Πλοήγηση
Η Λογοτεχνία στον Αστικό Χώρο
Αναζήτηση
Αναζήτηση στα περιεχόμενα λογοτεχνικών πόλεωνΟ Χρόνης Μίσσιος στις φυλακές του Βόλου
Έχουν περάσει οι δυο εικοσάρες από καιρό, και γω ακόμα είμαι στην απομόνωση. Από την πείνα, την αγρύπνια και την αγωνία μη λυσσάξω, θα ’χω γίνει σκελετός. Δε βλέπω βέβαια πουθενά τη φάτσα μου, αλλά νιώθω τόσο εξαντλημένος, που κάθομαι σχεδόν όλο το εικοσιτετράωρο στην κουβέρτα. Ένα πρωί βαράνε πάλι οι σιδεριές, έρχονται, μ’ ανοίγουνε, μάσ’ τα, μου λένε, φεύγεις. Τσακώνω την κουβέρτα μου και πάω. Μόλις βγαίνω έξω, ένας ήλιος λαμπρός, σκέτη φωτιά, στο γαλάζιο ουρανό, ίσα που προλαβαίνω να δω την κλούβα, και χάνω τις αισθήσεις μου. Συνήρθα μέσα στην κλούβα. Είμαστε πάλι όλοι μαζί. Πού μας πάνε; άγνωστο. Απ’ ό,τι υποθέτουμε, μάλλον μας πάνε για τις φυλακές ενηλίκων του Βόλου. Πραγματικά, φτάνουμε στο Βόλο και μας πάνε στις φυλακές Αλεξάνδρας. Ε, κατεβαίνουμε, έρευνα, στοιχεία κλπ., μπαίνουμε μέσα. Πριν ακόμα ταχτοποιηθούμε, με φωνάζουνε στο αρχιφυλακείο. Αρχιφύλακας, διευθυντής, υπαρχιφύλακας. Λέω, τι συμβαίνει; Μου λένε, πάρε τα πράγματά σου, πας για το πειθαρχείο. Λέω, γιατί, είμαι τιμωρημένος; Όχι, λένε, προληπτικά γιατί είσαι επικίνδυνος. Αυτό σήμαινε πως θα ήμουνα, στην απομόνωση με όλα τα δικαιώματα του φυλακισμένου, δηλαδή κουβέρτες, στρώμα, όλα μου τα ρούχα, φαγητό, τσιγάρα. Πειθαρχεία όμως δεν είχαν οι φυλακές Αλεξάνδρας. Έτσι, μου φοράνε ξανά τα βραχιόλια, με φορτώνουν σ’ ένα τζιπ και πάμε για τις φυλακές του Ρήγα Φερραίου. Νομίζω πως και οι δυο φυλακές παίρνουν το όνομά τους από το δρόμο που βρίσκονται. Τέλος, δεν έχει σημασία, φτάνουμε στη φυλακή μεσημεράκι. Η φυλακή είναι κλειστή, έχει όλα κι όλα δυο πειθαρχεία, κι αυτά μέσα στο προαύλιο των γυναικείων φυλακών. Ε, στρώνω το τσαμασίρι μου, αράζω, πάλι μόνος. Το μυαλό μου ταξιδεύει. Όταν βγήκα από την απομόνωση της Κασσαβέτειας, μου έδωσαν δυο γράμματα της μάνας μου. Λέει πως δούλεψε στο καπνομάγαζο, έμασε μερικά λεφτά, και θα ’ρθει να με δει. Στο άλλο της γράμμα μου παραπονιέται γιατί δεν της γράφω. Πού να ξέρει πως στην απομόνωση δεν σου επιτρέπουν ούτε να πάρεις ούτε να στείλεις γράμμα. Αλλά και αν σ’ το επέτρεπαν, πώς να γράψεις και πώς να διαβάσεις στο σκοτάδι; Ήρθε και πέρσι, όπως σου είπα, στις φυλακές Κηφισιάς, και ήμουνα πάλι στην απομόνωση. Άντε να της εξηγήσεις τώρα… Χτυπάει πρώτο καμπάνι, δεύτερο, τρίτο, ανοίγει η φυλακή και μπαίνω στον παράδεισο· γέμισαν τ’ αυτιά μου γυναικείες φωνές. Μιλάνε, γελάνε, τραγουδάνε, κοντεύω να την ψωνίσω. Μη γελάς, έτσι είναι. Χρόνια και χρόνια τώρα, ακούμε μονάχα αντρικές φωνές. Ξεχάσαμε πως υπάρχει και μια άλλη φωνή, η φωνή του θηλυκού ανθρώπου, ένας άλλος ήχος, μια άλλη γλύκα, μια φωνή αλλιώτικη, που περνάει μέσα σου και σε μεταμορφώνει. Τόσα χρόνια οι φουκαράδες βλέπαμε παπά, που λένε, και τον περνάγαμε για χήρα, τι να πεις… Το κελί είναι σχετικά καλό, έχω ρούχα, φαγητό, νερό, τσιγάρα και γυναικείες φωνές, αυτό είναι ευτυχία. Έξω απ’ το πειθαρχείο υπάρχει ένα τοιχάκι που χωρίζει τις πόρτες του πειθαρχείου από το προαύλιο των γυναικών. Το τοιχάκι φτάνει στο ύψος ως απάνω από το χαφιέ της πόρτας, όμως το πειθαρχείο έχει και έναν φεγγίτη ψηλά, πάνω από την πόρτα ακριβώς, χωρίς τζάμι, με σιδερένια κάγκελα. Βάζω τα πόδια μου δεξιά και αριστερά στο κούφωμα της πόρτας, και καταφέρνω να φτάσω στο φεγγίτη· πιάνομαι απ’ τα κάγκελα, και μπαίνω σε μπαξέ ολάνθιστο… Είναι καμιά τριανταριά, οι περισσότερες ποινικές. Λέω οι περισσότερες, γιατί αργότερα έμαθα πως εκείνη την περίοδο κρατούνταν εκεί και δυο πολιτικές. Τις κοιτάω να κάνουν βόλτα, να κουβεντιάζουν, να κάθονται, κι αναγαλλιάζει η ψυχή μου. Είμαι στο κακό μου χάλι, αλλά από το θέαμα που βλέπουν τα μάτια, με συνεπαίρνει μια δύναμη, που είμαι έτοιμος κουνώντας το χέρι μου να γκρεμίσω το κελί μου. Έχω κλείσει τα δεκαεννιά μου χρόνια, και για πρώτη νιώθω να είμαι δεκαεννιά. Κάθε ίνα του κορμιού μου βρίσκεται σε τρομερή εξέγερση. Μου ’ρχεται να ουρλιάξω σαν άγριος.
[…]
Ήμουνα και γι’ αυτές τις κακομοίρες βόμβα που έπεσε ξαφνικά μες στη ζωή τους. Το μεγαλύτερο έγκλημα των νομοθετών είναι ότι στερούν τους φυλακισμένους από τον έρωτα. Αυτό δεν είναι επανορθωτική τιμωρία, δεν είναι σωφρονισμός, είναι ψυχιατρικό βασανιστήριο. Νομίζω πως η μακρόχρονη ερωτική στέρηση δημιουργεί στον φυλακισμένο βλάβες, ψυχικές και σωματικές, πολύ σοβαρότερες από τα βασανιστήρια και τ’ άλλα δεινά της φυλακής. Τέλος, όπως σου έλεγα, άρχισε ξανά η κατάθλιψη, οι πονοκέφαλοι, οι σπασμοί. Ευτυχώς, σε καμιά δεκαριά μέρες με βγάλανε και με ξαναπήγαν στις φυλακές Αλεξάνδρας. Υποθέτω πως αφορμή στάθηκε περισσότερο η αναταραχή των γυναικών. Ένας άντρας μέσα στο προαύλιό τους τις ερέθιζε, τις έκανε απείθαρχες. Οι καβγάδες, τα σφαξίματα, οι υστερίες πολλαπλασιάστηκαν. Με πάνε λοιπόν στη φυλακή. Ο αρχιφύλακας με καλεί στο γραφείο του για τα γνωστά: εδώ θα κάτσεις φρόνιμα γιατί θα πεθάνεις, θα σε λιώσω και τα ρέστα. Κατάντησε πια ξινισμένο φαΐ η ιστορία […] δεν του απάντησα, τον κοίταξα απλώς, και του λέω, να με πάτε στον ψυχίατρο γιατί είμαι άρρωστος. Μου λέει, αν το εγκρίνει ο γιατρός της φυλακής, θα πας. Η φυλακή δεν είναι πια φυλακή ανηλίκων, υπάρχουν και μεγάλοι, αλλά είναι τόσο τρομοκρατημένοι, που φύλακες και διεύθυνση, γενικά, τους κάνουν ό,τι θέλουν. Εντωμεταξύ οι συνθήκες της φυλακής είναι φριχτές, μας έχουν στριμωγμένους σε κάτι υπόγεια χωρίς κρεβάτια, όλοι κάτω στρωματσάδα. Απαγορεύεται να κάνουμε βόλτα δύο δύο, απαγορεύεται να τρώμε σε παρέες, δεν υπάρχει τρόπος να μαγειρέψουμε κάτι ώστε να βελτιώσουμε το φαγητό της φυλακής, που τις περισσότερες φορές δεν τρώγεται με τίποτα. Όταν έχουμε ξερά κουκιά, το μαμούνι είναι δυο δάχτυλα στην καραβάνα μας. Στο μακαρόνι και στο φασόλι, ένα άσπρο σκουληκάκι είναι μισό μισό σε κάθε κουταλιά που παίρνουμε από την καραβάνα μας. Δεν μπορούμε να κάνουμε ούτε στοιχειώδη καθαριότητα. Πέντε βρύσες όλες κι όλες μέσα στ’ αποχωρητήρια. Δεν υπάρχει σκάφη για να πλύνουμε τα ρούχα μας, κι όσο για ζεστό νερό ή μπάνιο, άπιαστο όνειρο, όπως καταλαβαίνεις. Έχω κάπου δυο μήνες να πλυθώ. Ευτυχώς που κάθε μήνα μας κουρεύουνε με την ψιλή μηχανή, και έτσι δεν έχουμε μαλλιά… Διευθυντής είναι ένας σαδιστής του κερατά. Συχνά πυκνά, έρχεται, βάζει τους κρατουμένους στη σειρά και τους ζητάει να βγάλουν τα παπούτσια τους για να δει, λέει, αν πλένουν τα πόδια τους. Στημένες συνθήκες, σκόπιμη κοροϊδία και ξευτελισμός για να σε κατεβάσουν στο επίπεδο του ζώου. Τρώμε με την καραβάνα στα γόνατά μας και το ψωμί ακουμπισμένο στην κουβέρτα μας. Γενικά, η ζωή θυμίζει μεσαιωνικό κάτεργο. Στοιβαγμένοι σαν τα ζώα μες στην υπόγα, χωρίς φως, χωρίς αέρα, χωρίς χώρο καν για να ξαπλώσεις. Η χαρά μου πως επιτέλους πάμε σε φυλακές μεγάλων σύντομα εξαφανίζεται, και η σκέψη ότι οι ίδιες συνθήκες με τα σωφρονιστήρια κυριαρχούν και στις φυλακές των μεγάλων γεμίζει την καρδιά μου με μαύρη απελπισία. Γιατί άλλο είναι να έχεις μια προοπτική, που λένε, να λες δηλαδή πού θα πάει, […] θα μεγαλώσω και θα με πάτε σε οργανωμένη φυλακή, κι άλλο να πιστεύεις πως θα βγάλεις ισόβια σε τέτοιες συνθήκες. Τέλος, παρακολουθώντας τη συμπεριφορά των μεγάλων, ξεχώρισα έναν που μου φάνηκε ο πιο σωστός κι ο πιο σοβαρός. Εγώ, από την πλευρά μου, συγκέντρωνα κάποια στοιχεία εμπιστοσύνης –έρχομαι από την απομόνωση, θεωρούμαι επικίνδυνος από τη διεύθυνση κλπ. Ένα βράδυ τον διπλαρώνω, του λέω, μπορούμε να κουβεντιάσουμε για λίγο; Μου λέει, σε περίμενα. Λέω, τι θα γίνει, δεν είναι συνθήκες ζωής αυτές, εμείς πιστεύαμε πως εσείς οι μεγάλοι θα έχετε καταχτήσει κάποιους ανθρώπινους όρους ζωής, είναι δυνατόν να ζείτε έτσι; Μου λέει, κοίτα να δεις, δεν είναι έτσι παντού, εδώ η φυλακή είναι σπασμένη. Παλιότερα, έγιναν κάποιες προσπάθειες διαμαρτυρίας, τσάκωσαν τρεις και τους έστειλαν στρατοδικείο με τον πεντακόσια εννιά για «σύσταση παράνομης οργάνωσης» στη φυλακή. Από τότε δεν κουνιέται φύλλο. Έχουν και κάμποσους χαφιέδες –οι δυο στη γωνία είναι απ’ αυτούς που πήγαν μάρτυρες κατηγορίας στο στρατοδικείο. Δε γίνεται τίποτα για την ώρα. Να ’σαι σίγουρος πως αύριο πρωί πρωί θα μας καλέσουν στο αρχιφυλακείο για την κουβέντα μας. Πραγματικά, την άλλη μέρα το πρωί μας φωνάζουν στο αρχιφυλακείο: το γνωστό τροπάρι, τι κουβεντιάζατε, αρχίσατε τις συνωμοσίες, προσέχτε καλά, θα σας λιώσουμε και τα ρέστα. Εμείς τους είπαμε πως κουβεντιάζαμε για τον καιρό και πως ήτανε αναφαίρετο δικαίωμά μας να κουβεντιάζουμε. Τσίφτης ο μεγάλος, αλλά βλέπεις μεγάλος, ίσον να περιμένουμε κατάλληλες συνθήκες και λοιπά… Τέλος, βγαίνω στο γιατρό, του λέω τα καθέκαστα, κοιτάει το φάκελό μου και μου λέει, ναι, παιδί μου, αύριο θα σε στείλω στον ψυχίατρο, η φυλακή δε διαθέτει ψυχίατρο. Έτσι, θα πας σ’ ένα γιατρό έξω… Πραγματικά, την άλλη μέρα με φωνάζουνε, δυο μπάτσοι μου περνάνε τις χειροπέδες και πάμε. Με τα πόδια! Το φαντάζεσαι; Ευτυχία που δε λέγεται. Βλέπω κόσμο, περπατάει, ψωνίζει, κουβεντιάζει –είναι σαν όνειρο. Υπάρχουν ακόμα άνθρωποι που δεν τους πειράζει κανείς, μπορούν να πάνε όπου θέλουν, μπορούν να σταματάνε όποτε θέλουν… Μερικοί με κοιτάνε. Τα χέρια μου είναι μπροστά, δεμένα, τι να σκέφτονται άραγε; Μπορεί να είμαι δολοφόνος; Περνάει από το μυαλό κανενός άραγε ότι είμαι ένας μικρός κομμουνιστής, που έχει πέσει πάνω του όλο το κράτος να τον λιώσει;
Μίσσιος Χρόνης, Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς, Γράμματα, Αθήνα 1985 (42η), σ. 141-147.