Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Γιατί υπήρχε κι αυτή η άλλη Σμύρνη. Η πλούσια. Μας κατέβαζε η μάνα καμιά Κυριακή βόλτα στο Και, και χαζεύαμε τις σπιταρόνες, τα σαράγια. Όλοι αυτοί οι Έλληνες –πως ο Θεός τους τα έδωσε τόσο πλούσια τα ελέη!– είχαν εμπόρια και μαγαζιά τρανά. Ήταν χρυσοχόοι, λαδάδες, συκαλάδες, καπνέμποροι, αλευράδες, μαγαζάτορες τρανοί, που έφερναν ρούχα και πράγματα από τη Λόντρα και τους Παρισίους. Οι καλύτεροι αυτοί άνθρωποι ζούσαν σε σπίτια με δουλικά, είχαν άμαξες με καροτσέρηδες και σπούδαζαν τα παιδιά τους στις μεγάλες σχολές της Σμύρνης. Τα ’βγαζαν οι δάσκαλοι βόλτα τα Σάββατα στις αποβάθρες, ντυμένα όλα με γιακαδάκια, χτενισμένα, καθαρά, με καπέλα που είχαν τη γλαύκα σε εμφανές σημείο, μπροστά. Χρυσή. Εμείς τα βλέπαμε που περνούσαν.

Η Ανεσσώ έτρεχε να ακολουθήσει αποπίσω τις δυάδες με τον ίδιο βηματισμό: «εν-δυο, εν-δυο», αλά η Ευταλία τη μάζευε γρήγορα πίσω από τη φούστα της.

Για χάζι ήταν τα περιβόητα καφέ στο Και. Ήταν το καφέ «Μπελλαβίστα», η «Μυροβόλος Άνοιξις», το καφέ «Σαντάν». Οι σερβιτόροι πηγαίναν πέρα δώθε με μακριές άσπρες ποδιές. Ορχήστρες με μουσικές εστουδιαντίνες. Άκουγες από μέσα που τραγουδούσαν σκοπούς γλυκούς, ευρωπαϊκούς. Καλύτερους. Πιο απαλούς από τους δικούς μας, τους μανέδες. Για χάζι ήταν αυτές οι γυναίκες και οι άμαξες. Γυναίκες ευρωπαϊκές, ψηλές, στολισμένες, χτενισμένες, με μπομάδες και καπέλα. Με δαντέλες. Καθόντουσαν στα καφέ, με γάντια και κυρίους. Τι γυναίκες!

Μάρα Μεϊμαρίδη, Οι Μάγισσες της Σμύρνης, Καστανιώτης, Αθήνα 2002, σ. 40