Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Από Καππαδόκισσες… Σμυρνιές

Εγκλιματιστήκαμε με το πρώτο. Το Φλεβάρη του 1888 έκανε ένα διαολεμένο κρύο. «Καρπούς έχουν τα πεύκα και το κρύο θα πέσει βαρύ» έλεγαν οι χωριάτες της Μαινεμένης. Κι έπεσε πολύ βαρύ. Εκεί που έβγαινε ένας ήλιος με δόντια και λέγαμε πως θα κάνει λιακάδα επιτέλους, εκεί έπιανε μπόρα και το γύριζε σε χιονόνερο.

Τουρτούριζε η Σμύρνη κι οι γυναίκες τρέχαν να προμηθευτούν έξτρα κάρβουνο για το μαγκάλι, μπας και ξεμείνουν. Έτσι ήταν πάντα οι Σμυρνιές. Προνοητικές. «Ας πάρω εγώ να ’χω» έλεγαν, «κι όταν οι άλλοι κρυώνουν, εγώ θα ζεσταίνομαι, θα ζεσταίνω και τα παιδιά μου, κι οι άλλοι που θα ξεμείνουν, θα με ζουλεύουν».

Και παρακαλούσαν να πέσει κρύο πολύ, να σωθεί το κάρβουνο της Σμύρνης όλης και να μείνει μόνο το δικό τους μαγκάλι αναμμένο. Αυτή θα ήταν κι η μεγαλύτερη ικανοποίησή τους!

Οι πρώτοι μήνες ήταν εύκολοι, γιατί πέσαμε στην προστασία της Φούλας. Με τα πόδια μπήκαμε στη Σμύρνη από τη γέφυρα των καραβανιών, αλλά η Ευταλία ξόδεψε παράδες και μας φόρτωσε σε άμαξα κι έδωσε εντολή για της ξαδέλφης της, της Φούλας.

«Για της ξαδέλφης μου της κόνας Φούλας Καρπίδου του μπαρμπέρη!» έκανε με στόμφο στον αμαξά.

«Αντρέσα;» ρώτησε ο άνθρωπος.

«Τι αντρέσα; Δεν ξεύρετε το καρπιδαίικο;»

Άλλα μας έλεγαν για την ξαδέλφη στο χωριό! Μεγάλη και τρανή, που έχει και τον αναγκαίο μέσα στο σπίτι της. Βολοδέρνανε στα σοκάκια και ρωτούσαν παντού. Με τα πολλά την ανακάλυψαν στο Φασουλά.

Σαν έφτασαν στην πόρτα της Φούλας και ξεφόρτωσαν τον μπόγο, κράταγε τον αμαξά με το ζόρι να βγει η Φούλα να τον δει, μην πάνε τα έξοδα αμόντε.

Η Φούλα όρμηξε κι αγκάλιασε τη μάνα μου με λαχτάρα υστερικιά. Ουδεμία σημασία δεν είχε που είχαν να συναντηθούν παιδιόθεν. Το αίμα νερό δε γίνεται. Μας κάθισε στο σαλόνι, στολισμένο παντού με τορσόνια και τορσονάκια. Αισθανθήκαμε παρείσακτες. Μας τρατάρισε γλυκό του κουταλιού κι άρχισε την πόμπα να τα μάθει όλα.

Πρώτα έπιασε την Αννεσώ και βρήκε πάνω της όλα τα σουσούμια ίδια με της μάνας της της συχωρεμένης.

«Λες και τη βλέπω μπρος μου, Ευταλία μου, τη συννεφιά, Θεός σχωρέσ’ την» είπε και σταυροκοπήθηκε. «Ίδια και πιτίδια η μάνα της». Γύρισε προς τα μένα. «Κι αυτό πρέπει να είναι το Κατινάκι σου!»

Κουνήθηκα χαμογελώντας προς τα μπρος και η Φούλα προς τα πίσω. Ζάρωσε το στόμα της παρατηρώντας με.

«Εεε!» έκανε και κούμπωσε ένα κουμπί στο ζακετάκι της. Αυτό που τσιτώνει στο στήθος.

Το βράδυ, σαν κοιμηθήκαμε τα παιδιά στρωματσάδα στο αντρεσόλι, η Φούλα και η Ευταλία κουβέντιαζαν ακόμη στο κουζινάκι. Εξάντλησαν το παρελθόν κι έφτασαν στο μέλλον. Η Φούλα είχε μια τάξη οργανωτική κι ήθελε να τους έχει όλους τακτοποιημένους για να κοιμηθεί τον ύπνο του δικαίου.

«Έχω μια φίλη που έχει κουλουρτζήδικο και ζητάει γυναίκες για τα σριφτάρια και το σουσάμισμα» έκανε η Φούλα. «Καλή δουλειά είναι και θα παίρνεις και κουλούρια για τα παιδιά στο σπίτι».

Αλλά μετά έμπαινε στην πρακτικότητα.

«Τι ιδέα κι αυτή να μην αφήκεις το βρέφος στο χωριό!»

«Όσκε» έκανε η Ευταλία. «Δε γινόταν».

«Και ούτε τ’ άφηκες στον πατέρα του στο Τσεσμέ;» έκανε η Φούλα.

«Όσκε» έκανε η Ευταλία, «ούτε αυτό γινόταν. Πως να το κρατήσει άνθρωπος μόνος και μεροκαματιάρης;»

«Και συ πως θα δουλέψεις σέρνοντας ένα μωρό παιδί;» θύμωσε η Φούλα. «Στο σπίτι δουλειά δύσκολο να βρεις. Ξέρεις πόσες ζητάνε να πλένουν οίκαδε; Όλη η Σμύρνη περνάει από τη γειτονιά και ρωτάει. Έχετε για πλύση; Έχετε για πλύση;»

Περάσαν λίγα λεπτά σιωπής.

«Ενέσεις να κάνεις ξέρεις;» ρώτησε απότομα.

«Όχι».

«Μμ! και παίρνει καιρό για να μάθεις… Άσ’ το αυτό. Ραπτική; Η απέναντι στριφώνει όλη τη Σμύρνη. Ξεκίνησε χωρίς να απατέχει την τύφλα της και τώρα έχει γίνει ξεφτέρι. Αν δεις τι παράδες βγάνει, θα σου φύγει το τσερβέλο. Από τις μεταποιήσεις. Γιατί δε μιλάει. Όχι σαν την Παρθενόπη, που σου γύρναγε το παλιό σου το παλτό και το μάθαινε όλος ο Φασουλάς. Α πα πα! Να μπαίνεις καμαρωτή στην κουφεταρία και να σου λέει η κασιέρα: “Πολύ ωραία έγινε η κασπουσιέρα σας, κυρία Φούλα μου! Αν δε μου το ’λεγε η Παρθενόπη πόσο ταλαιπωρήθηκε να τη γυρίσει στο χάλι που ’τανε, θα την πέρναγα για καινούργια…” Ακούς εκεί! Να σε παίρνει αβίζο κι η κασιέρα! Α πα πα… Να ράβεις με το στόμα σου κλειστό. Και δε θες και καπιτάλιο».

«Δεν ξέρω να ράβω» έκανε η Ευταλία.

Η Φούλα άρχισε να έχει μια φούρκα με την άχρηστη απέναντί της.

Τις επόμενες μέρες στη Σμύρνη ασχολήθηκαν με το νοικοκυριό της Φούλας, που βρήκε ευκαιρία να έχει βοήθεια. Μετά βολτετζάρανε στην πόλη για να κατατοπιστεί η νεοφερθείσα στην πατριδογνωσία.

Συνάμα ρωτούσαν για δουλειά δεξιά κι αριστερά. Ο Μουμτζόγλου, ο αρτοποιός επί της οδού Χατζηστάμου, ήθελε λαντζέρισσα για τα ταψιά, που έπρεπε να τα τρίβεις με λύσσα μερόνυχτα για να φύγει η καρβουνίλα. Πλήρωνε εβδομήντα πέντε γρόσια μηνιάτικο κι ένα καρβέλι ημερησίως. Καλά για να ζήσει μια γκαμήλα, αλλά όχι τρία στόματα.

Το εργοστάσιο εσωρούχων των απόρων γυναικών στην οδό Σαρντώ έπαιρνε κοπτοραπτούδες. Εκεί οι γυναίκες παίρνανε και τα ορφανά τους, που τα έβαζαν και τύλιγαν τα καρούλια με τις θεριανές. Καλά θα ήταν εκεί, αλλά κοπτοραπτική δεν ξέραμε.

Δυο βδομάδες μετά, αφού είχαν γυρίσει τη Σμύρνη όλη και πρήστηκαν τα πόδια τους, βρίσκανε μόνο δουλειές που η Φούλα τις ονόμαζε «φονικομέσες». Φονιάδες της μέσης δηλαδή. Πρώτη απογοητεύτηκε η Φούλα.

«Τι σου ’ναι και τούτο! Που να το φανταζόμουν! Τι μιστά της ξεφτίλας! Για κορόιδα ψάχνουν όλοι αυτοί, να δουλεύουν μέρα-νύχτα για ένα κομμάτι ψωμί!»

Χειρότερα απ’ όλους την είχε εκνευρίσει ο οβραίος ανθοπώλης, ο Νοές στην Ευρωπαϊκή Οδό, που πλήρωνε εξήντα ασλανιά για «φονικομέσες» από τις έξι το πρωί ως τις εφτά το βράδυ. Η Φούλα μίσησε ακόμη περισσότερο τους οβραίους.

Είχε δίκιο η νενέ Ελένη πως στη Σμύρνη θ’ ανοίξουν τα μάτια μας. Η Ευταλία τώρα, εδώ κι ένα διάστημα, ρούφαγε πληροφορίες από παντού κι από το πουθενά. Είχε πέσει σ’ ένα πηγάδι πληροφοριών κι ενδιαφερόταν για τα πάντα. Σάμπως ήξερε ως τα τώρα πως τον λέγανε το βασιλέα της Ελλάδος; Η Ελλάς έχει βασιλέα. Αυτό ξέρανε στην Καππαδοκία. Και μπάστα. Μα, αν είναι καλός, αν είναι ποτιστικός, λεβέντης ή βλαξ, αν κάνει καλά τη δουλειά του, δεν τους ενδιέφερε. Στη Σμύρνη όμως έπρεπε να τα ξέρεις αυτά. Γιατί τα ήξεραν όλες οι άλλες. Και πως θα τα κριτικάρεις αν δεν τα κατέχεις;

Στην Καππαδοκία τα νέα φτάνανε πολύ αργά. Ή και ποτέ. Πόλεμος είχε περάσει και δεν τον χαμπαριάσαμε. Εγώ το τηγανητό το έμαθα στη Σμύρνη. Εκεί είχαμε γιαούρτια, ψωμιά, μαγειρευτά, αλευρόπιτες, αρνιά, κρέατα, μελιτζάνες, πιπεριές, σκόρδα, μπαχάρια και ρυζάκι. Αυτά ανακατεύαμε και βγαίναν τα φαγητά. Έτσι γενόταν το αλί ναζίκ, το γιαουρτουλού, το τας κεμπάμπι, το ελβασάν ταβάσι. Οι μαρινάδες στο σπίτι μας κρατούσαν περισσότερο, γιατί η νενέ Ελένη ξεχνούσε τα μοσχάρια στο σίτρο τουζού κι ένα και δυο βράδια, ώσπου άσπριζαν. Αγοράζανε από τον έμπορο και παστουρμά από κρέας γκαμήλας, πολύ ανώτερο. Αγοράζανε νήματα και υφάσματα, παπούτσια, κραγιόνια και βελόνια. Η καλύτερη μέρα ήταν όταν ερχόταν ο έμπορος στο χωριό. Μετρούσες τους παράδες σου όλο το μήνα και τους φύλαγες, για να τους χαλάσεις όλους μαζί εκείνη τη μοναδική φορά. Και αλίμονό σου αν κάτι σου άρεσε και δεν μπορούσες να το αγοράσεις, γιατί μπαίναν πρώτα τα «πρέπει» και τ’ απαραίτητα. Με τον καημό έμενες, γιατί δεν το ξανάβλεπες.

Στις 14 Ιουλίου 1884, ακριβοπλήρωσε η νενέ Ελένη έναν καθρέφτη. Είχε χεράκι και τον κρατούσες και χτενιζόσουνα. Πολλές ανακαλύψανε το πως φαίνονταν από τον καθρέφτη της Ελένης.

Είδα πως είχα μπούκλες μαυριδερές, δυο μάτια σαν ελιές και δόντια ανάκατα. Είδα πως δεν έμοιαζα καθόλου ούτε στη μάνα μου ούτε στην Ελένη. Δε μου άρεσε αυτό που έβλεπα και δεν ξανακοιτάχτηκα στον καθρέφτη.

Τότε ήταν που άρχισα να προσέχω τα βότανα και τα γάλατα, το ζουμί από το κατσικίσιο πάχος, το ζελέ από το κότσι του γουρουνιού, που βάζαν οι άλλες στη μούρη τους. Που έκαναν το μάγουλό τους ροζ, απαλό, ολόχυμο. Το στήθος τους σφριγηλό. Το δέρμα τους σφιχτό, αρυτίδιαστο. Αχ, αθάνατη Γυναίκα. Ωραία Γυναίκα.

Όσο καλύτερο είναι το σπίτι που ζεις, τόσο μεγαλύτερους καθρέφτες έχεις για να καθρεφτίζεσαι.

Καθρεφτίσου και πες: Είμαι η καλύτερη. Είμαι η καλύτερη. Καμιά δεν είναι καλύτερη από εμένα.

Και πες πες, το πίστεψα. Ε, λοιπόν, ναι. Τι καλύτερο έχουν οι άλλες από μένα; Οι ωραίες ξέρουν πως είναι ωραίες. Αλλά ως εκεί. Εμένα η νενέ Ελένη μ’ έμαθε και να το πιστεύω.

………………………………………………..

Η γειτονιά της Φούλας σου άνοιγε την όρεξη για μεγάλες σπατάλες. Όμορφοι δρόμοι, μαγαζιά με ρούχα Ευρώπης, πλούσια σπίτια δίπατα, για ανθρώπους που δεν ήταν μεροκαματιάρηδες. Με το ζόρι ο μπαρμπέρης έφερνε βόλτα τις μεγαλομανίες της Φούλας κανονικά θα έπρεπε να διαμένουν στα Μορτάκια κι όχι στου Φασουλά.

Στο δρόμο για το γοβατζήδικο, ευρίσκετο το αρωματοπωλείον Μισιρλή. Η δίοδος μοσχοβολούσε αβιορέτα, γιασεμιά, αμπέρια και βιολέτες, όλα μαζί σε μια συγχορδία.

Η Ευταλία κοντοστεκόταν κάθε μέρα στο πέρασμά της, όταν ο μυροποιός άνοιγε τα ρολά. Η ευωδία σάρωνε τα πνεμόνια σου. Τούτη η δουλειά θα της άρεσε πιο πολύ απ’ όλες. Μ’ αυτά δε φχαριστιόντουσαν και με τη μάνα της στην Καππαδοκία; Κι όλες στο χωριό παρακαλούσαν για τα βοτάνια της Ελένης, όταν μάθαιναν πως το μείγμα ήταν έτοιμο. Το κατάστημα ήταν περιωπής και στο πίσω μέρος είχε εργαστήριο παρασκευής αρωμάτων.

Χωρίς δισταγμό, ζήτησε δουλειά και, ω του θαύματος, κείνη τη μέρα θα κρέμαγαν –λέει– πινακίδα: «Ζητείται πωλήτρια».

Το μεγαλύτερο χτικιό είναι να μισείς τη δουλειά σου. Τότε σε μισεί κι κείνη. Αν όμως την αγαπάς! Διαπρέπεις πριν το καταλάβεις. Με τα μύρα και τα ελιξίρια η Ευταλία ήταν στο στοιχείο της. Φόρεσε την ποδιά και μάνι μάνι έγινε ξεφτέρι στα εμπορεύματα. Καλλωπίστηκε για ν’ ανταποκριθεί στη νέα της σπουδαία θέση. Σουρμέ, κραγιόνι κι αψεγάδιαστα χέρια, που της τα περιποιήθηκε η Φούλα με ζεστές πετσέτες και λάδι μακασάρι. Πέταξε τ’ αντροπάπουτσα και φόρεσε βιδελίσιο σκαρπίνι, δανεικό από τη Δέσποινα, τη μοναχοκόρη της Φούλας, που είχαν το ίδιο ποδάρι. Τη θέση της Καππαδόκισσας πήρε μια τσαχπίνα Σμυρνιά με μπουκλάτα καστανά μαλλιά και μπούστο τροφαντό. Στη βδομάδα πάνω, πίσω από τον πάγκο, έπειθε τις πελάτισσες που έμπαιναν για χάζι να αγοράζουν ένα κάρο πράγματα.

«Ύδωρ της Λεβαντίδος έχετε; Μα πως είναι δυνατόν να εμφανίζεστε στις βεγγέρες, χωρίς λίγες απ’ αυτές τις θαυματουργές σταγόνες, σινιόρα! Μπορεί μια κομψή μαντάμ σαν του λόγου σας να έχει κάτω από τις αμασχάλες της τις μάρκες που κάνουν οι ίδρωτες! Να πάρετε οπωσδήποτε και την οδοντόπαστα Ριγκό. Σας το λέω εγώ, είναι θαυματουργή. Έχετε τόσο λαμπερό πρόσωπο, γιατί να μη λάμπει και το χαμογέλιο σας;»

Στις γεροντοκόρες πούλαγε Πινάρ, που εξάλειφε τις ρυτίδες.

Το βράδυ με τη Φούλα βάζανε τα κάκανα.

«Όλες οι καγκάγιες με τις παπουδιασμένες μούρες νομίζουν πως θα γίνουν περιστέρες με την κολδ κρημ, Φούλα μου! Χα χα χα. Ήρθε σήμερα μία!… Μα, να τη δεις! Αφροκαμήλα. Τη φόρτωσα που λες, να γίνει καινούργια. Μέχρι πομάδα για το μουστάκι της της πάσαρα! Χα χα χα. Έτοιμη είναι τώρα αυτή για γκιτζελίκια! Χα χα χα!»

Με το που κατεβαίναν τα ρολά κι έφευγε από τον πάγκο, η Ευταλία περνούσε στα ενδότερα να μάθει τις παρασκευές. Ζήλος. Εδραιώθηκε στο αρωματοπωλείο ώσπου να πεις «τρία».

Μετακομίσαμε σ’ ένα δωματιάκι στην άκρη της πόλης, αν και το καρπιδαίικο επέμενε να μείνουμε κι άλλο. Καλοί συγγενείς. Αλλά καλύτερα να κάναμε το κουμάντο μας μόνες μας και να τους επισκεπτόμαστε κατά βούλησιν. Έτσι κι έγινε. Η Αννεσώ βολεύτηκε σε μια γυναίκα της γειτονιάς, που είχε τρία δικά της και τρία ξένα να τα κρατά για μερικούς παράδες. Πέρναγε τσίφτικα, γιατί, παρόλη την τσιλιβηθρία της, ήταν κακαβρακάτη κι είχε και μια μπουνιά από το χωριό βαρβάτη, και κανένα άλλο βρέφος δεν της έβγανε γλώσσα.

Μάρα Μεϊμαρίδη, Οι Μάγισσες της Σμύρνης, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 41-46, 49-51