Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΤο συλλαλητήριο κατά των «μαλλιαρών»
Λίγες μέρες αργότερα είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω την αλλαγή του Άγγελου και στην πράξη. Στις τριάντα μία Ιανουαρίου του εννιακόσια έντεκα ξέσπασε νέα μεγάλη απεργία των καπνεργατών, που κράτησε δεκαοχτώ ολόκληρες μέρες. Κύριο αίτημα αυτή τη φορά ήταν το ωράριο. Οι εργάτες απαιτούσαν να δουλεύουν εννέα ή δέκα ώρες την ημέρα, ανάλογα με την εποχή, και οχτώ ώρες από τις δεκαέξι ως τις τριάντα μία Δεκεμβρίου – μόνο για δυόμισι μήνες.
Ο Χατζηγώγος, που ήταν τότε αρχισυντάκτης της Θεσσαλίας, μου ανέθεσε να βοηθήσω τον Οικονομάκη στην κάλυψη της απεργίας. Έτσι είχα την ευκαιρία να συναντήσω πολλές φορές τον Άγγελο εκείνες τις μέρες. Ήτανε μέσα σ’ όλα. Ξεσήκωνε τους εργάτες και τους ενθάρρυνε, στις πορείες και στις διαδηλώσεις φρόντιζε να τηρείται κατά γράμμα το πρόγραμμα και συγκρατούσε τους πιο θερμόαιμους για να μη δημιουργήσουν επεισόδια και δώσουν την αφορμή στην αστυνομία και στο στρατό, που περίμεναν με τα όπλα τους παρά πόδα να επιτεθούν και να τους διαλύσουν.
Τελικά η απεργία πέτυχε. Τα αιτήματα έγιναν αποδεκτά και, για να το γιορτάσουν, οργάνωσαν περίπατο στον εξοχικό κήπο του Τζάνα.
Οι εργάτες συγκεντρώθηκαν στις έντεκα το πρωί της δεκάτης ογδόης Φεβρουαρίου έξω από τα γραφεία του συλλόγου τους και, αφού παρατάχτηκαν σε τετράδες με τη σημαία επικεφαλής, παρέλασαν στις οδούς Δημητριάδος και Ορμινίου κι από εκεί ανηφόρισαν ως του Τζάνα, όπου έφαγαν, ήπιαν και χόρεψαν ως το απόγευμα. Στο γλέντι συμμετείχε η χορωδία του Κέντρου και βέβαια ο Άγγελος, πρώτος και καλύτερος.
Ποτέ δεν τον είχα δει τόσο ευτυχισμένο όσο εκείνη τη μέρα. Έτρεχε από παρέα σε παρέα, γελούσε κι αστειευόταν, πείραζε τους συντρόφους του και τραγουδούσε σκεπάζοντας όλες τις άλλες φωνές. Το πρόσωπό του ήταν κατακόκκινο από την έξαψη και τα μάτια του βγάζαν φωτιές. Κάποια στιγμή, που βρέθηκε πλάι μου, μου είπε:
«Τους βλέπεις, Δημήτρη; Τους βλέπεις; Είναι όλοι τους παλικάρια. Πραγματικός στρατός, πειθαρχημένος και παντοδύναμος. Όταν θα έρθει η ώρα, θα δώσουμε μια και θα τα γκρεμίσουμε όλα. Κι ύστερα θα χτίσουμε τον καινούργιο μας κόσμο. Έναν κόσμο δίκαιο, χωρίς πλούσιους και φτωχούς, χωρίς πεινασμένους και άνεργους κι άστεγους. Κι δεν θ’ αργήσει, το νιώθω, φτάνει…»
Γύρω στις έξι η γιορτή τελείωσε. Οι εργάτες παρατάχτηκαν ξανά σε τετράδες και, αφού κατεβήκαν την Ιωλκού, περάσαν από την Αργοναυτών, την Αγίου Νικολάου και τη Δημητριάδος, φωτίζοντας κάθε τόσο τους δρόμους με πολύχρωμα βεγγαλικά.
Όταν έφτασαν μπροστά στα γραφεία, σταμάτησαν κι άκουσαν την ομιλία του Ζάχου, που έκλεινε την εκδήλωση. Περίμενα κι εγώ, λίγο πιο πίσω, να τελειώσουν για να επιστρέψω στην εφημερίδα. Ξαφνικά το βλέμμα μου έπεσε σ’ έναν άντρα καθισμένο στα σκαλοπάτια μιας πόρτας, λίγα βήματα πιο πέρα. Ήταν διπλωμένος στα δύο, με το κεφάλι χωμένο στα χέρια του, και τρανταζόταν σαν να είχε σπασμούς.
Πλησίασα ανήσυχος και διαπίστωσα ότι ήταν ο Άγγελος.
«Άγγελε, τι έπαθες; Είσαι άρρωστος;»
Σήκωσε τρομαγμένος το πρόσωπό του. Απ’ τα μάτια του τρέχαν ποτάμι τα δάκρυα.
Τον έπιασα από τους ώμους και προσπάθησα να τον ησυχάσω.
«Έλα, ηρέμησε, αγόρι μου, ηρέμησε… Τι σ’ έπιασε μια τέτοια γιορτινή μέρα; Τι έπαθες;»
Τελικά κατάφερε να επιβληθεί στον εαυτό του και να σταματήσει το κλάμα. Σκούπισε το πρόσωπό του και προσπάθησε να δικαιολογηθεί.
«Συγγνώμη. Δεν ξέρω τι μ’ έπιασε. Ίσως απ’ τη χαρά, από τη συγκίνηση».
«Έλα, Άγγελε, πες μου… Δεν είναι μόνο αυτό…»
Έμεινε για λίγο αναποφάσιστος και ύστερα ψιθύρισε:
«Όχι, δεν είναι».
«Λοιπόν;»
«Έμαθες για το δεσπότη; Για το επεισόδιο που δημιούργησε στο Παρθεναγωγείο;»
«Πώς δεν έμαθα; Δημοσιογράφος δεν είμαι;» προσπάθησα να αστειευτώ.
Ο Άγγελος δεν έδειξε να καταλαβαίνει το αστείο μου.
«Το κλείνουνε, Δημήτρη. Εμείς γιορτάζουμε, γιατί κερδίσαμε λίγα λεπτά την ημέρα κι οι άλλοι δίπλα δουλεύουνε, σκάβουν το λάκκο του σχολείου, ετοιμάζονται να το θάψουν…»
«Έλα, μην κάνεις έτσι. Δεν είναι ακόμη τίποτα σίγουρο».
«Κι εμείς έχουμε κάποια δύναμη, μπορούμε τουλάχιστον να παλέψουμε. Για το σχολείο ποιος θα παλέψει; Οι μαθήτριες; Ποιος άλλος ενδιαφέρεται; Τους το εξήγησα, τους παρακάλεσα να κάνουμε κάτι, μια συγκέντρωση, μια πορεία, να διαμαρτυρηθούμε, αλλά δεν θέλουνε να μ’ ακούσουν. Δεν γίνεται, μου λένε, δεν είναι δικιά μας δουλειά. Δεν μπορούμε να ανακατευτούμε. Λες και η επανάσταση δεν έχει ανάγκη από σχολεία σαν κι αυτό. Λες κι ο καινούργιος μας κόσμος μπορεί να χτιστεί από ανθρώπους αγράμματους, μαθημένους να σκύβουνε το κεφάλι…»
[…]
Ο Άγγελος είχε δίκιο τελικά. Ο πόλεμος κατά του Σχολείου, αντί να κοπάσει, δυνάμωνε. Οι εχθροί του είχαν λυσσάξει. Ο Κήρυξ έγραφε καθημερινά λιβέλους εναντίον του.
Η αλήθεια είναι ότι ο Κούρτοβικ πήρε θέση από την πρώτη στιγμή εναντίον του Παρθεναγωγείου και την κράτησε με συνέπεια ως το τέλος. Αφού στην αρχή τα έβαλε με το δημοτικό συμβούλιο, κατηγορώντας το ότι ξοδεύει χρήματα του δήμου για τα πλουσιοκόριτσα, μόλις ήρθε ο Δελμούζος, άρχισε να του επιτίθεται προσωπικά.
«Κουβάλησαν εικοσιπενταετή νεανίαν δια να διαπαιδαγωγήση ηβοσκούσας νεάνιδας», έγραφε τις πρώτες ημέρες. Κι από τότε δεν σταμάτησε ούτε λεπτό.
Έπειτα όμως από το ατυχές περιστατικό με το δεσπότη, οι επιθέσεις έφτασαν στο αποκορύφωμά τους. Θυμάμαι φράσεις όπως: «Εκεί μέσα υβρίζεται η θρησκεία μας, διδάσκεται η ασέβεια προς τους γονείς, συνταράσσονται τα θεμέλια της ελληνικής οικογενείας, κηρύσσεται νέον θρησκευτικόν δόγμα, ο αθεϊσμός, ο αναρχισμός, ο μασονισμός και όλα τα εις –ισμός», κι ακόμη: «να κοπή το επίδομα του δήμου διότι είναι εντροπή ο ιδρώς ορθοδόξων πληθυσμών να δαπανάται χάριν σκοπών αντεθνικών».
Μ’ αυτά και μ’ αυτά φτάσαμε στο τέλος.
Στις δύο Μαρτίου του εννιακόσια έντεκα στις τέσσερις και μισή το απόγευμα άρχισαν να χτυπάνε δαιμονισμένα όλες οι καμπάνες της πόλης. Στην αρχή τρομάξαμε. Κάποια μεγάλη καταστροφή θα είχε συμβεί σκεφτήκαμε.
Εκείνη την ώρα μπήκε στα γραφεία της εφημερίδας ο Χατζηγώγος και μας εξήγησε. Γύρω στις δύο είχε κυκλοφορήσει ένα παράρτημα που καλούσε τον κόσμο να πάρει μέρος σε συλλαλητήριο για τη θρησκεία και τη γλώσσα. Ταυτόχρονα οι παπάδες άρχισαν να γυρίζουν όλη την πόλη και να ξεσηκώνουν όποιος έβρισκαν μπροστά τους, παίρνοντας κόσμο ακόμη και μέσα από ταβέρνες και καφενεία.
Η συγκέντρωση είχε προγραμματιστεί για τις πέντε, μπροστά από το ξενοδοχείο «Η Πετρούπολις». Επικρατούσε, όπως μας είπε, μεγάλος αναβρασμός και τα πνεύματα ήταν πολύ οξυμένα.
«Πάμε», μου είπε αμέσως ο Οικονομάκης. «Πάμε να ακούσουμε τι θα πουν αυτοί οι γελοίοι».
Σταθήκαμε πίσω από το πλήθος, μια μικρή ομάδα, που την αποτελούσαν ο γιατρός Ντινόπουλος, ο Ζάχος, ο Κόσσυβας, κι ορισμένοι άλλοι οπαδοί της δημοτικής.
Όταν ύστερα από λίγο άρχισε να μιλάει ο Παπαδήμος, πρόεδρος του συλλόγου «Τρεις Ιεράρχαι», και είπε για την καθαρεύουσα ότι «δι’ αυτήν ηγωνίσθησαν οι πρόγονοι ημών, δι’ αυτήν εκρεμάσθη ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε΄», ο Οικονομάκης δεν κρατήθηκε και φώναξε:
«Ο οποίος μετέφρασεν το Ευαγγέλιον εις δημοτικήν γλώσσαν».
Ακολούθησε μια παγωμένη σιωπή. Όλα τα βλέμματα στράφηκαν προς το μέρος μας. Εκείνη τη στιγμή φοβήθηκα όσο ποτέ στη ζωή μου. Ήθελα να άνοιγε η γη να με καταπιεί.
Μόλις το πλήθος κατάλαβε ότι εκεί δίπλα είχε μαζευτεί μια μικρή ομάδα δημοτικιστών, άρχισε να μας γιουχάρει και να μας βρίζει. Οπισθοχώρησα δυο-τρια βήματα. Από τους άλλους όμως κανείς δεν κινήθηκε.
Ύστερα από λίγο οι αποδοκιμασίες κόπασαν κι ο Παπαδήμος συνέχισε την ομιλία του. Τι ήθελε όμως να πει ότι «διά την γλώσσαν επνίγη ο Ρήγας Φερραίος»; Αμέσως ξανακούστηκε η φωνή του Οικονομάκη:
«Ω, παιδιά μου ορφανά, σκορπισμένα δω και κει», ενώ ο Κόσσυβας συμπλήρωνε: «Απ’ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά…»
Και νέες αποδοκιμασίες ακούστηκαν και νέες απειλές εκτοξεύτηκαν. Αλλά ο Παπαδήμος, αντί να συνετιστεί, συνέχισε απτόητος αναφέροντας και τον Αθανάσιο Διάκο, οπότε πήρε τη σκυτάλη ο Ζάχος:
«Για δες καιρό που διάλεξε ο Χάρος να με πάρει…»
Η κατάσταση ξέφυγε από κάθε έλεγχο. Το πλήθος, εξαγριωμένο, κινήθηκε προς το μέρος μας ουρλιάζοντας «Κάτω οι μαλλιαροί» και: «Να τους κάψουμε… Να τους σφάξουμε…»
Δεν μπορούσα ούτε καν να τρέξω για να σωθώ. Είχα παραλύσει ολόκληρος από το φόβο μου.
Ευτυχώς την τελευταία στιγμή μπήκε στη μέση η αστυνομία και συγκράτησε το πλήθος, που άρχισε τότε να φωνάζει συνθήματα κατά του Παρθεναγωγείου και του Δελμούζου.
«Πάμε», είπε ο Οικονομάκης. «Δεν μας σηκώνει άλλο το κλίμα».
Ξεκινήσαμε να φύγουμε. Δεν θα ’χαμε κάνει ούτε δέκα βήματα όταν εντελώς ξαφνικά σκέφτηκα τον Άγγελο. Πού να βρισκόταν αυτός ο τρελός; Τον είχα ικανό για όλα.
«Να τους ακολουθήσω εγώ για να δω τι θα γίνει;» είπα στον Οικονομάκη.
«Μπράβο, βρε θηρίο! Δεν τους φοβάσαι;» με ρώτησε.
Τραύλισα κάτι ακατάληπτο.
«Άντε, πήγαινε», μου είπε.
Ακολούθησα την πορεία από αρκετά μεγάλη απόσταση ως το Δημαρχείο. Εκεί η επιτροπή παρέδωσε ψήφισμα στο δήμαρχο Γκλαβάνη, με το οποίο ζητούσε την «άμεσο, απροφάσιστο και ανεξέταστο» κατάργηση του Παρθεναγωγείο. Οι συγκεντρωμένοι ζητούσαν κραυγάζοντας το δήμαρχο, ο οποίος βγήκε στο μπαλκόνι να τους μιλήσει. Πλησίασα κι εγώ για να ακούσω.
Ο Γκλαβάνης διαβεβαίωσε το πλήθος ότι ο ίδιος και το συμβούλιο θα περιφρουρήσουν τη θρησκεία και τη γλώσσα και θα πράξουν το καθήκον τους. Η δήλωσή του όμως αυτή δεν τους ικανοποίησε και ξεκίνησαν για το Επισκοπείο.
Η πορεία πέρασε από μπροστά μου. Παρακολουθούσα δήθεν αδιάφορος, με τα χέρια στις τσέπες, προσπαθώντας να περνάω όσο πιο απαρατήρητος γινόταν.
Πέντε άντρες, απορροφημένοι από την έντονη συζήτησή τους, είχαν μείνει λίγο πίσω. Μόλις με πλησίασαν, ένας τύπος κοντός με τραγιάσκα φώναξε δείχνοντάς με:
«Αυτός ήταν με τους μαλλιαρούς».
Η παρέα κινήθηκε προς το μέρος μου με άγριες διαθέσεις.
Κοίταξα γύρω μου δήθεν με απορία.
«Ποιος, εγώ;» ρώτησα. «Με ποιους μαλλιαρούς;»
«Τον είδα πριν, στη συγκέντρωση, είμαι σίγουρος», επέμεινε ο κοντός.
«Δεν καταλαβαίνω τι λέτε. Εγώ είμαι ξένος, απ’ την Αθήνα. Ήρθα σήμερα για δουλειές. Είδα τον κόσμο μαζεμένο και σταμάτησα από περιέργεια να δω τι συμβαίνει».
Από το τέλος της πορείας ακούστηκε μια φωνή.
«Ε, τι κάνετε εσείς; Άντε, ελάτε».
«Παράτα τον, πάμε», είπε στον κοντό κάποιος από τους άλλους.
Τον τράβηξε κι έτρεξαν να προλάβουνε τους υπόλοιπους.
Πήρα βαθιές ανάσες και, αφού κάπως ηρέμησα, από έναν παράλληλο δρόμο τράβηξα προς το Επισκοπείο.
Πού να βρισκόταν άραγε το τρελόπαιδο; Σε τι μπελάδες με έβαζε…
Άκουσα από μακριά το δεσπότη να επιτίθεται με δριμύτητα κατά του Παρθεναγωγείου. Το πλήθος άρχισε ξανά να ανάβει. Οι σποραδικές κραυγές και τα συνθήματα κατά του Σχολείου κατέληξαν με το τέλος της ομιλίας σε ένα ομόφωνο: «Να το κάψουμε! Να το κάψουμε!»
Οι συγκεντρωμένοι άρχισαν να κινούνται ξανά.
Θέλεις ο Άγγελος να ήταν εκεί…
Τρέχοντας σαν τρελός, έκοψα δρόμο κι έφτασα στο Σχολείο πρώτος.
Το κτίριο ήταν περικυκλωμένο από ισχυρή δύναμη χωροφυλάκων, που περίμεναν με τα όπλα στα χέρια. Ο Άγγελος δεν φαινόταν πουθενά.
Το πλήθος πλησίασε και στάθηκε σε απόσταση δέκα μέτρων από τον αστυνομικό κλοιό. Οι οργανωτές άρχισαν να συζητούν με τον επικεφαλής αξιωματικό ενώ οι υπόλοιποι συνέχισαν να απειλούν και να βρίζουν.
Ξαφνικά ένας πανύψηλος άντρας αποσπάστηκε απ’ τους άλλους και με πλησίασε.
Πάγωσα.
Στάθηκε μπροστά μου και μου είπε αγριεμένος:
«Εσύ δουν ήσουνα πριν με τους μαλλιαρούς;»
«Δεν θα είσαι με τα καλά σου», απάντησα προσπαθώντας να διατηρήσω την ψυχραιμία μου. «Εγώ είμαι δημοσιογράφος του Κήρυκα».
Με κοίταξε για λίγο με δυσπιστία και ύστερα, ανασηκώνοντας τους ώμους, επέστρεψε στη θέση του.
Εκείνη την ώρα ακούστηκε μια κραυγή:
«Στο σπίτι του Δελμούζου!»
Υιοθετήθηκε αμέσως κι επαναλήφθηκε δεκάδες, εκατοντάδες φορές. Το πλήθος άρχισε ξανά να κινείται.
Άρχισα κι εγώ αμέσως να τρέχω.
Ο δρόμος ήταν έρημος. Μόνος μπροστά στο σπίτι στεκόταν ο Άγγελος, με την πλάτη ακουμπισμένη στα κάγκελα της αυλής. Από το βάθος του δρόμου ακούγονταν ήδη οι κραυγές.
Τον πλησίασα, τον έπιασα με τα δυο μου τα χέρια από τους ώμους και του είπα:
«Άγγελε, έρχονται, πάμε να φύγουμε γρήγορα».
«Δεν πάω πουθενά. Δεν πρόκειται να τους αφήσω να του κάνουν κακό».
«Είσαι με τα καλά σου, παιδί μου; Αυτοί είναι εκατοντάδες, χιλιάδες κι εσύ είσαι μόνος. Τι μπορείς να κάνεις;»
«Φύγε, άφησέ με…»
«Άγγελε, τρελάθηκες; Είναι όχλος, δεν ξέρουν τι κάνουν. Θα σε λιντσάρουν…»
«Άφησέ με σου λέω!»
Έδωσε μια και με τίναξε πέρα. Βρέθηκα πεσμένος κάτω, στη μέση του δρόμου.
Το πλήθος όλο και πλησίαζε. Δεν μας χώριζαν πια ούτε δέκα μέτρα. Έβλεπα τα πρόσωπα παραμορφωμένα από το μίσος και τη μανία, έβλεπα υψωμένες γροθιές να χτυπάνε με δύναμη τον αέρα, άκουγα μες στ’ αυτιά μου εκκωφαντικά τις βρισιές, τις κατάρες και τις απειλές, ένιωθα την ανάσα τους να με ακουμπάει, να με καίει.
Ξαφνικά ήρθε και προστέθηκε στους υπόλοιπους ήχους ποδοβολητό αλόγων. Από τη γωνία εμφανίστηκε μία έφιππη δύναμη του στρατού. Πέρασε από μπροστά μας τριποδίζοντας και σταμάτησε ανάμεσα σε μας και στο πλήθος.
Οι δύο δυνάμεις έμειναν για λίγο ακίνητες, αντιμέτωπες η μία με την άλλη. Ύστερα κάποιος φώναξε:
«Εμπρός, στο Δημαρχείο!»
Το σύνθημα επαναλήφθηκε κάμποσες φορές – μέχρι να το καταλάβουν, φαίνεται, όλοι και να ξεκινήσουν τη νέα πορεία τους.
Σηκώθηκα, τίναξα τη σκόνη από τα ρούχα μου, πλησίασα τον Άγγελο και του είπα:
«Έλα τώρα, πάμε».
«Δεν γίνεται να φύγω. Μπορεί να ξαναγυρίσουν».
«Μα είναι ο στρατός εδώ, τι φοβάσαι;»
«Αυτοί μπορεί να φύγουν, δεν τους έχω εμπιστοσύνη. Θα μείνω όλη τη νύχτα αν χρειαστεί – μέχρι να ηρεμήσουν τελείως τα πράγματα».
Αδύνατον να του αλλάξω μυαλά. Έφυγα κάπως ήσυχος, αφήνοντας το στρατό να τον προστατεύει.
[…]
Το ίδιο εκείνο βράδυ της δευτέρας Μαρτίου του εννιακόσια έντεκα το Δημοτικό Συμβούλιο Βόλου αποφάσισε την άμεση κατάργηση του Παρθεναγωγείου.
Τα νέα έφτασαν λίγο αργότερα στην εφημερίδα. Το κλίμα ήταν βαρύ. Κανένας από όσους ήμασταν εκεί μέσα δεν συμφωνούσε. Θεωρούσαμε την απόφαση μεγάλο πλήγμα για την πόλη.
«Να μου το θυμηθείτε», είπε ο Οικονομάκης, «ζούμε σήμερα την αρχή του τέλους. Σειρά έχει τώρα το Εργατικό Κέντρο και ο Εργάτης».
Κανένας δεν μίλησε.
Και ο Άγγελος; Πού να βρισκόταν ο Άγγελος; σκέφτηκα. Αν το είχε μάθει, θα είχε στενοχωρηθεί πολύ.
Όταν τελείωσα απ’ τη δουλειά, πέρασα πρώτα έξω από το σπίτι του Δελμούζου. Υπήρχαν μονάχα δυο-τρεις χωροφύλακες. Το ίδιο και έξω από το Σχολείο.
Να είχε γυρίσει στο σπίτι του;
Αποφάσισα να πάω ως εκεί για να βεβαιωθώ.
Κατεβαίνοντας την Κοραή, συνάντησα μια παρέα που στεκόταν στη μέση του δρόμου και συζητούσε. Περνούσα από δίπλα τους όταν άκουσα κάποιον να λέει:
«Αυτός δεν ήταν το απόγευμα με τους μαλλιαρούς;»
Ένα χέρι άρπαξε το μπράτσο μου. Γύρισα αναγκαστικά. Όλα τα μάτια ήταν καρφωμένα επάνω μου.
«Θέλετε τίποτα;» ρώτησα προσπαθώντας απεγνωσμένα να κρύψω το φόβο μου.
«Εσύ δεν ήσουν νωρίτερα με τον Ντινόπουλο και τους άλλους;» με ρώτησε ένας χοντρός με ψαρά μαλλιά και γένια.
«Ποιον Ντινόπουλο; Εγώ είμαι ξένος, από την Αθήνα. Δεν καταλαβαίνω τι λέτε…»
«Παράτα τον, ρε Μιχάλη. Παράτα τον», είπε κάποιος άλλος.
Ο χοντρός με άφησε με βαριά καρδιά.
Δεν άντεχα άλλο, ήμουνα έτοιμος να καταρρεύσω. Με βήμα γοργό, τρέχοντας σχεδόν, γύρισα σπίτι.
Γιάννης Παπαδόπουλος, Ελπίδα, Εξάντας, Αθήνα 1999, σ. 134-137, 145-154.