Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Ρέκβιεμ για το μικρό ράφτη

Το χωριό το δικό μας είναι μέσα-μέσα στον κάμπο. Όπως όλα τα χωριά στην Ελλάδα, στις καμπίσιες αυτές περιοχές, ήτανε στα χέρια των κατακτητών, παραδομένο σ’ όλη την κατοχή, καταδικασμένο, χωρίς ελπίδα καμιά, όσο να τελειώσει ο πόλεμος. Τ’ αντάρτικα βρισκόντανε ώρες μακριά – στο Πήλιο από τη μια τη μεριά, στα ρουμελιώτικα βουνά από την άλλη. Οι Ιταλοί τον πρώτο καιρό, οι Γερμανοί, που ’ρθαν ύστερα, περνούσανε μέσα, μπαινοβγαίναν όποτε θέλαν. Μπορούσανε να παίρνουνε τρόφιμα, με τα κατοχικά λεφτά στην αρχή, αρπάζοντας ύστερα, να ζητούν τη σοδειά, να μαζεύουν όποτε θέλαν ομήρους για τα στρατόπεδα, για τις κλούβες, για αντίποινα. Ένα από κείνα τα μαρτυρικά, ματοβαμμένα χωριά του κατεχόμενου κάμπου.
Ο μικρός ράφτης της Σούρπης ήτανε στον πόλεμο στην Αλβανία. Με την κατάρρευση γύρισε πίσω κι αυτός, έφτασε κάποτε σπίτι. Ο πόλεμος για μας είχε τελειώσει – τ’ όπλο του ωστόσο αυτός δεν το ’δωσε, δεν το πέταξε. Κανένας δεν ήταν ακόμα να του πει – φύλαξέ το. Το λάδωσε καλά, το φάσκιωσε, το ’θαψε στην αυλή του σπιτιού του. Που θα πει πως αυτός δεν τον είχε τελειώσει τον πόλεμο. Οι Ιταλοί, οι Γερμανοί, οι Βούλγαροι παραπάνω, κατεβαίναν και μοιραζόντανε την Ελλάδα – άρχιζε η κατοχή.
Με δυο-τρεις ακόμα που συμφωνήσαν μαζί του αρχίσαν και γυρίζανε την περιοχή – έτσι τους έκοψε – όπλα μην τα δίνετε, μην τα πετάτε. Όταν είχανε τελειώσει μ’ αυτό, καθίσαν πάλι κι αναρωτήθηκαν αν ήτανε κανένας που να τους πει τι άλλο να κάνουν – δεν ξέραν κανένα. Τα ’πανε, τα ξανάπανε – σηκώθηκε αυτός και πήγε τότε στο Βόλο. Ήταν οι παλιοί τσαγκαράδες εκεί, κομουνιστές απ’ ανέκαθεν, όπως το λέγαν οι ίδιοι, λίγο τρελοί, λίγο αναρχικοί, λίγο χριστιανοί, με τα σχέδια μιας παγκόσμιας κομουνιστικής αδερφοσύνης, περισσότερο στην καρδιά τους παρά στο μυαλό τους – και με τη μισή τους ζωή στο μαγέρικο – άκακοι, ανώφελοι, ακίνδυνοι στην αρχή. Ξυλοδαρμένοι αργότερα, κυνηγημένοι, εξορισμένοι, φακελωμένοι. Πριν ακόμα απ’ τη δικτατορία του Μεταξά, τ’ ακίνδυνα αστεία τους είχαν τελειώσει – ο Μπουχάριν που τον λέγαν και τον ξαναλέγαν σα να ’ταν Βολιώτης, τ’ ανέκδοτά τους, οι φιλοσοφίες του μαγειρείου. Μερικοί τους τώρα γυρίζαν από την τετράχρονη εξορία.
Αυτός δεν ήταν κομουνιστής. Από ’ναν ράφτη παλιό του φίλο μπόρεσε και τους βρήκε. Του φάνηκαν άνθρωποι μυθικοί – οι καβαλάρηδες μιας νέας αποκάλυψης. Καλά τα κάνατε, του ’πανε. Να γυρίσει τώρα στο χωριό του, θα ’ρθουν εκεί να σας βρουν. Και γύρισε, τα ’πε και των αλλωνών – και πήγαν εκεί και τους βρήκαν. Η μικρή τους ομάδα μπήκε στο ΕΑΜ. Και κάναν κι αυτοί εκείνα τα λίγα-πολλά που ’χαν να κάνουν μέσα σ’ αυτό που λεγόταν αντίσταση, ως τα σαράντα τρία που αγριέψαν τα πράματα.
Μέσα σ’ αυτό τον καιρό ο μικρός ράφτης της Σούρπης, ακούγοντας από τους άλλους, διαβάζοντας τις παράνομες εφημερίδες και τ’ άλλα χαρτιά που τους στέλναν, οδηγώντας αυτός άλλους ανθρώπους, πέρασε μέσα του δρόμους που δεν τους ήξερε. Ως τον πόλεμο δεν έζησε άσχημα. Έφκιαξε εκείνο το σπίτι, αγόρασε και την τρίτη Σίνκερ για να ’χει και κάλφα, τεχνίτης δεν ήταν κακός, η πελατεία δεν έλειπε. Και δεν σκέφτηκε για τον εαυτό του τίποτα παραπάνω από μια τίμια, προκομμένη ζωή μ’ αυτό το ραφτάδικο, μ’ αυτή την τέχνη του, μ’ αυτή τη γυναίκα που ’τανε δίπλα του, στέρεα και σιωπηλή – η μάνα σας. Η ζωή του ήταν αυτός ο κύκλος, σωστά φκιασμένος με το δικό του το χέρι, όσο μπορούσε να φτάσει το χέρι του. Ο συμμαχικός πόλεμος τώρα στον κόσμο, η αντίσταση στην Ελλάδα – σοσιαλισμός και δημοκρατία, πατρίδα κ’ ελευθερία, τα δικαιώματα των ανθρώπων, η ζωή των λαών – καινούρια πράματα ολότελα, τον σπάζαν εκείνο τον κύκλο κι η μικρή του ζωή ένιωθε τώρα να ενώνεται με τη μεγαλοσύνη της κοινής ανθρώπινης υπόθεσης. Ο μικρός ράφτης της Σούρπης ονειρευότανε. Τον κόσμο – τον εαυτό του μέσα στον κόσμο. Ονειρευόταν. Αυτό που βρίσκεις εσύ να λείπει στο καφενείο, να λείπει στα κόμματα τα σημερινά. Ο μεγάλος μύθος. Ο ακέριος.
Ύστερα από την κατάρρευση των Ιταλών, έγινε εκείνη η σύσκεψη του Αλμυρού. Ήτανε κι αυτός, γραμματέας πια του ΕΑΜ του χωριού του. Ήταν κι από τους αντάρτες αντιπρόσωποι – κι από το Πήλιο κι από τη Ρούμελη. Τρία πράματα ζητήσαν αυτοί: τρόφιμα, συνδέσεις, πληροφορίες. Οι άλλοι μιλήσαν όλοι για τις μεγάλες δυσκολίες στο σκλαβωμένο κάμπο. Μαζί με τους Γερμανούς ήτανε τώρα κ’ οι φασίστες της Θεσσαλίας, οργανωμένοι, οπλισμένοι καλά, με τη μυστική ενθάρρυνση των Άγγλων. Ένα βραχνάς απλωνόταν σ’ όλο τον κάμπο, πνίγοντας την ανάσα των ανθρώπων – και το τέλος του πολέμου δε φαινότανε κοντινό.
Αυτός ήταν έτοιμος. Την παίρνω εγώ την περιοχή μας, σηκώθηκε κ’ είπε, αν μου τη δίνετε, αν με πιστεύετε. Εσείς οι άλλοι, πιο νέοι από μένα, φύγετε πια στο βουνό, σας ξέρουν, σας κουβεντιάζουν, σας υποπτεύονται – κάνατε και μερικές αστόχαστες παλληκαριές. Να πάρετε μαζί σας και τις γυναίκες σας, τα παιδιά σας.
—Έχεις και συ, του ’παν οι άλλοι.
—Αργότερα, αν χρειαστεί, τους φευγατίζω κι εγώ. Δεν με ξέρουν ακόμα.
Και τον πιστέψαν και του τη δώσαν αυτουνού την περιοχή. Όταν τη ζήτησε το πρωί, ένιωθε τα γόνατά του και τρέμαν, φοβήθηκε μη τον νομίσουν θρασίμι, μην ήταν ανάξιος. Τώρα που σκορπίζαν ένας-ένας, έφευγε από κει κι ένας σκοπός αντάρτικου τραγουδιού οδηγούσε τα βήματά του. Γυρίζοντας σπίτι, δεν ανέβηκε πάνω, μπήκε στο εργαστήρι του κι έκατσε εκεί. Και τότες, η γυναίκα εκείνη που ’ταν η μάνα σας, κατέβηκε κάτω κι αυτή, με την Αναστασία στην αγκαλιά, κάθισε σε μιαν άκρη και δεν είπε τίποτα. Κάποτε σήκωσε αυτός τα μάτια του και την κοίταξε. Σήκωσε κι αυτή τα δικά της – μείναν έτσι και κοιταζόντανε. Αυτός είδε ύστερα τ’ αγαπημένο πρόσωπο να φωτίζεται ακέριο, ένα χαμόγελο πέρα για πέρα σ’ όλο το πρόσωπο – πως όλα σωστά καμωμένα – πως μέσα κι αυτή – σε ζωή και σε θάνατο – από μένα, τη γυναίκα σου…

Από την άλλη μέρα. Ο μικρός άνθρωπος με προσοχή και με τάξη άρχισε κι έδενε τα σκοινιά του από χωριό σε χωριό σ’ όλη την επαρχία. Αυτός – που δεν είχε σκεφτεί ποτέ τέτοια πράματα. Και πότε καθότανε στο ραφτάδικο περιμένοντας ήσυχα κι άγρυπνα τους συνδέσμους του με τις εντολές, τις οδηγίες, τα σημειώματα, τις πληροφορίες, τα δέματα. Κάποτε χρειαζότανε να πάει μονάχος του. Και πήγαινε, τα κανόνιζε, ξαναγυρίζοντας σπίτι – να το ξαναρχίσει την άλλη μέρα το ίδιο παιγνίδι με το θάνατο.
Είχανε κι οι Γερμανοί τους δικούς τους ανθρώπους, τους είχανε βέβαια κι οι φασίστες της Θεσσαλίας. Δεν αργήσανε να το μάθουν για κείνους τους άλλους, που προφτάσανε και τους ξεφύγαν μέσ’ απ’ τα χέρια. Μπορούσαν πια να το βλέπουν πως κάτι καινούργιο γινότανε σ’ αυτή την περιοχή, σ’ όλη την επαρχία. Οι πληροφορίες τους λέγαν για κάποιον άνθρωπο που κρατούσε τα σκοινιά της οργάνωσης με χέρι γερό. Βαλθήκαν να τον γυρεύουν κάνοντας κάθε τρόπο να του σπάσουν το δίχτυ, με σκοτωμούς, με βασανιστήρια και με μπλόκα – και με παγίδες πολλές που του στήσανε. Το δίχτυ δεν έσπασε, οι παγίδες δεν πιάσαν. Ο άνθρωπος που ζητούσαν τους ξέφευγε, ο μηχανισμός του λειτουργούσε, οι πληροφορίες, οι οδηγίες του φτάνανε στο βουνό, οι συνδέσεις του από χωριό σε χωριό μέναν απείραχτες, οι αποστολές του πηγαίναν από δρόμους σιγουρεμένους. Έτσι τον άγριο εκείνο χειμώνα του σαράντα τρία, έτσι και την άνοιξη του σαράντα τέσσερα – έτσι κι ύστερα, που αρχίσαν τα πράματα να δείχνουν το τέλος. Δυο-τρία χτυπήματα που κατεβήκαν οι αντάρτες και δώσαν στα φυλάκια και στους φασίστες και μέσα στον Αλμυρό δε μπορούσανε στην Κομμαντατούρα να μη σκεφτούν πως ήταν δική του δουλειά. Δε μπορούσαν μόνο να φανταστούνε για τον άνθρωπο που ζητούσαν πως ήταν εκείνος ο ράφτης της Σούρπης, ο ήσυχος άνθρωπος που τον βλέπαν να κάθεται με τις ώρες στην αυλή του σπιτιού του, παίζοντας με τα δυο παιδιά του και σκαλίζοντας τα λαχανικά του. Τον ζητούσανε περισσότερο μέσα στον Αλμυρό, στη Νέα Αγχίαλο αργότερα.
Ο συγγραφέας μάς λέει πως δεν το ’χει σκοπό να γράψει τώρα την ιστορία της εποχής, να περιγράψει τα γεγονότα πως γίνανε σ’ αυτή την περιοχή ή σε μιαν άλλη. Ούτε να γράψει έναν ύμνο για τον καιρό της αντίστασης. Ούτε να φκιάσει έναν ήρωα. Θέλει μονάχα να πει, πως ο μικρός άνθρωπός του, αυτός ο άνθρωπος που ’ταν πατέρας μου, το ’κανε τέσσερα χρόνια αυτό που νόμιζε χρέος του. Πιστά για τους άλλους, τελειωμένα γι’ αυτόν τον ίδιο. Και πως χαιρότανε πάρα πολύ κάνοντάς το – μια καινούργια χαρά, που δεν την ήξερε ως τότε. Ο μεγάλος κόσμος μαζευόταν όλος σε κείνο το αλωνάκι του δικού του ελάχιστου χρέους «για τα ύψιστα συμφέροντα της ανθρωπότητας». Και το αλωνάκι του δικού του Μεσολογγιού φωτιζότανε κάθε πρωί από ’ναν ήλιο που ξανανέβαινε από πρωί σε πρωί καινούργιος και πάλι καινούργιος. Και θέλει να πει πως ο ράφτης της Σούρπης δεν ήταν ο μόνος και πως δεν ήταν η μάνα μας μόνο που ’πε το ναι το δικό της. Πως χιλιάδες και χιλιάδες Έλληνες ανεβήκανε τότε στην κορφή του εαυτού τους, με το χρέος και με την ελπίδα. Κανενός τους δεν ήταν έργο δικό του μονάχα – ολονών τους ήταν το έργο ολονών. Ο φίλος του καφενείου είχε δίκιο – ήταν όλοι τους σπουδαία παιδιά, μια γενιά σπουδαία παιδιά.

…Και πήγαν όλοι χαμένοι. Σαν το σκυλί στο αμπέλι. Ο συγγραφέας λέει και δω πως δεν το ’χει τώρα σκοπό να γράψει πώς γίναν τότε τα πράματα, πώς γύρισε έτσι ο τροχός τόσο γρήγορα κι οι άνθρωποι εκείνοι που κάναν το χρέος τους βρέθηκαν όλοι κατηγορούμενοι για φονιάδες και για προδότες, πώς χάθηκε εκείνος ο κόσμος. Δυνάμεις πολλές, μεγαλύτερες πέσαν απάνω του. Ανίδεος όπως ήταν, ανώριμος, απονήρευτος, μαγεμένος από την ομορφιά που ’χε φτάσει ν’ αγγίξει – οδηγημένος στραβά, νικήθηκε. Και νικημένον – τον έσφαξαν. Τόσο μόνο. Μα δε μπορεί να μην πει πως το ρωμαίικο τότε, για μιαν ακόμα φορά, τη θέλησε μ’ αυτό που γίνηκε τότε με την αντίσταση και την προσπάθησε πάλι την προκοπή του, μακελεύτηκε πάλι γι’ αυτήν – και πάλι δεν έγινε τίποτα.
Το ρωμαίικο με τις χαμένες γενιές του…

Από τους πρώτους που πιάστηκαν στην περιοχή τη δική τους, μόλις άρχισαν οι διώξεις, ήταν αυτός. Τώρα πια το ξέραν όλοι τους ποιος ήταν – ο γραμματέας του ΕΑΜ στην επαρχία, ο ασύλληπτος, το γερό το χέρι. Τον πήγαν στις φυλακές του Βόλου, μαζί με τρεις άλλους από το χωριό, τρεις από τον Αλμυρό και πέντε από τα γύρω χωριά. Στη δικογραφία που αρχίσανε και φκιάχνανε, τους φορτώναν έξι φόνους, με πρώτο κατηγορούμενο αυτόν. Μείνανε δυο χρόνια στη φυλακή, περιμένοντας τη δίκη με τη σίγουρη θανατική καταδίκη.
Πέρα απ’ τους τοίχους της φυλακής της δικής τους απλωνότανε και δυνάμωνε ο εμφύλιος πόλεμος. Ο σπαραγμός του, η αμφιβολία που διαδεχότανε τώρα τη μεγάλη πίστη, η απόγνωση που διαδεχότανε την ελπίδα και τ’ όνειρο – περνούσαν τους τοίχους της φυλακής, τους φτάναν κι αυτούς: ήταν δικαιωμένος, δεν ήταν; Σωστά τα κάναν – δεν τα κάναν σωστά; Είχε δικό τους φταίξιμο μέσα – δεν είχε; Και πού βρισκόταν; Ποιος το ’χε;
Ο μικρός ράφτης της Σούρπης, που ’χε φτάσει να γίνει αρχηγός των ανθρώπων στον τόπο του, δεν μπορούσε να ξέρει γι’ αυτά. Μπορούσε μόνο να ξέρει πως είχανε νικηθεί, πως η δίκη τους δεν θα ’τανε δίκη, η θανατική καταδίκη τους ήτανε σίγουρη. Και σκεφτόταν πως όταν έρθουν έτσι τα πράματα – και χάνονται όλα χωρίς ελπίδα καμία, ο θάνατος είναι τότε και λυτρωμός και δικαίωση – και σώζονται πάλι τα πάντα. Και την περίμενε τώρα κι αυτός τη δική του θανάτωση. Όχι με την παλικαριά των γενναίων – δεν έβγαινε τίποτα για κανένα από το δικό του θάνατο. Ούτε καν σαν εξίσωση γενική μια τελική αναγωγή της ζωής. Την περίμενε με την σιγουριά των τελειωτικά νικημένων – πως χάθηκαν όλα – εντάξει – μα παραπέρα δεν έχει – υπάρχει πάντοτε ο θάνατος κι είναι ένα τέρμα και σταθερό κι αναφαίρετο. Το ’πε και στους άλλους που ’τανε μαζί του – Μη φοβάστε, ρε παιδιά, θα μας σκοτώσουν, τελειώνουν όλα σε λίγο. Μερικοί τους τον φοβόταν το θάνατο, μερικούς τους έπνιγε η αδικία του, μερικοί τους ελπίζαν ακόμα, θέλανε να σωθούν – από το θάνατο μόνο – και τα βρίσκουν ύστερα – η ζωή δεν είχε τελειώσει μ’ αυτή τους την ήττα. Γι’ αυτόν – είχε τελειώσει. Ήταν έτοιμος.
Τότε μπήκε στη μέση εκείνη η θεια του του Βόλου, η θρήσκα και πλούσια που λέγαμε.
Χήρα από χρόνια, χωρίς παιδιά, με περιουσία μεγάλη, χτήματα στη Θεσσαλία, σπίτια στο Βόλο, χρυσάφια κι ομολογίες στην τράπεζα – είχε βαλθεί ν’ ανεβεί πάνω από την ταπεινή της καταγωγή. Μονάχα αυτό – να μπει στην καλή κοινωνία. Το χρήμα, που μπορούσε να το ξοδεύει χωρίς να λυπάται, το πρακτικό, χοντρό της μυαλό και πάν’ απ’ όλα η βαθιά της καταφρόνεση ακριβώς για την κοινωνία που ζητούσε να φτάσει – μπήκαν όλα στην υπηρεσία του σκοπού της. Τα κατάφερνε – η φιλοδοξία της μεγάλωνε. Αγράμματη και πανάσχημη, με λίγο μαύρο μουστάκι, με το σιδερένιο σταυρό κρεμασμένο απάνω στο μεγάλο της στήθος, είχε μπει, πριν από τον πόλεμο ακόμα, σε όλα τα γυναικεία σωματεία του Βόλου και μπήκε και στα άλλα, τα θρησκευτικά, τα φιλανθρωπικά, τα εθνικά. Είταν κιόλας μεγάλος άνθρωπος – από τα στηρίγματα της κοινωνίας – που καταφρονούσε. Οι κυράδες της καλής τάξης του Βόλου, που δεν την θέλαν, αυτή την ταπεινή και χυδαία – λύγισαν μπροστά της, την ανέχτηκαν, τη δέχτηκαν.
Με την κατοχή έπεσε έξω λιγάκι, νόμισε πως έφτασε η ώρα της η μεγάλη και το τράβηξε το σκοινί. Άνθρωπος της καραμπινερίας στην αρχή, της κομμαντατούρας ύστερα, με τους Γερμανούς αξιωματικούς να της φιλάνε το χέρι, έγινε παντοδύναμη και φοβερή, ο πρώτος άνθρωπος σ’ όλη τη Θεσσαλία. Μονάχα, πιο ύστερα, με τις φασιστικές οργανώσεις που γίναν, μπόρεσε να δει και να διορθώσει το λάθος της – όχι, δεν ήταν αυτή ποτέ με το Χίτλερ, τους κομουνιστές μονάχα δεν ήθελε, τα εγγλεζάκια περίμενε πάντοτε. Κινδύνεψε ωστόσο πολύ σοβαρά τον πρώτο καιρό της απελευθέρωσης – οι οργανώσεις της πόλης ζητούσαν να πιαστεί, να δικαστεί για δοσίλογη – από το ΕΑΜ την απειλούσαν να τη σκοτώσουν. Το ’χαν, φαίνεται αποφασισμένο και δεν το τόλμησαν – ο συγγραφέας λέει εδώ πως την είχανε κιόλας χαμένη την παλιά σιγουριά τους για κείνα που αποφάσιζαν. Που θα πει πως ήτανε πια νικημένοι.
Άλλαξαν τα πράματα – γλύτωσε κι αυτή. Και ξαναβγήκε φοβερότερη τώρα, σιγουρότερη – πατούσε πια σε γερό σανίδι. Ξαναπήρε τη θέση της σ’ όλα τα σωματεία της πόλης. Η καλή κοινωνία – που τόσο την ήθελε και τόσο πολύ την καταφρονούσε – πάνω απ’ το κεφάλι της την έβαλε πια. Είχε θριαμβεύσει – όλα της βγήκαν σε καλό.

Αυτόν δεν πήγε ποτέ στη φυλακή να τον δει, τη γυναίκα του δεν πήγε ποτέ να τη βρει. Τη βοήθησε στέλνοντάς της κάτι χρήματα κάθε μήνα – και πήρε στο σπίτι της το μεγάλο παιδί τους – εσένα δηλαδή. Και μπήκε στη μέση. Τον μίσησε αυτόν – όσο ποτέ κανέναν δεν είχε μισήσει. Παιδί τ’ αδερφού της, τον είχε βοηθήσει στα πρώτα χρόνια, του παραστάθηκε κι ύστερα βλέποντάς τον να προκόβει, ήσυχος και ταπεινός, τον ενθάρρυνε στον καλό δρόμο που πήγαινε. Μαθαίνοντας τώρα πως είχε σηκώσει κεφάλι στα χρόνια της κατοχής – αυτός ο τίποτας που θέλησε δόξες κι αρχηγιλίκια – δε μπορούσε να του συγχωρέσει την αχαριστία. Βάλθηκε να του σώσει τη ζωή, βγάζοντάς του το φωτοστέφανο – αυτό την ενόχλησε, την ερέθιζε.
Έτσι που το σκεφτόταν αυτή για το φωτοστέφανο – μπορούσε ν’ αρέσει και στις Αρχές. Την κατάλαβαν. Έχοντάς της εμπιστοσύνη – το δέχτηκαν. Αυτό τους χρειαζόταν περισσότερο. Να τον σκοτώσουν – έναν ακόμα – το κάναν όποτε θέλαν – το φωτοστέφανο μένει για πάντα. Μπορούσαν, λοιπόν, να του χαρίσουν τη δίκη, να μη δικαστεί με τους άλλους – αυτό τους πρότεινε. Έγινε. Ήταν το πρώτο της βήμα και η άγια γυναίκα παρακάλεσε τότε το θεό της να ευλογήσει και τ’ άλλα, τα παραπέρα. Αυτός στο κελί του δεν ήξερε τίποτα, περίμενε πάντα το θάνατο.
Στα σαράντα εφτά έγινε η δίκη των άλλων. Στο έκτακτο στρατοδικείο του Βόλου. Όσες φορές αναφερότανε τ’ όνομά του, πότε ο πρόεδρος, πότε ο επίτροπος, λέγανε, ναι, και βέβαια, τα ξέρουν, θα τον δικάσουν αργότερα αυτόν. Τότε κι οι άλλοι – κι αυτοί που φοβόνταν το θάνατο και κείνοι που ’χαν ελπίδα πως θα σωθούν, τα φορτώσαν όλα σ’ αυτόν. Και τα ψέματα και τ’ αληθινά. Και δεν σώθηκαν. Με τη σύντομη διαδικασία του καιρού εκείνου τους καταδίκασαν όλους σε θάνατο.
Το πρωί της εκτέλεσης άκουσε τις πόρτες των κελιών τους ν’ ανοίγουν, βήματα πολλά στο διάδρομο. Κατάλαβε. Πήγε στο παραθυράκι της δικής πόρτας, είδε να τους παίρνουν. Πέρασαν μπροστά του, τους φώναξε με τα ονόματά τους, έβγαλε το χέρι του μέσα από τα σίδερα, να τους αγγίξει που φεύγουνε, κανένας δε γύρισε το κεφάλι του να τον δει, κανένας δεν τον αποχαιρέτησε. Τι έγινε; Γιατί τον άφησαν αυτόν; Πώς έγινε; Είχε πιστέψει πως φτάνοντας στην απελπισιά που ’χε φτάσει μήτε καλό μήτε κακό δεν είχε να βρει παραπέρα. Η ζωή του με τους άλλους είχε τελειώσει – οι λογαριασμοί του με τα περασμένα, τα τωρινά, κλειστήκαν για πάντα. Και να, που δεν κλείστηκαν. Η αγωνία ερχότανε τώρα στο τελευταίο του καταφύγιο, ξαναφέρνοντας μέσα τους άλλους, ξαναμπάζοντας μέσα τα τωρινά – τι είχε γίνει; - πώς είχε γίνει; - γιατί;
Έμεινε άλλα τρία χρόνια στη φυλακή ρεύοντας και περίμενε ακόμα το θάνατο. Δεν ερχόταν. Η δίκη του ορίστηκε, αναβλήθηκε, ορίστηκε, αναβλήθηκε πάλι. Η γυναίκα του πήγαινε πάντοτε και τον έβλεπε, του χαμογελούσε πάλι – το πικραμένο της χαμόγελο τώρα – μα για κείνο το μόνο που ’θελε τώρα να μάθει, αυτή δεν ήξερε να του πει. Από τους άλλους που περνούσαν – μένανε, φεύγαν γι’ αλλού, τους σκοτώναν, ποτέ δεν έμαθε τίποτα. Ο εμφύλιος πόλεμος τελείωνε έξω – μια τελειωτική συντριβή – οι τουφεκισμοί λιγοστεύανε, ο δικός του ο θάνατος αναβαλλόταν ακόμα.

Και τότες, όταν το σκέφτηκε αυτή, πως ήταν πια καλά-καλά δουλεμένος, φανερώθηκε η άγια γυναίκα. Όχι στο επισκεπτήριο των ταπεινών, στο γραφείο του διευθυντή ζήτησε να της τον φέρουν. Τον φέραν. Τον βάλανε και στάθηκε δίπλα στην πόρτα. Έμεινε εκεί με τα μάτια κατεβασμένα. Αυτή καθόταν κρατώντας με το δεξί της χέρι το σιδερένιο σταυρό της.
—Ναι, είπε σε λίγο. Εγώ, Αναστάση, σου την έσωσα τη ζωή. Εγώ το ξέρω με πόσους κόπους και πόσες θυσίες… Πώς τα κατάφερες έτσι, μωρέ παιδί μου; Ήτανε πολύ δύσκολο να σε σώσω. Τους είπα ολονών, εσύ δεν ήσουνα για φονιάς, αυτά τα τέρατα σε πήρανε στο λαιμό τους. Τώρα σε κατηγορούν οι ίδιοι πως ήσουνα και προδότης, γι’ αυτό δεν σε σκότωσαν.
Όπως στεκόταν κοντά στην πόρτα, έκανε ένα βήμα παραμέσα στο γραφείο, πήγε κοντά της, έβαλε το χέρι στον ώμο της.
—Εσύ τα ’κανες έτσι; τη ρώτησε.
—Και βέβαια… Έπρεπε να σε σώσω.
—Σ’ ευχαριστώ τουλάχιστο που μου το ’πες – δεν έχω φταίξει σε τίποτα.
Αυτή τινάχτηκε πίσω, το χέρι του έπεσε κάτω, ξαναγύρισε στη θέση του κοντά στην πόρτα.
—Ακόμα, λοιπόν, δεν θέλεις να βάλεις μυαλό; Αυτούς συλλογιέσαι ακόμα;
—Πες τους εσύ, μωρέ θεια μου, να με σκοτώσουν και μένα. Τι μ’ αφήνουν ακόμα; Κάνε το για μένα, για την ψυχή σου…
Η άγια γυναίκα σηκώθηκε ορθή.
—Σε γέλασαν, είπε. Δε γίνεται. Όλοι οι δικοί σου σ’ έχουνε πια για προδότη. Οι γυναίκες τους σε καταριούνται. Φαρμακώσου, αν θέλεις, κρεμάσου μέσα στη φυλακή, πάλι δε γλυτώνεις τώρα. Σ’ έπνιξαν οι έξι φόνοι σου, θα πούνε, σ’ έπνιξε κι η προδοσία σου, το αίμα των άλλων… Σκέψου και κάνε… Εγώ σου την έσωσα τη ζωή. Ήρθα τώρα να σε πάρω.
Δεν είπε τίποτα. Έμεινε ένα χρόνο ακόμα στη φυλακή, η άγια γυναίκα δεν ξαναφάνηκε. Ήξερε τώρα κι αυτός πώς είχαν γίνει τα πράματα και πως φταίξιμο δικό του δεν ήτανε μέσα. Η τελευταία αγωνία που μπορούσε να τον δένει με τη ζωή, με τους άλλους, τα περασμένα, τα τωρινά, έφυγε τώρα κι αυτή. Πίκρα, παράπονο, οργή, καταχωνιάστηκαν όλα. Η συναίσθηση της τελειωτικής ήττας έμεινε μόνο. Μέσα σ’ αυτήν είταν κι η θεια του. Όχι δική του κακοτυχιά και παράξενη – λογική και κανονική μέσα στο νόμο της ήττας. Μέσα σ’ αυτόν οι πεθαμένοι μονάχα μένουν δικαιωμένοι. Ο δικός του ο θάνατος δεν ήρθε τότε στην ώρα του, δεν ήρθε αργότερα, δεν ήτανε να ’ρθει. Γι’ αυτόν, λοιπόν, δεν έμενε τίποτα – και μήτε κι ο θάνατος. Αυτή ήταν η δική του η τιμωρία. Ο απόηχος της μεγάλης τρικυμίας έφτανε λίγο κι ως το κελί του. Νικήθηκαν – δεν έμεινε τίποτα. Η γενιά του ακέρια νικήθηκε – τέλος.
Αυτό το τέλος δούλεψε μέσα του μέρα και νύχτα – ήταν έτοιμος πια, όπως η θεια του το πρόβλεψε. Ένας άνθρωπος που του κλέψαν το θάνατο και του κλέψανε και το δικαίωμα να πεθάνει. Η ελπίδα έγινε μέσα του το ίδιο με προδοσία. Μια τελευταία πράξη χρειαζόταν ακόμα. Η αναγνώριση της ήττας, η ομολογία κι η διακήρυξη – η επικύρωση. Σαν έσχατη δική του ταπείνωση – μια περηφάνια σχεδόν – να την ορίζει ακόμα μονάχος, να ορίζει ο ίδιος την πτώση του – αυτή τουλάχιστον – μέσα στη συντριβή και την ήττα. Σηκώθηκε ένα πρωί και ζήτησε να τον πάνε στο διευθυντή της φυλακής. Στάθηκε εκεί σα να στεκόταν μπροστά στο απόσπασμα – σα να ’δειχνε εκεί την καρδιά του – εδώ χτυπάτε. Τους ομολόγησε τους έξι φόνους που δεν είχε κάνει, φορτώνοντάς τους στους παραπάνω που τους είχανε διατάξει, υπόγραψε τη δήλωση πως παρασύρθηκε, αυτός δεν ήξερε την αλήθεια, τους αποκηρύχνει τώρα τους παλιούς συναγωνιστές του, τις ιδέες εκείνου του καιρού, που, φτωχός άνθρωπος, μήτε τις ήξερε – και τ’ άλλα που υπογράφανε τότε. Η δήλωσή του δημοσιεύτηκε με μεγάλα γράμματα στις εφημερίδες της Λάρισας και του Βόλου – η θεία θριάμβευσε.

Τ’ άλλα γίνανε πολύ γρήγορα. Η δίκη του ορίστηκε, αναβλήθηκε πάλι, η δικογραφία καταχωνιάστηκε κάπου. Τον βγάλαν σε λίγο, υπόδικο πάντα – και γύρισε πια στο χωριό του. Το μαγαζάκι δεν έκανε τίποτα. Η φτώχεια – μέσα κι αυτή στη συντριβή και την πτώση. Η επιταγή της θείας, ταχτική κάθε μήνα – μέσα κι αυτή στην ταπείνωση. Δεν άνοιξε ποτέ του το στόμα να πει για τα περασμένα, δεν γνοιάστηκε ποτέ για τα τωρινά. Οι ανθρώποι – κι από εδώ κι από εκεί – δεν τον θέλανε, κανένας δεν ερχόταν στο μαγαζί του, στο σπίτι τους. Εκείνη η γυναίκα μονάχα στάθηκε δίπλα του – και δεν είπε ποτέ τίποτα, δε ρώτησε, δεν έκλαψε, δε μετάνιωσε, δε θέλησε τίποτα. Έμεινε μαζί του, νικημένη μαζί του – ώσπου πέθανε έτσι.
Ο υποδιοικητής Αλμυρού δεν του το συγχώρεσε που ’χε γλυτώσει το απόσπασμα. Δεκαπέντε χρόνια συνέχεια, κάθε πέντε, κάθε δέκα μήνες τον ξανακαλούσε.
—Μια μικρούλα δήλωση, κυρ Αναστάση, ξέρεις, με πιέζουν και μένα, δεν σε ξέχασαν ακόμα, υπόδικος είσαι, κάνε την να ’μαστε εντάξει. Εγώ σε βλέπω που ’σαι σαράβαλο, ξέρω πως δεν κάνεις τίποτα, οι άλλοι να μην αρχίσουν να σε υποπτεύονται.
Και την ξανάκανε κάθε φορά που τον φώναζε, πληρώνοντας ταχτικά το φόρο της συντριβής του. Ο αστυνόμος την έδινε και τη βάζανε στις εφημερίδες – όχι πια με τους μεγάλους τίτλους του παλιού καιρού. Και γυρνούσε πάλι στο χωριό του – με την ίδια λύπη, την ίδια ταπείνωση, που δεν ήθελε να την παζαρέψει, δεν γινότανε να την κρύψει, να την αλλάξει, να ’ναι μικρότερη, μεγαλύτερη. Μέσα απ’ αυτήν τη ζούσε ακόμα τη συνέχεια των παλιών καιρών – μονάχα αυτή τη συνέχεια, απρόδοτη, αγλύκαντη.
Έτσι – ως την ώρα που θέλησε τέλος ο θάνατος να ’ρθει. Ήρθε. Με την παλιά του αντάρτικη χλαίνη, διάτρητη από τις σφαίρες που ξεσχίσανε τα κορμιά των συντρόφων.
—Άργησες, είπε μονάχα. Και πήγε μαζί του – στη σκοτωμένη γενιά του.

Δημήτρης Χατζής, «Ρέκβιεμ για ένα μικρό ράφτη», Το διπλό βιβλίο, Το ροδακιό, Αθήνα 1999, σ. 82-97.