Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΕβαρίστο Ντε Κίρικο: ένας κοσμοπολίτης στην αυγή του 20ού αι.
Σ’ εκείνη τη μακρινή περίοδο της ζωής μου ένιωσα τα πρώτα καλέσματα του δαίμονα της τέχνης. Αισθανόμουν μεγάλη χαρά να ξεπατικώνω διάφορες ζωγραφιές τοποθετώντας πάνω στο τζάμι του παραθύρου τη ζωγραφιά μ’ ένα φύλλο χαρτιού από πάνω. Έμενα κατάπληκτος και ένιωθα μεγάλη συγκίνηση κάθε φορά που έβλεπα να παρουσιάζονται στο χαρτί τα ακριβή περιγράμματα της ζωγραφιάς εκείνης που τόσο θαύμαζα, αλλά το πάθος μου, χαρακτηριστικό για έναν καλλιτέχνη στα πρώτα του βήματα σαν κι εμένα, δεν έβρισκε ικανοποίηση: ήθελα να αντιγράφω τη ζωγραφιά χωρίς να την ξεπατικώνω. Έτσι έβαλα τα δυνατά μου για να το πετύχω, αλλά συναντούσα μεγάλη δυσκολία. Μια μέρα, θυμάμαι, προσπαθούσα να αντιγράφω μια φιγούρα που παρουσίαζε τον Άγιο Ιωάννη τον Βαπτιστή με εμφάνιση γυμνού νέου, ζωσμένου στη μέση με ένα δέρμα από κριάρι. Το κεφάλι του αγίου εικονιζόταν λίγο ελλειπτικό και ελαφρώς γυρμένο στο δεξιό ώμο, και αυτή η έλλειψη και η κίνηση μου φαίνονταν εμπόδια αξεπέραστα. Ήμουν απελπισμένος. Τότε ήρθε ο πατέρας μου να με βοηθήσει. Πήρε το μολύβι και σχεδίασε πάνω στο κεφάλι του αγίου ένα σταυρό του οποίου το κέντρο βρισκόταν στο κέντρο του κεφαλιού. Μετά ζωγράφισε έναν όμοιο σταυρό πάνω στο σχέδιό μου, εκεί όπου βρισκόταν το κεφάλι. Μου έδειξε πώς μπορούσα να βοηθηθώ μ’ αυτούς τους δυο σταυρούς για να βρω τη θέση των ματιών, της μύτης, του στόματος, το ύψος και την απόσταση που έπρεπε να βρίσκεται το αυτί, τη γραμμή του κρανίου και του σαγονιού, κι έτσι με πολλή υπομονή, μετά από επανειλημμένες διορθώσεις, κατάφερα να ζωγραφίσω αρκετά καλά το κεφάλι του αγίου. Μεγάλη υπήρξε η ικανοποίησή μου που είχα μάθει το σύστημα των δυο σταυρών.
Ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος του δέκατου ένατου αιώνα. Ήταν μηχανικός και συγχρόνως άρχοντας από άλλες εποχές. Θαρραλέος, έντιμος, εργατικός, έξυπνος και καλός. Είχε σπουδάσει στη Φλωρεντία και στο Τορίνο και από μια ολόκληρη πολυμελή οικογένεια ευγενών ήταν ο μόνος που είχε θελήσει να εργαστεί. Όπως πολλοί άνθρωποι του δέκατου ένατου αιώνα διέθετε ποικίλες ικανότητες και αρετές. Ήταν άριστος μηχανικός, έγραφε με ωραιότατους χαρακτήρες, σχεδίαζε, είχε πολύ καλό αυτί για τη μουσική, ήταν παρατηρητικός και δηκτικός, μισούσε την αδικία, αγαπούσε τα ζώα, συμπεριφερόταν υπεροπτικά στους πλούσιους και τους ισχυρούς και ήταν πάντα έτοιμος να υπερασπιστεί και να βοηθήσει τους πιο αδύνατους και φτωχούς. Ήταν επίσης έξοχος ιππέας και είχε μονομαχήσει μερικές φορές με πιστόλι. Η μητέρα μου φύλαγε μια σφαίρα από πιστόλι, ντυμένη με χρυσό, που είχαν αφαιρέσει από το δεξιό μηρό του πατέρα μου μετά από μια τέτοια μονομαχία.
Αυτά τα είπα για να δείξω ότι ο πατέρας μου, όπως πολλοί άνδρες της εποχής εκείνης, ήταν ακριβώς το αντίθετο των περισσότερων σημερινών ανδρών, που τους λείπει η αίσθηση της πραγματικότητας και κάθε ταμπεραμέντο, που είναι αδέξιοι και ανίκανοι και επιπλέον καθόλου ιπποτικοί, που είναι πολύ καιροσκόποι και έχουν το κεφάλι τους παραγεμισμένο με βλακεία. Αν, για παράδειγμα, σήμερα, ένα παιδί δεν καταφέρνει να ζωγραφίσει ένα κεφάλι, ο πατέρας του, ασφαλώς, δεν θα ξέρει να του υποδείξει το σύστημα των δυο σταυρών. Και αν, κατά κακή τύχη του παιδιού, ο πατέρας του είναι και «διανοούμενος», ε! τότε όχι μόνο δεν θα μπορεί να του διδάξει κανένα σύστημα, αλλά θα το ενθαρρύνει να ζωγραφίζει άσχημα, να ζωγραφίζει όλο και χειρότερα, να ζωγραφίζει φρικτά, ελπίζοντας ότι έτσι κάποια μέρα θα μπορέσει να γίνει ένας Ματίς και να κερδίσει φήμη και χρήματα.
[…]
Μετά την οικία Βούρου πήγαμε να μείνουμε σ’ ένα άλλο σπίτι, στου Γουναράκη. Ήταν μια έπαυλη νεοκλασικού ρυθμού με ωραίο κήπο στον οποίο υπήρχε ένας ευκάλυπτος. Ο πατέρας μου έλειπε συχνά, γιατί πήγαινε στον Βόλο, την κωμόπολη όπου γεννήθηκα, όπου επέβλεπε και διηύθυνε την κατασκευή της σιδηροδρομικής γραμμής που προχωρούσε στο εσωτερικό της Θεσσαλίας.