Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο

Αναζήτηση

Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεων

Στο μεταξύ μεγάλωνα. Η περιέργειά μου και η προσοχή με την οποία παρακολουθούσα το θέατρο της ζωής μεγάλωνε. Στον Βόλο ο πατέρας μου ζήτησε από ένα νεαρό υπάλληλο των σιδηροδρόμων να μου παραδίδει μαθήματα σχεδίου. Ο πρώτος αυτός δάσκαλός μου λεγόταν Μαυρουδής κι ήταν Έλληνας από την Τεργέστη που μιλούσε λίγο τα ιταλικά με προφορά βενετσιάνικη. Σχεδίαζε θαυμάσια. Όταν μου μάθαινε να διαγράφω προσεκτικά το περίγραμμα μιας μύτης, ενός ματιού, ενός στόματος, ενός αυτιού, μιας μπούκλας, μιας κορδέλας δεμένης σε φιόγκο, όταν μου μάθαινε να κάνω σκιές και να τους δίνω διαβαθμίσεις διασταυρώνοντας προσεκτικά τις γραμμές του μολυβιού, μου έδινε μια τόσο ισχυρή και βαθιά εντύπωση μαεστρίας, ώστε αργότερα, οι άλλες εντυπώσεις που είχα, όταν κοιτούσα τα σχέδια του Ραφαέλλο, όταν αντέγραφα και μιμόμουν τα σχέδια του Χολμπάιν και του Μικελάντζελο, όταν μελετούσα με το μεγεθυντικό φακό τα σχέδια του Ντύρερ, μπορούν να θεωρηθούν σε σύγκριση μηδαμινές.

Όταν βρισκόμουν απέναντι από το σκιτσογράφο Μαυρουδή, τον κοιτούσα, και κοιτώντας τον πλανιόμουν σ’ ένα χιμαιρικό κόσμο φαντασιώσεων. Φανταζόμουν ότι ο άνθρωπος εκείνος θα μπορούσε να ζωγραφίσει τα πάντα, ακόμα και από μνήμης, ακόμα και στο σκοτάδι, ακόμα και χωρίς να βλέπει, ότι θα μπορούσε να σχεδιάσει τα σύννεφα που δραπετεύουν πάνω στον ουρανό, και τα φυτά της γης, τα φουντωτά κλαδιά των δέντρων που σαλεύουν από τον άνεμο, και τα λουλούδια με τα πιο πολύπλοκα σχήματα, τους ανθρώπους και τα ζώα, τα φρούτα και τα λαχανικά, τα ερπετά και τα έντομα, τα ψάρια που γλιστρούν μέσα στα νερά, και τα πουλιά που πετούν ψηλά, σκεφτόμουν ότι όλα, όλα θα μπορούσε να τα σχεδιάσει με την άκρη του μαγικού του μολυβιού εκείνος ο καταπληκτικός άνθρωπος. Κοιτώντας τον φανταζόμουν ότι ήμουν εκείνος… Ναι, θα ήθελα τότε να ήμουν ο άνθρωπος εκείνος, θα ήθελα να ήμουν ο σκιτσογράφος Μαυρουδής. Βρισκόμουν στην ψυχική κατάσταση του γιατρού Μποβαρύ όταν, κοντά στον επίλογο του περίφημου μυθιστορήματος του Φλωμπέρ, συναντά τον Ροδόλφο Μπουλανζέ και κάθονται μαζί στο τραπέζι κάποιου εστιατορίου. Ο γιατρός Μποβαρύ ξέρει ότι ο Ροδόλφος υπήρξε εραστής της γυναίκας του, αφού μετά την αυτοκτονία της συζύγου είχε βρει μερικά γράμματα σ’ ένα μυστικό συρτάρι, αλλά ο Ροδόλφος νομίζει ότι ο γιατρός το αγνοεί ακόμα και, για να διαλύσει τη βαριά ατμόσφαιρα, μιλάει πολύ και γρήγορα για όλα και για τίποτα, για θέματα της εξοχής, για τα εσπεριδοειδή, για βοσκήματα και τα λοιπά, αλλά ο γιατρός καταβεβλημένος από τον απέραντο πόνο δεν τον ακούει, τον κοιτάζει έντονα, κοιτάζει τον άνθρωπο που εκείνη αγάπησε, και, λέει ο Φλωμπέρ, il aurait voulu être cet homme.

 

[…]

 

Ο δάσκαλός μου ο Μαυρουδής ερχόταν τρεις φορές την εβδομάδα και μου παρέδιδε μαθήματα ζωγραφικής. Ήταν ο πρώτος που μου δίδαξε την αγάπη για τις καθαρές και ωραίες γραμμές, για τα ωραία περιγράμματα και τις καλοσχεδιασμένες φόρμες, ήταν ο πρώτος που μου δίδαξε την αγάπη για το καλό υλικό: μολύβια μάρκας Φάμπερ πολύ μυτερά, χαρτί πρώτης ποιότητας, γομολάστιχες μάρκας Ελέφας, πολύ μαλακιές. Ήταν ο πρώτος που μου δίδαξε να λεπταίνω τη μύτη του μολυβιού κατά τρόπο κανονικό, κόβοντας γύρω γύρω το ξύλο με φροντίδα και συμμετρία και όχι μ’ εκείνον τον τσαπατσούλικο τρόπο που χρησιμοποιούν μερικοί και κάνουν να φαίνεται η μύτη του μολυβιού σαν το μεγάλο νύχι ενός ποδαριού που παραμορφώθηκε απ’ τα κρυοπαγήματα. Αργότερα βρήκα όλα αυτά τα ωραία πράγματα να εξηγούνται με πολλή οξυδέρκεια και ευφυΐα σε ένα ωραιότατο βιβλίο για το σχέδιο, που έγραψε ο Ράκσιν. Αν σήμερα ο δάσκαλός μου ο Μαυρουδής βρισκόταν στη Ρώμη, θα μπορούσε να στείλει στο σχολείο όλες τις σύγχρονες «ιδιοφυΐες» μας και να τους διδάξει ότι, προτού γίνουν σεζανικοί, πικασσικοί, σουτινιανοί ή ματισιανοί και προτού αποκτήσουν τη συγκίνηση, την αγωνία, την ειλικρίνεια, την ευαισθησία, την πνευματικότητα και άλλες ανοησίες αυτού του είδους, θα έκαναν καλύτερα αν μάθαιναν να κάνουν μια καλή κι όμορφη μύτη στο μολύβι τους και μετά, μ’ αυτή τη μύτη, να προσπαθήσουν να σχεδιάσουν καλά ένα μάτι, μια μύτη, ένα στόμα ή ένα αυτί.

 

Ντε Κίρικο Τζιόρτζιο, Αναμνήσεις από τη ζωή μου, Μετάφραση: Έμμυ Λαμπίδου–Βαρουξάκη, Ύψιλον/βιβλία, Αθήνα 1985, σ. 25-27.