Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Η προσάρτηση της Θεσσαλίας προξένησε στους Έλληνες ηθική ζημιά που, σε πολλά σημεία, ξεπέρασε το υλικό κέρδος που αποκόμισαν από την κατάκτηση αυτή. Σαν να ήθελαν να τους κάνουν να πληρώσουν πολύ ακριβά την επέκταση της χώρας που είχαν πετύχει, επέμεναν να τους αποδείξουν ότι δεν είχαν κανένα κέρδος από τα καινούρια τους εδάφη. Στο σημείο αυτό, οι καπετάνιοι των εμπορικών ατμόπλοιων είναι ανεξάντλητοι. Επισημαίνουν την «παρακμή» του λιμανιού του Βόλου, παραπονιούνται ότι φορτώνουν λιγότερα πράγματα και κόσμο απ’ ό,τι επί οθωμανικής κυριαρχίας, κατηγορούν τους Έλληνες ότι έκαναν τη χώρα πιο φτωχή, κυνήγησαν τους παλιούς κατοίκους, στέρησαν τη γόνιμη αυτή γη από γεωργούς, τέλος ότι μετέτρεψαν την πλούσια αυτή πεδιάδα σε στείρα και γυμνή έρημο. Στην Ελλάδα, το ζήτημα της Θεσσαλίας έχει γίνει ένα όπλο με το οποίο η αντιπολίτευση κεντρίζει περιοδικά την κυβέρνηση. Οι δυσαρεστημένες εφημερίδες αρέσκονται να επιμένουν στην εκκένωση των νέων επαρχιών, στη φτώχεια των λιγοστών κατοίκων, στη φυγή των εργαζομένων, στην παντελή έλλειψη κεφαλαίων, με δυο λόγια στην καθολική χρεοκοπία των ελπίδων που έτρεφαν οι Έλληνες πατριώτες την εποχή της προσάρτησης. Η κακή διάθεση της αντιπολίτευσης δεν σταματάει ούτε μπροστά στα μέτρα κοινής ωφελείας που έλαβε η κυβέρνηση με φανερή καλή προαίρεση: οι θεσσαλικοί σιδηρόδρομοι δεν κατασκευάστηκαν για τους ταξιδιώτες αλλά για τους μετόχους· η τοπική γραμμή που θα συνδέσει κάποια χωριά στο νότιο Πήλιο, της οποίας το προσχέδιο μελετάται από τους μηχανικούς της γαλλικής αποστολής, θεωρείται από μερικούς αδέξια επιχείρηση, που ξεκίνησε αποκλειστικά για να αρέσει στους ισχυρούς εκλογικούς παράγοντες. Συνάντησα τον απόηχο των ερωτημάτων, αυτών των ανησυχιών ή και μνησικακιών, στις συζητήσεις των ντόπιων και στις επαρχιακές εφημερίδες, κατά τη διάρκεια της εξόρμησής μου στη Θεσσαλία, στο Δομοκό, στα Φάρσαλα και στο Βόλο.

 

[…]

 

Από τα Φάρσαλα στο Βόλο, 21 Ιουλίου

 

Το τρένο που περνάει από τα Φάρσαλα καθώς έρχεται από τα Τρίκαλα μας οδηγεί στο Βόλο σε λίγες ώρες. Ό,τι και να λένε οι αντίπαλοι, πολιτικοί ή άλλοι, για τους θεσσαλικούς σιδηροδρόμους, νιώθει κανείς ωραία όταν αφήνει τους αγωγιάτες, τα μουλάρια τους και τα δήθεν άλογά τους για ένα αναπαυτικό βαγόνι. Επιπλέον, απ’ τη στιγμή που επιστρέφουμε στον πολιτισμό, είμαστε σίγουροι ότι θα ακούσουμε να μιλούν γαλλικά. Δύο έλληνες μηχανικοί συζητούν δίπλα μου με την πιο καθαρή παριζιάνικη προφορά. Ο ένας έχει μια ολόκληρη συλλογή εφημερίδων και μου την προσφέρει με πολλή ευγένεια.

Ο Βόλος είναι μια ολοκαίνουρια πόλη. Εδώ πρέπει να κάνω πάνω κάτω τις ίδιες παρατηρήσεις που έκανα και στη Λαμία. Ορισμένες πόλεις στην Ελλάδα λες και έχουν ξεφυτρώσει από το έδαφος· και, μπροστά σ’ αυτή τη γρήγορη ανάπτυξη, δυσκολεύεσαι να πιστέψεις τις μαρτυρίες των πρόσφατων ταξιδιωτών. Όταν ο κ. Mézières επισκέφθηκε το Πήλιο, ο Βόλος ήταν τουρκικό φρούριο. Αργότερα, ο κ. de Vogüé δεν βρήκε παρά μια χαριτωμένη προβλήτα, που φυλάγεται ζηλότυπα από την οθωμανική ακρόπολη. Από την προσάρτηση και μετά, οι κάτοικοι χτίζουν όπου βρουν. Κατά μήκος της προκυμαίας, τα σπίτια διατάσσονται λευκά, κανονικά και καθαρά. Οπουδήποτε αλλού, αυτό θα ήταν οικτρά κοινότοπο. Αλλά όταν σκέφτεσαι πόσο θλιβερά είναι ορισμένα τούρκικα χωριά, βρίσκεις σ’ αυτά χοντροκομμένα κτίρια μια χαρούμενη, ζωηρή όψη που σ’ ευχαριστεί να τη βλέπεις. Ο όρμος είναι μεγάλος και κλειστός· μοιάζει περιφραγμένος, σαν λίμνη, από έναν κύκλο βουνών. Οι βάρκες χορεύουν στο κύμα. Ένα μικρό ελληνικό πολεμικό πλοίο λικνίζεται πάνω στις άγκυρές του, ολοκαίνουριο κι αυτό, και περήφανο και ικανοποιημένο, με τη γαλανόλευκη σημαία του. Δύσκολα θα το έλεγε κανείς καράβι· μοιάζει περισσότερο με παιχνιδάκι! Όλα είναι έτσι σ’ αυτή τη μικρογραφία βασιλείου. Όλα μοιάζουν μικρά, παιδιάστικα, σαν να γεννιούνται τώρα. Αλλά σ’ αυτή τη μινιατούρα υπάρχει πολλή ευγένεια και λεπτή χάρη, πολλή ζωή και πίστη στο μέλλον. Αυτή η αναγέννηση καμιά φορά μοιάζει με αρχή. Το να παρακολουθείς, στον κουρασμένο αιώνα μας, τη διαπαιδαγώγηση ενός λαού, την ανάπτυξη ενός έθνους, είναι θέαμα αρκετά σπάνιο· υποκύπτεις στον πειρασμό να καθυστερήσεις και να το απολαύσεις ολοκληρωτικά.

Οι φαρδιοί δρόμοι του Βόλου μοιάζουν με τους δρόμους της Αθήνας. Η επαρχία προσπαθεί φανερά να αντιγράψει την πρωτεύουσα. Σε μια επιγραφή διαβάζω: «Μοντέρνος ράφτης». Και αλλού: «Άρτος γαλλικός». Στο πεζοδρόμιο, πλάι στους βλάχους βοσκούς και τους Εβραίους με τα γαρνιρισμένα με γούνα καφτάνια τους, συναντάς παριζιάνικες τουαλέτες, λουλουδάτα καπέλα, κόκκινες ομπρέλες.

Αν η Αθήνα έχει τον Υμηττό, ο Βόλος έχει το Πήλιο, και είναι φυσικό να διστάζει κανείς ανάμεσα στα δύο. Το ψηλό βουνό κυριαρχεί στην πόλη και κατεβαίνει ως τη θάλασσα. Ένας μεγάλος ελαιώνας απλώνει, μέχρι τη μέση της ακτής, τον κυματισμό των χλωμών συστάδων του. Πευκώνες σκεπάζουν με τις πρασινάδες τους τις πλαγιές και, πολύ ψηλά, στις σκαμμένες σαν λεκάνες κοιλάδες, άταχτα σπαρμένα φωτεινά σπίτια ζωντανεύουν το σκούρο πράσινο. Είναι ο Άνω Βόλος, η Μαλισάτικα, η Μακρυνίτσα, η Πορταριά, μια ολόκληρη σειρά από βουνίσιες πόλεις, που από μακριά μοιάζουν με σωρούς από λευκές πέτρες.

Δε θα ήθελα να με υποπτευτούν ότι κάνω σκόπιμα διαφήμιση, αλλά πρέπει να δηλώσω ότι το «hôtel de France», στο Βόλο, αντέχει άνετα στη σύγκριση με τα πολλά και διάφορα hôtels de France που συναντά κανείς στον κόσμο. Άψογα γκαρσόνια, των οποίων η τυπικότητα μετριάζεται από μια ελαφριά δόση ελληνικής οικειότητας, σπεύδουν γύρω σας, μιλούν γαλλικά και σας παρουσιάζουν το μενού με την πιο πολιτισμένη χάρη. Το βράδυ, στο δείπνο, μια ορχήστρα από νεαρές Αυστριακές παίζει το Φάουστ και το Père la Victoire! Τα γεύματα αυτά μετά μουσικής θα θύμιζαν το Γκραντ-Οτέλ, αν δεν είχαμε, ευτυχώς, μπροστά μας το άνοιγμα του όρμου, όπου ο φλογισμένος ορίζοντας σπέρνει ρόδινα ψήγματα. Ένα μεγάλο καφενείο είναι δίπλα στην αίθουσα όπου δειπνούμε. Μας προσφέρουν τη Figaro, τη Journal des Débats. Να ’μαστε ξανά στην πρόσοψη της Ελλάδας: Δυο βήματα από τις θλιβερές ερημιές, ξαναβρίσκουμε τον πολιτισμό.

 

Deschamps G., Η Ελλάδα σήμερα. Οδοιπορικό 1890. Ο κόσμος του Χαριλάου Τρικούπη, Μετάφραση: Α. Δαούτη, Πρόλογος–σχόλια: Α. Νικολοπούλου, Τροχαλία, Αθήνα 1992, 1892 (1η), σελ. 317-318, 325-326, 329.