Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΗ ιστορία του ταρσανά
Μια επιχείρηση η οποία λειτουργεί συνεχώς από το 1880 ως τις μέρες μας διατηρώντας κατά ένα μεγάλο ποσοστό τις ίδιες παλιές τεχνικές και τα ίδια παραδοσιακά συστήματα εργασίας καθώς και τα εργαλεία, θαρρώ πως αποτελεί σημείο αναφοράς για την περιοχή μας και για τη ναυτική παράδοση του τόπου μας. Πρόκειται για μια οικογενειακή επιχείρηση στην τέταρτη, πλέον, γενιά ιδιοκτητών που προσφέρει απρόσκοπτα τις υπηρεσίες της, στα σκάφη του Βόλου και όχι μόνο, πάνω από 120 χρόνια.
Ιδρυτής του ταρσανά στα Πευκάκια του Βόλου υπήρξε ο Αθανάσιος Χριστόπουλος, προερχόμενος από τη Σύρο, ο οποίος γνώριζε καλά το επάγγελμα του ναυπηγού. Αφού εργάστηκε τα πρώτα χρόνια στον Βόλο ως ιχθυοπώλης, αποφάσισε να στήσει το ναυπηγείο, την πρώτη αυτού του είδους επιχείρηση τότε στο Βόλο και τη γύρω περιοχή. Η ανάπτυξη της νέας πόλης και του λιμανιού της πραγματοποιούνταν με ταχείς ρυθμούς και σε τούτο συντέλεσε και η δρομολογούμενη προσάρτηση της Θεσσαλίας στο Ελληνικό κράτος. Έτσι στα 1880 ξεκίνησε τη λειτουργία του ο ταρσανάς, δηλαδή ένα ανελκυστήριο κι επισκευαστήριο σκαφών, σωστά οργανωμένο, που θα εξυπηρετούσε όλα τα μικρομεσαία πλεούμενα της περιοχής προκειμένου να εκτελέσουν τις επισκευές τους και τις τακτικές εργασίες συντήρησής τους. Η απόφαση αυτή του Αθ. Χριστόπουλου υπήρξε πρωτοποριακή για την εποχή κι οπωσδήποτε επιβεβλημένη.
Για το σκοπό αυτό επιλέχτηκε η περιοχή ‘Πευκάκια’, που εκπληρούσε τις απαραίτητες για το σκοπό αυτό προϋποθέσεις. Άμεση πρόσβαση από το λιμάνι, ομαλή διαμόρφωση πυθμένα και ακρογιαλιάς, κατάλληλο βάθος νερών – αν και λίγο ρηχό. Με μικρές παρεμβάσεις η νέα επιχείρηση άρχισε να προσφέρει τις υπηρεσίες της. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1885, ο χώρος αυτός αγοράστηκε από τον Χριστόπουλο, ο οποίος στη συνέχεια έχτισε εκεί το σπίτι του, που διατηρείται μέχρι και σήμερα, προκειμένου να στεγάσει την πολυμελή οικογένειά του δίπλα στο χώρο εργασίας του, αφού ως το 1892 διέμενε στο Βόλο. Ο Αθ. Χριστόπουλος όντας σε προχωρημένη ηλικία και με τη συνεργασία έμπειρων συνεργατών, παρέδωσε τα ηνία της επιχείρησης από τις αρχές του 20ου αιώνα στους γιους του: τον Ανδρέα, τον Νίκο (τον κατοπινό λαϊκό ζωγράφο), τον Κωσταντή και τον Γιαννακό. Βέβαια όλα αυτά τα χρόνια, όπως και στη συνέχεια, ο αριθμός των μαστόρων που εργάζονταν κυμαινόταν σε αρκετές δεκάδες, ανάλογα βέβαια και με τις παρουσιαζόμενες ανάγκες. Σύντομα πραγματοποιείται η πρώτη σημαντική αλλαγή: τοποθετούνται μεταλλικά βίτζια κινούμενα με ατμό καταργώντας τους παραδοσιακούς ξύλινους ‘εργάτες’ για τις ανελκύσεις. Εργασιακός οργασμός παρατηρείται κατά την δεκαετία του ’20 με τη συστηματική τοποθέτηση κινητήρων στα ιστιοφόρα σκάφη. Συρρέουν πλεούμενα απ’ όλη την Ελλάδα στα Πευκάκια γι’ αυτό το σκοπό, με τον μικρότερο αδερφό Ιωάννη Χριστόπουλο, πρωτοπόρο για την εποχή, να εγκαθιστά τους κινητήρες.
Στα 1935 τοποθετείται ως κινητήρια δύναμη ντιζελομηχανή, η οποία συνεχίζει να προσφέρει τις υπηρεσίες της ίσαμε τις μέρες μας. Ακολουθούν τα δύσκολα χρόνια του Β΄ Παγκόσμιου πολέμου και μετά το τέλος του συνεχίζονται οι προσπάθειες ανασυγκρότησης. Όμως μετά το 1950 οι τρεις εν ζωή αδελφοί Χριστόπουλου βρίσκονται σε αρκετά προχωρημένη ηλικία και διάδοχη κατάσταση αποτελεί μόνο ο μικρός γιος του Ανδρέα που πέθανε το 1950. Τότε στα μέσα περίπου της δεκαετίας του ταρσανά αναλαμβάνει ο Παντελής Καρταπάνης γαμπρός του Ιω. Χριστόπουλου, ναυπηγός και ο ίδιος, γιος του συμιακού ναυπηγού Γρηγόρη Καρταπάνη που κατασκεύαζε σκάφη στον Άγιο Κωνσταντίνο του Βόλου.
Στα 1963 γίνονται δύο ξεχωριστές μονάδες: του Αθ. Χριστόπουλου, με το μερίδιο του πατέρα του Ανδρέα, και του Παντελή Καρταπάνη, που περιλαμβάνει το μεγαλύτερο κομμάτι της επιχείρησης και ουσιαστικά αποτελεί έως σήμερα τη συνέχεια του παραδοσιακού ταρσανά.
Πέρα από τις ποικίλες βελτιώσεις, την τοποθέτηση και ηλεκτροκινούμενων βιτζιών και άλλων εργαλείων, ο Παντελής Καρταπάνης, ως κατασκευαστής ναυπηγός, ασχολείται μαζί με έμπειρους συνεργάτες με τη συστηματική ναυπήγηση σκαφών, κάτι που πρώτα μόνο περιστασιακά συνέβαινε.
Στόχος του γράφοντος, σημερινού ιδιοκτήτη του ταρσανά των Πευκακίων, είναι η δημιουργία ενός ιδιωτικού χώρου με συλλογή αντικειμένων ναυτικής και ναυπηγικής τέχνης, μιας και το υλικό που υπάρχει (εργαλεία, χνάρια, εξαρτήματα καραβιών κ.λ.π.) μπορεί να συγκροτήσει κάτι τέτοιο.
«Η έκθεση του λαϊκού ζωγράφου Νικόλαου Χριστόπουλου»
Στον ίδιο χώρο με τον ταρσανά, λίγο πιο πάνω, βρίσκεται και το πατρικό σπίτι των Αδελφών Χριστόπουλου, ένα μεγάλο πέτρινο κτήριο που κατασκευάστηκε στο 1890-95 από τον ιδρυτή του ταρσανά Αθ. Χριστόπουλο. Σ’ ένα δωμάτιο αυτού του οικήματος υπάρχει η έκθεση του λαϊκού ζωγράφου Ν. Χριστόπουλου. Πρόκειται για το χώρο που διέμενε και ζωγράφιζε, που υπήρξε για τον ίδιο και υπνοδωμάτιο και χώρος δημιουργίας. Μικρό σχετικά το δωμάτιο αλλά ψηλοτάβανο, όπως σ’ όλα τα παλιά σπίτια, με τους τοίχους του σκεπασμένους από τις ζωγραφιές του. Ακόμη υπάρχει το κρεβάτι του ζωγράφου, λιγοστά έπιπλα και κάποια προσωπικά αντικείμενα.
Ας δούμε όμως εν συντομία ποιος ήταν ο Νίκος Χριστόπουλος. Γεννήθηκε στο Βόλο το 1880, δευτερότοκος γιος ανάμεσα σ’ εφτά αδέλφια, του Αθ. Χριστόπουλου και της Ελένης Κ. Ρέτσου. Από μικρό παιδί εργάστηκε στον ταρσανά της οικογένειας και τα πλεούμενα που έβλεπε αποτέλεσαν τις εμπειρίες του για την μετέπειτα ζωγραφική του δημιουργία. Η καλλιτεχνική του φύση εκδηλώθηκε αρκετά νωρίς, όπως σημειώνει κι ο ίδιος στα απομνημονεύματά του, αφού από μικρός, μόλις έβλεπε κάποιοι όμορφο σκαρί, το σχεδίαζε με μολύβι. Βέβαια, απ’ αυτά τα πρωτόλεια ιχνογραφήματα δεν σώθηκε τίποτε, όμως σίγουρα αποτέλεσαν την ‘πρώτη ύλη’ για τις κατοπινές θαλασσογραφίες του. Παράλληλα διέθετε και την ικανότητα του στιχοπλόκου: από τις αρχές του αιώνα μας διασώθηκαν αρκετά στιχουργήματά του. Δεν ταξίδεψε πουθενά, αλλά εργάστηκε συνεχώς ίσαμε τα 75 του χρόνια στον ταρσανά στα Πευκάκια, γι’ αυτό άλλωστε κι ο Κίτσος Μακρής τον αποκάλεσε ΄Ζωγράφο του Ταρσανά΄ κι ‘Αταξείδευτο ταξειδευτή’. Οι πρώτοι πίνακές του, με λαδομπογιά σε τσίγκο ή σε χαρτόνι χονδρό, χρονολογούνται από το 1939-40, όμως ο κύριος όγκος της δημιουργίας του αρχίζει από το 1956 και μετά, που εγκατέλειψε κάθε επαγγελματική δραστηριότητα κι αφοσιώθηκε ολοκληρωτικά στη ζωγραφική. Για το έργο του γράφτηκαν πολλά άρθρα, ενώ συμμετείχε και σε αρκετές εκθέσεις, σε τοπικό και πανελλήνιο επίπεδο καθώς και στη Γενεύη. Την έκθεση του στα Πευκάκια έχουν επισκεφθεί πάρα πολλοί επώνυμοι από τον καλλιτεχνικό και πνευματικό χώρο. Πέθανε ύστερα από σύντομη ασθένεια το απόγευμα της Δευτέρας 15 Μαΐου 1967.
Σήμερα η έκθεση Χριστόπουλου παραμένει όπως ακριβώς την άφησε ο ίδιος πριν πεθάνει και είναι επισκέψιμη για το κοινό οποιαδήποτε μέρα και ώρα με ελεύθερη είσοδο, αρκεί να υπάρξει προσυνεννόηση με την κ. Ευαγγελία Καρταπάνη, ανιψιά και κληρονόμο του ζωγράφου. Η έκθεση λειτουργεί χάρη στη φροντίδα των σημερινών ιδιοκτητών και μόνο, οι οποίοι με δική τους πρωτοβουλία και δικές τους δαπάνες τη συντηρούν κι έχουν την ευθύνη της. Στα 1987-89, έγιναν εκτεταμένες εργασίες συντήρησης κι επισκευών τόσο στο δωμάτιο της έκθεσης, όσο και σ’ ολόκληρο το κτήριο, εσωτερικά κι εξωτερικά καθώς και αντικατάσταση της καταρρέουσας σκεπής. Όλα ετούτα βέβαια με προσωπική εργασία των ιδιοκτητών και δαπάνες τους χωρίς την παραμικρή κρατική βοήθεια. Μόνο ο Δήμος Βόλου έδωσε 100.000 δρχ. ύστερα από πρόταση του – μακαρίτη πια – Οδυσσέα Μουντούλια.
Αν και το ΥΠΠΟ είχε ξεκινήσει τη διαδικασία κήρυξης του οικήματος και της έκθεσης σε διατηρητέο μνημείο προβαίνοντας σε καταγραφή των υπαρχόντων πινάκων (η πράξη ολοκληρώθηκε με την υπ’ αρ. 1405/16-5-1995 απόφαση του υπουργείου) μέχρι σήμερα δεν έχει ενδιαφερθεί άμεσα κανένας αρμόδιος.
Όποιος βρεθεί στον ταρσανά των Πευκακίων μπορεί να επισκεφθεί και την έκθεση του Χριστόπουλου. Εκτός από μεμονωμένες επισκέψεις φιλότεχνων, πολλές είναι και οι επισκέψεις σχολείων προκειμένου οι μαθητές να γνωρίσουν το έργο ενός αυθεντικού λαϊκού ζωγράφου, γέννημα-θρέμμα της περιοχής μας. Ακόμη, αρκετοί ερευνητές, φοιτητές κλπ. έρχονται για να αντλήσουν στοιχεία για το ζωγράφο, το έργο του και τη λαϊκή τέχνη γενικότερα και να τα χρησιμοποιήσουν στις μελέτες τους.
Οι πίνακες της έκθεσης είναι 185, όλοι λαδομπογιά σε χαρτόνι ή τσίγκο και με διαστάσεις που ποικίλουν, κυρίως όμως κυμαίνονται στα 40x30 ή 50x40 περίπου. Τα θέματα που εικονίζουν είναι τα εξής: α) 95 πίνακες παρουσιάζουν ένα μόνο πλεούμενο (η θαλασσογραφία στη λαϊκή Ζωγραφική είναι πλοιογραφία κατά τον Κίτσο Κακρή).
β) 35 πίνακες έχουν δύο ή περισσότερα καράβια μαζί.
γ) 13 προσωπογραφίες (Παπαδιαμάντης, Δροσίνης, Θεόφιλος, ο πατέρας του, διάφοροι ήρωες κλπ.).
δ) 21 πίνακες εικονίζουν ναυμαχίες, λιμάνια, ταρσανάδες, γοργόνες.
ε) 16 με διάφορα θέματα (ανεμόμυλοι, Μάηδες της Μακρινίτσας κλπ). Ακόμη υπάρχουν κατασκευασμένα από τον ίδιο κάποια ομοιώματα ιστιοφόρων, νεροκολοκύθες με ανθρώπινη μορφή, δυο ακρόπλωρα, μακαράδες σέσουλες, κουτιά διάφορα ζωγραφισμένα από τον ίδιο.
Ο Νίκος Χριστόπουλος, αυθεντικός λαϊκός ζωγράφος, κατέχει θαρρώ σημαντική θέση μέσα στο χώρο της λαϊκής τέχνης.
Γρηγόρης Καρταπάνης, «Ο παραδοσιακός ταρσανάς στα Πευκάκια», εν Βόλω, σ. 34-37.