Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

[…]

Το βράδυ της Κυριακής είκοσι δύο Φεβρουαρίου του εννιακόσια εννιά τελείωσα τη δουλειά μου στην εφημερίδα λίγο μετά τις δέκα. Βγαίνοντας είδα τον Άγγελο να στέκεται έξω απ’ την πόρτα.

«Σε περίμενα», μου είπε. «Έχεις δουλειά;»

[…]

«Η μόνη δουλειά που έχω είναι ότι πεινάω. Αν δέχεσαι να σου κάνω το τραπέζι, είμαι στη διάθεσή σου», απάντησα τελικά.

Το σκέφτηκε κι αυτός με τη σειρά του. Τα γνωστά υποθέτω. Απ’ τη μία να μην ξοδέψει δραχμή κι απ’ την άλλη να μην πληρώσω εγώ για λογαριασμό του. Δύσκολο το δίλημμα.

«Εντάξει», είπε ύστερα από λίγο. «Θα πάμε όμως στου μπαρμπα-Θύμιου και θα πληρώσει ο καθένας τα δικά του».

Τη βρήκε ο μπαγάσας τη λύση. Ο μπαρμπα-Θύμιος αποκλείεται να τον άφηνε να πληρώσει.

Χαμογέλασα.

«Έγινε, πάμε».

Το μαγαζί ήταν γεμάτο, πράγμα μάλλον σπάνιο. Ακόμη κι ο γέρος δούλευε – έπαιρνε παραγγελίες, έκανε λογαριασμούς, έδινε ρέστα, μέχρι που σερβίριζε. Μόλις μας είδε, μας έκανε νόημα να περιμένουμε, άδειαζε ένα τραπέζι.

Όλη αυτή την ώρα ο Άγγελος μιλούσε για το ωραίο καιρό που έκανε τις τελευταίες ημέρες, για το σεισμό του προηγούμενου Σαββάτου, που μας κατατρόμαξε, για τη γιορτή και το πανηγύρι των Αγίων Θεοδώρων, που ζωντάνεψε τα Παλιά.

Όταν έφτασε η σειρά μας και μας έφεραν την παραγγελία, γέμισα τα ποτήρια μας με κρασί.

«Άντε στην υγειά σου», του είπα.

Κοίταξε το απλωμένο ποτήρι μου, έπιασε το δικό του, το σήκωσε, τσούγκρισε με το δικό μου, το άφησε πάλι στο τραπέζι και ήπιε νερό.

«Πιες, ρε συ, έστω μια γουλιά. Δεν θα πάθεις τίποτα. Άσε που το "στην υγειά σου" δεν πιάνει αλλιώς».

Δοκίμασε διστακτικά κι αμέσως έκανε ένα μορφασμό αποδοκιμασίας.

«Είναι ξινό. Δεν μ’ αρέσει.»

Ξινό; Αυτό το κρασί; Αυτή η θεϊκή ρετσίνα, αυτό το νέκταρ; Ας είναι…

Ο Άγγελος όμως συνέχιζε ακάθεκτος.

«Κι εσύ όμως δεν κάνεις καλά. Δεν πρέπει να πίνεις τόσο. Άκουσα προχθές τον Σαράτση να μιλάει στο Κέντρο για τον αλκοολισμό. Κάνει πολύ κακό το ποτό. Δεν το σκέφτηκα ο βλάκας… Έπρεπε να σε πάρω κι εσένα να τον ακούσεις».

«Δεν χρειάζεται, Άγγελε, τα ξέρω αυτά, τα έχω ακούσει και τα ’χω διαβάσει πολλές φορές. Άσε με εμένα, ξέρω τι κάνω. Πες μου καλύτερα τα δικά σου. Τι νέα;»

«Μάλλον θα κάνουμε απεργία».

«Κάτι άκουσα στην εφημερίδα».

«Δίκιο έχουμε. Μου δίνουν ογδόντα λεπτά μεροκάματο. Τι να πρωτοκάνεις με ογδόντα λεπτά; Και καλά εγώ, που δεν έχω υποχρεώσεις. Οι άλλοι όμως που παίρνουν τα ίδια κι έχουν και οικογένεια; Πεινάνε.»

«Και τι ζητάτε;»

«Τουλάχιστον δύο δραχμές. Και μεγαλύτερη διακοπή το μεσημέρι, αργία κάθε Κυριακή».

«Είναι μεγάλη η διαφορά, δεν θα σας τα δώσουν.»

«Έτσι νομίζω κι εγώ. Το πρόβλημά μου είναι τι να κάνω. Να πάρω μέρος στην απεργία ή όχι;»

«Το σκέφτεσαι; Ασφαλώς και να πάρεις. Άσε που θα ξεκουραστείς κιόλας».

«Αν κρατήσει πολύ; Δέκα, είκοσι μέρες; Ξέρεις τι λεφτά θα χάσω; Μπορεί και δέκα, μπορεί και δεκαπέντε δραχμές».

«Άγγελε, είσαι τρελός; Δεν γίνεται να απεργούν οι συνάδελφοί σου κι εσύ να δουλεύεις. Είναι ανήθικο».

Τον εντυπωσίασε η λέξη.

«Ανήθικο… Δεν το είχα σκεφτεί έτσι…»

[…]

Τελικά ο Άγγελος έλαβε μέρος στην απεργία – όπως εξάλλου και όλοι οι καπνεργάτες του Βόλου. Η απεργία ξεκίνησε τη Δευτέρα είκοσι τρεις Φεβρουαρίου.

Γινόντουσαν συγκεντρώσεις, έλεγχοι στα καπνομάγαζα και στις αποθήκες με την άδεια της αστυνομίας για τυχόν απεργοσπάστες, γινόντουσαν παρελάσεις, διαπραγματεύσεις και συσκέψεις – ο Άγγελος δεν συμμετείχε σε τίποτα. Δούλευε κάποιες ώρες στο παντοπωλείο του Μαύρου κουβαλώντας τα ψώνια στα σπίτια, έκανε θελήματα, στηνόταν στην αποβάθρα, όταν έφτανε κάποιο πλοίο, μήπως και βρει κανέναν καινούργιο Παπαγεωργίου, να τον εξυπηρετήσει με το αζημίωτο, και τις λίγες ώρες που του περίσσευαν τις περνούσε μαζί μου.

Την Κυριακή πρώτη Μαρτίου ήρθε και με βρήκε ξανά στην εφημερίδα. Αυτή τη φορά μπήκε κατευθείαν μέσα, και χωρίς να νοιάζεται για το ποιος τον ακούει, μου είπε:

«Μου δίνουνε δυο δραχμές την ημέρα από δω κι εμπρός αν πάω από αύριο να δουλέψω».

Δεν είχα δει ποτέ μέχρι τότε να αποτυπώνεται σε ανθρώπινο πρόσωπο με τόση καθαρότητα μια εσωτερική πάλη. Όλα του τα χαρακτηριστικά ήταν παραμορφωμένα.

«Κύριε Νούκη, επιστρέφω σε πέντε λεπτά».

Τον έπιασα από το χέρι και τον τράβηξα έξω. Σταματήσαμε λίγο πιο κάτω, στη μέση του δρόμου.

«Έχεις τρελαθεί τελείως;» του είπα. «Τι ιστορία είναι αυτή με τα λεφτά; Δεν καταλαβαίνεις; Θα βρουν μερικούς σαν κι εσένα, θα σπάσουν την απεργία και μετά θα σας δώσουν και πάλι όσα σας έδιναν πριν. Και, αν έχετε αντίρρηση, θα σας διώξουν και δεν έγινε τίποτα – τι θα τους κάνετε; Ακόμη και οι συνάδελφοί σας, που τους προδώσατε, θα το ευχαριστηθούν».

Πέρασε πάνω από ένα λεπτό χωρίς να μιλήσει.

«Θα τα πούμε», μου είπε ύστερα κι έφυγε.

Τα είπαμε πράγματι την επόμενη μέρα.

Με έστειλαν απ’ την εφημερίδα στο φαρμακείο του Καλτσογιάννη, γιατί μάθαμε ότι είχαν μεταφέρει εκεί κάποιους καπνεργάτες τραυματισμένους από τις σφαίρες των χωροφυλάκων.

Μόλις μπήκα στο φαρμακείο, αντίκρισα απέναντί μου τον Άγγελο πλημμυρισμένο στα αίματα. Καθόταν στο πάτωμα και κρατούσε στα χέρια του το κεφάλι ενός νεαρού ξαπλωμένου μπροστά του.

«Άγγελε, τι έγινε; Χτύπησες;»

«Όχι εγώ, ο Βασίλης», απάντησε.

«Αυτοί οι δύο να μεταφερθούν αμέσως στο νοσοκομείο», έλεγε εκείνη την ώρα ο Καλτσογιάννης.

Έδειξε τον νεαρό του Άγγελου κι έναν δεύτερο, με μπανταρισμένο κεφάλι.

Κάποιοι άντρες σήκωσαν στα χέρια τους τραυματισμένους και τους μετέφεραν έξω. Ο Άγγελος παρέμεινε στην ίδια θέση, σαν να κρατούσε ακόμη το κεφάλι στην αγκαλιά του.

«Έλα σήκω», του είπα και τον βοήθησα. Τον τράβηξα έξω και τον οδήγησα, σαν ένα μωρό που το μαθαίνεις να περπατάει, ως το απέναντι καφενείο. Τον κάθισα σε μια καρέκλα και, αφού του έβρεξα τα χείλη με λίγο νερό, του είπα: «Έλα τώρα, προσπάθησε να μου πεις τι έγινε».

«Μας χτύπησαν. Μας πυροβόλησαν εν ψυχρώ».

«Άγγελε, απ’ την αρχή. Προσπάθησε να μου τα πεις όλα, με τη σειρά».

«Είχαμε συγκέντρωση το πρωί, μπροστά στο Κέντρο. Πήγα κι εγώ – για πρώτη φορά. Υπήρχε εκνευρισμός… κάποιοι φώναζαν… ήταν θυμωμένοι… έλεγαν… είχαν μάθει ότι οι καπνέμποροι αύξησαν τα ημερομίσθια σε ορισμένους που γύρισαν στη δουλειά… Δημιουργήθηκε μεγάλη αναταραχή. Πήγαμε ως την πλατεία Ελευθερίας κι από κει στην αποθήκη Ζαρκάδα. Υπήρχαν μέσα γύρω στους δέκα εργάτες και κάμποσα παιδιά… μικρά παιδιά… δώδεκα, δεκατριών χρονών. Τους έβγαλαν όλους έξω κι άρχισαν να πετροβολούν την αποθήκη σπάζοντας τα τζάμια. Ήταν τρομερό… Έπρεπε να έβλεπες – τα κατακόκκινα πρόσωπα, τις φουσκωμένες φλέβες, τα μάτια που βγάζαν φωτιές, τις υψωμένες γροθιές… τις απειλές, τις βρισιές, τις κατάρες.

»Ύστερα… Ύστερα πηγαίναμε από αποθήκη σε αποθήκη κάνοντας τα ίδια. Έξω από την αποθήκη του Πανταζόπουλου όμως βρήκαμε τον εισαγγελέα και πολλούς χωροφύλακες, που μας έδιωξαν. Φύγαμε προς τα Παλιά, όπου σπάσαμε τις πόρτες και τα παράθυρα της αποθήκης Αδάμου, κι ύστερα γυρίσαμε ξανά προς την πόλη. Αλλά μπροστά από τη Λαχαναγορά είχαν παραταχθεί χωροφύλακες και στρατιώτες. Συλλάβανε μερικούς από τους δικούς μας κι άρχισαν να πυροβολούν στον αέρα για να μας διαλύσουν. Όμως κανείς μας δεν έφευγε, κανείς δεν φοβήθηκε. Αντίθετα προσπαθούσαμε να αρπάξουμε από τα χέρια τους όσους είχαν συλλάβει. Τότε άρχισαν να πυροβολούν εναντίον μας.

»Ο Βασίλης στεκόταν πλάι μου. Τον χτύπησε η σφαίρα στο πόδι και κυλίστηκε αμέσως στο χώμα σφαδάζοντας από τους πόνους. Τον σήκωσα στα χέρια και άρχισα να τρέχω σαν τρελός, μην ξέροντας κατά πού να κάνω. Ύστερα από λίγο είδα μπροστά μου κι άλλους εργάτες να τρέχουν κουβαλώντας τους τραυματισμένους συναδέλφους στα χέρια τους. Τους ακολούθησα και βρέθηκα στο φαρμακείο…»

Από κάπου μακριά, ίσως από την Ανάληψη, ακούστηκαν καμπάνες να χτυπάνε δαιμονισμένα. Ο Άγγελος πετάχτηκε αμέσως επάνω.

«Φεύγω», είπε. «Μας φωνάζουν…»

[…]

Οι καπνεργάτες εμφανίζοντας πιο αποφασισμένοι από ποτέ. Παρ’ ότι αφέθηκαν ελεύθεροι οι περισσότεροι συλληφθέντες, παρ’ ότι δόθηκαν υποσχέσεις από τις αρχές, δεν έδειχναν διατεθειμένοι να σταματήσουν την απεργία και τον αγώνα τους αν δεν είχαν συγκεκριμένα, χειροπιαστά αποτελέσματα.

Την επομένη έγιναν διαδοχικές συσκέψεις ανάμεσα σε επιτροπή των καπνεργατών και σε εκπροσώπους των συντεχνιών και των σωματείων, παρουσία των αρχών και άλλων αρμοδίων, οι οποίες κατέληξαν σε συμφωνία, που την υπέγραψαν όλα τα μέρη.

Ο Βόλος πληροφορήθηκε τα νέα από τις χαρμόσυνες κωδωνοκρουσίες του Αγίου Νικολάου. Η απεργία είχε λήξει.

Ο Άγγελος με περίμενε στο σχόλασμα έξω από την εφημερίδα. Φαινόταν πολύ στενοχωρημένος, με κόπο συγκρατούσε τα δάκρυά του.

«Τι έγινε πάλι;» τον ρώτησα. «Αντί να πετάς από τη χαρά σου… Τι μούτρα είναι αυτά;»

«Του κόψανε το πόδι, ψιθύρισε και σκούπισε ένα δάκρυ που ξέφυγε και κατηφόρισε στο μάγουλό του.

«Ποιανού κόψαν το πόδι;»

«Του Βασίλη. Του νεαρού που χτυπήθηκε στην απεργία. Όλοι εμείς γιορτάζουμε, γιατί κερδίσαμε λίγες δεκάρες κι αυτός θα μείνει ανάπηρος για όλη του τη ζωή…»

«Τον είδες, Άγγελε, τον Βασίλη; Μίλησες μαζί του; Αυτός μπορεί να είναι περήφανος που με τη θυσία του κέρδισε η τάξη του τόσα πολλά».

Ανασήκωσε τους ώμους.

«Τι αλλάζει μ’ αυτό; Δεν τον ήξερες τον Βασίλη. Ήταν όλο ζωντάνια, όλο ζωή. Πρώτος στη δουλειά, πρώτος στα καλαμπούρια, πρώτος στη διασκέδαση, πρώτος σε όλα. Κι από δω και πέρα θα κυκλοφορεί με τις πατερίτσες, σακάτης. Ύστερα από λίγο κανείς δεν θα τον θυμάται. Για πόσο φαντάζεσαι ότι θ’ αντέξει η περηφάνια του;»

Γιάννης Παπαδόπουλος, Ελπίδα, Εξάντας, Αθήνα 1999, σ. 99-108.