορούν. Χαμπάρι δε θα πάρει κανείς».
Υπήρχαν και πλούσιοι Αρμεναίοι. Πολύ πλούσιοι. Αλλά εκεί! Εκεί! Με τους φερετζέδες και τα καλυμμαύχια. Και πάντα στον Αρμεναίικο μαχαλά. Μόνο που, σαν πλούτιζαν, μετακόμιζαν λίγο πιο μπρος, στον καλό τους δρόμο, προς τους Ρωμιούς.
Μπροστά, στ’ αριστερά της αρμένικης συνοικίας, απλωνόντουσαν οι Οβραίικοι μαχαλάδες. Αυτοί ήταν γεμάτοι χαχαμίκους και τα οβραίικα σπίτια έφταναν ως τις αγορές του Ισάρ τζαμί.
Οι οβραίισσες ήταν γυναίκες καθαρές. Φορούσαν το φυλαχτό του θεού τους με το άστρο του Δαβίδ στο λαιμό κι οι άντρες τους κάναν εμπόρια διάφορα.
Εμείς δεν τους θέλαμε τους οβραίους. Μόλις πρωτοφτάσαμε στη Σμύρνη, η Φούλα έσπευσε να μας τοποθετήσει σωστά, γιατί δεν ξέραμε πρόσωπα και πράγματα. Μας μπόλιασε με το δικό της μίσος, που το οικειοποιηθήκαμε εξ ολοκλήρου, κι είμαστε κι ευχαριστημένες.
«Οι γιαχουντήδες» μας είπε, «παίρνουν μικρά παιδιά δικά μας το Πάσχα, τα βάζουν σε βαρέλια, τα τρυπούν με αιχμηρά και πίνουν το αίμα τους».
«Το νου σου, Ευταλία, τα παιδιά» της είπε την πρώτη Μεγάλη Πέμπτη το πρωί, που πήγαμε να μεταλάβουμε όλοι μαζί στην εκκλησία.
Τρελάθηκε η Ευταλία από το φόβο της. Τι ήταν να της πει τέτοιο πράγμα η Φούλα για τους οβραίους, χρονιάρες μέρες! Για τον εαυτό της δεν την ένοιαζε. Εκείνη ας κινδύνευε. Αν πέθαινε και κάνας μεγάλος άνθρωπος, δεν πειράζει! Αλλά τα παιδιά! Και σα να μη έφτανε αυτό, το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής, στο άνοιγμα του παράθυρου, να σου κι η Βασιλεία η Ντέμε, πρωί πρωί, από τ’ απέναντι, να ενισχύσει τους φόβους της.
«Πριν από μερικά χρόνια» είπε, «εξαφανίστηκε εκεί κοντά στο Μέλη τον ποταμό ένα Ελληνόπουλο. Τρελάθηκε ο κόσμος να το γυρεύει. Νταήδες βγήκαν στους δρόμους, γονιοί, κόσμος, ο παπάς. Άφαντο. Είπαν τότε πως το ’χαν αρπάξει οι οβραίοι, το ’χαν σκοτώσει και του πήραν το αίμα να πλάσουν τα άζυμά τους και να βάψουν με το αιματάκι του τις πόρτες των σπιτιών τους. Ξεσηκώθηκε ο κόσμος να τους φάει ζωντανούς. Κόντεψε να γίνει ρεμπελιό».
Αυτό ήταν. Μήτε στο παράθυρο δε μας άφηνε να πλησιάσουμε.
Για την αγία μετάληψη το πρώτο μας εκείνο Πάσχα στη Σμύρνη, μας αγόρασε η Ευταλία από του «Διογένη» άσπρα παπουτσάκια, καινούργια. Σα γυρίζαμε στο σπίτι, θα βάφαμε τα κόκκινα αυγά μας και θα πλάθαμε τα κουλούρια της Λαμπρής. Την Κυριακή του Πάσχα, θα βλέπαμε τι κάνουν οι άλλοι για αρνί στη Σμύρνη, γιατί εμείς, στο χωριό, είχαμε τον πατέρα, που έφτιαχνε το τσεμπίτς. Αλλά εδώ, που να σκάψεις λάκκο μέσα στους μαχαλάδες!
Στην πλάτη μας, στην πίσω μεριά του σοκακιού, απλώνονταν οι τούρκικοι μαχαλάδες. Μαχαλάδες με τα όλα τους, με τζαμιά και μιναρέδια, με αγορές αλλά και μπόλικη μπούφα, λάσπες και φτώχεια. Απλώνονταν από το σταθμό του Κατσαμπά ως τις φυλακές, κάτω, κοντά στο λιμάνι. Τουρκομαχαλάδες απομονωμένοι στην άκρη της πόλης. Παρακατιανοί, βρομεροί και τρισάθλιοι. Μακριά από τους Ρωμιούς, πιο μακριά από τους Γάλλους και τους Ιταλούς, ακόμη πιο μακριά από τους πλούσιους, που απολάμβαναν μια άλλη Σμύρνη –με τα θέατρά της, τα καθαρά σπιτάλια της, τις αποβάθρες, τις Σχολές υψίστου κύρους, τα καφέ μοντέν με τις ορχήστρες τους– μέσα στα μεγάλα σα σαράγια σπίτια τους.
Μάρα Μεϊμαρίδη, Οι Μάγισσες της Σμύρνης, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 31-40