Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΜια βροχερή μέρα στη Σκάλα της Ερμού
Εκείνη την εβδομάδα του Νοέμβρη, έβρεχε σχεδόν καθημερινά. Μια βροχή μονότονη, ψιλοφτιαγμένη, μοβόρικη. Θα ήτανε, αν θυμάμαι καλά, Πέμπτη βράδυ που βρεθήκαμε με το φίλο μου, τον Παύλο, έξω από την πόρτα με τα χνοτισμένα τζάμια της «Σκάλας» των Μιλάνων και ευτυχώς ήμασταν τυχεροί, γιατί ίσα-ίσα που προλάβαμε το τελευταίο τραπεζάκι της μικρής ταβέρνας. Τρίβοντας και οι δύο από ικανοποίηση τις παλάμες των χεριών μας, βολευτήκαμε στις ψάθινες πολυκαιρισμένες καρέκλες και αυτόματα άρχισε ο εγκλιματισμός των αισθήσεών μας με τις γνώριμες εικόνες, μυρουδιές, ήχους και γεύσεις.
Είδα τον Κάρολο στη μικρή κουζίνα να αδειάζει από το μεγάλο κατάμαυρο τηγάνι σε μια οβάλ πιατέλα τις καλοτηγανισμένες μαρίδες. Ήταν η πρώτη γευστική απόλαυση, συνδυασμένη με την καλοψημένη βαρελίσια του μικρού υπογείου. Έπεσε η ματιά μου στα διπλανά τραπέζια. Φάτσες γνώριμες, μερικοί κρασοπατέρες και «βυζανιάρικα». Θαμώνες του χώρου με «εισιτήριο διαρκείας» και κάτω από τα τραπέζια, η μαγκιόρισα, εμπειροτέχνης χαδιάρα γάτα, στην καθημερινή επαφή της με τα ρεβέρ των παντελονιών!
Έβγαλε από τη φωτιά της μασίνας ο Νίκος την ψιλοκομμένη συκωταριά. Τηγανιά φίνα! Η γνώριμη μυρουδιά της υπερείχε στις πάσης φύσεως άλλες μυρουδιές και σφηνώθηκε στην όσφρηση εκείνων που περίμεναν να ικανοποιήσουν ακόμη μια φορά την καλομαθημένη γεύση τους. Κάποιος που γειτόνευε με το εσωτερικό του παραθύρου, έσυρε με το μισό της ανάστροφης παλάμης του και ξεχνότισε ένα από τα τζάμια του· η «αρμένισσα» πεισματάρα βροχή ήτανε απ’ έξω.
Τον ήξερα τον ψηλό του προ-διπλανού τραπεζιού με την καρό τραγιάσκα. Ήταν ένας από εκείνους που χρησιμοποιούσε σχεδόν καθημερινά τα κρεμασμένα στους τοίχους μουσικά όργανα. Από ό,τι θυμάμαι, κάθε φορά που έβλεπα αυτόν τον τύπο – και συνήθως τον έβλεπα σ’ αυτό το χώρο – υπήρχε πάντα δίπλα του ο μισοφαλακρός και πλανόδιος κουρέας κάποιας συνοικίας της πόλης, όπου εκεί είχε μόνιμους πελάτες σχεδόν όλους τους κατάκοιτους και σακάτες κι ακόμα εκείνους τους ανίδεους που δεν ήξεραν ούτε να υπογράφουν το επώνυμό τους, ούτε να καβαλικεύουν ποδήλατο και φυσικά ούτε να ξυριστούν μόνοι τους.
Σηκώθηκε ο ψηλός και ξεκρέμασε από το καρφί του τοίχου το μεσιανό μπουζούκι και μέλωσε τον «άφτιαχτο» ακόμη χώρο με τις νότες του Τσιτσάνη! Το ήξερα πως ο ψηλός θα έπαιζε Τσιτσάνη. Ήξερα ακόμη και με ποιο τραγούδι θα άρχιζε το ανεπίσημο πρόγραμμα της ταβέρνας, με την… «Παραγουάη». Πού το ξετρύπωσε αυτό το τραγούδι και το έλεγε και το ξανάλεγε; Ομολογώ πως δεν το ήξερα. Δεν ήταν από τα γνωστά του Τσιτσάνη. Δεν έτυχε να το ακούσω ούτε από γραμμόφωνα φίλων ούτε από το ραδιόφωνο. Μες στην Παραγουάη σε φίνο ακρογιάλι…
—Ρε συ Παύλο, η Παραγουάη στη νότια Αμερική δεν είναι;
Ο Παύλος μόλις είχε βάλει μια τηγανιτή μαρίδα στο στόμα του και αναγκάστηκε να μου απαντήσει καταφατικά με κίνηση του κεφαλιού του.
—Είναι η πατρίδα των Los Paraguayos ε; Και θα έχει, όπως φαίνεται και μπόλικα ακρογιάλια εκεί;
—Όπως και στην Καρδίτσα! Απάντησε, με πονηρό χαμόγελο, ο Παύλος. Ο ψηλός με το μπουζούκι είχε αποπλεύσει από τα «ακρογιάλια» της Παραγουάης και είχε φτάσει στα γρήγορα, στη ζούγκλα του Τζόνι Βαϊσμίλερ.
…Μέσα στη ζούγκλα, τον Ταρζάν θα πάω να συναντήσω να παίξω φίνο μπαγλαμά, κι ίσως τον συγκινήσω…
—Πού τα βρίσκει αυτά τα τραγούδια ο τύπος;
Ανασακιάστηκα και βολεύτηκα καλύτερα στην καρέκλα μου. Γύρισα – όσο βόλευε ο χώρος – τη δεξιά πλευρά του σώματός μου προς τον λαλίστατο εθελοντή, διασκεδαστή της βραδιάς. Ήθελα να μιμηθώ τις κινήσεις του φίλου μου Παύλου. Να απολαύσω κι εγώ στο ακέραιο τους προτεινόμενους μεζέδες, σε συνδυασμό με την καινούργια βαρελίσια της Σκάλας! Ήθελα να οργανώσω την ανεξαρτητοποιημένη πλευρά του εγκεφάλου μου, ώστε να είναι ολοκληρωτικά έτοιμη να δεχθεί τους επίσημους ήχους των οργάνων και της φωνής των ανθρώπων που γενεαλογικά έμαθαν να αναπαράγουν και να δημιουργούν ελληνικά, λαϊκά ακούσματα! Ο μπάρμπα Στέφανος Μιλάνος μέσα στο γιλέκο του, φώτιζε καιρούς αλλοτινούς! Αυτός ο Πορταρίτης ταβερνιάρης φρόντισε να μεταδώσει με το μπουζούκι του, στα αρσενικά δημιουργήματά του, την «επιστήμη» του αυτοσχεδιασμού!
Η ολιγάριθμη ομήγυρη των γνωστών και αγνώστων της βραδιάς «έδεσε», όπως ο κύκλος εκείνων των προικισμένων με κάποια ιδιαίτερη εγκεφαλική ουσία που περιμένουν με πολλή ελπίδα τον τρόπο να επικοινωνήσουν με το πνεύμα της αρεσκείας τους, μέσα από την παραψυχολογική διαδικασία αναζήτησης αποδημησάντων ψυχών. Μια ομάδα, ένας ασύμμετρος κύκλος φυσιογνωμιών που … πορεύονται μόνοι. Αυτό το μικρό ταβερνάκι της οδού Ερμού, μοιράζει καθημερινά μικρές δόσεις ενός άυλου σκευάσματος θεραπείας ψυχών!
Άνοιξε η πόρτα και μια ντουζίνα ματιών κοίταξε το εσωτερικό του συμπληρωμένου από θαμώνες χώρου και την ξανάκλεισε. Η βραδινή ψύχρα παραφυλούσε και μπήκε μέσα απροσκάλεστη. Ήταν η στιγμή που ο Κάρολος και ο Νίκος κουρντίζανε τα όργανά τους. Ήταν η συνηθισμένη καθημερινή αρχή της βραδινής ακολουθίας. Τα σφιγμένα στα χέρια κρασοπότηρα ανεβοκατέβαιναν από τα στόματα των «υπό θεραπεία» παρευρισκομένων, στην επιφάνεια των τραπεζιών. Ήταν ένας ρυθμικός χορός, ενός μη σκηνοθετημένου, αυτοσχέδιου μπαλέτου χεριών!
Ο αγέρας της ταβέρνας μπολιάστηκε με τις λαϊκές νότες του μπουζουκιού και της κιθάρας. Τραγούδια επεξεργασμένα με τη γνωστή διαφοροποίηση των αδελφών Κάρολου και Νίκου. Άρχισαν να ακούγονται τα προπολεμικά και τα μεταπολεμικά του Βασίλη Τσιτσάνη, τα κανταδόρικα του Γιάννη Παπαϊωάννου, του Γιώργου Μητσάκη και των άλλων συνθετών του Ελληνικού τραγουδιού. Τα χρυσά δάχτυλα του Κάρολου, ενός οργανοπαίχτη με στοιχεία σύγκρισης εφάμιλλα με τους αντίστοιχους του είδους της κεντρικής λαϊκής σκηνής, σκορπούσαν τα σόλο ταξίμια και τους έξυπνους αυτοσχεδιασμούς! Ο γνωστός με τα κουτάλια μπήκε κι αυτός στο πλάνο, τότε που όλων τα στόματα υμνούσαν τον έρωτα, τη γυναίκα, τη δουλειά, την οικογένεια, τη ζωή! Το μικρό ταβερνάκι στο κέντρο της πόλης με τα λιγοστά τραπεζάκια και τους πολλούς «εραστές», όφειλε την ύπαρξή του σε εκείνον που θέλησε απόψε να συμμετέχει με την τέχνη του στην εν εξελίξει ιεροτελεστία, στην καρδιά της ταβέρνας, τον Στέφανο Μιλάνο!
Η ευχάριστη νευρικότητα των καθήμενων στις ψάθινες καρέκλες, δημιούργησε σε κλάσματα δευτερολέπτου τον θόρυβο της τριβής του σκληρού ξύλου με την επιφάνεια του δαπέδου. Ήταν μια στιγμιαία μαζική κίνηση ενθουσιασμού προς χάριν αυτού του ανθρώπου! Άκουγα το παίξιμό του και καδράριζα τη φιγούρα του μέσα στο πλάνο του μαυροπίνακα του τοίχου. Ένας μικρός μαυροπίνακας, όπου ήταν καταγραμμένα με λευκή κιμωλία τα ονόματα και η αχαριστία ορισμένων που επωφελήθηκαν την προσφορά γνώσεων μουσικού οργάνου από το «δάσκαλο», πατέρα Μιλάνο. Κατά καιρούς πέρασαν από εκεί αρκετοί τραγουδοποιοί που αργότερα στην υδροκέφαλη αλλά και αβανταδόρα πρωτεύουσα έγιναν υπολογίσιμα ονόματα την πιάτσα του λαϊκού τραγουδιού. Πέρασαν από τη «Σκάλα» της οδού Ερμού 174 στο Βόλο, διασκέδασαν και πήραν! Ο Μιλάνος τους έμαθε τις δικές του «σκάλες» του μπουζουκιού και ορισμένους από αυτούς τους χαρτζιλίκωσε κιόλας!
Η διαφορά – εκείνο τον καιρό – της ταβέρνας των Μιλάνων με οποιεσδήποτε άλλες ταβέρνες της πόλης ήταν ότι σ’ εκείνον τον μικρό χώρο αισθανόσουν την οικογενειακή ζεστασιά και αυτό επιτυγχανόταν με την καθημερινή παρουσία όλων των μελών της οικογένειας, πατέρα, μητέρα, παιδιών και άλλων συγγενών. Συμμετείχαν όλοι, σε όλα! Η σπιτική κουζίνα ήταν ακόμα ένας μεγάλος παράγοντας στο να τραβά καθημερινά κοντά της – και τα μεσημέρια για φαγητό – τόσο πολύ κόσμο! Όμως σ’ εκείνο που παντελώς ξεχώριζε ήταν η βραδινή ατμόσφαιρα, η πενιά και το τραγούδι!
Το μουσικό μέρος με τους τυχερούς της βροχερής βραδιάς, «προχωρούσε» υπό την αρχηγία του Καρόλου. Ο κυρ Στέφανος, αφού για αρκετή ώρα σκόρπισε τις χρυσές του νότες, άφησε τη συντροφιά! Ήταν η στιγμή που σηκώθηκε ορθός από την καρέκλα του ο Μητσάρας, ο συμπαθέστατος, μετρίου αναστήματος γνωστός καραγωγέας της πιάτσας. Σηκώθηκε να τιμήσει με έναν ζεϊμπέκικο χορό το τραγούδι που μόλις άρχιζε να δημιουργείται από τα όργανα και τις φωνές των δύο αδελφών. Κάποιος από την παρέα του, σκυμμένος κοντά του, χτυπούσε στο ρυθμό του τραγουδιού τις παλάμες των χεριών του, αβαντάροντας τον μοναχικό χορό του και ο μικρός χώρος της ταβέρνας με τα χνοτισμένα τζάμια, έγινε θαρρείς… τεράστιος!
Θα είχανε περάσει πάνω από δύο ώρες από τη στιγμή που τελευταίοι περάσαμε με το φίλο μου Παύλο, την πόρτα του μικρού μαγαζιού. Από εκείνη τη στιγμή και μετά η τζαμένια πόρτα άνοιγε και ξανάκλεινε. Δεκάδες ήταν εκείνοι οι άτυχοι της βραδιάς που δεν πρόλαβαν να εξασφαλίσουν την παρουσία τους εκεί. Τσουγκρίσαμε με τον φίλο μου ξανά τα ποτήρια με το κρασί, όταν οι αδελφοί Μιλάνου – μαζί και ο κουταλάς – άρχισαν να μας σερβίρουν το μακράς διαρκείας γνωστό ποτ-πουρί τραγουδιών.
… και μας φώναζε το κύμα το φιλί δεν είναι κρίμα.
τράβα σιγά το κουπί γονδολιέρη
με οδηγό το ολόχρυσο αστέρι…
…ρίξτο στην τρελή και στην παλαβή
είμαι ένα τζιτζίκι κι όπου θέλει ας βγει.
…να μας πας για το τσαρδί μας,
τη φωλίτσα τη δική μας,
τράβηξε βρε αμαξά.
…απόψε θέλω να μεθύσω
και τα μεράκια μου να σβήσω
και μέχρι φράγκο να τα φάω,
απόψε σπίτι μου δεν πάω.
…τι τα θες, πάντα έτσι είναι ζωή,
θα γελάς ή θα κλαις βράδυ και πρωί.
…για μια γλυκιά κοπέλα
θα κάνω κάθε τρέλα,
ναι μαμά, γιατί την αγαπώ.
Η ώρα είχε «καβαλικέψει για τα καλά την καινούρια ημέρα που ερχότανε, όταν ξαναπατήσαμε το μουσκεμένο πλακόστρωτο της οδού Ερμού. Σε πρώτο κινηματογραφικό πλάνο κάτω από τους λαμπτήρες του δημοτικού φωτισμού, η πεισματάρα βροχή συνέχιζε τον μονότονο ρυθμικό χορό της. Ο Μεγαλοπρεπής, Βυζαντινός, Μητροπολιτικός Ναός, έστεκε απέναντί μας τεράστιος, με βουτηγμένο τον τρούλο του Παντοκράτορα το χαμηλά κατεβασμένο σκοτεινό στρώμα του ουρανού. Τώρα, τη σκυτάλη του μουσικού οδοιπορικού της «Σκάλας» την ξαναπήρε και πάλι ο ψηλός από την…Παραγουάη…
—Νάτος πάλι, ξανάρχισε τα ίδια, να δεις, Παύλο, τι περίεργα τραγούδια έχει να ξετρυπώσει…
Περιμέναμε τον κυρ Αντώνη τον αμαξά που έκανε πιάτσα εκεί γύρω και μας δόθηκε η ευκαιρία να ακούσουμε το πρώτο τραγούδι του δεύτερου μέρους της παρουσίας του στο «πάλκο» της ταβέρνας.
Καμαριέρα θες να γίνεις, να φορέσεις την ποδιά, να σε βλέπω κάθε βράδυ, μου ’χεις κάψει την καρδιά. Μες στα «πράσινα σαλόνια» να σερβίρεις…
—Δεν σου είπα εγώ, ρε Παύλο, ότι πάλι θα ψαχνόμαστε να βρούμε ποια τραγούδια είναι αυτά που λέει;
Τα πέλματα του λευκού αλόγου της άμαξας, άρχισαν να κτυπούν την επιφάνεια των υγρών νυχτερινών δρόμων. Ο ζεστός χώρος των Μιλάνων είχε μείνει αρκετά πίσω μας. Ίσως μερικοί από τους αποψινούς συντρόφους μας να εξαντλούσαν τον χρόνο παραμονής τους εκεί. Να άφηναν το χώρο της ταβέρνας μετά τους… νοικοκυραίους, να παίρνανε τα «κλειδιά» που λέει ο λαός. Η «Σκάλα του Μιλάνου» δεν «χορταίνεται». Αύριο πάλι με το σούρουπο, όσοι προλάβουν να καθίσουν στις ψάθινες καρέκλες μαζί με τα παιδιά του κυρ Στέφανου, θα γίνουν συνοδοιπόροι στους διασκευασμένους από τους ίδιους, «δρόμους» του ελληνικού τραγουδιού.