Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Oδηγός της πόλης των Αθηνών

Γιώργης Γιατρομανωλάκης, Στην κοιλάδα των Αθηνών, Κέδρος: Αθήνα, 2000.
  • Η καταγραφή δεν είναι συνδεδεμένη σε κάποια τοποθεσία

Γιώργης Γιατρομανωλάκης

Στην κοιλάδα των Αθηνών, Κέδρος: Αθήνα, 2000.

 

Οδηγός της Πόλεως των Αθηνών

 

Μπροστά από το ωραίο Ζάππειο περνά η Βασιλίσσης Όλγας. Την παίρνεις ερχόμενος από το Σύνταγμα. Στρίβεις αριστερά και συναντάς την Βασιλέως Κωνσταντίνου. Συνεχίζεις και πέφτεις στην Βασιλίσσης Σοφίας. Αυτή τερματίζει Αμπελοκήπους. Από εδώ ξεκινά και η λεωφόρος Αλεξάνδρας. Περνά μπροστά από το ονομαστό Πεδίον του Άρεως και σβήνει στην Πατησίων. Βασιλικοί δρόμοι ζώνουν το κέντρο των Αθηνών, σκέφτεται ο Φίλιππος. Πάντα έτοιμοι για παρελάσεις και διαδηλώσεις. Όμως αν στρίψεις αριστερά στην Πατησίων, βγαίνεις πλατεία Ομονοίας και Χαυτεία και αποφεύγεις ονόματα βασιλικά. Από κει πας όπου θες. Είναι το κέντρο. Πας Αιόλου, Πλάκα και Ακρόπολη. Που είναι μέρη τουριστικά. Πας Εξάρχεια. Πας Σύνταγμα και βλέπεις τον Άγνωστο. Πας όπου θες, δικέ μου, απ’ την Ομόνοια. Κι αν δεν σου αρέσει να περπατάς, κατεβαίνεις τις σκάλες, παίρνεις τον Ηλεκτρικό και πας βόλτα, Πειραιά., Κηφισιά. Όπου θες. Είπε ο Φίλιππος χωρίς να ξέρει σε ποιον απευθύνεται. Και στάθηκε γωνία Αιόλου και Ερμού. Εγώ εδώ στρίβω. Ερμού. Σήμερα κατεβαίνω Μοναστηράκι και πλατεία αγίων Ασωμάτων. Εκεί μου αρέσει. Δεν ξέρω γιατί αλλά ειδικά σήμερα κάτι με τραβά εκεί κάτω. Εδώ θα σταθώ λοιπόν. Έχω χρόνο. Κάποιος μου είπε πως σήμερα έχω πολύ χρόνο. Θα μείνω να δω πλατεία Ασωμάτων, Κεραμεικό και Γκάζι. Μετά στρίβω αριστερά και ακολουθώ τον δακτύλιο. Με τα πόδια. Πίσω από του Φιλοπάππου και το Λόφο των Νυμφών, Χαμοστέρνας, Καλλιρρόης. Να η Αρδηττού, όπου χύνεται η Αναπαύσεως. Πέντε δρόμοι παραπέρα είναι η Μάρκου Μουσούρου. Εδώ μένω. Εδώ περνώ τη ζωή μου, λέει ο Φίλιππος. Εδώ καταλήγω κάθε βράδυ.

 

Ο Φίλιππος βρίσκεται ξανά μέσα στο ρεύμα των πολυσύχναστων δρόμων. Είναι αργά το απόγευμα. Είναι μάλλον πολύ αργά το απόγευμα γιατί το φως έχει χαμηλώσει αρκετά. Τον Μάρτιο βραδιάζει ακόμη νωρίς. Σκέφτεται, και βλέπει μπροστά του αναμμένο το πράσινο. Μόλις που προλαβαίνω να περάσω. Προσπαθεί να κινηθεί. Κινείται αλλά διαπιστώνει πως δεν πάει πουθενά. Κινείται αλλά είναι ακίνητος. Βιάζεται αλλά δεν προλαβαίνει να περάσει. Δεν υπάρχει φανάρι. Δεν ανάβει πράσινο. Δεν υπάρχουν δρόμοι κανονικοί. Πρόκειται για μια κατάσταση αρκετά πολύπλοκη. Και περίεργη.

Ο Φίλιππος περπατά ξανά στους αθηναϊκούς δρόμους αλλά έχει την αίσθηση πως βλέπει την πόλη των Αθηνών από ψηλά. Είναι σαν να βρίσκεται πάνω από την πόλη. Ενώ περπατά στα Χαυτεία και στρίβει να πάρει την Αιόλου βρίσκεται, λέει, στα ύψη. Σαν να πετά. Πάρα πολύ ψηλά. Στον άξονα του Λυκαβηττού αλλά ψηλά στον ουρανό. Βλέπει κάτω τον σακατεμένο λόφο με τον περιφερειακό. Καθαρά. Βλέπει τα καχεκτικά πεύκα. Το βρόμικο, σκουριασμένο θέατρο. Τα γυμνά βράχια, όπου παλιά σκαρφάλωνε για να φωτογραφίσει. Φαίνονται όλα επίπεδα και ισοπεδωμένα. Χωρίς καμιά άλλη διάσταση. Απέναντι ο Υμηττός το ίδιο ισοπεδωμένος. Κάτω λίγο δεξιά το άλσος Συγγρού. Αριστερά και πίσω ο Εθνικός Κήπος με τα δρομάκια και τις λιμνούλες. Ακριβώς απέναντι ο Λόφος του Στρέφη, επίπεδος. Και πίσω η Ακρόπολη, η Πνύκα και του Φιλοπάππου.

Να η πόλη. Είπε ο Κύριος. Ακούστηκε τόσο καθαρά η φωνή του που ο Φίλιππος ξαφνιάστηκε πάλι. Δεν τον έχω συνηθίσει ακόμη, είπε και κοίταξε κάτω.

Να λοιπόν, Φίλιππε, η πόλη που νοσταλγείς. Γιατί δεν την περπατάς λίγο; Γιατί δεν πας μια βόλτα αφού έχεις ακόμη καιρό. Να χαθείς στους πολυσύχναστους δρόμους. Να δεις τις ατέλειωτες ουρές των αυτοκινήτων. Τα φώτα. Τα φανάρια. Την ασταμάτητη κίνηση.

Ο Φίλιππος δεν ξέρει τί να απαντήσει. Σκέφτεται πως κάτι δεν πάει καλά. Κάτι περίεργο συμβαίνει. Βλέπω την πόλη κάτω σαν πιάτο. Είναι μια επίπεδη χάρτινη πόλη. Και αυτό είναι περίεργο. Είμαι στη Μουσούρου και έχω πανοραμική θέα όλης της Αθήνας! Άλλο περίεργο. Και αφύσικο. Να η Νεάπολη, τα Εξάρχεια. Τα Πευκάκια. Το φτηνό Κολωνάκι. Φάτσα μπροστά μου. Το Μοναστηράκι δαιδαλώδες. Η Πλάκα ανηφορική. ου Μακρυγιάννη σκαμμένη. Το Κουκάκι και η Καλλιθέα στη σκόνη και στην αιθάλη. Απέναντι βλέπω Παγκράτι, Βύρωνα και Καισαριανή. Καισαριανή έχω πάει. Στον Βύρωνα επίσης. Αλλά στο άλσος Παγκρατίου δεν αξιώθηκα να μπω. Ποτέ δεν περπάτησα το άλσος Παγκρατίου. Βλέπω επίσης Πατήσια, Κυψέλη, Γκύζη, Αμπελόκηπους και Ιλίσια. Οι λόφοι πράσινοι, πράσινα και τα πάρκα. Άσπροι οι δρόμοι και οι λεωφόροι. Κι ανάμεσα αναρίθμητα τετράγωνα των πολυκατοικιών. Όλα γκρίζα.

Ο φωτογράφος κοιτάζει την πόλη. Όμως όλα του φαίνονται τόσο περίεργα και αφύσικα. Τα βρίσκω όλα τόσο αφύσικα, λέει. Κοίταξε πάλι. Σκέφτηκε λίγο και είπε γεμάτος αγωνία. Αυτό, είπε και έδειξε κάτω, αυτό δεν είναι πόλη πραγματική. Δεν βλέπω την Αθήνα, Κύριε. Βλέπω τον χάρτη της Αθήνας. Είναι ένα σχεδιάγραμμα για τους τουρίστες. Αλλά εγώ δεν είμαι τουρίστας. Πότε έγινα τουρίστας στην πόλη μου; Ρώτησε. Τόση ώρα νομίζω πως βλέπω την Αθήνα, αλλά το μόνο που βλέπω είναι ένα σχέδιό της πάνω στον χάρτη. Πιθανόν, είπε ο Κύριος. Όλα είναι πιθανά… Όμως μπορείς να βάλεις το δάκτυλό σου πάνω στον χάρτη, να το ακολουθήσεις και να φτάσεις όπου θέλεις. Ομόνοια, Σύνταγμα, Κλαυθμώνος. Γιατί δεν δοκιμάζεις να πας στο Παγκράτι; Είναι ευκαιρία.

Καλύτερα, είπε ο Φίλιππος, να μείνω εδώ που είμαι. Μίλησε πάλι κάπως μελοδραματικά. Και έκανε μια κίνηση να δείξει τάχα τον τόπο που βρίσκεται. Αλλά διαπιστώνει (γεμάτος έκπληξη και κάποιο φόβο) πως δεν αναγνωρίζει το μέρος. Σαν κάποιος τουρίστας σε ξένο τόπο. Έτσι είμαι. Είπε. Δεν αναγνωρίζω το μέρος.

 

Κυκλοφορεί λοιπόν στην πόλη σαν τουρίστας. Πάνω κάτω. Ώρες. Πολλές ώρες. Ατέλειωτες. Δεν έχει ρολόι. Ο ήλιος παραμένει ακίνητος. Αλλά ο Φίλιππος αισθάνεται ότι ο χρόνος περνά. Κάπως πιο αργά ίσως, αλλά περνά. Κάποια στιγμή νομίζει πως βρίσκεται πάλι στο Σύνταγμα. Πλησιάζει το μνημείο του Άγνωστου Στρατιώτη. Διαβάζει συλλαβιστά τα ένδοξα τοπωνύμια στο τείχος της Βουλής. Οι φρουρές μπροστά στο μνημείο αλλάζουν συνεχώς. Οι φρουροί έρχονται και φεύγουν ασταμάτητα. Μετρώντας με τεράστια, αφύσικα βήματα την πλατεία. Νύχτα μέρα. Χραπ-χρουπ. Τα άρβυλα στο πεζοδρόμιο. Χραπ-χρουπ. Τα βλέπω χρόνια κι όμως δεν τα ’χω δει πραγματικά, Φίλιππε. Νομίζω πως κυκλοφορώ μέσα σε ένα τεράστιο σκηνικό. Είμαι μέσα σε ένα τεράστιο σκηνικό, χωρίς να ξέρω αν παίζω κάποιο ρόλο. Αυτή η πλατεία ήταν πάντα μια εθνική σκηνή, όπως έλεγε και ο γερο-Οικονόμου. Ανεβαίνουν συνεχώς καινούργια πρόσωπα και παίζουν ένα έργο που δεν αλλάζει.

 

Την επόμενη φορά που ο τραυλός και βραδύγλωσσος φωτογράφος κοιτάζει γύρω του βλέπει πως βρίσκεται σε μέρος που δεν έχει ξαναδεί. Είναι μέσα σε ένα δάσος σκοτεινό. Απίστευτα μεγάλο. Δάσος απέραντο και σιωπηλό. Δεν ξέρει τί γυρεύει εκεί πέρα. Δεν ξέρει πώς βρέθηκε αυτό το δάσος στην Αθήνα. Είναι κρυμμένος μέσα στα δέντρα και στους θάμνους. Δεν διακρίνει τον ήλιο. Το μόνο που βλέπει είναι κάποιες αχτίνες να παίζουν ψηλά στα δέντρα. Από έναν ήλιο που εξακολουθεί να γλιστρά αργά προς τη Σαλαμίνα και το Αιγάλεω. Αισθάνεται γύρω του σκιές ανθρώπων. Είναι δίπλα του ένα αόρατο πλήθος. Αλλά δεν αναγνωρίζει κανένα. Κάποια στιγμή νομίζει πως ακούει το ρεύμα ενός ποταμού. Που και αυτός δεν φαίνεται. Γεμάτος αγωνία στήνει το αφτί. Έχω την εντύπωση, είπε ο Φίλιππος στον Φίλιππό του, ότι είμαι κάποιος άλλος. Σαν κάποιος άλλος να είναι ντυμένος εμένα και περπατά χαμένος σ’ ένα δάσος. Είμαι ένας που ζει τη ζωή ενός άλλου Φίλιππου. Τί θέλω εδώ σε τούτη την ερημιά, Κύριε; Είπε. Ποιος με οδηγεί και κάνει τα βήματά μου να παρεκκλίνουν από το δρόμο που πάντα ακολουθούσα; Ομόνοια, Σύνταγμα, σπίτι. Σπίτι, Σύνταγμα, Ομόνοια. Ποιος με εγκατοικεί; Ποιος με κατέχει; Και κάνει να βγαίνουν από το στόμα μου λόγια που ποτέ δεν ήταν δικά μου. Μόνος, ενώ περιπατώ μέσα σε ένα αόρατο πλήθος σκιών;

 

Ο Φίλιππος Μ. τώρα τελευταία μιλά συνεχώς από μέσα του. Τη μια περιγράφει φωτογραφίες που έχει τραβήξει παλιά. Την άλλη στέλνει ανταποκρίσεις στον εαυτό του. Του περιγράφει πράγματα και θαύματα. Επιμένει να του περιγράφει μια φωτογραφία της κοιλάδας των Αθηνών. Χωρίς να είναι βέβαιος πως πρόκειται για φωτογραφία. Μιλά και νομίζει πως απαγγέλλει άγνωστους και ακατάληπτους ψαλμούς. Σαν ιεροκήρυκας, χωρίς ακροατήριο. Μια ζωή τραυλός αλλά τώρα ακούει τα λεγόμενά του καθαρά. Απορεί επίσης πώς συμβαίνει να μιλά από μέσα του και την ίδια στιγμή η φωνή του να διαχέεται στον αέρα. Δεν ξέρει πια τί λέει, δεν ξέρει αν είναι μόνος ή κάποιος του κάνει παρέα. Αυτός ο σιωπηλός έχει χάσει τη σιωπή του. Βλέπει να περνά ο χρόνος ασταμάτητα. Υπολογίζει ότι έχουν περάσει αρκετές ώρες. Χωρίς καμιά αλλαγή. Είναι άραγε πάντα το ίδιο απόγευμα; Ή με πήρε ο ύπνος και πέρασε μια ολόκληρη μέρα χωρίς να το καταλάβω; Και έτριψε καλά τα μάτια του. Να ανοίξουν, να ξυπνήσει και να καταλάβει.

Καθόμουν λοιπόν, Φίλιππε, μπροστά σε μια άδεια τσάντα, μιλούσα από μέσα μου και δεν θυμάμαι τί έλεγα. Χαμένος μέσα σε κάποιο δάσος των Αθηνών. Να είναι το άλσος Παγκρατίου; Να είναι το άλσος Συγγρού; Ο Εθνικός Κήπος; Ή το Πεδίον του Άρεως; Ρωτούσα και ξαναρωτούσα. Και κρύωνα καθώς βρισκόμουν Μάρτιο μήνα σ’ ένα υγρό και σκοτεινό δάσος. Και τότε εντελώς ξαφνικά, μέσα στην απέραντη σιωπή, μέσα στον άηχο τόπο άκουσα (ή νόμισα ότι άκουσα) ξανά την απαλή και καθαρή φωνή. Ίσως με κάποιο τόνο επιτακτικό. Φίλιππε, Φίλιππε. Ε, Φίλιππε! Πού είσαι; Πού πήγες και κρύφτηκες; Γιατί μιλάς πάλι από μέσα σου; Τώρα πια δεν υπάρχει λόγος να μιλάς έτσι… Έτσι είπε η φωνή. Κι εγώ, Φίλιππε, μίλησα και απάντησα καθαρά και δυνατά. Τόσο που η φωνή μου έφτασε ίσαμε τα ίδια τα αφτιά μου, Αληθινά, Κύριε, δεν κρύφτηκα. Δεν έχω κανένα λόγο να κρυφτώ. Απλώς σαν να αποπροσανατολίστηκα λιγάκι. Έχασα το δρόμο μου. Φοβάμαι πως έχω χαθεί στο Παγκράτι τελικά. Έχω τόσο καιρό να ανέβω στο Παγκράτι και έχουν αλλάξει πολλά. Κάπου, μου φαίνεται, έχω χαθεί να τρέχω ολημέρα. Πάνω κάτω. Αυτό μόνο. Κι εμένα, είπε Εκείνος. Μου φαίνεσαι λίγο σαν χαμένος, Φίλιππε.

Ο φωτογράφος απάντησε μεγαλόφωνα, Πραγματικά, δεν ξέρω τί ακριβώς μου συμβαίνει, Κύριε. Το είπα και στον Φίλιππό μου. Κάπου έχω μπερδευτεί. Έχω χάσει όλες τις φωτογραφίες μου. Έχω χάσει όλες τις σημειώσεις μου. Δεν έχω τίποτε πια. Κυρίως δεν ξέρω τί κάνω εδώ πέρα. Είναι σαν να με κυνηγά κάποιος για ένα έγκλημα που ποτέ δεν έκανα. Ποιο είναι το έγκλημά μου, Κύριε; Τί έχω κάνει και βρίσκομαι χαμένος τόση ώρα σε τούτο το άγριο δάσος;

Εκείνος είπε. Μίλησε και είπε. Πάντα ο ίδιος, Φίλιππε. Όλο παράπονα και γκρίνια! Είσαι εδώ γιατί εδώ προφανώς σε οδήγησαν τα βήματά σου. Αυτό δεν είναι καθόλου περίεργο. Το περίεργο είναι πως ενώ τριγυρνάς σα χαμένος την ίδια στιγμή όλο και κρύβεσαι. Από ποιον κρύβεσαι, Φίλιππε; Ένας επαγγελματίας φωτογράφος δεν τριγυρνά σαν κυνηγημένος να φωτογραφίζει άσκοπα λόφους και τοπία. Έχει ένα συγκεκριμένο σκοπό. Ελπίζω να μην το ’χεις ξεχάσει κι αυτό! Τίποτε τυχαίο. Καμιά φωτογραφία δεν είναι τυχαία. Εκτός κι αν το τυχαίο είναι η κύρια ουσία της πραγματικότητας…

Ο Φίλιππος συμφώνησε σιωπηλά με αυτή την άποψη, αν και την βρήκε λίγο υπερβολική. Μην μιλάς από μέσα σου, Φίλιππε. Είπε πάλι εκείνος. Και πάψε να με κρίνεις… Αυτό που εννοώ εγώ δεν είναι ακριβώς αυτό που εσύ καταλαβαίνεις.

 

Ο Φίλιππος σκέπτεται ότι ποτέ σε όλη του τη ζωή δεν είχε μια τόσο άκαρπη συζήτηση. Ποτέ ως τώρα δεν είχα κάνει μια τόσο παρατεταμένη και τόσο άκαρπη συζήτηση. Και μάλιστα μέσα στο άλσος του Παγκρατίου. Κάτω βαθιά κυλά ένας ποταμός χρόνια θαμμένος στο τσιμέντο. Λέγεται Ιλισός ποταμός. Μια μέρα, λέει ο Φίλιππος, θα πάω εκδρομή. Και θα βρω τον Ιλισό να ρέει κανονικά μπροστά μου. Θα καθίσω στην όχθη. Θα βγάλω τα παπούτσια μου γιατί θα κάνει ζέστη. Θα βάλω τα πόδια μου στο δροσερό νερό. Το νερό θα κυλά καθαρό και διάφανο. Ο αέρας λεπτός θα περνά και θα με δροσίζει. Τα τζιτζίκια δίπλα θα ηχούν μαγεμένα από τον ήλιο. Θα έχω ξαπλώσει στο γρασίδι και θα σκέφτομαι. Θα σκέφτομαι ότι είμαι κάπου και μου αρέσει. Αυτό ακριβώς θα σκέφτομαι: ότι έχω τελειώσει τη δουλειά μου, ότι είμαι κάπου καθισμένος, ότι έχω άφθονο χρόνο και ότι σκέφτομαι ότι όλα αυτά μου αρέσουν…

Αλλά, Φίλιππε, είπε Εκείνος. Η δουλειά σου έχει τελειώσει. Και είσαι εκδρομή. Τί άλλο θέλεις; Όλα είναι κανονικά. Πάντα ήθελες να μπεις και να περπατήσεις στο άλσος του Παγκρατίου. Αυτό που ήθελες έγινε. Τί άλλο θέλεις; Τί σου λείπει, Φίλιππε; Για πες μου. Μου λείπουν οι φωτογραφίες, Κύριε. Μου λείπουν οι σημειώσεις μου. Κρατούσα σημειώσεις μια ζωή και τώρα δεν έχω καμία. Είπε δυνατά. Και συμπλήρωσε από μέσα του, Μου λείπει μια ολόκληρη ζωή.

 

Ο Κύριος της μεγάλης κοιλάδας φαίνεται τώρα να γελά. Φαίνεται να γελά αγαθά και λέει. Σου είπα, Φίλιππε, πως δεν υπάρχει λόγος να μιλάς από μέσα σου πια. Ούτε χρειάζεται να μιλάς στον εαυτό σου, όπως παλιά. Εδώ είσαι μόνο εσύ. Φίλιππε. Μόνο εσύ κι εγώ. Κατάλαβες; Άσε λοιπόν όλες αυτές τις δραματικές αποστροφές. Σταμάτα να κρύβεσαι. Σταμάτα να κάνεις πως δεν καταλαβαίνεις. Λοιπόν, τί άλλο σου λείπει; Για πες μου.

Ευτυχώς ο Φίλιππός μου είναι εδώ. Είπε ο φωτογράφος. Δεν το βλέπω, δεν τον ακούω, αλλά είναι εδώ. Αυτός τουλάχιστον είναι εδώ. Αλλά μου λείπει το ρολόι μου. Θα το ’χασα στο Σύνταγμα. Δεν με πειράζει πολύ, αλλά το αναφέρω. Ήταν ένα παλιό ρολόι. Ωμέγα της δεκαετίας του Πενήντα. Μου λείπει και το εργαστήριο. Έχω να εμφανίσω, να τυπώσω, να στεγνώσω. Κυκλοφορώ τόσες ώρες γύρω γύρω στην Ομόνοια και δεν μπορώ να βρω το υπόγειό μου. Έχω χάσει τον προσανατολισμό μου. Έχω αναλάβει ένα έργο μεγαλειώδες, Κύριε. Ετοιμάζω ένα φωτογραφικό λεύκωμα. Τεράστιο. Με χιλιάδες φωτογραφίες. Δέκα ολόκληροι τόμοι. Κάθε τόμος περιέχει φωτογραφίες πέντε χρόνων. Σύνολο πενήντα χρόνια. Παρελάσεις της 25ης Μαρτίου. Στρατός, αεροπορία, ναυτικό. Μηχανοκίνητα. Επίσημοι, βετεράνοι, ανάπηροι. Αλλά εκεί που τραβούσα τις τελευταίες φωτογραφίες, κάτι συνέβη. Και τα πράγματα άλλαξαν εντελώς.

 

Το ασπρόμαυρο τοπίο με τα επιχρωματισμένα πουλιά και λουλούδια τρίζει κάτω από τα πόδια του φωτογράφου. Σαν χαρτί. Βαδίζει ο Φίλιππος μέσα στο δικό του τοπίο. Ανεβαίνει λαχανιάζοντας τον παρθενικό λόφο του Αρδηττού. Από την πλευρά του Παγκρατίου. Ο Ιλισός περνά από κάτω, κυλά, μουρμουρίζει ελάχιστος μέσα από τα βαθύσκια πλατάνια και χάνεται στα βάθη της κοιλάδας. Τώρα βρίσκεται προς την πλευρά του μαρμαρένιου Σταδίου. Δηλαδή εκεί που κανονικά ήταν το γέρικο Στάδιο. Εκεί νομίζει πως κάθεται, αλλά δεν βλέπει κερκίδες, στήλες, μαρμάρινες προτομές. Ούτε την πολύβουη λεωφόρο. Που πάντα δυσκολευόταν να διαβεί. Κανένας χαραγμένος δρόμος στην ανηφόρα του Μετς. Όλα μοιάζουν με το παρακείμενο Πρώτο Νεκροταφείο. Το χλοερό και κατάφυτο. Μονάχα που και εδώ ούτε τάφοι υπάρχουν, ούτε μνημεία. Αλλά ούτε το ίδιο το κοιμητήριο υπάρχει. Κάθεται και κοιτάζει το τοπία, ανεβαίνει με το βλέμμα του τους λόφους και τα χαμηλά βουνά. Δεν έχει τίποτε να κάνει. Έχω τόση δουλειά και είναι σα να μην έχω τίποτε να κάνω.

Ο Κύριος είπε. Είσαι σε εκδρομή, Φίλιππε. Στις εκδρομές δεν δουλεύουμε. Πάμε εκδρομή για διασκέδαση. Κι εγώ, Φίλιππέ μου, απάντησα τότε κει είπα, Δεν είχα προγραμματίσει καμιά εκδρομή. Ειδικά σήμερα 25η Μαρτίου. Έχω τόση δουλειά στο εργαστήριο. Να εμφανίσω τις φωτογραφίες. Να τελειώσω το έργο μου. Δουλεύω πενήντα χρόνια. Μου λείπουν κάποιες φωτογραφίες, αλλά μπορώ να τις συμπληρώσω από αλλού. Μετά θα πάω εκδρομή. Και πρόσθεσα κάπως συγκινημένος: δεν θυμάμαι πότε ήταν η τελευταία φορά που πήγα εκδρομή.

Ευκαιρία, είπε ο Κύριος. Είναι ευκαιρία να θυμηθείς τη ζωή σου. Χρειάζεται να γίνει αυτό κάποια στιγμή. Μπορείς λοιπόν να θυμηθείς τη ζωή σου, Φίλιππε. Πού πήγες; Τί έκανες; Τί είδες; Ποιούς είδες; Τί σου άρεσε; Αυτά. Τώρα που έχεις χρόνο είναι ευκαιρία. Παράλογα πράγματα, είπε ο Φίλιππος, απευθυνόμενος στον Φίλιππό του. Εντελώς παράλογα. Να έχω τόση δουλειά και να κάθομαι να αναθυμούμαι τον βίο μου. Δεν βλέπω όμως να έχεις και πολλές επιλογές εδώ που είσαι, Φίλιππε. Είπε Εκείνος. Γιατί λοιπόν δεν κάνεις κάτι που πρέπει να γίνει. Αργά ή γρήγορα αυτό θα γίνει.

 

Έχω πάει στην Ομόνοια, είπε ο Φίλιππος. Πολλές φορές. Μια ζωή. Έχω πάει Σύνταγμα. Χιλιάδες φορές. Στην Καλυθμώνος. Το ίδιο. Στο Παγκράτι. Ήμουν εκεί πριν από λίγο. Ένα απόγευμα πήγα στου Φιλοπάππου. Να φωτογραφίσω την Ακρόπολη καθώς ο ήλιος χανόταν πίσω από το Αιγάλεω. Επίσης στη λίμνη του Μαραθώνα. Πήγα και στα Τέμπη και στις πλαγιές του Ολύμπου. Για δουλειά. Στη Λάρισα. Κι εδώ για δουλειά. Και στους Δελφούς. Έχω πάει και στους Δελφούς! είπε. Σχεδόν φωνακτά. Είδα από ψηλά την Ιτέα, τη μεγάλη κοιλάδα με τα ελαιόδεντρα. Είδα και τη θάλασσα από κει πάνω. Ύστερα πάλι Λυκαβηττό. Στρέφη. Μοναστήρι Καισαριανής. Μία φορά. Μεταπολεμικά. Για να φωτογραφίσω.

Σταμάτησε για λίγο και προσπάθησε να θυμηθεί πού αλλού είχε πάει. Α, είπε. Έχω πάει και στην Καστέλα. Για δουλειά. Στον Πειραιά. Πάλι για δουλειά. Αγήματα ναυτικού μπροστά στους επίσημους. Την ημέρα των Φώτων. Μετά πάλι πίσω. Ομόνοια-Σύνταγμα. Ανηφόρα. Σύνταγμα-Ομόνοια. Κατηφόρα. Σταδίου. Πλάκα. Θησείο. Αγορά. Παλιά και νέα. Δεν έχεις πάει αλλού πουθενά; ρώτησε ο Κύριος, που άκουγε προσεκτικά. Νομίζω, όχι, απάντησε ο Φίλιππος. Φαντάρος δεν πήγα. Ταξίδια δεν είχα χρόνο να κάνω. Νομίζω πως αυτά είναι όλα τα μέρη που έχω επισκεφθεί.

 

Ο Κύριος ακούει σιωπηλός. Ο Φίλιππος προσπαθεί μάταια να θυμηθεί πού αλλού έχει πάει στη διάρκεια της ζωής του. Αλλά δεν θυμάται κανένα άλλο μέρος. Εντάξει, είπε ο Κύριος. Δεν είναι ανάγκη να κουράζεσαι. Τελικά δεν είναι και λίγα τα μέρη που επισκέφθηκες, Φίλιππε. Πήγες εκεί που θυμάσαι πως πήγες. Σε πιστεύω. Ο Φίλιππος στέκει σα χαμένος. Όμως εμένα μου κάνει εντύπωση, λέει. Μου φαίνεται πως έχω ξεχάσει κάποιους τόπους. Ενδεχομένως έχω πάει και αλλού αλλά δεν θυμάμαι. Αρχίζω να μην πιστεύω τον εαυτό μου, Φίλιππε. Είναι σαν να παίρνω πράγματα από μένα τον ίδια και τα εξαφανίζω. Κλέβω τον ίδιο τον εαυτό μου. Είπε νευριασμένος. Δεν έχω πια καμιά εμπιστοσύνη σε μένα. Σου έχω εγώ, είπε Εκείνος. Σου έχω απόλυτη εμπιστοσύνη, Φίλιππε. Είπε η απαλή, άηχη φωνή. Λοιπόν μάθαμε τα μέρη που πήγες. Μίλησέ μας τώρα και για τους ανθρώπους που συνάντησες.

 

Η συζήτηση στις πλαγιές της Άγρας συνεχίζεται ώρες. Αλλά δεν οδηγεί πουθενά. Καμιά συζήτηση σήμερα δεν οδηγεί πουθενά Αυτός ο διάλογος δεν έχει νόημα, Φίλιππε. Υπάρχουν άλλα σοβαρότερα πράγματα που με απασχολούν. Υπάρχουν άλλες ερωτήσεις που πρέπει να απαντήσω. Αυτό σκέφτηκε ο Φίλιππος. Και σιώπησε. Βύθισε τα χέρια του στην άδεια τσάντα, κάθισε κάτω και έμεινε ολότελα ακίνητος. Την ώρα που περνούσαν μπροστά του καμαρωτά τα τελευταία πεζοπόρα τμήματα των Ενόπλων Δυνάμεων και των Σωμάτων Ασφαλείας. Μέσα σε εμβατήρια, χειροκροτήματα και ιαχές.

Τότε πρόσεξε πάλι τα τρομοκρατημένα περιστέρια πάνω από τον Άγνωστο. Σηκώθηκαν ξαφνικά και άρχισαν να κάνουν κύκλους πάνω από την πλακοστρωμένη πλατεία. Αλλά είχε την αίσθηση ότι πετούσαν χωρίς ήχο. Σιωπηλά. Σαν να βλέπω όνειρο, είπε ο Φίλιππος. Όλα γίνονται χωρίς κανένα ειρμό. Ή μάλλον όλα δένονται μεταξύ τους χωρίς νόημα. Χωρίς αρχή και τέλος. Χωρίς ήχους. Χωρίς φωνές. Τα περιστέρια πετούν γύρω γύρω χωρίς ήχο. Ενώ φτερουγίζουν απεγνωσμένα. Τα χάλκινα χτυπούν μέσα σε σιωπή. Στόματα ανοίγουν και φωνάζουν. Χωρίς να ακούω τίποτε. Τί γίνεται εδώ πέρα; Αναρωτήθηκε. Κάπως ενοχλημένος.

Έβγαλε και καθάρισε τα γυαλιά με το μαντίλι. Έβλεπε ανίκανος να καταλάβει τί έβλεπε. Και δάγκωσε αμήχανα το κάτω χείλος. Όπως συνήθιζε.