Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΓια ψάρεμα στον Παγασητικό
Η ζωή στη μικρή εκείνη κωμόπολη, τον Βόλο, ήταν γεμάτη από γεγονότα μεταφυσικά και επαρχιώτικα. Κατασκεύαζα χαρταετούς: είχα γίνει ένας πραγματικός μάστορας στην κατασκευή χαρταετών που έφτιαχνα με χρωματιστά χαρτιά. Όταν πήγαινα να αμολήσω τους αετούς αυτούς σε μια πλατεία που βρισκόταν απέναντι στο σπίτι μας, ήμουν σχεδόν πάντα μόνος· τα χαμίνια από μιαν άλλη γειτονιά έρχονταν κι αυτά να πετάξουν τους αετούς τους σ’ εκείνη την πλατεία, αλλά στέκονταν μακριά μου και προσπαθούσαν να τους πετάξουν πιο ψηλά από τον δικό μου, για να μπορέσουν μετά να μπλέξουν τον αετό μου στο σπάγκο που συγκρατούσε τον δικό τους αετό και μ’ αυτό τον τρόπο να τον γκρεμίσουν. Αυτή η επιχείρηση λεγόταν στην τοπική διάλεκτο φανέστρα. Αν από τη λέξη φανέστρα δημιουργήσουμε αυθαίρετα το ρήμα φανεστρώνω, θα μπορούσα να πω ότι, όταν με φανέστρωναν, αντιδρούσα βίαια, πετώντας πέτρες στους φανεστραδόρους. Ήμουν πολύ επιδέξιος στο να πετάω πέτρες με τη σφεντόνα. Αυτή την ικανότητα την έχω ακόμα και τώρα και, όταν μου λείπει μια πραγματική σφεντόνα, μπορώ να κάνω την ίδια δουλειά με τη ζώνη του παντελονιού μου. Μια μέρα, μετά από μια φανέστρα εναντίον ενός ωραιότατου αετού μου που είχε ζωηρά χρώματα, άρχισε ένας πετροπόλεμος πιο βίαιος από τους άλλους. Νομίζω ότι μαζί μου ήταν κι ο αδελφός μου κι ένα άλλο παιδάκι συνομήλικό μου, γιος ενός γάλλου μηχανικού. Αλλά ο αδελφός μου ήταν μικρότερος από μένα και ο συνομήλικός μου πετούσε τις πέτρες χωρίς ψυχή. Με λίγα λόγια, εγώ τα έκανα όλα, εγώ ήμουν ο μονομάχος, εκείνος δηλαδή που μένει μόνος να πολεμήσει στο πεδίο της μάχης, όπως μόνος παραμένω στο πεδίο της καλής ζωγραφικής, πεδίο λιγότερο επικίνδυνο βιολογικά αλλά πολύ πιο δύσκολο για την κατάκτηση της νίκης, γιατί πράγματι είναι πολύ πιο δύσκολο να ζωγραφίσει κανείς έναν καλό πίνακα παρά να κερδίσει δέκα μάχες, είτε με τις πέτρες είτε με τα κανόνια είτε και με ατομικές βόμβες ακόμα. Όταν σκέφτομαι την τοτινή ζωή μου, βλέπω να επαναλαμβάνονται ορισμένα γεγονότα, κι ας είναι σε διαφορετικά μέρη, σε διαφορετικές περιστάσεις, σε διαφορετικά επίπεδα. Ακόμα και τότε εκείνα τα χαμίνια της Θεσσαλίας ωθούνταν από το φθόνο, όταν προσπαθούσαν να ρίξουν κάτω το χαρταετό μου, επειδή ήταν πιο όμορφος και πιο μεγάλος από τους δικούς τους. Επιπλέον έβλεπαν ότι έμενα σ’ ένα σπίτι πιο ωραίο από το δικό τους, ότι ντυνόμουν καλύτερα απ’ αυτούς κι ότι θα ’πρεπε να είμαι πιο έξυπνος και να ξέρω πιο πολλά πράγματα απ’ όσα ήξεραν αυτοί, κι επομένως «Επάνω του!». Ακριβώς όπως συμβαίνει τώρα που ζωγράφοι, διανοούμενοι, μοντερνιστές και μερικοί άλλοι φθονεροί αμαθείς, σχημάτισαν ένα είδος Ιεράς Συμμαχίας για να μου βάλουν εμπόδια στο δρόμο και να μου κάνουν κακό στη δουλειά μου ως ζωγράφου. Μόνο που τώρα μιλάω άλλη γλώσσα και είναι λίγο πιο δύσκολο να γκρεμίσουν τη ζωγραφική μου απ’ όσο ήταν τότε για κείνα τα χαμίνια να φανεστρώνουν το χαρταετό μου.
Εκείνη τη φορά ο πετροπόλεμος τελείωσε πιο δραματικά από τις προηγούμενες. Εγώ έφαγα στο κεφάλι μια γερή πετριά που αντήχησε σαν καμπάνα μέσα στο μυαλό μου. Για καλή μου τύχη φορούσα ένα είδος μεγάλου μπερέ που έπεφτε πάνω στο ένα αυτί, και η πέτρα με χτύπησε σε κείνο το μέρος έτσι που το χτύπημα μετριάστηκε από το πάχος του μπερέ. Ενώ εγώ είχα χτυπήσει στο κεφάλι, ο μάγειρας ο Νικόλας, που βγήκε μέσα από ένα καπηλειό στην άλλη μεριά της πλατείας για να με τραβήξει από κείνες τις φασαρίες, έφαγε μια πέτρα στο στόμα από σφεντόνα και τινάχτηκε πάνω σ’ ένα τραπέζι που βρισκόταν έξω. Το πρόσωπο του μάγειρα έγινε μες στα αίματα. Έξω φρενών ο Νικόλας, που είχε μούσκουλα ατσαλένια και δεν αστειευόταν, όρμησε ανάμεσα στα χαμίνια μοιράζοντας κλοτσιές και μπάτσους στα τυφλά. Με κείνο τον καταιγισμό του ξύλου τα χαμίνια σκόρπισαν ως δια μαγείας, και τότε ο Νικόλας, αρπάζοντας με το ένα χέρι εμένα και με το άλλο τον αδελφό μου, καταριώντας και βλαστημώντας, μας τράβηξε στο σπίτι σχεδόν σηκωτούς. Το βράδυ έγινε ένα είδος οικογενειακού συμβουλίου. Δεν θυμάμαι τι αποφασίστηκε, μόνο θυμάμαι ότι κάποια στιγμή ο πατέρας μου κατέληξε φιλοσοφικά λέγοντας: «Ευτυχώς που φορούσε τον μπερέ του».
Με ευνοϊκές συνθήκες, όταν ο καιρός ήταν ήρεμος, πηγαίναμε για ψάρεμα, με βάρκα. Σ’ αυτές τις εξορμήσεις ήμασταν η μητέρα μου, εγώ, ο αδελφός μου και δύο υπάλληλοι των σιδηροδρόμων που λέγονταν ο ένας Μεσσαρίτης κι ο άλλος Καλογερόπουλος κι ήταν ειδικοί στο ψάρεμα με πετονιά. Ο Μεσσαρίτης ήταν ονειροπόλος και ρομαντικός. Είχε ένα μυτερό γενάκι καστανόχρωμο, ήταν μετρίου αναστήματος και θύμιζε εκείνους τους κομπάρσους που, ντυμένοι σαν αυλικοί ή σαν ευγενείς στον Ριγολέττο ή σε άλλα παλιά μελοδράματα, σουλατσάρουν στο βάθος της σκηνής ενώ μπροστά οι πρώτοι τραγουδιστές ξελαρυγγιάζονται τραγουδώντας τους πόνους και τις χαρές των προσώπων που παριστάνουν. Ο Μεσσαρίτης ήταν ειδικός στην οδήγηση των ατμομηχανών και, όπως ο μακαρίτης βασιλιάς Βόρις της Βουλγαρίας, του άρεσε να φωτογραφίζεται, βουτηγμένος ολόκληρος στο κάρβουνο, πάνω στην ατμομηχανή με το δεξί χέρι ακουμπισμένο πάνω σ’ ένα μοχλό. Αλλά το βράδυ, όταν τελείωνε η δουλειά, ντυνόταν με σχετική κομψότητα: φορούσε γιλέκο από άσπρο λινό και πήγαινε να δειπνήσει στον κήπο του «Ξενοδοχείου της Γαλλίας». Το ξενοδοχείο αυτό ήταν χτισμένο σχεδόν πάνω στη θάλασσα, και εκεί ο Μεσσαρίτης παράγγελνε πιλάφια εξαίρετα, νοστιμότατα, και κομμάτια ψητό αρνί, παχουλό, τρυφερό και σχεδόν γλυκό σαν τούρτα. Ο Μεσσαρίτης ήταν πολύ συναισθηματικός και ρομαντικός. Ήταν πάντα ερωτευμένος με κυρίες και δεσποινίδες απλησίαστες για κείνον, κι όταν το βράδυ καθόταν μαζί μας στο καφενείο εμπρός στη θάλασσα κι η καρδιά του πλημμύριζε από συγκρατημένο πάθος, για να ανακουφιστεί, μου τραγουδούσε, σαν γι’ αστείο, με χαμηλή φωνή, αποσπάσματα από ελληνικά λαϊκά τραγούδια:
Αυτά τα μαύρα μάτια που με κοιτάζουν
Χαμήλωσ’ τα, αχ φως μου,
Γιατί με σφάζουν.
Ο Καλογερόπουλος αντίθετα ήταν σκεπτικός και χλευαστικός αλλά ίσως πιο βαθύς και μεταφυσικός από τον Μεσσαρίτη. Έπαιζε βιολί και βιολοντσέλο κι έπαιρνε μέρος σε κοντσέρτα δωματίου στο σπίτι της γυναίκας του αυστριακού προξένου που λεγόταν Μιντσάκι. Το ζεύγος Μιντσάκι ήταν από την Τεργέστη κι εγώ γνώρισα στη Βενετία έναν ανιψιό τους, τον μηχανικό Ερενφρόυντ, που στη Βενετία όλοι φώναζαν Φρούμι. Επίσης ο Καλογερόπουλςο τραγουδούσε αλλά το έκανε στα κρυφά για γούστο. Απ’ το πολύ που άκουγε ιταλικές όπερες, στα ιταλικά, είχε καταλήξει να μάθει λίγο τη γλώσσα μας. Όταν ήταν στα κέφια του, μου τραγουδούσε στα ιταλικά αυτό το τραγούδι:
Μα στην εξοχή είναι άλλο πράγμα
Έχει πιο γούστο ο έρωτας
Γιατί εκεί η καρδιά ξαποσταίνει
Κοντά στο θησαυρό της.
Μια μέρα όμως ο Καλογερόπουλος μου διηγήθηκε κάτι πολύ θλιβερό και μυστηριώδες, κάτι βαθύ και σκοτεινό, σαν την αρχή της Νέας Ζωής του Ντάντε Αλιγκιέρι. Μου διηγήθηκε ότι, όταν ήταν μικρός, στο χωριό του, ήταν ένα κοριτσάκι της ηλικίας του, κόρη γειτόνων. Έπαιζε συχνά μ’ εκείνο το κοριτσάκι και είχαν γίνει πολύ φίλοι. Μια νύχτα ο μικρός Καλογερόπουλος ονειρεύτηκε ότι βρισκόταν στο δωμάτιό του και κοίταζε το καναρίνι που βρισκόταν σ’ ένα κλουβί κρεμασμένο κοντά στο παράθυρο· το καναρίνι εκείνο, μέσα στο όνειρο, είχε τη μορφή της μικρής γειτόνισσάς του· σε μια στιγμή το καναρίνι άρχισε σιγά σιγά να φουσκώνει· έγινε σα μια μεγάλη κίτρινη μπάλα και έπεσε νεκρό στον πάτο του κλουβιού. Ο μικρός Καλογερόπουλος ξύπνησε κλαίγοντας, κυριευμένος από μια μεγάλη αγωνία, κι έμεινε ξύπνιος στο κρεβατάκι του μέχρι το πρωί. Όταν ξημέρωσε, άκουσε από το πλαϊνό σπίτι μεγάλη φασαρία από ανθρώπους που πηγαινοέρχονταν και λίγο μετά έμαθε ότι η μικρή γειτόνισσά του είχε πεθάνει εκείνη τη νύχτα.
Το ψάρεμα ήταν για μένα μια μεγάλη χαρά. Σίγουρα όλες εκείνες οι μοναδικές θεαματικές ομορφιές που είδα στην Ελλάδα παιδί και που υπήρξαν ό,τι ωραιότερο είδα μέχρι σήμερα στη ζωή μου με εντυπωσίασαν τόσο βαθιά, έμειναν τόσο ισχυρά χαραγμένες μέσα στην ψυχή και στη σκέψη μου, επειδή εγώ είμαι ένας άνθρωπος ξεχωριστός, που όλα τα αισθάνεται και τα καταλαβαίνει εκατό φορές πιο έντονα από τους άλλους.
Για να πάμε για ψάρεμα, σηκωνόμασταν πολύ πρωί και, όταν μπαίναμε στη βάρκα που θα μας πήγαινε στ’ ανοιχτά, στη μέση του κόλπου, ξημέρωνε ακόμα. Η θάλασσα ήταν καθρέφτης· ποτέ ξανά σε άλλες χώρες δεν είδα έναν τόσο όμορφο υδάτινο καθρέφτη. Κάθε τόσο, πάνω σ’ εκείνη τη λαμπερή επιφάνεια, κάποιο ψάρι, κάποιος θεϊκός κέφαλος, έκανε ένα πήδημα έξω απ΄ το νερό.
Μετά από τόσα χρόνια ξαναβλέπω αυτό το θέαμα όπως το έβλεπα τότε, αλλά, αν ήθελα να το περιγράψω με ακρίβεια, να το παρουσιάσω με την πένα, το μολύβι ή το πινέλο, δεν θα τα κατάφερνα καθόλου. Η Ελλάδα ενέπνευσε πολλούς καλλιτέχνες σ’ όλες τις εποχές, αλλά υπάρχουν πράγματα τόσο όμορφα, που μόνο να τα φανταστεί μπορεί κανείς. Γι’ αυτό είναι μεγάλη αλήθεια τα λόγια του έλληνα ζωγράφου του δέκατου ένατου αιώνα Νικολάου Γύζη που είπε: «Δεν μπορώ να ζωγραφίσω την Ελλάδα τόσο ωραία όσο τη φαντάζομαι».