Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

68

Δ. ΠΕΤΡΟΚΟΚΚΙΝΟΣ 1911, Αθήνα
Δ. ΣΑΡΑΤΣΗΣ

25 Τιμολέοντος
Αθήνα 9-3-1911
Αξιότιμε φίλε,

Έλαβα το γράμμα σας με τις εσώκλειστες αποδείξεις και σας ευχαριστώ.
Με μεγάλη μας λύπη μάθαμε τα αυτού νέα και φυσικά πολύ λυπηθήκαμε που το πραγματικώς μεγάλο σας και ωραίο έργο σταμάτησε με τέτοιο τρόπο. Ας ελπίζομε όμως πως όλα αυτά θα έχουν τον αντίχτυπό τους, πως τα μάτια του κόσμου θ’ ανοίξουν και πως η αντίδραση δεν θ’ αργήσει.
Για τον Όμιλο η γενική ιδέα είναι να εξακολουθήσει και να στραφεί στο φωτισμό της Κοινής Γνώμης, και στο να κάμει οπαδούς. Αλλά χρειάζεται δουλειά κι ενθουσιασμός…
Με υπόληψη και αγάπη
Δικός σας
Δ.Π. Πετροκόκκινος

[…]

78

ΑΛ. ΔΕΛΜΟΥΖΟΣ 1911, Χόρτο Αργαλαστής
Π. ΔΕΛΤΑ

Χόρτο, Λαμπρή 1911

Τρεις μέρες τώρα είμαι με τη γυναίκα μου και το παιδί μου μακριά από το τραγικό φρενοκομείο του Βόλου, σε μια έρημη σκάλα του Παγασητικού. Λίγα σπίτια, δυο βάρκες, 1-2 αδειανά καΐκια, τέσσερα σκυλιά και 5-6 άνθρωποι· ο ένας τους τρελός. Οι άνθρωποι έφυγαν χθες για να κάμουν Λαμπρή στο χωριό τους κ’ έμεινε μόνον ο τρελός κ’ εμείς—Το Χόρτο, όνομα και πράμα, γεμάτο πρασινάδα με δάσος ελιών και πολλές λεύκες που φτάνουν ως κάτω στην ανοιχτή θάλασσα· μια βαθιά ρεματιά σχίζει το βουνό και φτάνει ως το Αιγαίο κ’ έτσι έχομε πάντα δροσιά. Εκεί μέσα νερά άφθονα και κάθε κλαδί κι αηδόνι· πρωί και δειλινό σωστή συμφωνία. Νομίζαμε πως η ψυχή μας είχε λερωθεί τώρα τελευταία απ’ ό,τι είδε και άκουσε, μα μόνο τ’ αυτιά ήταν λερωμένα· η ψυχή ξαναγύρισε στους τόνους και ξαναβρήκαμε τη γαλήνη και τον εαυτό μας.
Έτσι τώρα μπορώ και θέλω να Σας γράψω, γιατί ό,τι έγινε ξαναπερνά εμπρός μου με δύναμη, καθαρισμένο όμως πια από κάθε ατομικό και πρόστυχο και βρωμερό! Τέτοια επισκόπηση μού ήταν ως τα τώρα αδύνατη και σιωπούσα. Μα πάλι με την εντύπωση των εφημερίδων δεν έπρεπε να μείνετε, γι’ αυτό ανέθεσα στη μαθήτριά μου Σπηλιωτοπούλου να Σας γράψει. Στο γράμμα της βλέπετε τον αντίκτυπο που είχαν στη σχολική μας ζωή και στην ψυχή των παιδιών τα τελευταία γεγονότα· αυτά Σας τα είπε Ο Κήρυξ στολισμένα με όλα τα ψεγάδια της νεοελληνικής κοινωνίας· έτσι για μένα μένει κάτι άλλο.
Ο δεσπότης είχε πέσει τον τελευταίο χρόνο τόσο πολύ στη συνείδηση του κόσμου με τα ανήθικα φερσίματά του, ώστε η θέση του κλονιζόταν και έπρεπε να σηκωθεί. Το όργανό του Ο Κήρυξ μάταια τον ελήστευε προσπαθώντας δήθεν να στερεώσει το θρόνο του· έλειπε η ευκαιρία. Μα το πιο δυνατό τρίκλισμα του δεσπότη συνέπεσε με το γλωσσικό ζήτημα που ανακινούσαν στην Αθήνα οι μαριονέττες των κομμάτων: και τα δύο επωφελήθηκαν λίγοι διδάσκαλοι και οι καλόγριες του Βόλου. Οι πρώτοι, οι πιστοί πάντα σύμβουλοι του Σεβασμιωτάτου, πριν λειτουργήσει το Α. Παρθεναγωγείο είχαν πολλές παραδόσεις που επί τρία χρόνια τους έλειψαν· πολλές φορές παρακάλεσαν την εφορεία να τους πάρομε στο σχολείο μας να διδάξουν, μα δεν το κατόρθωσαν· και ούτε ήταν ελπίδα να το κατορθώσουν, αφού καταρτίσαμε στο τέλος μόνιμο προσωπικό. Σ’ όλο αυτό το διάστημα μας πολεμούσαν, αλλά χωρίς επιτυχία. Το ίδιο και οι καλόγριες με τη σχολή τους· ενώ στην αρχή πήγαιναν περίφημα, τον τελευταίο χρόνο είχαν ξεπέσει τόσο, ώστε αναγκάστηκαν να δίνουν ιδιαίτερα νυκτερινά μαθήματα σε μαθητάς γυμνασίου· από 22 πλουσιοκόριτσα που αποφοίτησαν φέτος από τα κοινά παρθεναγωγεία, τα 20 ήρθαν σε μας και τα δύο πήγαν, θαρρώ, στην Αθήνα· οι καλόγριες πήραν μόνο 3-4 χωριατοπούλες που ζητούσαν και pension· —για το ερχόμενο όμως σχεδίαζε η εφορεία να κάμει και στο Αν. Παρθ. pension· έτσι οι καλόγριες έπρεπε να φύγουν. —Ένα μεγάλο ποσό στον Κήρυκα, αν έκανε εμάς να φύγομε· και η σταυροφορία έγινε: εμπρός ο δεσπότης, πίσω Ο Κήρυξ, παράλληλα οι δάσκαλοι και στο βάθος εκ του αφανούς οι καλόγριες αγωνίζονται τον έσχατον υπέρ της γλώσσης και της ορθοδοξίας αγώνα! Ο δεσπότης επισκέπτεται το σχολείο μας, όπου η αφορμή που γύρευε του δόθηκε με το παραπάνω. Του προσβάλαμε τον εγωισμό του και σε όλα τα ελατήρια προστίθεται τώρα και η καλογερική εκδίκηση· κι αυτή φρένιασε, όταν έγινε γνωστό πως η κ. Χριστάκου, που του φέρθηκε έτσι, είναι προστατευομένη του Παγώνη, ενός θανασίμου παλαιού εχθρού του Σεβασμιωτάτου, που τον είχε διώξει μια φορά από τα Πατριαρχεία της Αλεξανδρείας ως ρωσσόφρονα.
Εμείς — τα δύο μέλη δηλ. της εφορείας, η κ. Κουκουσλή, ο κ. Σαράτσης κ’ εγώ — κοιμόμαστε μην ξέροντας ακόμη τη δύναμη του ράσου στον τόπο μας και ζητούσαμε ικανοποίηση! Ο Πατριάρχης τέλος πήρε την προεδρεία στον αγώνα του έθνους υπέρ των κεκοιμημένων, το ζήτημα έγινε πανελλήνιο και το κλείσιμο του σχολείου μας θα έδινε στο δεσπότη ό,τι ζητούσε: θα τον ύψωνε σε πρόμαχο των ιεροτάτων δίπλα στο Μιστριώτη και στον Πατριάρχη. Η ατομική προσβολή χάθηκε στο γενικό πανζουρλισμό και κίνδυνο της φυλής. Παπάδες γύριζαν παντού και φανάτιζαν τον κοσμάκη, κηρύγματα ακούστηκαν από τους άμβωνες των εκκλησιών. «Άθεοι, μασόνοι, αναρχικοί κ.λπ.», «θέλουν να μας πάρουν τ’ άγιο μύρος», ψιθύριζαν οι γυναικούλες στις γειτονιές και σταυροκοπιώνταν, «να μη βαφτιζόμαστε —να μη βάζουμε στεφάνι— να μη νηστεύουμε —να μην πηγαίνουμε στις εκκλησίες! αυτά θέλουν·— να, το παιδί του το ‘χει αβάφτιστο και το κεφάλι του μυρίζει κρεατίλα!— δεν έχει στεφάνι στον τοίχο, ούτε κονίσματα— διώξαν τον παπά απ’ το σπίτι, δε φιλάει το σταυρό» και άλλα παρόμοια φανάτιζαν τον κοσμάκη, ενώ για τον επιστημονικό όχλο έφτανε η λέξη: μαλλιαρός.
Και ο ερεθισμός μέρα με την ημέρα γινόταν μεγαλύτερος και τον τροφοδοτούσε τακτικά ο πανελλήνιος τύπος με την πολιτική σταυροφορία του και οι φλογεροί ρήτορες της διπλής Βουλής. Θρησκευτικοί και ανορθωτικοί σύλλογοι του Βόλου έκαναν ψηφίσματα κατά του Α. Παρθεναγωγείου όπου «υβρίζεται ο κλήρος, διαφθείρεται η γλώσσα και η διδασκαλία γίνεται παρά τους κανόνας της Ορθοδοξίας». Δεσπότης =ο δυνατότερος πολιτικός παράγοντας ενός τόπου· οι πολιτευόμενοι του νομού μας θέλησαν να τον περιποιηθούν και καλοί καιροσκόποι όπως είναι ψυχολόγησαν την κοινή γνώμη κι άλλοι στη Βουλή, άλλοι στο Βόλο ενίσχυσαν τον ιερόν αγώνα του αρχιερέως. Πολλοί δημοτικοί σύμβουλοι πολιτεύονται, άλλοι ως επίτροποι εκκλησιών κλπ. έχουν δοσοληψίες με το δεσπότη, πρόεδρος της εφορείας του σχολείου είναι ο δήμαρχος και το ένα μέλος είναι βουλευτής της ανορθώσεως.
Μόλα ταύτα το σχολείο δεν έπεφτε· 4 δημοτικοί σύμβουλοι το υπερασπίζανε δυνατά και δημοτικό συμβούλιο δε μπορούσε να γίνει, γιατί ο πρόεδρός του κ. Κουτσαγγέλης ήταν μαζί μας και δεν το καλούσε. Και τότε έσυραν από την κόλαση και τη μαύρη ηθική: «τα κορίτσια πάνε περίπατο στις σπηλιές —παίζουν— γελούν πολύ—σκάβουν—κάνουν τεχνητή αναπνοή!—όργια έπιασε σ’ αυτό το σχολείο ο δεσπότης!», έτσι έλεγε κάποιος παπάς. Ένας έκφυλος, θρησκόληπτος και μιστριωτόβλητος πατέρας είχε στείλει εδώ και 4 μήνες το κορίτσι του —ως 11 χρόνων— στο σχολείο μας, γιατί τον ανάγκασε η κουνιάδα του που ήταν μέλος της εφορείας. Το έφερε χωρίς να θέλει και γύρευε αφορμή να το αποσύρει. Μεταχειρίστηκε ως όργανο το ίδιο το παιδί του: «όταν σκάβετε, δε φαίνονται τα πόδια σας;» —«ναι, πατέρα!». Κατά μάνα κατά τάτα έτσι γιος και θυγατέρα· και η θυγατέρα, σωστό αγγελούδι στη μορφή, βγήκε δυστυχώς κι αυτή έκφυλη και οι συκοφαντίες —«στον περίπατο, άμα είναι κανένα δύσκολο μέρος, μας δίνει ο δάσκαλος το χέρι και μας βοηθεί» κλπ.— έπιαναν τόπο, αφού ήταν τόσο επίσημες. Πολλοί ρωτούσαν απορώντας «μα γιατί όλα τ’ άλλα 45-50 παιδιά δε λένε τίποτα;», και ακούστηκε και η απάντηση: «δεν ξέρεις συ! μόλις πάνε, τα βάζουν και κάνουν μεγάλο όρκο να μη μαρτυρούν ό,τι γίνεται κει μέσα». —Από τέτοια σπερμολογήματα ήταν ο πιο μεγάλος φόβος, γιατί ζούμε σε επαρχία και πρόκειται και για κορίτσια. Μόλα ταύτα απ’ όλες τις μαθήτριες έλειψαν μόνο 4· η μικρή που είπα παραπάνω, μια ξαδέρφη της, η κόρη ενός παπά που την απέσυρε κατά διαταγή του δεσπότη και μια από τη Β’ τάξη, προορισμένη για το Αρσάκειο. Όλες οι άλλες, αν και είχε γίνει από τους παπάδες και άλλους δεσποτικούς συστηματική προπαγάνδα στους γονείς για να πάρουν τα παιδιά τους, εξακολουθούν να φοιτούν τακτικότατα· και άφηναν να εκδηλώνεται πιο πολύ ο στενός τους δεσμός μαζί μας, ενώ έξω κουφόβραζε η φοβέρα ενός αφηνιασμένου όχλου και η συκοφαντία οργίαζε εις βάρος της ηθικής δασκάλων και παιδιών. Η χαρά όμως είχε λείψει και το σχολείο μας είχε εκνευριστεί μέσα στην ανησυχία ενός αθώου καταδίκου. Ο τελευταίος μας περίπατος —όχι πια κάθε τάξη χωριστά με το δάσκαλό της, μα όλες μαζί,— έμοιαζε μια νεκρική πομπή!
Τα πανελλήνια συλλαλητήρια και ψηφίσματα επέβαλαν τώρα το διαβόητο άρθρο στο Σύνταγμα, οι κεκοιμημένοι ενίκησαν τους ζωντανούς, και όμως χάρις στην επιμονή των δικών μας συμβούλων και του προέδρου τους ακόμη δεν είχε κλείσει ένα σχολείο όχι μόνο αντιθρησκευτικό, αντεθνικό και ανήθικο, μα και παρά τους κειμένους νόμους λειτουργούν. Έτσι κατέφυγαν στο τελευταίο τους όπλο, το συλλαλητήριο και το προετοίμασαν, όπως παπάδες και πολιτικοί ξέρουν, για τις 3 Μαρτίου.
Το πρωί δίδαξα στην τάξη μου την Ελληνίδα Μητέρα του Σολωμού· ήταν το τραγούδι που έπρεπε τα παιδιά μου να πάρουν μαζί τους και το αισθάνθηκαν βαθιά. Το απόγευμα είχαν λίγες από τις μεγάλες μαθήτριες ιδιαίτερο μάθημα μουσικής. Πήγα σχολείο και τις βρήκα αναστατωμένες με μάτια κλαμένα. Με τα πολλά έμαθα από το μουσικό πως επισκέφθηκαν μια μαθήτριά μου που έλειπε το πρωί, τη Χ. Κυριακοπούλου —την ξέρετε από τις εκθέσεις και την αντιγραφή του βιβλίου Σας.— Τη βρήκαν σε ελεεινό χάλι, ο πατέρας της δεν την άφηνε να ‘ρθεί, ούτε θα την άφηνε πια. Ήταν από τις παλαιότερες και καλύτερες μαθήτριές μου· εδώ και 10 μέρες είχε φύγει μια άλλη, η Θεοφανίδου, γιατί μετέθεσαν τον πατέρα της στην Κέρκυρα. Και οι δυο τους ήταν το ωραιότερο στεφάνι της εργασίας μου· σε όλο τον κατατρεγμό για πρώτη φορά τώρα πόνεσα τόσο που δάκρυσα, γιατί έβλεπα να διαμελίζουν ζωντανό ένα δημιούργημα.
Φρόντισα να φύγουν γρήγορα όσα παιδιά ήταν και αφού τοποθέτησα 3-4 αστυφύλακες που έστειλε η αστυνομία στις διάφορες τάξεις πήγα σπίτι.
Κλεισμένος στο γραφείο διάβαζα στους δικούς μου και σε δυο φιλικές οικογένειες τις τελευταίες εκθέσεις των παιδιών μου που έδειχναν την οριστική νίκη του συστήματος, ενώ έξω όλες οι καμπάνες χτυπούσαν δαιμονισμένα και καλούσαν τους πιστούς στον ιερόν αγώνα. Την ιεροτελεστία μας τάραξαν κατά τις 5 1/2 πολλές ασυνάρτητες φωνές· τα παράθυρα ήταν σφαλισμένα και δε μπορούσαμε να ιδούμε τίποτα. Η βουή όμως σιγά-σιγά απομακρύνονταν και σε λίγο έσβησε. Τότε άνοιξαν ένα παράθυρο και είδαν το σπίτι τριγυρισμένο από χωροφύλακες. Ύστερα έμαθα πως καμιά πεντακοσαριά άνθρωποι τράβηξαν από την Επισκοπή άλλοι προς το σπίτι μου και άλλοι προς το σχολείο· εκεί όμως βρήκαν εμπρός τους στρατιωτική ζώνη. Ήθελαν οι πιο παλικαράδες να τα σπάσουν όλα, οι λογικότεροι να πάρουν, λέει τα κλειδιά. Ο διευθυντής της αστυνομίας με το φρούραρχό τους έπεισαν να διαλυθούν· τράβηξαν τότε προς τη δημαρχία, όπου άλλος πολύς κόσμος περίμενε την απόφαση του συμβουλίου, που ο πρόεδρός του αναγκάστηκε πια να το καλέσει. Απάνου οι δημοτικοί σύμβουλοι συνεδρίαζαν. Σε δύο που πήγαν τελευταίοι ο υπαστυνόμος είπε πως πρέπει το σχολείο να κλείσει, γιατί ο λαός είναι εξαγριωμένος. Την ιστορική συνεδρίαση τη βλέπετε πιστά γραμμένη στη Θεσσαλία της 4 Μαρτίου. Η απόφαση οφείλεται στην πανελλήνιο τεχνητή εξέγερση, στις ενέργειες και στη δύναμη του δεσπότη και στην πίεση του κόσμου: σταυρωθήτω! —ούτε ψευδομάρτυρες καν δε ζήτησαν και η σταύρωσις εγένετο: οι πρόκριτοι του τόπου σταύρωσαν τα παιδιά τους.
Το πρωί σηκώθηκα αργά και πήγα σχολείο κατά τις 8 και 1/2. Περίμενα να βρω μόνον υπαλλήλους της δημαρχίας. Όλες οι τάξεις ήταν ανοιγμένες, μα δεν ακουγόταν τσιμουδιά· στο γραφείο περίμενε το προσωπικό: «Τα παιδιά είναι όλα στις τάξεις τους». Πήγα στην πρώτη, τη μικρή τάξη· όλα τα κεφάλια σκυμμένα: —«Το σχολείο μας το ‘κλεισαν γιατί έτσι το θέλησε η συκοφαντία· μη σκύβετε τα κεφάλια σας! κάθε νέα ιδέα πρέπει να πολεμήσει για να νικήσει· και θα νικήσει, όταν στηρίζεται στην αγάπη, την ειλικρίνεια και την αλήθεια. Και ότι τέτοια είναι η εργασία μας το δείχνει τώρα η διαγωγή Σας· ήρθατε όλες και πονείτε που Σας αδίκησαν και ζητούν να Σας στερήσουν το σχολείο Σας. Θα κάμομε ό,τι εξαρτάται από τη θέλησή μας· θα μείνουμε εδώ ως που να μου κοινοποιήσουν την απόφαση του συμβουλίου. Όταν κι αυτό γίνει, τότε θα συνεννοηθούμε με τους γονείς Σας για να μη μείνετε στη μέση. Και τώρα στο μάθημά Σας». Με τα ίδια λόγια προσπάθησα να συγκρατήσω τη Β΄ τάξη, κι οι δυο τους άρχισαν μάθημα.
Μα στη μεγάλη τάξη ήταν αδύνατο να κρατήσω την ψυχραιμία μου· γιατί εδώ τα παιδιά είχαν ζήσει μαζί μου πιο πολύν καιρό, ήταν δική μου τάξη και αισθάνονταν βαθύτερα. Έστειλα το φυσικό να κάμει μάθημα, αλλά του είπαν πως δεν μπορούσαν —Στο γραφείο βρήκα τον κ. Αδαμίδη, τον πατέρα μιας μεγάλης μαθητρίας μου. Είναι Ηπειρώτης, ως 60 χρόνων «τι θα κάμομε τώρα κ. Δελμ.;»—, «να ιδούμε»,— «πρέπει να το κρατήσομε και μόνοι μας! πλούσιος δεν είμαι, μα δίνω και 1000 δραχμές για να κρατηθεί το σχολείο· έχω κι άλλα παιδιά!». Μου είπε ότι η Χ. Κυριακοπούλου του παράγγειλε με την κόρη του να πείσει τον πατέρα της και την ξαναστείλει σχολείο, ειδεμή θα σκοτωθεί. Είναι ένα από τα πιο μετρημένα και πιο σεμνά κορίτσια. Στον πατέρα της πήγε κάποιος δεσποτικός και του είπε πως θα είναι άτιμος, αν δεν πάρει το κορίτσι του από τέτοιο σχολείο — και φυσικά έπρεπε να το πάρει — Έστειλα την επιστάτρια σπίτι και μου πήρε τον «Οιδίποδα Τύραννο»· στις 9 χτύπησα το κουδούνι για να φανεί πως ζούμε· καμιά όμως δε βγήκε από την τάξη της. Ξαναχτύπησα είσοδο, πήγα στην τάξη μου και έκαμα μάθημα το τέλος του «Οιδ. Τυράννου»· το θέμα ήταν τέτοιο, ώστε η προσοχή τους συγκεντρώθηκε —το κουδούνι χτύπησε τακτικά, όπως και πρώτα· οι δάσκαλοι πάλι στις τάξεις τους.
Μ’ εκάλεσε ο διευθυντής της αστυνομίας, πήγα φυσικά με αμάξι και μου ανακοίνωσε πως δεν αναλαμβάνει καμιά ευθύνη, αν εξακολουθήσουν μαθήματα· δεν έχει, είπε, αρκετή δύναμη, ώστε να επιβληθεί! «Ζήτησα ενίσχυση τηλεγραφικώς από την κυβέρνηση και όταν μου στείλουν, μπορείτε να εξακολουθήσετε». Έπρεπε να φύγουν οι μαθήτριες, πριν σχολάσουν οι καπναποθήκες και γεμίσουν οι δρόμοι από εργάτες. Στις 11 μάζεψα όλες σε μια τάξη και τους μίλησα έτσι που η χαρά ξαναγύρισε στη μορφή τους· εκάλεσα τους γονείς για το απόγευμα και στις ίδιες είπα να ξανάρθουν το Σάββατο πρωί. Το απόγευμα ήρθαν αρκετοί γονείς, τους είπα πως το προσωπικό εργάζεται δωρεάν ως το τέλος του έτους, ώστε αυτοί δεν έχουν παρά να πληρώσουν τα έξοδα της Γαλλίδας και το ενοίκιο. Δέχτηκαν πρόθυμα με τη σύσταση να περάσουν λίγες ημέρες, όσο να ησυχάσει ο θόρυβος.
Την Παρασκευή μου κοινοποίησαν την απόφαση του Συμβουλίου. Παρέδωκα το σχολείο, το κλείδωσαν και τα κλειδιά τα πήραν στη δημαρχία —ο αστυνόμος με ξαναφώναξε και πήγα στην αστυνομία από απόκεντρους δρόμους. Εκεί κοντά αντάμωσα ένα γκαρσόνι της μπύρας που συχνά του άφηνα pourboire. Τον κοίταξα νομίζοντας πως θα με χαιρετήσει· με κοίταξε κατάματα: «ούξου μαλλιαρέ, μασόνε!», φώναξε κ’ έφυγε. Στην αστυνομία μού σύστησαν να μη βγω από το σπίτι 5-6 ημέρες, γιατί δε μπορούν να εγγυηθούν για τη ζωή μου· μου έδειξαν το τηλεγράφημα που έστειλε η διεύθυνση της αστυνομίας Λαρίσης, όταν της ζήτησαν ενίσχυση:… «επιτάξατε μη τηρεί προκλητικήν στάσιν Δελμούζος… αληθώς υπονομεύων θρησκείαν και γλώσσαν λαού!». —Έτσι έμεινα φυλακισμένος· το τηλεγράφημα δημοσιεύτηκε στον Κήρυκα προς γνώσιν του κοινού.
Το Σάββατο πήγαν τα παιδιά σχολείο, μα το βρήκαν κλειστό. Πολλά ήρθαν σπίτι μου. Η Αγγελίδου είναι η τελειότερη Ελληνίδα που έχω ιδεί ως τώρα: απλή, σεμνή, δυνατή, ωραία η ψυχή της όπως και η μορφή· φαινομενικώς πάντα ατάραχη· στο γραφείο μου ήταν μερικοί δημοδιδάσκαλοι από τους δικούς μας. Μας έλεγε θαρρετά τι εντύπωση της έκαμε όταν βρήκε το σχολείο κλειστό: «χθες είχα πυρετό 38 βαθμούς»! Ρώτησε κάποιος «γιατί;». —«Από το κακό μου». Και μια άλλη: «και η Κυριακοπούλου είναι στο κρεβάτι με δυνατό πυρετό»— φωνάζουν στο δρόμο, μα δε με μέλει—, και σε λίγο: «κύριε διευθυντά, να ερχόμαστε εδώ να κάνομε μάθημα, τουλάχιστον η τρίτη τάξη; —Όχι ακόμα —Τότε να πηγαίνομε στις ελιές, στο σπιτάκι που μας λέγατε πως μοιάζει με τον υπόγειο τάφο της Αντιγόνης. —Δεν κάνει, παιδί μου, ακόμα, πρέπει να ησυχάσει ο κόσμος τότε να πηγαίνομε περίπατο και να τα λέμε περπατώντας!». —Το απόγευμα ήρθαν 3-4 και η Χ. Κυριακοπούλου μαζί. Οι άλλες μου είπαν πως ο πατέρας της πείστηκε να την ξαναστείλει, όταν ανοίξει το σχολείο. Σ’ όλες έδωκα να μου γράψουν μια έκθεση για το διωγμό του σχολείου μας. Αν ήταν με το διωγμό και το κλείσιμό του να πάρω τέτοιες εκθέσεις, τότε καλύτερα που έκλεισε· της Σπηλιωτοπούλου θα την έχετε τώρα διαβάσει.
Κάθε μέρα έρχονταν σπίτι πολλά κορίτσια. Στο δρόμο τα έβριζαν, άλλοι φοβέριζαν πως θα τα κάψουν, αν ξανάρθουν κλπ. Με τα παιδιά όμως φανατίστηκαν και οι γονείς· και βλέπετε γέρους εμπόρους συντηρητικούς να κόβονται στην αγορά φωνάζοντας πως αδίκησαν τα παιδιά τους. Οι πάτριοι ενόσω έβλεπαν τον ενθουσιασμό των παιδιών και των γονέων, εξακολουθούσαν τον πόλεμο, γιατί φοβόντουσαν μην ξαναρχίσομε πάλι. Και πήραν τώρα αναρχικά βιβλία και έγραψαν πως τα διδάσκαμε δήθεν στα παιδιά και τα ρούβλια δώσαν και πήραν· μερικά ήρθαν από τη Γερμανία, απ’ όπου το μυστικό κομιτάτο έστειλε και τα αντεθνικά βιβλία μιας κυρίας με το ψευδώνυμο Δέλτα. Και ο εισαγγελεύς «προέβη κατά διαταγήν του υπουργού της δικαιοσύνης εις ανακρίσεις προς εξακρίβωσιν των καταγγελθέντων»· οι ανακρίσεις εξακολουθούν.
Τόσος καιρός πέρασε και η αγάπη και ο ενθουσιασμός των παιδιών μας γίνεται λατρεία και φανατισμός. Τα μάζευε η Γαλλίδα στην Alliance κάθε πρωί και τα δίδασκε Γαλλικά και Ιχνογραφία. Ο ιδιοκτήτης όμως καθώς και ο διευθυντής της Alliance φοβήθηκε και απαγόρευσε τα cours. Πήγαν στην αίθουσα του Ωδείου, μα κι από κει η διευθύντρια τα έδιωξε γιατί ωδείο και Alliance παίρνουν κάθε χρόνο επίδομα από το δήμο. Έτσι τώρα μένουν σκορπισμένα στα σπίτια τους. Θυμηθείτε τα κρυφά σχολειά της Τουρκοκρατίας — 1911!
Ο μουσικός του σχολείου μας είναι και καθηγητής στο ωδείο· εκεί, με τη συγκατάθεση της διευθυντρίας αφού επρόκειτο για επίδειξη, πήρε τα παιδιά μας στις 25 Μαρτίου και έδωκε κονσέρτο, όπου είχαν προσκληθεί όλοι οι επίσημοι: ο μέραρχος, ο νομάρχης, ο δεσπότης κ.ά. Το κυριότερο μέρος του προγράμματος ήταν τα τραγούδια και τραγούδια και χορωδία ήταν αποκλειστικώς του Α. Παρθεναγωγείου. Χειροκροτούσαν τόσο πολύ στο τέλος κάθε δημοτικού τραγουδιού, όπως και στον ύμνο της σημαίας του Σολωμού, και φωνάζαν bis, ώστε και ο ίδιος ο δεσπότης θέλοντας και μη χειροκρότησε. Τα παιδιά όμως τον κοίταξαν κατάματα, όλοι ψιθύριζαν πως χειροκροτούν το Α. Παρθεναγωγείο και ο Σεβασμιότατος ταραγμένος έφυγε στη μέση. Κάποιος είπε στο νομάρχη: «είναι τα παιδιά του Ανωτέρου που Σας ζητούν το σχολείο τους». Αυτά σε 20 μέρες.
Θα πείτε γιατί Σας κουράζω με τόσες λεπτομέρειες. Μα όσο και αν φαίνονται ασήμαντες και πολλές τους ατομικές, μας κάνουν να γνωρίσομε βαθύτερα τον τόπο που θέλομε να μορφώσομε και δείχνουν χειροπιαστή τη διαφορά δύο συστημάτων, δύο κόσμων πραγματικών.

Νόμιζα πως θα τελείωνα με τα παραπάνω, μα άλλο γεγονός ήρθε να φωτίσει καλύτερα την εικόνα. Έγραφα ως το μεσημέρι· το απόγιομα ο καιρός ήταν καλός και αποφάσισα να πάω με τη γυναίκα μου στο Μετόχι, ένα χωριό με 80 σπιτάκια, ως 1 ώρα μακριά από δω. Ο ξενοδόχος μας και κάποιος τελειόφοιτος της νομικής, σύμφωνος μαζί μας ως προς τη γλώσσα, μας είχαν καλέσει με τη διαβεβαίωση πως θα ευχαριστηθούμε πολύ. Η γυναίκα μου καβάλα, εγώ πεζός, πήγαμε στο χωριό κι όταν φτάσαμε στην πλατεία καμιά 15αριά μικρά και μεγάλα παιδιά μας υποδέχτηκαν σιγομουρμουρίζοντας· «να οι μαλλιαροί!». Οι μεγάλοι, λίγοι άντρες και 5-6 γέροι, κάθονταν στις καρέκλες κάτω από τον πλάτανο και μας κοίταζαν περίεργα χωρίς να μας χαιρετήσουν. Να μην τα πολυλογώ, ο ξενοδόχος και ο φοιτητής μας περιποιήθηκαν σπίτια τους, φέραμε μια γύρα στο χωριό, μα τα μουρμουρίσματα έγιναν φωνές και οι φωνές βρισιές. Για να φύγομε, έπρεπε πάλι να περάσομε από την πλατεία. Οι ξεναγοί ζήτησαν να μας ξεβγάλουν ως έξω, μικρά και μεγάλα παιδιά ακολουθούσαν: «ε, ε, οι μαλλιαροί! γιούχα η μαλλιαρίνα!» κλπ. και οι πέτρες έπεφταν απάνω μας βροχή. Κάποιος τα κυνήγησε, μα το πετροβόλημα εξακολουθούσε ως που απομακρυνθήκαμε εκτός βολής και φωνής.
Ο ξενοδόχος και ο φοιτητής γύρισαν πάλι στο χωριό τους και μεις τραβούσαμε το δρόμο μας αηδιασμένοι που και τα χωριά ακόμη μολύνθηκαν τόσο, ώστε να χάσουν και το στοιχειώδη σεβασμό στον ξένο και τη γυναίκα. Στη μέση του δρόμου παρουσιάζονται 5-6 Μετοχίτες μέσα από τις ελιές. Στέκονταν σε κάποια απόσταση και φώναζαν: «στον τόπο! κάτου απ’ το ζο!». Η γυναίκα μου, όπως ήταν κρυμμένοι, τους πήρε για ληστάς, τρόμαξε, φώναξε και έκανε να πηδήσει· κράτησα δυνατό το μουλάρι, έβαλα ασυνείδητα το χέρι στην άδεια τσέπη μου· «μη ζυγώσει κανένας, γιατί του τίναξα τα μυαλά!». —«Ας τους να ‘ρθούν εδώ, τι θέλετε, παιδιά;» —Οι ήρωες μισοκρυμμένοι πίσω από τις ελιές ξαναφώναξαν: «κάτου απ’ το ζο!» —«Ελάτε δω, ρε, τι θέλετε;» —«Να μην ξαναπατήστε στο Μετόχι, θα σας κάψουμε, δε θέλουμε δω μαλλιαροί!». Κι άλλος: «Η ταχινή να μη σας βρει στου Χόρτου γιατί θα σας πάρει ο διάουλους!». Η γυναίκα μου πάλι επέμενε να τους αφήσω να πλησιάσουν, να ιδούμε τι θέλουν, να τους μιλήσω, να τους φωτίσω κλπ. «Ελάτε δω, ρε παιδιά, τι σας ήρθε;» Ξεθάρρεψαν και βγήκαν από τις ελιές· οι δυο ως 17-18 χρόνων, οι άλλοι ως 30. Κρατούσαν στα χέρια τους άλλοι ξύλα και άλλοι πέτρες: —«Σήκουσ’ τα χέρια απάν’ να ζγώσουμε!». —Προτίμησα να κρατήσω το χέρι στην αδειανή τσέπη μου, για ν’ αποφύγω δυσάρεστες σκηνές, αν τυχόν και πλησιάζαν: «Τα χέρια απάν’!» —«Άιντε στο Βόλο, ραγιάδες και μη ζυγώσει κανένας, γιατί…» —τράβηξα το μουλάρι και προχωρήσαμε, ενώ δυο από τα παλικάρια πάλι πίσω από τις ελιές φώναζαν: «να σκωθείτε να φύγετε απ’ του Χόρτου, αλλιώς ούλου του Μετόχι θα ‘ρθεί να σας κάψει». —Περισσότερο δεν τόλμησαν.
Το κωμικοτραγικό επεισόδιο μας πότισε αηδία και πόνο. Ως που κατεβήκαμε στο ξενοδοχείο, συλλογιζόμουν τώρα πολλά και λυπόμουν κατάκαρδα. Μέσα στα πιο απόκεντρα χωριά όχι μόνο δηλητηριασμένοι, μολυσμένοι, μα και ραγιάδες! Και η παλικαριά ακόμα και η λεβεντιά των χωρικών μας πάει από τα θεσσαλικά βουνά! Και λυπόμουν ακόμα και για τον εαυτό μου. Η ιδέα της γυναίκας μου να τους μιλήσω, να τους φωτίσω, ήταν η καλύτερη: «θα καταλάβαιναν τι έκαναν, θα μετάνιωναν και θα γύριζαν πάλι στο χωριό τους διαφορετικοί. Τώρα τι κέρδισες; δεν πάνε έτσι εμπρός οι ιδέες! δεν είσαι ο άνθρωπος που τους πρέπει!». Δε μιλούσα, γιατί είχε δίκιο. Προφήτες θέλει για πολύν καιρό ο τόπος μας· μα χρειάζεται ηρωισμός για ν’ αντέχει κανείς στο χλευασμό.
Όταν ερχόμουν από το Βόλο, μέσα στο βαπόρι ήταν ένα σωρό χωριάτες κι από μερικούς με κολάρο έμαθαν πως είμαι μαλλιαρός. Φυσικά άρχισαν να φωνάζουν και να πειράζονται τάχα μεταξύ τους: «ρε μαλλιαρός είσαι; —όχι, μασόνος—σοσιαλιστής» κλπ. Πλησίασα έναν, το θρασύτερο, κάθισα δίπλα του και άρχισα να του μιλώ. Ρώτησα πρώτα για τις ελιές, έμαθα πως δεν τις καθαρίζουν, δεν τις περιποιούνται καλά κ.ά. Σιγά σιγά ο κύκλος έγινε μεγαλύτερος, τους κεντήθηκε το ενδιαφέρον και σε λίγο όλο το κατάστρωμα άκουγε. Μιλούσαμε για τις ελιές, την καλλιέργεια, το διάλεμα, πήγαμε στον τόκο, στο συνεταιρισμό και ασυνείδητα τους έφερα και στο γλωσσικό. «Μα τι είναι οι μαλλιαροί;» ρώτησε ο ένας, και κάποιος: «να, θέλνε, λέει, να λέμε: σοφία σούζα, κάτου τις κούτρες σας». Άλλοι «τον Παλιολόγο τον λένε Παλιοκουβέντα — να μας κάνουν Σλάβους, να μας χαλάσουν τη θρησκεία», και άλλα. Σιγά σιγά τους έβγαλα από την πλάνη· για Σας δουλεύουν οι μαλλιαροί· να γράφονται τα βιβλία όπως όλοι μας μιλάμε κ’ έτσι να τα καταλαβαίνετε και Σεις, να μορφωθείτε κλπ… —«αμ’ τότε γιατί φωνάζουν; τι θέλνε οι άλλοι;» Τους μίλησα μερικά αρχαία ελληνικά· «έτσι να μιλάτε όλοι και να γράφετε! —αμ’ αυτά είναι μαλλιαρά!» —Κ’ έπειτα με λόγια απλά ήρθαμε στη μόρφωση και απ’ αυτή στο συμφέρον τους και στα οικονομικά τους και όλοι άκουγαν τώρα με προσοχή και τα έβρισκαν σωστά. Όταν έφτασα στο Χόρτο, σα να λυπήθηκαν που έφευγα. Όταν ήμουν στη βάρκα, ακούστηκε μέσα από το βαπόρι μια φωνή δυνατή: μαλλιαρέ! μα έμεινε απομονωμένη.
Και τα δυο επεισόδια διδακτικά για όσους θέλουν να εργαστούν. Λογάριαζα να μείνω αρκετές ημέρες εδώ, γιατί είναι πολύ όμορφα. Αν και δήμαρχος και αστυνόμος μας εβεβαίωσαν πως δεν υπάρχει φόβος, μόλα ταύτα αποφασίσαμε αύριο να φύγομε. Τα γειτονικά χωριά μας έμαθαν, τώρα που περνούν οι γιορτές θα κατεβούν πολλοί χωριάτες εδώ για τις δουλειές τους και δυστυχώς δεν αντέχω στο χλευασμό. Κουράστηκα και το γράμμα μου θα τελειώσει στο Βόλο.
16-4-1911

Σαν υστερόγραφο Σας χαρίζω μια χτυπητή κορνίζα για τη σκηνή του Χόρτου· την πήρα από τον κ. Βάρναλη, σχολάρχη Αργαλαστής, όταν γυρίζαμε μαζί στο Βόλο. Μ’ αυτόν και το παιδί του δημάρχου που κατέβηκαν επίτηδες για να μας χαιρετήσουν, πεταχτήκαμε τη δεύτερη ημέρα, στην πρωτεύουσα του δήμου, την Αργαλαστή. Μείναμε εκεί ως 1 ώρα και ξαναγυρίσαμε στην ερημιά μας. Μόλις φύγαμε, μαζεύτηκαν πολλοί Αργαλαστιώτες και ρίχτηκαν του σχολάρχη, γιατί με κάλεσε και με συνόδευσε στο χωριό. Το πήραν πως επρόσβαλε την κοινή συνείδηση και αποφάσισαν να κάμουν συλλαλητήριο την άλλη μέρα και σύμφωνα με την πρόταση του πρόεδρου της κοινότητος να με κάνουν εξορία από τον τόπο τους! Ο δήμαρχος και λίγοι φρόνιμοι εναντιώθηκαν και το συλλαλητήριο και η εξορία ματαιώθηκε. Μόλα ταύτα η πρόθεση μένει και Σας δίνει με τα επεισόδια που ανέφερα παραπάνω την κατάσταση του τόπου μας. Η αφαίρεση εύκολη: μεσαίωνας, μα χωρίς τις αρετές του, όπως λέτε.
Οι γονείς με αναφορά τους ζήτησαν από το Υπουργείο της Παιδείας εξεταστική επιτροπή για ν’ αποδείξει ψέματα όλες τις συκοφαντίες κατά του σχολείου. Το ίδιο μου υποσχέθηκε και ο Βενιζέλος. Τον είδα μόνος μου και μίλησε με πολύν ενθουσιασμό για το Α. Παρεθναγωγείο. Μόλα ταύτα πέρασε 1 1/2 μήνας και ακόμα τίποτε. Έτσι βρίσκομαι σε μετέωρη κατάσταση, που δε μου επιτρέπει να φύγω από δω και να ξαναβρώ την ησυχία μου, την απαραίτητη για πνευματική εργασία. Για το έργο η επιτροπή δε θα ‘χει καμιά σημασία, γιατί μόλις δημοσιευθούν τα αποτελέσματα θα φανεί πως ό,τι είπαν ήταν συκοφαντίες· αλλά χρειάζεται για πολλούς λόγους· πρώτα, γιατί έτσι πιθανόν να επιτρέψει η κυβέρνηση να εξακολουθήσει το Α. Παρθ., ως ιδιωτικό σχολείο, με τη διεύθυνση της κ. Χριστάκου, έπειτα για τις μαθήτριες που κουρέλιασαν τη τιμή τους και δεν συμφέρει τέτοια κηλίδα σε επαρχιωτοπούλες κλπ. Θα εξαντλήσω ό,τι μέσα διαθέτω για να το επιτύχω και θα παραιτηθώ μόλις σκουντάψω στο αδύνατο. Να Σας πω όμως για τέτοιες ενέργειες δεν αντέχω· δεν ήρθα για να πολιτευθώ. Εργάστηκα επί 3 χρόνια και τους έδωκα ένα έργο που πρώτη φορά έγινε στην Ελλάδα. Να το επιβάλω μόνος μου στο Κράτος, δεν έχω αρκετό σθένος· όποια κυβέρνηση το υιοθετήσει, θα το ‘χει για τιμή της. Αν δεν το κάνουν τώρα, σε λίγο θ’ ακολουθήσει και το Κράτος, θέλοντας και μη, το δρόμο που του δείχνομε — Για μένα όμως είναι απαραίτητη τώρα η ψυχική ηρεμία.
Σχολείο στην Αθήνα το Σεπτέμβριο αδύνατο να γίνει· όχι για την εξέγερση που δημιουργήθηκε τελευταία, μα γιατί εγώ ο ίδιος δεν μπορώ να το αναλάβω. Το είπα στον Όμιλο· θέλω πρώτα να δημοσιεύσω το υλικό που πήρα εδώ, να ξεκουραστώ και ύστερα να ετοιμαστώ για την νέα εργασία.
Για την εφημερίδα είμαι και γω σύμφωνος.
Μα όλα αυτά τα σχέδια θέλουν καιρό πολύ να εκτεθούν και για τώρα έγραψα πάρα πολλά, έτσι που Σας κούρασα και κουράστηκα.
Με υπόληψη.

Χαρίτος Χαράλαμπος, Το Παρθεναγωγείο του Βόλου, Τομ. Α΄ και Τομ. Β΄ (Μαρτυρίες και Κείμενα), Ιστορικό Αρχείο Ελληνικής Νεολαίας (ΙΑΕΝ) – Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς, Αθήνα 1989, σελ. 200-201, 221-234.