Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Το ημερολόγιο της Φανέλας με το εννιά

Αδιέξοδες βόλτες ανάμεσα από «Παρασκευοπούλου» στη Γεωγραφική και «Νάπολι» στην πλατεία Βικτωρίας. Ανάμεσα από δύο γειτονιές και δύο κόσμους. Αισθάνομαι ότι ανήκω πότε εδώ που ζω τώρα και πότε, συχνότερα, εκεί που μεγάλωσα. Διαμαρτύρομαι ότι έχασα την ικανότητά μου να γράφω. Η Λιλή με κοροϊδεύει.

Σε μια ανθολογία αμερικάνικου διηγήματος, σταματώ σε μια νουβέλα: “Champion”. Ένας νεαρός απροσάρμοστος μαλώνει με τον ανάπηρο αδελφό και τη μάνα του, κλέβει χρήματα και φεύγει για να γίνει πυγμάχος. Αλωνίζει από πόλη σε πόλη κι από γυναίκα σε γυναίκα. Αλλάζει φίλους, προπονητές, κερδίζει σε αγώνες και γίνεται αστέρι. Ιστορία στη μεγάλη παράδοση της αμερικάνικης πεζογραφίας. Γρήγορη δράση, κινηματογραφικοί διάλογοι. Μου θυμίζει ένα παλιό ασπρόμαυρο φιλμ με τον Κερκ Ντάγκλας. Το θέμα με υπνωτίζει. Με τη φόρα που έχω πάρει από τον Τσέχωφ, αρχίζω να το αντιγράφω. Αλλάζω ονόματα και τοπωνύμια, τα κάνω ελληνικά. Αλλάζω και το επάγγελμά του. Δεν τον θέλω πυγμάχο. Μου ταιριάζει κάτι άλλο πιο κοντινό σ’ εμάς. Τι όμως;

Λίγες μέρες μετά. Σε μια απογευματινή κυριακάτικη βόλτα μου στην Αλεξάνδρας, το γήπεδο της Λεωφόρου έρημο. Μόνοι στο απέναντι κτίριο οι καρκινοπαθείς. Δεν έχουν λόγους να βγαίνουν στο μπαλκόνι τους πια. Από ένα τρανζίστορ ακούνε τη φωνή του σπίκερ που αναμεταδίδει κάποιον αγώνα.

Πίσω στη γραφομηχανή μου. Ο ήρωάς μου ποδοσφαιριστής. Επικίνδυνο. Νιώθω να μην ξέρω αρκετά από ποδόσφαιρο. Κολοκύθια. Η ιδέα με έλκει ακαταμάχητα. Συνεχίζω την αντιγραφή σαν παιχνίδι. Στοίχημα με τον εαυτό μου;

Βόλτες στου «Παρασκευόπουλου», πίνοντας τον καφέ μου. Αντίθετα με άλλα κείμενά μου δεν ποντάρω στη μακροβιότητά του. Έχω την ιδέα ότι θα κρατήσει όσο και το ενδιαφέρον μου. «Πολύ λίγο», λέω μέσα μου, «όσο να κάνω το κέφι μου και να περάσει κι αυτή η κρίση».

Φλεβάρης ’84. Λυρική Σκηνή. Ο Γιώργος Κουρουπός φεύγει για το Παρίσι και με παρακαλεί να παρακολουθήσω ως εκπρόσωπος του Συμβουλίου την τζενεράλε της «Μαρίας Γκολοβίν» του Μενόττι. Περισσότερο από παραδοσιακή όπερα, ένα έργο πρόζας με μουσική. Ο ίδιος ο συνθέτης στην πλατεία, ψηλός, ασπρισμένος, παρακολουθεί διακόπτοντας. Αιώνια ανικανοποίητος. Ο νεαρός Αμερικανός τραγουδιστής μοιάζει με προβολή του συνθέτη, πίσω στον χρόνο. Φαουστικός. Τυφλός, όπως το απαιτεί ο ρόλος, μοιάζει εξαιρετικά ανοιχτομάτης. Τα ελληνικά του αρθρωμένα πολύ καλύτερα από των ελλήνων συναδέλφων του. Όμορφη με φορέματα και καπέλα του ’20 η Κριλοβίτσι. Σκέφτομαι ότι κάτω από άλλες προϋποθέσεις, ο ήρωας θα μπορούσε να είναι ηλεκτρονικός, πυρηνικός φυσικός ή και ποδοσφαιριστής. Κατά τον ίδιο τρόπο που ένας ήρωας στην πεζογραφία θα μπορούσε να είναι τραγουδιστής της όπερας. Η πρεμιέρα με λάμψη. Μαγικός μηχανισμός της σκηνής. Η δόξα της παράστασης, αντίθετα μ’ ένα βιβλίο, κρατάει για ένα βράδυ. Όταν τα φώτα σβήνουν, η αίθουσα βουλιάζει σε παγωνιά.

Παγωνιά με ηλεκτρικό καλοριφέρ στα ύψη της οδού Αιγίνης. Από τις άριες, στις πάσες. Το κρύο πιο πρόσφορο για γράψιμο από τη ζέστη. Παγώνει τα δάχτυλα, αλλά αφήνει απείραχτο το μυαλό. Αθλητικές εφημερίδες σκορπισμένες στο πάτωμα. Χτυπώ τα πλήκτρα κι από τον ρυθμό ξέρω αν προχωρώ καλά. Κάτι που η πένα σπανίως κατορθώνει. Ευλογώ την ώρα που έμαθα γραφομηχανή.

Λιακάδα. Μερικές φορές αναρωτιέμαι τι δουλειά έχω μ’ ένα ποδοσφαιρικό διήγημα. Υποθέτω ότι αυτό που με έλκει τόσο πολύ είναι η μοιραία πορεία του πρωταγωνιστή από την αφάνεια στη δόξα, και αντίστροφα στην ανωνυμία. Με γοητεύει η ταχύτητα που ξετυλίγει την ιστορία του ο Αμερικανός συγγραφέας. (Το μικρό του όνομα θυμίζει τον χώρο της πυγμαχίας.) Με θέλγει ακόμα το γεγονός ότι ο ήρωας είναι άναρθρος και ατίθασος. Σωστό παλιόπαιδο. Θα μπορούσε να είναι ένα ελληνόπουλο από τα χιλιάδες με το πείσμα, τον εγωισμό και την τυφλή λύσσα τους για οτιδήποτε συμβατικό περιέχει η κοινωνία. Άτομα μοναχικά στο βάθος και που οι ίδιοι δεν το γνωρίζουν. Με σαγηνεύει ότι ο ήρωας ταξιδεύει από πόλη σε πόλη. Κάποτε είχα σκεφτεί ένα μυθιστόρημα, όπου οι ήρωες θα περιόδευαν όλη την Ελλάδα. Τίποτα συναρπαστικότερο από μια παρόμοια διαδρομή. Μισώ την ταξιδιωτική λογοτεχνία. Αντίθετα, αγαπώ τη λογοτεχνία που με ταξιδεύει. Στη θέση του Ντητρόιτ βάζω Θεσσαλονίκη κι αντί για Σικάγο γράφω Βόλος.

Παγωνιά. Συνεχίζω την αντιγραφή του “Champion”. Ο ήρωας στην ελληνική εκδοχή ονομάζεται Βασίλης Σερέτης. Πριν τον πόλεμο, οι Γιώργηδες λεγόντουσαν Ζωρζ. Τώρα οι Βασίληδες Μπιλ. Το επίθετο, Σερέτης, μου ήρθε αυθόρμητα στο νου, όπως αυθόρμητα σχεδιάζεις ένα χαρακτήρα. Έχει κάτι γνήσια λαϊκό. Απηχεί ένα παλιό τραγούδι που μιλούσε για κάποιον Σερέτη, αντιγραφή από αντίστοιχο ισπανικό. Ο Μπιλ κράμα παιδιών της ηλικίας του, που κατά καιρούς έχω γνωρίσει. «Παιδιά της ζωής», όπως θα ’λεγε κι ο Παζολίνι. Κι ας πίνουν κόκα κόλα, κι ας καπνίζουν Μάλμπορο, είναι γνήσια Ελληνάκια. Ο δικός μου ρίχνει πασιέντζες. Είναι κάτι που ίσως κόλλησε από τη Λιλή.

Μάρτης ’84. Προτού ολοκληρώσω μια πρώτη μορφή, δεν αποφασίζω να την κοινολογήσω. Ας είναι και σε πρόσωπα του στενού περιβάλλοντος. Χάνω έτσι ο ίδιος το ενδιαφέρον ν’ αφηγηθώ μια ιστορία. Μυστικότητα στην κυοφορία και στη γέννηση μιας ιδέας που επιβάλλεται σαν νόμος. Με τον «Μπιλ», όπως ονομάζω προσωρινά την ιστορία μου — κι ας ξεκίνησε σαν άσκηση ή σαν παιχνίδι, ισχύει το ίδιο.

Ανοιξιάτικο βράδυ στην οδό Αιγίνης. Χωρίς να επεκταθώ σε καμιά εξήγηση, διαβάζω την αρχή στον νεαρό φίλο Θάνο Φωσκαρίνη. Εντυπωσιασμένος από τους διαλόγους, το αστόλιστο ύφος και τον χαρακτήρα του ήρωα. «Δεν μοιάζει με τίποτα απ’ όσα έχεις γράψει». Με προτρέπει να συνεχίσω.

 

[…]

 

Μέρες αργότερα. Προβλήματα με τη δράση. Αρχίζει στη Θεσσαλονίκη και συνεχίζεται στον Βόλο. Τη Θεσσαλονίκη την ξέρω από παλιότερες επισκέψεις. Δεν υπάρχουν ιδιαίτερες δυσκολίες. Τον Βόλο, όμως, τον αγνοώ.

Συνάντηση με τον Θανάση Νιάρχο. Ο πατέρας του έχει στον Βόλο το πιο παλιό ζαχαροπλαστείο, τη «Μινέρβα», κι ο ίδιος έχει μεγαλώσει εκεί. Άραγε, είναι η τύχη που μου τον στέλνει; Ή μήπως είμαι εγώ αυτός που κάθε φορά την προκαλεί; Καθισμένοι σε μια καφετέρια, κοντά στο «Κάραβελ». Χωρίς να εξηγήσω λέξη για το κείμενο, τον αφήνω να μιλά. Κρατώ σημειώσεις. Ζωντανεύουν οι δρόμοι της πόλης, οι καφετέριες, τα σφαιριστήρια. Το «Οτέλ Αίγλη» με τη φωτεινή του επιγραφή ν’ αναβοσβήνει. Χαρακτηριστική η λέξη «μούζγα», βέρα βολιώτικη, που υποδηλώνει βαρύ κεφάλι μετά από βροχή. Σε κάτι τέτοιες λεπτομέρειες σκιρτώ ολόκληρος. Μπορώ να γράψω σελίδες γι’ αυτές ή και μια μικρή παράγραφο. Αδιάφορο. Πίσω στο εργαστήρι του Μπιλ. Νιώθω Βολιώτης κι εγώ.

Νοέμβριος ’84. Η Λιλή ρίχνει πασιέντζες, κι εγώ ασχολούμαι με τον Μπιλ. Το κεφάλαιο «Το σαΐνι του Βόλου», όπως το βαφτίζω, προχωρεί με ταχύτητα και άνεση. Πολύ πιο ατμοσφαιρικό και δραματουργικά αποτελεσματικό απ’ ό,τι η Θεσσαλονίκη. «Πού τα ήξερες εσύ όλα αυτά για τον Βόλο;» φαντάζομαι να με ρωτούν. Γελώ από μέσα μου.

Ανάγκη ο χαρακτήρας του προπονητή σ’ αυτό το κεφάλαιο να είναι ουσιώδης. Συλλαμβάνω τη γυναίκα του να έχει κρυφές προτιμήσεις σε παίχτες της ομάδας. Η μοναδική ώριμη γυναίκα στο βιβλίο. Συγγένισσα της Μπέμπας Ταντή ή της κυρίας Κούλας.

Δεκέμβριος του ’84. Εκπομπή για την τηλεόραση: «Από τα ποδοσφαιράκια στα ηλεκτρονικά παιχνίδια». Στο καθιστικό της οδού Αιγίνης, στημένος μπρος στον φακό, υπακούω στις οδηγίες του σκηνοθέτη Λάκη Παπαστάθη. Αφήνομαι ελεύθερος να περιγράψω το κλίμα της εποχής που έγραψα τα «Μηχανάκια». Σφαιριστήρια και καφενεία. Νεαροί της δεκαετίας του ’60. Καπνοί τσιγάρων και αθωότητα μιας εποχής που χάθηκε ανεπιστρεπτί με τη δικτατορία. Τώρα πια ξέρω ότι ο Μπιλ είναι ένας απόγονος του Αναστάση.

Παραμονές Χριστουγέννων. Ο Βαγγέλης Ραπτόπουλος γύρισε από μια υποτροφία στην Αμερική. Έχω για πολλοστή φορά την ευκαιρία ν’ ακούσω για τη Νέα Υόρκη, πόλη μυθική και καταδυναστευτική του αιώνα μας, αυτοκρατορία των τεχνών και της τεχνολογίας. Αισθάνομαι σαν Αιγύπτιος ή Σύριος του 5ου αιώνα, που ποτέ δεν πάτησε το πόδι του στην Αθήνα του Περικλή. Μόνο που η Νέα Υόρκη έχασε πια τους Περικλήδες της.

Σημείωση του Βαγγέλη, στο περιθώριο της «Φανέλας»: «Ο Βόλος έχει μια απίστευτη στερεότητα, έτοιμος. Τόσο καλά φτιαγμένος, που η Σαλονίκη μπάζει. Ακόμα πιο αδέξια μπροστά του, και ο πρόλογος πρωτόλειο». Αμηχανία. Και τι μπορώ να κάνω για τον πρόλογο ή τη Σαλονίκη; Προχωρώ στην ιστορία μου με γοργούς διασκελισμούς. Όσο πιο γρήγορα γράφω, τόσο ελευθερώνομαι από συμβάσεις. Ακολουθώ το λαχάνιασμα του ποδοσφαιριστή. Με προπονεί ο ίδιος ο παίχτης.

Χριστούγεννα ’84. Επειδή είναι χρονιάρες μέρες στέλνω τον Μπιλ πίσω στην οικογένειά του. Αντιπαράθεση με τον αδελφό του που διαβάζει και θέλει να γίνει ηθοποιός. Ο αδελφός αυτός μπορεί να ήμουν εγώ. Κι ο Μπιλ, ο αδελφός μου σε νεαρή ηλικία. Σκέψη που δεν ξέρω αν με βοηθά ή μ’ εμποδίζει. Ο Βαγγέλης διαμαρτύρεται έντονα: «Δεν ξέρω τι θα κάνεις, αλλά το βρίσκω τελείως απίθανο γι’ αυτό το παιδί να επιστρέφει στα πράγματα από τα οποία έφυγε».

Καπνίζω απανωτά. Γι’ άλλη μια φορά πτοημένος. Θέλω να σκίσω όλη τη συνέχεια. Οι πιο μικρές δυσκολίες με λυγίζουν. Σκέφτομαι τον φίλο μου Νίκο Παναγιωτόπουλο, που τόσες φορές μου παραστάθηκε στο παρελθόν. Είναι μέσα από την πιο βαθιά απογοήτευση που ο καλύτερος εαυτός μου βγαίνει στην επιφάνεια. το φάρμακο είναι ένα και το ξέρω. Στρώσιμο στη γραφομηχανή μου. Η έμπνευση είναι ένα ζώο που φεύγει αν δεν το πιάσεις απ’ την ουρά.

 

[…]

 

Ιούλιος ’85. Στο Πήλιο συντροφιά με τις νουβέλες του Κλάιστ στην εξαιρετική μετάφραση του Θοδωρή Δασκαρόλη. Αυτές οι ιστορίες, στο έπακρο ρομαντικές και εκκεντρικές, μου προξενούν σχεδόν σωματικούς πόνους. Το ίδιο βίαια αντιδρά ο οργανισμός μου στο οξυγόνο. Είμαι ένα ζώο της πόλης και σαν τέτοιο υποφέρω. Προσπαθώ να γράψω ένα κείμενο για τον Κλάιστ. Εξονυχιστική η μελέτη του Μαν που συνοδεύει τις νουβέλες. Κάθε άλλη απόπειρα απονενοημένη. Απονενοημένο και το διάβημα του ποιητή, με σαμπάνιες και γέλια, συντροφιά με την Henriette Vogel στη λίμνη Βάνζεε. Τα βράδια στην αυλή του «Αρχοντικού Καταρτζή», συντροφιές από τον Βόλο έρχονται και φεύγουν. Μεθυσμένα βράδια που αργότερα θ’ αναπολούν. Άρρωστοι στο μαγικό βουνό που υποδύονται τους υγιείς. Νύχτα.

Κάθοδος στον Βόλο, σε αναζήτηση του Βασίλη Σερέτη. Οι καφετέριες που μπαίνω, η οδός Ιάσονος με τα στέκια της, το «Οτέλ Αίγλη», το κτίριο Παπαστράτου, το κέντρο «Φαρίντα» που η ομάδα γλεντά μετά τις νίκες: όλα στη θέση τους. Σύμπτωση, άραγε, φαντασίας και πραγματικότητας; Όπου να ’ναι, σε κάποια βόλτα μου, θα πέσω πάνω στο ζεύγος Καπάτου. Στην αρχή, όταν έγραφα για τον προπονητή του Μπιλ, του είχα δώσει το όνομα Περιμένης. Αντηχούσε φτιαχτό. (Με πόσα κατασκευασμένα ονόματα, κυρίως επίθετα, δεν είναι γεμάτη η παλιότερη νεοελληνική πεζογραφία!) Κάθε ήρωας σημαδεμένος με το επίθετό του. Η κυρία Καπάτου δεν θα μπορούσε παρά να λέγεται Εύα. Δεν ξέρω να πω το γιατί. Κι ο Ριμπάς έχει το όνομα ενός φίλου από το Νέο Ηράκλειο Αττικής, που λείπει φαντάρος. Η συμπεριφορά κάθε ήρωα αναπόσπαστη από το όνομά του. Μήπως ο Γαλάντης δεν αφήνει να εννοηθεί κάποια γαλαντομία στον χαρακτήρα του; Πράγματα που λειτουργούν περισσότερο με το ένστικτο παρά με τη λογική. Νυχτώνει αργά στην παραλία και τριγυρνώ έξω από τις καφετέριες. Τι τεράστια διαφορά με τη Θεσσαλονίκη! Εκεί γνώριζα την πόλη και δυσκολευόμουν. Εδώ στον Βόλο, αγνοώντας τα πάντα, πετώ.

Τρένο της επιστροφής. Ο Θεσσαλικός κάμπος ξετυλίγεται αχνισμένος από ζέστη. Άθελά μου ο νους μου τρέχει στον Καραγάτση. Μερικοί τόποι σφραγισμένοι ανεξίτηλα από τους ανθρώπους που έγραψαν γι’ αυτούς. Εξαγνισμένοι. Η Μυτιλήνη του Μυριβήλη. Τα Γιάννινα του Χατζή. Χωρίς αυτούς, ανύπαρκτοι. Πράγμα που ούτε κατ’ ιδέαν υποψιάζεται αυτός ο μεσήλικας με το κασκέτο που, καθισμένος απέναντί μου στο κουπέ, τρώει αυγά σφιχτά κι ένα καρβέλι ψωμί. Ούτε, βέβαια, ο νεαρός που κοντοκουρεμένος στο μπαρ δαγκώνει με μανία το τοστ, ρίχνοντας λοξές ματιές σε περαστικές γάμπες. Ούτε κι εγώ υποπτεύομαι τι ρόλο θα παίξουν αυτοί για μένα. Χωρίς αυτές τις διαδρομές, από Θεσσαλονίκη-Αθήνα, κι από Λάρισα-Αθήνα, ο πρόλογος της «Φανέλας» δεν θα είχε γραφτεί.

 

[…]

 

Ιούνιος ’86. Αρχίζει το Μουντιάλ, ενώ ο Μπιλ ουσιαστικά έχει τελειώσει. Η Αθήνα, κάθε βράδυ, φλέγεται κι οι τηλεοράσεις ανοιγμένες στη διαπασών δείχνουν τους θεούς. Στο ποδόσφαιρο οι θεοί είναι νέοι. Λεπτομέρεια που με συγκινεί: το είδωλο του Μουντιάλ του 1970, Γιόχαν Κρόιφ, ώριμος τώρα, προπονητής, στον πάγκο της Ολλανδίας. Τα χρόνια αντί να του αφαιρούν, του προσθέτουν. Ενώ το νέο είδωλο, Μαραντόνα, δεν απέχει από ένα νευρόσπαστο πιθηκάκι.

Στην Αίγινα, τρώγοντας με τη Λιλή και τον νέο πεζογράφο Γιώργο Συμπάρδη, στην ταβέρνα του Βανζούλια, βλέπω στην τηλεόραση το τελευταίο απεγνωσμένο πέναλτι της Γαλλίας και το χαμόγελο στο πρόσωπο του Πλατινί να παγώνει. Ενώ στο Ηρώδειο, ο Κώστας Πασχάλης, στον ρόλο του Σκάρπια, αντί για το χέρι της Φλόρια Τόσκα, πέφτει δολοφονημένος από τις ιαχές των οπαδών της Αργεντινής που παίρνει το κύπελλο.

Κύμα ζέστης στην Αθήνα που απειλεί ποδοσφαιριστές, αστέρες της όπερας και φιλήσυχες νοικοκυρές. Ο Παντελής Βούλγαρης αποφασίζει οριστικά να κινηματογραφήσει τη «Φανέλα».

 

Κουμανταρέας Μένης, «Το ημερολόγιο της “Φανέλας με το εννιά”, Πλανόδιος σαλπιγκτής: δεκατέσσερα κείμενα, Κέδρος 1989, σ. 221-224, 227-229, 237-238, 247.