Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Νέα Ιωνία Βόλου, έτος 1956, η ζωή κινείται στη σκληρή μετεμφυλιακή πραγματικότητα, ο κόσμος γλείφει τις πληγές του, προσπαθεί να κάνει ξανά όνειρα, να επιβιώσει με αξιοπρέπεια στα πέτρινα χρόνια.

Στην άνοστη σούπα των «νικητών» ο πατέρας μου (Νίκος), πολύ καλός μάγειρας και ψυχή της κουζίνας, αποφάσισε να βάλει νοστιμιά, «θα κάνουμε ταβέρνα, Βαγγελιώ» είπε στη μητέρα μου.

«Ό,τι νοστιμιά μας στερούν αυτοί από τη ζωή εμείς θα τη δημιουργούμε στο ταβερνάκι μας. Θα βάλουμε γεύση στη ζωή μας (ανατρεπτική ιδέα) εξασφαλίζοντας έτσι τα προς το ζην».

Ο πατέρας μου σαν καλλιτεχνική ψυχή που ήταν (τραγουδιστής της μικρασιατικής παράδοσης, στιχοπλόκος) σκαρφίστηκε ένα ιδιαίτερο όνομα για το ταβερνάκι.

Το έβγαλε «Παπαρούνα» και έτσι ξεκίνησαν όλα, Φιλαδελφείας και Μαιάνδρου λίγο πιο πάνω από το πατρικό σπίτι της μητέρας μου όπου και μέναμε.

Ο κόσμος αγκάλιασε αμέσως το ταβερνάκι που μοσχοβολούσε από τους μερακλίδικους μεζέδες, δημιούργησε ωραίες παρέες και όταν το κέφι ήταν στο τσακίρ, ο Παπαρούνας έβγαζε τον νταλκά του στο τραγούδι.

«Είσαι η ζωή μου η αναπνοή μου…» τραγουδούσε στη Βαγγελιώ του.

Παπαρούνα βάφτισαν σε μια «κολυμπήθρα» με κρασί τον πατέρα μου οι θαμώνες της ταβέρνας.

Το παρατσούκλι αυτό δεν άργησε να πάρει διαστάσεις, όλοι η Νέα Ιωνία τον ήξερε με αυτό το όνομα, ο Παπαρούνας.

Με σύγχρονους όρους οι γκουρού του μάρκετινγκ θα έδιναν άριστα στον πατέρα μου αλλά…

Τα μικρόνοα «σαΐνια» της ασφάλειας με διοικητή κάποιον Παϊζάνο είχαν άλλη άποψη…, στα χαρτιά τους βλέπεις έγραφε εχθρός (διότι δεν συνεμορφώθη προς τας υποδείξεις).

Άρχισαν να φαντασιώνονται και να αναρωτιούνται – τι θέλει να πει ο ποιητής – ποιος ανατρεπτικός συνειρμός υποκρύπτεται πίσω από το όνομα.

Είχαν «ανακαλύψει» τη συνομωσία της Παπαρούνας, τρομάρα τους!

Κάπως έτσι ξεκίνησε η δωρεάν γευστική μύηση στα «παιδιά» της ασφάλειας.

Κάθε βράδυ πρώτο τραπέζι, τρώγαν, πίναν, στήναν αυτί και μετά άρχιζαν την «φιλική» κουβέντα.

«Τι θες εσύ με αυτά τα μιάσματα, ρε Νίκο, εσύ, μαγειρεύεις, τραγουδάς, έχεις μαγαζί, οικογένεια, συνεργάσου…» (στα απλά ελληνικά «γίνε ρουφιάνος») «και τα βάσανα θα τελειώσουν. Πες μας τι κρύβεται πίσω από το όνομα της «Παπαρούνας», θα στο κλείσει ο Παϊζάνος το μαγαζί».

Αυτός τους απαντούσε με ήρεμη φωνή, «απλά ένα λουλούδι, ένα λουλούδι που εσείς θέλετε να το μαράνετε…» (αυτό συνεχίζει να ισχυρίζεται μέχρι σήμερα).

Και όταν η μάνα μου βούρκωνε με την αφόρητη κατάσταση που δημιουργούσαν οι ασφαλίτες ο πατέρας μου την παρηγορούσε, «μην στενοχωριέσαι, Βαγγελιώ κι αυτοί στερημένοι είναι από νοστιμιές…» (ήταν αλτρουιστής ο Παπαρούνας).

Μετά το 1958 τα πράγματα χειροτέρεψαν, ο αδελφός του πατέρα μου Παλαιολόγος, ζωγράφος στο επάγγελμα, αγωνιστής της ΕΔΑ, συλλαμβάνεται και εξορίζεται στον Άι Στράτη για ενάμιση χρόνο.

Στο άρρωστο μυαλό των διωκτών του μια σκέψη υπάρχει, εξόντωση…

Μόλις είχε παντρευτεί την αγαπημένη του Τούλα, μια όμορφη και λυγερόκορμη γυναίκα με πεισματάρα ψυχή, πλημμυρισμένη από ιδανικά.

Είναι έγκυος, σε λίγους μήνες θα γεννηθεί ο Παναγιώτης (ο ξάδελφος που λέγαμε στην αρχή) στο πατρικό σπίτι της μητέρας μου.

Το σπίτι μας έγινε σπίτι της όσο έλειπε ο Παλαιολόγος.

Αυτή την αυτονόητη ενέργεια αλληλεγγύης οι αχρείοι τη θεώρησαν υπόθαλψη εγκληματία (έβλεπαν παντού φαντάσματα).

Όσο ο Παπαρούνας αντιστεκόταν, η εκδικητική μανία δυνάμωνε, πίεζαν τον κόσμο να μην έρχεται στο μαγαζί, έβαζαν ψεύτικα πρόστιμα τάχα για παραβάσεις· το να πιεις ένα ποτήρι κρασί ισοδυναμούσε με πράξη αντίστασης.

Οι κλήσεις στην ασφάλεια – δια προσωπικήν σας υπόθεση – έγιναν ρουτίνα.

Ζητούσαν να πετάξει την Τούλα στο δρόμο και να συνεργαστεί…

Θα του έδιναν λέει χρήματα για να κάνει μεγαλύτερο μαγαζί.

(Προσπαθούσαν να τον εξαγοράσουν, δεν είχαν καταλάβει ακόμα τι εστί Παπαρούνας.)

Τους είπε «ευχαριστώ δεν θα πάρω!»

Η Τούλα είναι μέλος της οικογένειάς μου και δεν θα φύγει από το σπίτι.

Σε μια από τις συναντήσεις το παιχνίδι χόντρυνε, ο Παϊζάνος με ύφος σερίφη βγάζει το πιστόλι του και το αφήνει μπροστά στον Παπαρούνα.

«Νίκο» του λέει «έχεις δυο επιλογές, ή συνεργάζεσαι ή αλλιώς πάρε το πιστόλι και αυτοκτόνησε πριν σε τελειώσουμε εμείς.»

Ο Παπαρούνας χωρίς δεύτερη σκέψη πήρε το πιστόλι, το έβαλε στον κρόταφο, και τράβηξε τη σκανδάλη… μπαμ δεν ακούστηκε, ήταν άδειο.

Ο Παϊζάνος έμεινε κόκαλο, σαστισμένος όπως ήταν το μόνο που κατάφερε να ψελλίσει ήταν «πώς το ήξερες…», η αυτοκυριαρχία του είχε πάει περίπατο. «Είσαι τόσο δειλός […]» του είπε ο πατέρας μου «που δεν υπήρχε περίπτωση να αφήσεις γεμάτο όπλο μπροστά μου».

Το ανθρωπάκι είχε βρει τον δάσκαλό του, η εξουσία του είχε γίνει θρύψαλα… είχε ηττηθεί!

Ο Παπαρούνας κέρδισε μια μάχη και την εκτίμηση των διωκτών του, τον πόλεμο για το μαγαζί θα τον χάσει λίγο αργότερα όταν με τη σφραγίδα του αστυνομικού κράτους τα πρόστιμα έγιναν περισσότερα από τις εισπράξεις. Η Παπαρούνα τελικά «μαράθηκε» το 1961 και ο Παπαρούνας με την οικογένειά του, πρόσφυγες στην ίδια τους την πατρίδα, θα ξεκινήσουν μια καινούργια ζωή στην Αθήνα με ψηλά το κεφάλι. Ψυχή βαθιά!

Δημήτρης Θεολόγου, Φταίνε τα τραγούδια, Μετρονόμος, Αθήνα 2011, σ. 46-50.