Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ο “αταξίδευτος” ζωγράφος του ταρσανά

Ζωγράφο του ταρσανά, χαρακτήριζε τον Νικόλαο Χριστόπουλο το άρθρο που τον πρωτοπαρουσίαζε στο ελληνικό κοινό. Του ταρσανά, όχι της θάλασσας, αν και ολόκληρο το έργο του είναι θαλασσογραφικό: καράβια απ’ όλες τις χώρες, θαλασσινοί θρύλοι, μεγάλες στιγμές της ναυτικής ιστορίας, λιμάνια. Με τα ζωγραφιστά του καράβια ο Χριστόπουλος μάς ταξιδεύει όχι μόνο μέσα στο χώρο, αλλά και στο χρόνο, και μας φέρνει ως τα χρόνια της αργοναυτικής εκστρατείας. Με βολιώτικες ανεμόστρατες, σπετσιώτικες σταλούπες, με νάβες, τρεχαντήρια, περάματα, σκαμπαβίες, γολέτες και λογής σκαριά, ο γέρος ζωγράφος σκίζει τις θάλασσες. Κι όμως παραμένει ο ζωγράφος του ταρσανά. Ο ίδιος βρήκε ταιριαστό τον τίτλο και τον γράφει κάτω από τ’ όνομά του σε πολλά μεταγενέστερα έργα του. Όχι γιατί είναι παλιός ναυπηγός, αλλά γιατί κύριο, μοναδικό θα ’λεγα, θέμα του είναι το καράβι. Όπως σημειώθηκε εξαρχής, «το έργο του είναι ένα τραγούδι της δουλειάς του ταρσανά. Εδώ, κύριο θέμα του είναι το πλοίο με την ομορφιά της φόρμας του και την ποίηση της κατασκευής του». Ακόμα και στο μοναδικό έργο του με διαφορετικό θέμα, στους νησιώτικους ανεμόμυλους, την αίσθηση καραβιού δίνει με τα λευκά πανιά των φτερών τους που διαγράφονται έντονα πάνω στο γαλάζιο του ουρανού.

Ένα γραφτό μεταγενέστερο έρχεται να επιβεβαιώσει τον αρχικό του χαρακτηρισμό. Πρόκειται για μια σύντομη χειρόγραφη αυτοβιογραφία του Χριστόπουλου, καμωμένη ύστερα από προτροπή του γράφοντος. Με μικρές επιγραμματικές φράσεις μας δίνει τα κύρια σημεία της ζωής του. «Εγό ο Νικόλαος Χριστόπουλος εγενηθικα στο Βόλο. Το 1880». Έτσι αρχίζει και στο ίδιο ύφος συνεχίζει για τα γονικά του, τη μαθητεία του ως την τετάρτη δημοτικού (θυμάται ακόμα και το όνομα του δασκάλου του), την επίδοσή του στη ζωγραφική. Είναι σύντομος από πεποίθηση, όχι από έλλειψη μνήμης: «εάν γράψο όλον μου το βήο δεν τα γράφη ούτη η χαλιμά» είναι η καταληκτική φράση της αυτοβιογραφίας του. Σε άλλο χειρόγραφο – εκτενέστερο – σημειώνει διάφορα επεισόδια από τον «πολιτάραχο» βίο του. Το δεύτερο αυτό χειρόγραφο, που συνδέει το στερνό μας λαϊκό ζωγράφο με τον ιδρυτή του πρώτου ελληνικού μουσείου λαϊκής τέχνης, τον Γεώργιο Δροσίνη, θα μας απασχολήσει μια άλλη φορά. Εδώ θα σταματήσουμε μόνο σ’ ένα σημείο της αυτοβιογραφίας. «Τα ταξείδια είναι. Από ξιρας από το παλιούρη Ανο βολο Αγρια λεχωνια Μεχρη τον Αγιο λαυρεντιο όπου πιγεναμε με τα ποδια και Στη θαλασσα εντος του Παγασιτικου Κολπου». Όλα όλα τα ταξίδια του είναι μικροί περίπατοι στα κοντινά του Βόλου κι εκδρομές μέσα στον κόλπο. Μα η γοργόνα, ένα από τα πιο αγαπημένα του θέματα, ποτές δεν πέρασε στα περιορισμένα νερά του Παγασητικού. Οι ναυτικοί θρύλοι είναι δημιουργήματα της ανοιχτής θάλασσας. Στον ταρσανά του Βόλου, μαζί με τους ναυτικούς που θέλουν να επισκευάσουν τα πλοία τους, φτάνει και ο αντίλαλος του πελάγου. Φύκια κι όστρακα είναι κολλημένα στα ύφαλά τους. Ξύλα γυαλισμένα από την τριβή σχοινιών και αλυσίδων. Πανιά καμένα από τον ήλιο του Μισιριού. Κάποιο εξάρτημα αγορασμένο στο λιμάνι της Βενετίας. Ξενικές λέξεις που ξεφεύγουν από το στόμα του ναύτη. Φτάσαμε στη μεγάλη πηγή του πνευματικού κόσμου του Χριστόπουλου: το στόμα του ναύτη. Όσο κρατάει η επισκευή του πλοίου, είναι για το ναύτη μέρες αργίας, μέρες αναμνήσεων, μέρες διηγήσεων. Ο Χριστόπουλος ζει τη ναυτική ζωή με τις διηγήσεις για ναυάγια σε άγριες θάλασσες, περιπέτειες σε βρώμικα λιμάνια της Ανατολής, νοσταλγίες πάνω στο κατάστρωμα τις χλιαρές μεσογειακές νύχτες, κοντράμπα στον Τσεσμέ. Κι όλα αυτά στο κλίμα της νοσταλγικής διήγησης, μακριά από την τραχύτητα των πραγματικών περιστατικών. Όπως στις αναπαραστάσεις των μεγάλων πολιτειών στα παλιά αρχοντικά, έτσι κι εδώ η διήγηση και ο θαυμασμός δημιουργούν το ιδιαίτερο εκείνο κλίμα του παραμυθιού στην απόδοση των προτύπων που είναι χαλκογραφίες, εικονογραφήσεις βιβλίων ή παλιότερα έργα.

Όμως, αν ο γέρος ζωγράφος μάς παρασέρνει με τα ζωγραφικά του καράβια να ταξιδεύουμε σε γαλάζια πελάγη, ο ίδιος θέλει τον πλούσιο στόλο του για πάντα αραγμένο στο γαλήνιο λιμάνι της μικρής του κάμαρας, ανάμεσα στις ξύλινες γοργόνες, στα μικρά σκαριά των πλοίων και στις φωτογραφίες της νιότης του. Επάνω σε ένα γλυκό γαλάζιο χρώμα, με άσπρα γράμματα έγραψε – ζωγράφισε μάλλον – έμμετρη τη συγκινημένη του διαθήκη. Πλημμυρισμένοι από αγάπη και τρυφερότητα στίχοι στο δημοτικό δεκαπεντασύλλαβο, γεμάτοι στοργικά υποκοριστικά, εκφράζουν την έγνοια του για την τύχη των έργων του:

Αυτά τα καραβάκια μου, που είναι κρεμασμένα, εγώ με τα χεράκια μου τα έχω καμωμένα κι είναι η μόνη μου ευχή και όλη η χαρά μου να μείνουν όπως βρίσκονται μέσα στην κάμαρά μου.

Καράβια μου περήφανα, που είστε κρεμασμένα θα δείχνετε τη δόξα σας από τα περασμένα. Καράβια μου περήφανα, χαρά στην ομορφιά σας χαρά στα όμορφα σκαριά και στην αρματωσιά σας.

Από τα χρόνια τα παλιά, τα τρισευτυχισμένα είναι τα καραβάκια μου που ’χω ζωγραφισμένα. ’Λάτε καλοί μου ναυπηγοί να δείτε τα σκαριά σας θα θυμηθείτε τα παλιά τα χρόνια της δουλειάς σας,

όπως αναπολώ κι εγώ τα περασμένα χρόνια κι ασπρίσαν τα μαλλάκια κι έγιναν σαν τα χιόνια.

Στο κείμενο τούτο έχει διορθωθεί η ορθογραφία γιατί είναι μεγάλο και θα δυσκόλευε τον αναγνώστη. Υπάρχει ακόμα ένα έμμετρο κείμενο του Χριστόπουλου, ζωγραφισμένο πάντα σε γαλάζιο φόντο και με λογής θαλασσινά πλουμίδια, όπου αφού εκφράσει την ικανοποίησή του γιατί «το λέει» γνωστός λαογράφος πως είναι «ναυπηγός καλός και λαϊκός ζωγράφος», παραθέτει ένα μακρύ κατάλογο από λαϊκές ονομασίες σκαριών. Πρόκειται για ένα αξιόλογο λαογραφικό κείμενο που βρίσκεται στη διάθεση όσων ασχολούνται με τη ναυτική λαογραφία.

Χαρακτηριστικό είναι πως τα ζωγραφικά ταξίδια του Χριστόπουλου άρχισαν όταν το πέρασμα του χρόνου καθήλωσε το γέρο ναυπηγό μέσα στην κάμαρά του, έτσι που και οι μικροί ακόμα περίπατοι στον Παγασητικό να γίνουν νοσταλγική ανάμνηση. Γνήσια βιώματα, χρονική απόσταση, περισυλλογή της «ασάλευτης ζωής», δίνουν στα έργα του Χριστόπουλου το ιδιαίτερο εκείνο κλίμα που τόσο γοητεύει.

Μακρής Κίτσος, «Τα ταξίδια του αταξίδευτου», Το Βήμα, Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 1960, αναδημοσίευση στο Μακρής Κίτσος, Βήματα, Κέδρος, Αθήνα 1979, σ. 62-65.