Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΗ Γκιόστρα στη σύγχρονη Ζακυνθινή ποίηση
«Η Γκιόστρα στην σύγχρονη Ζακυνθινή ποίηση» του Φιλόλογου Γιώργου Φιορεντίνου, Ανακοίνωση για την Ημερίδα: «Η Γκιόστρα στη Ζάκυνθο», 25 Απριλίου 2010, που συνδιοργάνωσαν το Μουσείο Σολωμού & Επιφανών Ζακυνθίων και η Αστική μη κερδοσκοπική Εταιρεία «Giostra di Zante», από τα Πρακτικά: Εκδόσεις Τρίμορφο, Ζάκυνθος 2011. Το εξώφυλλο της έκδοσης αυτής είναι σωσμένο με το όνομα praktikagiostras.jpgτου Φιλόλογου Γιώργου Φιορεντίνου [1]
Η Ζάκυνθος, όπως και τα υπόλοιπα Εφτάνησα, όπως και η Κρήτη, η Ρόδος, η Κύπρος, από πάρα πολύ νωρίς ήρθε σε επαφή με το δυτικό πολιτισμό, επαφή που κράτησε πολλούς αιώνες. Ένα χαρακτηριστικό αυτού του πολιτισμού, που είναι συνδυασμός ανθρωπισμού και χριστιανικής παράδοσης, υπήρξε το πνεύμα της ιπποσύνης. Πολιτισμός στον οποίον το αίσθημα της ιππικής τιμής γνώρισε ιδιαίτερη έξαρση.
Όμως από τα άγρια μεσαιωνικά ήθη, έμεινε μόνο μια σχηματική επιβίωση, η οποία πραγματοποιήθηκε σ’ έναν κόσμο εξευγενισμένο, που γοητεύτηκε από την επίδειξη της ιπποτικής δεξιοσύνης πολύ περισσότερο από ό,τι από τους πολεμικούς αγώνες.
Αυτό το ιδανικό ήρθε σε επαφή με το δικό μας νησιώτικο κόσμο και η συνάντηση μιας τέτοιας νοοτροπίας με την ψυχική διάθεση του νησιώτη ήταν δύσκολο να πάρει το χαρακτήρα μαχητικής σύγκρουσης. Ο φιλόκαλος και ήμερος νησιώτης θέλγεται από έναν τέτοιον πολιτισμό και τον κάνει δικό του σε μεγάλο ποσοστό. Και αυτό το σμίξιμο πραγματοποιείται σ’ ένα εξαιρετικά ευνοϊκό και δεκτικό περιβάλλον, όπως είναι ο νησιώτικος ψυχισμός.
Ένα από τα αποτελέσματα αυτής της πολιτισμικής ένωσης υπήρξε και η διεξαγωγή του ιππικού αγωνίσματος της Γκιόστρας, που μοιραία παρουσιάζεται ως καρπός των πολιτιστικών επιρροών και επαφών με τη Δύση. Και με δεδομένη την άποψη που διατυπώνεται στο πρόγραμμα της Γκιόστρας 2010 από το Διονύση Φλεμοτόμο ότι «η Γκιόστρα θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως μικρογραφία της ιστορίας της Ζακύνθου», θεωρώ ότι αποκτά ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον ερευνητή, το ενδεχόμενο να εξεταστεί η Γκιόστρα και ως δομικό στοιχείο στη σύγχρονη ζακυνθινή ποίηση. -Σε μια εποχή μάλιστα που σημαδεύεται από οδυνηρές αμφισβητήσεις και ανακατατάξεις, η ανάγκη να προβληθούν δραστηριότητες και αξίες -με τις όποιες αντιρρήσεις για την πολιτιστική τους γνησιότητα- που χαρακτήριζαν μία συγκεκριμένη εποχή και ένα συγκεκριμένο κόσμο, γίνεται αποδεκτή, ώστε ο σημερινός άνθρωπος αποπροσανατολισμένος στον κυκεώνα της παγκόσμιας τάξης πραγμάτων, να ξαναβρεί τα κοινά σημεία αναφοράς συλλογικού χαρακτήρα, που διαμορφώνουν την αυτογνωσία του και διατηρούν την πολιτιστική του ταυτότητα.
Στοιχείο της ζακυνθινής παράδοσης -αρχικά της αστικής και στη συνέχεια της λαϊκής- με τη μορφή του έθιμου και το χαρακτήρα του παιχνιδιού, που συνδέθηκε στο πέρασμα του χρόνου με τη γιορτή του καβαλάρη Αγίου Γεωργίου, είναι η Γκιόστρα, άθλημα εφίππων, κονταροχτύπημα, που διεξαγόταν μεταξύ των ευγενών, αλλά τελικά επικράτησε με τη μορφή ενός καθαρά λαϊκού αγωνίσματος.
Όπως μας πληροφορεί ο Διονύσιος Ρώμας[2], αρχικά επρόκειτο για κονταρομαχίες πραγματικές, αργότερα όμως, και βέβαια μετά από θανατηφόρο επεισόδιο, μεταβληθήκανε σε ιππικούς αγώνες επιδεξιότητας αναίμακτους. Αρχαιότατο ιπποτικό μεσαιωνικό έθιμο το συναντάμε και στον «Ερωτόκριτο».
Στη Ζάκυνθο οι Γκιόστρες εγίνοντο κάθε χρόνο την εβδομάδα των Απόκρεω και είχαν κρατικό χαρακτήρα, αφού τα αποτελέσματά τους αναφέρονται στα επίσημα πρακτικά της Κοινότητας. Είχαν λαϊκό και κοινωνικό χαρακτήρα, όπως συμβαίνει και με τις σύγχρονες ιπποδρομίες και, τελικά, δίνανε μια ευκαιρία στους κομψούς δανδήδες και elegantes του καιρού, να επιδείξουνε τις τουαλέτες τους. Το γεγονός ότι λαβαίνανε χώρα κατά το καρναβάλι δείχνει ότι η γιορτή κατά βάθος δεν ήταν τίποτα περισσότερο από έναν χορό μεταμφιεσμένων.
Τρεις σύγχρονοι Ζακυνθινοί ποιητές χρησιμοποιούν το δρώμενο της Γκιόστρας ως βασικό δομικό στοιχείο στα σώματα των ποιημάτων τους, λέγοντας, ο καθένας με το δικό του τρόπο, ότι η ποίηση και το παρελθόν είναι δυο σκοποί που συγχωνεύονται, ταυτίζονται και αλληλοσυμπληρώνονται στη συνείδησή τους.
Πρόθεσή μου δεν είναι η ανάλυση του περιεχομένου των ποιημάτων τους, αλλά η επισήμανση των σημείων εκείνων ή αλλιώς των αναφορών εκείνων που δείχνουν και την πηγή έμπνευσης, αλλά και τον παραλληλισμό της με καταστάσεις και βιώματα και στοχασμούς πάνω στη σύγχρονη και τη δική τους πραγματικότητα.
Κάθε ποιητικό κείμενο που πρέπει να το θεωρούμε ως ένα κρυπτογραφημένο μήνυμα που ξεκινάει από έναν αποστολέα, χρησιμοποιεί ένα συγκεκριμένο κώδικα γραφής και απευθύνεται σ’ έναν αποδέκτη, που οφείλει να αποκρυπτογραφήσει το μήνυμα, αντλώντας και από τα δικά του βιώματα και βασικά από εκείνα που είναι επίκοινα με του πομπού.
Το ποίημα «Ιππηλάσιον», δηλ. ιπποδρομία, του πατέρα Παναγιώτη Καποδίστρια, γραμμένο τέλη του 2009, αρχές 2010, περιέχεται στο πρόγραμμα «Γκιόστρα 2010», στη σελίδα 11, εκτείνεται σε έξι τρίστιχες στροφές με τη στιχουργική μορφή «Χαϊκού», σύμφωνα με την οποία κάθε στροφή αποτελείται από τρεις στίχους των πέντε, επτά και πέντε συλλαβών αντίστοιχα και με χαρακτηριστικό ότι υποβάλλει πολλά με όσο το δυνατό λιγότερες λέξεις. Παρουσιάζει το δρώμενο της Γκιόστρας με τρόπο που παρόλο που οι έξι στροφές έχουν νοηματική ενότητα, μπορεί κάθε στροφή να διαβαστεί και ως ανεξάρτητη και αυτόνομη από τις άλλες, έχοντας ολοκληρωμένη νοηματική ανεξαρτησία.
Α΄
Βολές χρωμάτων
τις πλάκες της πλατείας
ξεθεμελιώνουν.
Β΄
Ξεθεωμένα
στις αισθήσεις άλογα
προξενούν σεισμό.
Γ΄
Για δαχτυλίδι
χύνεται τόσος κόπος
ή για το χάδι;
Δ΄
Λόγχες εμπαθείς
μπήγονται ρωμαλέα
εκεί που ξέρεις…
Ε΄
Στη Γκιόστρα τούτη
ίππος η λογική μας
αφηνιασμένος.
ΣΤ΄
Ν’ ακούω πάντα
τον καλπασμό της αυγής
ως μόνη λύση.
Με όμορφη ποιητική γλώσσα, απομακρυσμένη από τη λογική της εκκλησιαστικής εκσφοράς, που παλιότερα χαρακτήριζε εμφανώς τον ποιητή, διοχετεύει, στην παλιά στατική αφήγηση ανάλογου περιεχομένου, μια καινούργια ευαισθησία, διαμορφώνει και δίνει ιδιαίτερη έμφαση στην έννοια του λογοτεχνικού δρώμενου και φέρνει τη δράση από τις απροσδιόριστες και απίθανες περιοχές του ιπποτικού μεσαίωνα, σ’ ένα συγκεκριμένο περιβάλλον, στη σύγχρονη εποχή, στην καθημερινή πραγματικότητα, στην ιδιωτική ζωή και κατορθώνει με λέξεις και εκφράσεις φορτισμένες δυναμικά, όπως: «ξεθεμελιώνουν», «προξενούν σεισμό», «ξεθεωμένα άλογα», να μεταδώσει την υπεροχή της δύναμης, την πραγματικότητα της κατοχής, την υποταγή σε μια απρόσωπη εξουσία, αλλά και την αντίσταση που γεννά η χρησιμοποίηση της λογικής και της κριτικής ικανότητας, που οδηγούν τον άνθρωπο στην άρνηση αυτής της ματωμένης πραγματικότητας και στην προσήλωση σ’ έναν άλλον αγώνα, σε άλλες αξίες ζωής, χώρες όπλα κα άλογα, όπως προσδιορίζεται από τις εκφράσεις «αφηνιασμένος ίππος η λογική», «λύση ο καλπασμός της αυγής».
Ο Διονύσης Φλεμοτόμος χρησιμοποιεί τη Γκιόστρα ως δομικό στοιχείο σε δυο ποιήματα του. Το πρώτο, με τίτλο «Στη Giostra της Sulmona» και χρόνο γραφής 6.11.2009, με όρους ποιητικούς που αναφέρονται στα ιδιαιτέρα χαρακτηριστικά του συγκεκριμένου δρώμενου, όπως αυτό παρουσιάζεται στη Sulmona και με διαφορετική συμβολική, δίνει χρώμα, κίνηση και ήχο στον τρόπο με τον οποίο το έθιμο της Giostra αναβιώνει ή επιβιώνει στη Sulmona, με πρωταγωνιστές τα τύμπανα και τις σημαίες και σκαλίζει μνήμες του αγωνίσματος σε χρόνους βαθύτερους, με όρους πολεμικούς και όχι παιχνιδιού, ως μέσο αναμέτρησης, αλλά και επιβολής του δικαίου σε έναν κόσμο άδικο από τον ανώνυμο μαχητή που πιστεύει ότι η εκμετάλλευση του αδύνατου πρέπει να εξαλειφθεί από την ανθρώπινη ζωή και παραλληλίζει τον αγώνα και τη νίκη με την επικράτηση της χριστιανικής αλήθειας.
Από τη Ρωμαϊκή αρένα, όπου ο αδύναμος μονομαχεί για να ζήσει, ως το μαρτυρικό Γολγοθά και από το κονταροχτύπημα του Ερωτόκριτου και τους ιππικούς αγώνες για το έπαθλο και το ιππικό αγώνισμα ταχύτητας και λιθοβολίας για ένα δάφνινο στεφάνι ή μια καλοζυμωμένη κουλούρα, η Γκιόστρα είναι παρούσα στην τεθλασμένη στο χρόνο σκέψη του ποιητή, που με υπαινιγμούς και αναγωγές παρακολουθεί τη μετεξέλιξη του δρώμενου σε πολιτιστικό σημείο αναφοράς του τόπου μας. Το ποίημα «Στη Giostra της Sulmona» πρωτοδημοσιεύτηκε στο ηλεκτρονικό περιοδικό του Παναγιώτη Καποδίστρια «Στον Ίσκιο του Ίσκιου», στις 13 Οκτωβρίου 2008.
«Στη Giostra της Sulmona»
Ήταν τα τύμπανα πρώτα
αν όχι της ακοής αφύπνιση
σίγουρα
των άλλων τεσσάρων του κορμιού εισόδων
πρωινό επισκεπτήριο.
Μετά κάτι λυμένα μαλλιά
οι πόθοι μιας ανικανοποίητης σάλπιγγας
τα στημένα σώματα
Και του ιδρώτα το κάλεσμα
να κάνει τις σημαίες να σκιρτούν
σε κυματισμούς επιθυμίας.
Απ’ τους αιώνες του κοιτούσε ο Οβίδιος
δίχως να νοιάζεται στην αγωνία της μετάφρασης
ούτε και δίνοντας στις κόρες των ματιών σημασία
όταν διεκδικούσαν με την ιπποτική της περιέργεια
δύο στήθη γυμνά
που έδιναν αιτίες για ακύρωση.
Ίσως για αυτό
σαν οδηγήθηκε ο νικητής
κατά το λόφο της Μαρίας του Μνήματος
ξεπέζεψε απαρατήρητος
και με το λεωφορείο των κρατούμενων
έφτασε νύχτα στο υπερσύγχρονο ερημητήριο
να καταθέσει το έπαθλο
Με οκτώ ανισοσύλλαβους και ανομοιοκατάληκτους στίχους το δεύτερο ποίημα του Διονύση Φλεμοτόμου, με τίτλο «Palio» και χρονική ένδειξη γραφής 6/11/2009 και αδημοσίευτο, αναφέρεται στην επαναφορά και την επικράτηση του εθίμου, στην λαϊκή, αποδοχή του, που το κατέστησε δημοφιλές θέαμα, και μας υπενθυμίζει ανάλογο δρώμενο που διεξάγεται στη Σιένα της Τοσκάνης, υμνώντας τη σωματική ρώμη και ομορφιά με αρχαιοελληνικό λυρισμό.
«Palio»
Όλα τα μάτια τα μελιά
έχουν το προνόμιο της δημοκρατία
των γυμνών σωμάτων.
Ακόμα και μπροστά στο περίπτερο
Μιας επαρχιώτικης κωμόπολης
θυμίζουν άλογα που καλπάζουν περήφανα
ισοψηφώντας τη νίκη
μες στην απόλυτη δικαιοσύνη τους.
Με δύο ποιήματά του και ο Διονύσης Σέρρας μας θυμίζει ότι η Γκιόστρα είναι ανάμεσα μας, παρεμβαίνει στη σύγχρονη ιστορία μας και ως δρώμενο συμβαίνει συχνά στην καθημερινότητα μας.
Το πρώτο ποίημα, με τίτλο «Κρίκος», σύγχρονο με τη διεξαγωγή του αγωνίσματος της Γκιόστρας το Φλεβάρη του 2010, και αφιερωμένο στο Διονύση Φλεμοτόμο, τον κυρίως νικητή, όπως τον προσφωνεί, προφανώς για τον επιτυχή τρόπο που αναβίωσε μια παλιά ιστορία, γραμμένο και αυτό με τη στιχουργική μορφή Χαϊκού, αποτελείται από εφτά τρίστιχες στροφές, που σε ιστορικό ενεστώτα μας φέρνουν την αίσθηση του παρελθόντος και δημιουργούν την εντύπωση ότι ζούμε σε μιαν άλλη εποχή, ακαθόριστη, όπως τη σηματοδοτεί η λέξη «Ήσκιοι», με κεφαλαίο, που σημαίνει μορφές που δεν είναι ευδιάκριτες, δημιουργήματα της φαντασίας, ή στην ποιητική εκφορά τους μνήμες φευγαλέες και αναπαριστάνουν ένα ειδικό περιβάλλον του ζακυνθινού χτες, που προσδιορίζεται με την επιλογή της λέξης Αρίγκο - τοποθεσία στην Μπόχαλη, στη θέση που βρισκόταν ο ρωμαϊκός ιππόδρομος- και φωτογραφίζει το θέμα της Γκιόστρας στη σημερινή μετάπτωσή του σε γιορτή, αγώνισμα δεξιοτεχνίας, επίδειξης και αίγλης, όλα στεφανωμένα με τα δαφνόφυλλα της μνήμης και της συνέχειας.
1.
Θύμησης κόψη
μ’ άλλο κοντάρι κατά
στηθα στο κενό.
2.
Απ’ τον Άριγκο
ηχούν χρυσοπέταλα
ως την πλατεία.
3.
Άτι αγώνα
φτερώνει με φλάμπουρα
της περηφάνιας.
4.
Νιόκοπες λόγχες
με Ήσκιους ιππήλατους
σμίγουν στον κρίκο.
5.
Ιππότες αλκής
λαβώνουνε χίμαιρες
ή ψευδαισθήσεις.
6.
Λάβαρα μνήμης
κι ανάσας γεννήματα
κλείνουν το χάσμα.
7.
Κύρηκες νίκης
με αύρας δαφνόφυλλα
στέφουν την Γκιόστρα.
Το δεύτερο ποίημα με τίτλο «ΤΕΛΕΤΗ», από τη συλλογή «Οι κήποι της απόδρασης», που περιέχει ποιήματά του της περιόδου 1992-2007 έχει ως μότο τη φράση «Θύμηση για τη μητέρα, Έτσι αντίστροφα τ’ ακόντιο κρατώντας για ποιο σημάδι να κριθείς;» Και κάνει ακριβείς παραλληλισμούς της τελετής της Γκιόστρας μια της Τελετής θανάτου της μητέρας του.
Με στίχο ελεύθερο και που λειτουργεί χωρίς ισοσυλλαβία, συμμετρία και ομοιοκαταληξία και σε δυο στροφές με ποιητική ενότητα σε ποικιλία μεγέθους, με συνειρμική λειτουργία της μνήμης, που επιτρέπει την εναλλαγή χρονικών και τοπικών σημείων αναφοράς, αφήνει έναν ποιητικό κόσμο ανοιχτό όπου όλα υπάρχουν και λειτουργούν μέσα σε όλα.
Με τη μάσκα του θανάτου αθώρητη
και τη θωπεία αισθητή,
φτάνεις νωρίς και σήμερα
(την Κυριακή της Τυρινής)
στην πόρτα της Υφαντουργείων_
σα φίλου φως μες στη Σκιά
να συνοδέψεις μοναχούς
στη διαδρομή της Γκιόστρας
με κρίνου Ιππότες λιγοστούς
και περισσούς τους εκπεσόντες_
σ’ ευχής κονταροχτύπημα
για του Καλού το δαχτυλίδι.
Σε αύρας ή ανάσας μουσική
και σε σαλπίσματα γιορτής
με τις Αγάπης τις αφές
τ’ ανείδωτα ζεσταίνεις _
δείχνεις απλά στους άπορους
της Άνοιξης το δρόμο
και στο λυόμενο ξαναγυρνάς.
Κοιτάζεις της υπομονής την άδεια πολυθρόνα
της θαλπωρής την γκρίζα κάπα σου
με χάρης βλέμματα χαϊδεύεις
στην άκρη βάζεις θολωμένα τα γυαλιά σου
και στο γαλάζιο της Σιωπής
σαν πλάσμα θόλου αναβαίνεις
την τελετή εδώ αφήνοντας
Για θεατές συνηθισμένους .
-Μ’ αυτό το Μαύρο
άτι ακίνητο
τι να χαρείς την Κυριακή;
Ο ποιητής αγαπά την εορταστική όψη του κόσμου, αλλά η απώλεια αγαπημένων αλλάζει το ψυχικό πεδίο και έρχεται σα «συνείδηση του βάθους των πραγμάτων». Και η γνώση του βάθους δεν είναι παρά η προοπτική του χρόνου, οι καταβολές της ιστορίας, οι εξαρτήσεις από τον περίγυρο, το θερμό ανθρώπινο περιβάλλον. Το ποίημα γίνεται στίγμα ζωής και η απήχηση μιας λεπτομέρειας και της απήχησής της, ή έκφραση της ζωής όπως την κατέγραψε ο ποιητής στη γλώσσα της ποίησης και στη δική του γλώσσα. Πρέπει, λοιπόν, να ξέρουμε αυτή τη ζωή που στο ποίημα βλέπουμε το στίγμα της και να μπορούμε μέσα από τις νύξεις του ποιήματος να την ανασυνθέσουμε. Και πρέπει να ξέρουμε ότι στην ποίηση και κυρίως στη σύγχρονη ο κώδικας και τα κλειδιά ταυτίζονται με τις λέξεις, Οι νύξεις άλλοτε είναι ολοφάνερες, άλλοτε κώδικας και αποτελούν κλειδιά. Οι λέξεις έχουν ένα νόημα και συχνά έχουν και άλλα, εκτός από το ένα, και προκαλούν, επίσης, πολλούς συνειρμούς και πρέπει να εμπιστευτούμε τις λέξεις και να τις αφήσουμε να συναγείρουν μέσα μας τους συνειρμούς που μπορούν.
Η «ΤΕΛΕΤΗ» γίνεται πολυώνυμο- αγώνας, αναμέτρηση, συναγωγισμός, χαρά, δοξολογία, νίκη, απονομή, θάνατος-. Όλες οι αποχρώσεις της ζωής αντανακλούν τη λειτουργία του εθίμου της Γκιόστρας στο πέρασμα του χρόνου και κορυφώνεται στην ήττα και τη αποχώρηση από τη ζωή ενός αγαπημένου προσώπου.
Η ζωή δεν είναι μόνο θαύμα, αλλά και θάνατος και απόγνωση για ό,τι γύρω μας και μέσα μας είναι περιορισμός.
Ανιχνεύοντας το δρώμενο της Γκιόστρας στη σύγχρονη Ζακυνθινή ποίηση, διαπιστώνουμε ότι η ύπαρξή του δεν πέρασε απαρατήρητη, αλλά ερέθισε τους σύγχρονους ποιητές, οι οποίοι μέσα από τους στίχους τους μας κάνουνε να αισθανθούμε ότι ο τρόπος που η παλαιότερη εποχή ανασταίνεται, δε φαίνεται ούτε απίθανη, ούτε παράξενη στον αναγνώστη. Με τα ποιήματά τους δε ζήτησαν να μας θαμπώσουν με τη λεπτομερή περιγραφή μιας άγνωστης και ασυνήθιστης πραγματικότητας, μήτε να μας διδάξουν με την αυτούσια περιγραφή των τρόπων ζωής μιας παρωχημένης περιόδου. Κάνουν μια επιτυχημένη πρόσμιξη του ιστορικού με το πλασματικό, με τρόπο που το παρελθόν γίνεται το μέσο για τη μετάδοση στάσεων και διασκεδάσεων των προγόνων μας με τη μορφή που δίνει η ποίηση.
Με συνεχείς καθόδους στα βάθη της ιστορικής μνήμης μετασχηματίζουν το δρώμενο σε αφορμή για παραλληλισμούς σε σύγχρονα βιώματα και προβληματισμούς. Φύσεις λυρικές και μουσικά αναθρεμμένες χαριεντίζονται με το τραγικό και, τελικά, σε γλώσσα ποιητική μας παρουσιάζουν τη ζωή σαν ένα άθροισμα εικόνων που διασταυρώνονται στα μάτια μας και απελευθερώνουν όλες τις μαγικές εικόνες των παιδικών μας ακουσμάτων, θησαυρίζοντας στοιχεία από την παράδοση και εντάσσοντάς τα σε μια σύγχρονη αντίληψη._
[1] Ανακοίνωση για την Ημερίδα: «Η Γκιόστρα στη Ζάκυνθο», 25 Απριλίου 2010, που συνδιοργάνωσαν το Μουσείο Σολωμού & Επιφανών Ζακυνθίων και η Αστική μη κερδοσκοπική Εταιρεία «Giostra di Zante», από τα Πρακτικά: Εκδόσεις Τρίμορφο, Ζάκυνθος 2011.
[2] Διονύσιος Ρώμας, Τα Ζακυνθινά, Αθήνα 1937, σελ. 274-278.